Μικρά Ασία 1919-1922: αφανείς ήρωες και άσημοι άνθρωποι σε ημερολόγια, πίνακες ζωγραφικής και φωτογραφίες

Μικρά Ασία 1919-1922: αφανείς ήρωες και άσημοι άνθρωποι σε ημερολόγια, πίνακες ζωγραφικής και φωτογραφίες


Ιστο­ρί­ες «από τα κά­τω» και άση­μοι

Σε ό,τι ακο­λου­θεί θα μι­λή­σω για ανα­πα­ρα­στά­σεις άση­μων αν­θρώ­πων που προ­σπα­θούν να επι­βιώ­σουν στη δί­νη κο­σμοϊ­στο­ρι­κών γε­γο­νό­των, όπως ήταν η κα­τάρ­ρευ­ση της οθω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας και η ανα­διά­τα­ξη του κό­σμου από τον πρώ­το πα­γκό­σμιο πό­λε­μο και με­τά. Έχου­με μια Ελ­λά­δα που επε­κτεί­νε­ται διαρ­κώς, βρί­σκε­ται από ένα ση­μείο και με­τά στο κέ­ντρο των διε­θνών εξε­λί­ξε­ων και για πρώ­τη μάλ­λον φο­ρά έχου­με τό­σους πολ­λούς, απο­λύ­τως αφα­νείς μέ­χρι τό­τε, αν­θρώ­πους να προ­κύ­πτουν στο προ­σκή­νιο ως δρώ­ντα πρό­σω­πα, εί­τε ως υπο­κεί­με­να των αφη­γή­σε­ων εί­τε ως αντι­κεί­με­να ανα­πα­ρα­στά­σε­ων που άλ­λοι αφιε­ρώ­νουν σ’ αυ­τούς. Άση­μοι άν­θρω­ποι, συ­χνά με στοι­χειώ­δη παι­δεία και γνώ­ση αι­σθα­νό­με­νοι το βά­ρος της συ­γκυ­ρί­ας νιώ­θουν ότι η ζωή τους θα μπο­ρού­σε να έχει αξία ως αντι­κεί­με­νο αφή­γη­σης για τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Τους λεί­πει βε­βαί­ως μια συ­νο­λι­κή, πα­γκό­σμια προ­ο­πτι­κή, μια επο­πτεία, αλ­λά αυ­τό δεν τους πτο­εί. Ο ημε­ρο­λο­για­κός και ο αυ­το­βιο­γρα­φι­κός τρό­πος εί­ναι απο­λύ­τως ικα­νο­ποι­η­τι­κός γι’ αυ­τό που θέ­λουν να κά­νουν. Στις εξι­στο­ρή­σεις τους η πα­γκό­σμια ιστο­ρία εξε­λίσ­σε­ται κά­που στο φό­ντο, άλ­λο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο άλ­λο­τε λι­γό­τε­ρο ευ­διά­κρι­τη, περ­νά μέ­σα από την απε­γνω­σμέ­νη και αυ­στη­ρά ατο­μι­κή εμπει­ρία της επι­βί­ω­σης. Εκτός απ’ αυ­τούς που διεκ­δί­κη­σαν το δι­καί­ω­μα να αυ­το­πα­ρου­σια­στούν και να αφη­γη­θούν υπήρ­ξαν βέ­βαια και άλ­λοι, η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία, που δεν το διεκ­δί­κη­σαν. Για λό­γους που θα εξε­τά­σω, και αυ­τοί απο­κτούν ορα­τό­τη­τα ως αντι­κεί­με­να όπως ήδη εί­πα ανα­πα­ρα­στά­σε­ων άλ­λων, συ­χνά καλ­λι­τε­χνών, αλ­λά όχι μό­νο. Θα προ­σπα­θή­σω λοι­πόν να μι­λή­σω και για κά­ποιους απ’ αυ­τούς τους αν­θρώ­πους. Για κά­ποιους που μπο­ρεί να μην σώ­ζο­νται τα λό­για τους, οι ει­κό­νες τους όμως έφτα­σαν, άθε­λά τους, μέ­χρι την επο­χή μας.
Το ζή­τη­μά μου εί­ναι τε­λι­κά η ορα­τό­τη­τα, το ποιους αν­θρώ­πους βλέ­που­με και για­τί. Ποιοι άλ­λοι περ­νούν απα­ρα­τή­ρη­τοι και για­τί; Πώς μπο­ρού­με να μά­θου­με κά­τι απ’ αυ­τούς τους τε­λευ­ταί­ους και γι’ αυ­τούς; Όλα αυ­τά εί­ναι ερω­τή­μα­τα που απα­σχο­λούν τα τε­λευ­ταία χρό­νια αρ­κε­τά έντο­να τους με­λε­τη­τές. Ει­δι­κά στην πε­ρί­πτω­ση της μι­κρα­σια­τι­κής εκ­στρα­τεί­ας η ανά­γκη για μια ιστο­ρία “από τα κά­τω”, όπως θα μπο­ρού­σε γε­νι­κώς να πε­ρι­γρα­φεί το σχε­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα, για μια ιστο­ρία δη­λα­δή που γρά­φε­ται όχι από την πλευ­ρά των ηγε­τών, των διε­θνών συν­θη­κών και συ­σχε­τι­σμών αλ­λά που αφή­νει να φα­νούν άση­μοι δρώ­ντες προ­βάλ­λει εκ των πραγ­μά­των ανα­γκαία.[1] Κι αυ­τό για­τί για διά­φο­ρους λό­γους που εκτός των άλ­λων έχουν να κά­νουν και με τον (χω­ρίς προη­γού­με­νο) αριθ­μό των στρα­τιω­τών που έλα­βε μέ­ρος στη μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεία η πε­ρί­ο­δος με­τα­ξύ 1919-1922 γέν­νη­σε ένα χω­ρίς προη­γού­με­νο πλή­θος τέ­τοιων αν­θρώ­πων. Ο πό­λε­μος αυ­τός εί­ναι λοι­πόν για την ιστο­ρία της Ελ­λά­δας ίσως ο κα­λύ­τε­ρα κα­τα­γε­γραμ­μέ­νος “από τα κά­τω” πό­λε­μος, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νος από τις τά­ξεις των στρα­τιω­τών σχε­δόν κά­θε βαθ­μού και κά­θε ει­δι­κό­τη­τας. Κι υπάρ­χει και κά­τι ακό­μη: Η μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεία, ανα­με­νό­με­να, δεν έβγα­λε τους ήρω­ες που έβγα­λε το 1821. Μό­νο στρα­τιω­τι­κοί —κι αυ­τοί ελά­χι­στοι—κα­τά­φε­ραν να δια­σω­θούν από την γε­νι­κή απα­ξί­ω­ση. Τις θρυ­λι­κές δια­στά­σεις του ήρωα του με­τώ­που έλα­βε ου­σια­στι­κά μό­νο ένας: ο Πλα­στή­ρας. Το κε­νό που άφη­σαν οι επώ­νυ­μοι το κα­τέ­λα­βαν κα­τά κά­ποιον τρό­πο οι “αφα­νείς ήρω­ες”.
Πολ­λά από τα βι­βλία που φι­λο­ξε­νούν τα ημε­ρο­λό­για ή τις αυ­το­βιο­γρα­φι­κές αφη­γή­σεις τους εκ­δό­θη­καν από τη δε­κα­ε­τία του 70 και με­τά, εκεί προς τη δύ­ση του βί­ου των αν­θρώ­πων αυ­τών ή και με­τά το θά­να­τό τους από απο­γό­νους που τ’ ανα­κά­λυ­ψαν ή από φι­λί­στο­ρες λο­γί­ους που τα συ­νά­ντη­σαν κά­που και τα εκτί­μη­σαν.[2] Αυ­τό που απο­κα­λού­με, ωστό­σο, επί­ση­μη ιστο­ρία έσκυ­ψε μάλ­λον αρ­γο­πο­ρη­μέ­να στα τεκ­μή­ρια αυ­τά. Για την ακρί­βεια η πλέ­ον φι­λό­δο­ξη και συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια να γρα­φτεί μια ιστο­ρία της μι­κρα­σια­τι­κής εκ­στρα­τεί­ας “από τα κά­τω” ολο­κλη­ρώ­θη­κε και κυ­κλο­φό­ρη­σε πριν λί­γους μό­νο μή­νες. Πρό­κει­ται για τον συλ­λο­γι­κό τό­μο που επι­με­λή­θη­καν οι Δη­μή­τρης Κα­μού­ζης, Αλέ­ξαν­δρος Μα­κρής και Χα­ρά­λα­μπος Μη­να­σί­δης με τί­τλο Έλ­λη­νες Στρα­τιώ­τες και Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία: Πτυ­χές μιας οδυ­νη­ρής εμπει­ρί­ας.[3] Έχει προη­γη­θεί φυ­σι­κά ση­μα­ντι­κή δου­λειά υπο­δο­μής από το ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ και το ΚΜΣ με συ­γκέ­ντρω­ση και έκ­δο­ση τεκ­μη­ρί­ων κυ­ρί­ως από τη δε­κα­ε­τία του 1990 και με­τά κα­θώς και με­μο­νω­μέ­νες επι­στη­μο­νι­κές ερ­γα­σί­ες που μέ­σω του σχε­τι­κού υλι­κού έφε­ραν στο προ­σκή­νιο της έρευ­νας τις υπο­κει­με­νι­κές θε­ά­σεις του πο­λέ­μου, την εμπει­ρία του πο­λέ­μου, το πώς τε­λι­κά ο συ­γκε­κρι­μέ­νος πό­λε­μος γρά­φτη­κε στην ψυ­χή και στο σώ­μα των αν­θρώ­πων αυ­τών που τον βί­ω­σαν, όχι μό­νο ως πρό­σφυ­γες, θύ­μα­τά του αλ­λά και ως θύ­τες, ως άν­θρω­ποι που πο­λε­μού­σαν για μια δε­κα­ε­τία σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις για να γυ­ρί­σουν στα σπί­τια τους-όσοι γύ­ρι­σαν- με την κα­τάρ­ρευ­ση του με­τώ­που τον Αύ­γου­στο του 1922.[4]
Θα προ­σπα­θή­σω λοι­πόν να ανα­κα­λέ­σω από τη λή­θη στην οποία κα­τα­δι­κά­ζο­νται συ­νή­θως οι άση­μοι ορι­σμέ­να πορ­τρέ­τα (πορ­τρέ­τα φτιαγ­μέ­να με λέ­ξεις αλ­λά και πορ­τρέ­τα με την κυ­ριο­λε­κτι­κή έν­νοια, φτιαγ­μέ­να με τα ίχνη που αφή­νει το φως στην φω­το­ευαί­σθη­τη επι­φά­νεια της φω­το­γρα­φι­κής πλά­κας). Το εγ­χεί­ρη­μα εμπνέ­ε­ται βέ­βαια από τη σκέ­ψη του Γάλ­λου φι­λο­σό­φου Μι­σέλ Φου­κώ ο οποί­ος προς τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 σχε­δί­α­ζε ένα βι­βλίο που τε­λι­κά δεν κυ­κλο­φό­ρη­σε με θέ­μα βί­ους κα­κό­φη­μων αν­θρώ­πων (des hommes infames).[5] Η λέ­ξη, ωστό­σο, που στα ελ­λη­νι­κά απο­δί­δε­ται συ­νή­θως ως “κα­κό­φη­μος”, “δια­βό­η­τος” αν δια­βά­σου­με προ­σε­κτι­κά το κεί­με­νο του Φου­κώ μας φέρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στο μυα­λό τον κα­τα­φρο­νε­μέ­νο απ’ όλους, τον πα­ντε­λώς ασή­μα­ντο, ή και πιο χρω­μα­τι­σμέ­να τον “τι­πο­τέ­νιο”, ένα υπο­κεί­με­νο επο­μέ­νως με το οποίο κα­νέ­νας ιστο­ρι­κός, κα­νέ­νας βιο­γρά­φος δεν θα υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση πο­τέ ν’ ασχο­λη­θεί, μέ­χρι την επο­χή του Φου­κώ του­λά­χι­στον. Με μια λι­γό­τε­ρο χρω­μα­τι­σμέ­νη λέ­ξη τον άση­μο. Ο Φου­κώ ανα­κα­λύ­πτει στα αρ­χεία της πε­ριό­δου 1660-1760 τις φω­νές ή τις σκιές αυ­τές που κα­θα­ρή τύ­χη τις έφε­ρε μπρο­στά του για να δια­σω­θούν από τη σί­γου­ρη λή­θη στην οποία οι άν­θρω­ποι αυ­τοί ήταν πά­ντα κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι. Συ­γκι­νεί­ται από τις πε­ρι­πτώ­σεις τους, εκ­θέ­τει και εν συ­ντο­μία τη με­θο­δο­λο­γία του. Θα κρα­τή­σει λέ­ει έξω από την εξέ­τα­σή του αυ­το­βιο­γρα­φι­κού τύ­που μαρ­τυ­ρί­ες που δεί­χνουν μια από­στα­ση από τα εξι­στο­ρού­με­να, τον εν­δια­φέ­ρουν τε­λι­κά θα λέ­γα­με οι κραυ­γές από­γνω­σης που προ­σπα­θούν να επι­τε­λέ­σουν κά­τι εκεί­νη τη στιγ­μή, οι κραυ­γές αν­θρώ­πων που δεν τους περ­νά καν από το μυα­λό ότι αυ­τά που έχουν κα­τα­θέ­σει γρα­πτώς απο­λο­γού­με­νοι ή κα­ταγ­γέ­λο­ντες συ­νή­θως προς τις αρ­χές μπο­ρεί να δια­βα­στούν αιώ­νες με­τά. Εδώ ακρι­βώς σε σχέ­ση με το φου­κω­ι­κό εγ­χεί­ρη­μα εντο­πί­ζω και τη δια­φο­ρά αυ­τού που θα επι­χει­ρή­σω. Οι στρα­τιώ­τες με τους οποί­ους θα ασχο­λη­θώ, συ­νή­θως εξα­θλιω­μέ­νοι, συ­χνά πο­νη­ροί, κά­πο­τε σε από­γνω­ση, ενί­ο­τε απο­κτη­νω­μέ­νοι έχουν από­λυ­τη συ­νεί­δη­ση ότι μπο­ρεί να δια­βα­στούν, ότι τα γρα­πτά τους μπο­ρεί να μεί­νουν. Γι’ αυ­τό και αυ­το­λο­γο­κρί­νο­νται. Μας δεί­χνουν ότι πα­ρα­μέ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο άν­θρω­ποι απ’ όσο πί­σω από τις γραμ­μές φα­ντα­ζό­μα­στε ότι υπήρ­ξαν στις ορια­κές κα­τα­στά­σεις που αντι­με­τώ­πι­σαν όταν η επι­βί­ω­σή τους δια­κυ­βευό­ταν. Τού­το θα απο­θάρ­ρυ­νε τον Φου­κώ και θα τον απο­μά­κρυ­νε απ’ αυ­τούς. Εκεί­νος ζη­τού­σε την αμε­σό­τη­τα του ακραί­ου βιώ­μα­τος αφή­νο­ντας στην άκρη την εκ των υστέ­ρων φιλ­τρα­ρι­σμέ­νη αυ­το­βιο­γρα­φία ή το ξα­να­δου­λε­μέ­νο και παι­δε­μέ­νο ημε­ρο­λό­γιο που τε­λι­κά ξα­να­γρά­φε­ται και κυ­κλο­φο­ρεί χρό­νια, κά­πο­τε και ολό­κλη­ρες δε­κα­ε­τί­ες με­τά, από την πρώ­τη γρα­φή του στο πε­δίο της μά­χης ή έστω στα με­τό­πι­σθεν.

Αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­ες: πα­ντε­πό­πτες επι­τε­λι­κοί, άση­μοι οπλί­τες και αντα­πο­κρι­τές

Το 1924 ο συγ­γρα­φέ­ας, νο­μι­κός και πο­λι­τευ­τής Κων­στα­ντί­νος Τσι­τσε­λί­κης ανα­ρω­τιό­ταν ρη­το­ρι­κά: “Ποιος συγ­γρα­φέ­ας, ποιος ποι­η­τής ή ποιος ζω­γρά­φος θα πε­ρι­γρά­ψει τη φρί­κη της κα­τα­στρο­φής; Τέ­τοιο μα­κε­λειό, τέ­τοια φυ­γή, τέ­τοια απο­σύν­θε­ση στρα­τού, τέ­τοια ντρο­πή, τέ­τοιον πα­νι­κό ξα­νά­γρα­ψε πο­τέ η ιστο­ρία κα­νε­νός έθνους;”[6] Η απά­ντη­ση που με βά­ση τα όσα θα εκ­θέ­σω στη συ­νέ­χεια θα μπο­ρού­σε να δο­θεί εί­ναι ότι ού­τε οι συγ­γρα­φείς ού­τε οι ζω­γρά­φοι, ού­τε οι ποι­η­τές πε­ριέ­γρα­ψαν τε­λι­κά τη φρί­κη με την ωμή αμε­σό­τη­τα έστω και αυ­το­λο­γο­κριμ­μέ­νη, έστω και εκ των υστέ­ρων από κά­ποια από­στα­ση, των ημε­ρο­λο­γί­ων και των απο­μνη­μο­νευ­μά­των των απλών στρα­τιω­τών. Μι­λώ­ντας για απλούς στρα­τιώ­τες εξαι­ρώ τα γρα­πτά των αξιω­μα­τι­κών που σε γε­νι­κές γραμ­μές υιο­θε­τούν μια επο­πτι­κή θέ­ση ένα­ντι των αφη­γου­μέ­νων. Δια­τη­ρούν από­στα­ση, μια πιο συ­νο­λι­κή γνώ­ση της κα­τά­στα­σης, το α’ πρό­σω­πο σπά­νια πα­ρου­σιά­ζε­ται στην εξι­στό­ρη­σή τους. Το πα­ντε­πο­πτι­κό ση­μείο στο οποίο το­πο­θε­τεί­ται το βλέμ­μα του ανώ­τε­ρου αξιω­μα­τι­κού μοιά­ζει με τον τρό­πο που πα­ρα­τη­ρεί τα πράγ­μα­τα ένας αε­ρο­πό­ρος. Από την άπο­ψη αυ­τή δεν θα ήταν άστο­χη, νο­μί­ζω, η πα­ρά­θε­ση μιας σχε­τι­κής μαρ­τυ­ρί­ας. Την κα­τα­θέ­τει ο Νι­κό­λα­ος Ζω­γρά­φος που αν και αν­θυ­πο­λο­χα­γός του Πυ­ρο­βο­λι­κού κα­τε­τά­γη το 1917 ως εθε­λο­ντής πα­ρα­τη­ρη­τής αε­ρο­πό­ρος στη νε­ό­τευ­κτη Στρα­τιω­τι­κή Αε­ρο­πο­ρία. Στην Εκ­στρα­τεία έλα­βε μέ­ρος ως επι­τε­λι­κός αξιω­μα­τι­κός του Α’ Σώ­μα­τος Στρα­τού και αρ­χη­γός των πα­ρα­τη­ρη­τών του στρα­τού παί­ζο­ντας ση­μα­ντι­κό ρό­λο κα­τά τη διά­σπα­ση του με­τώ­που και κα­τά την υπο­χώ­ρη­ση των ελ­λη­νι­κών δυ­νά­με­ων. Το σχε­τι­κό βι­βλίο του εκ­δό­θη­κε το 1958.

Την 22 Αυ­γού­στου 1922 κα­τά την πρω­ί­αν εθε­ά­θη­σαν υπό του λο­χα­γού Ζω­γρά­φου Ν. με οδη­γόν τον Λο­χα­γόν Οι­κο­νο­μά­κον Π., με­γά­λαι δυ­νά­μεις του εχθρού (Πε­ζι­κόν και Ιπ­πι­κόν) κα­τερ­χό­με­ναι διά τριών πα­ράλ­λη­λων φα­λάγ­γων διά Κού­λων (κω­μο­πό­λε­ως) προς την πό­λιν Φι­λα­δέλ­φειαν ίνα πλα­γιο­κό­ψουν το εν ατα­ξία (πλην τι­νών εξαι­ρέ­σε­ων) υπο­χω­ρούν Νό­τιον Συ­γκρό­τη­μα Με­ραρ­χιών προς την θά­λασ­σαν […] Ο επι­τε­λι­κός νους του πα­ρα­τη­ρη­τού και η γεν­ναιό­της του οδη­γού εξη­γέρ­θη­σαν προ της τρο­με­ράς ει­κό­νος διά την τύ­χην της όλης (σχε­δόν) Στρα­τιάς […]. Με­τά πολ­λούς ελιγ­μούς εις χα­μη­λόν ύψος και αφού επο­λυ­βο­λή­θη­σαν από τους εχθρούς με τραυ­μα­τι­σμόν επι­πό­λαιον του πα­ρα­τη­ρη­τού, ανεύ­ρον ένα εν κα­ταυ­λι­σμώ τμή­μα πε­ζι­κού, όπερ πα­ρου­σί­α­σεν και σή­μα ανα­γνω­ρί­σε­ως, […] σή­μα εκ λευ­κού υφά­σμα­τος προ­ο­ρι­σμέ­νον διά τα αε­ρο­πλά­να, εμ­φαί­νον Σύ­νταγ­μα Πε­ζι­κού. Αλ­λό­φρων ο πα­ρα­τη­ρη­τής από το δέ­ος της επι­κει­μέ­νης απο­συν­θέ­σε­ως ενός ολο­κλή­ρου στρα­τεύ­μα­τος, αλ­λά και από την χα­ράν, ότι ανεύ­ρεν Έλ­λη­νας στρα­τιώ­τας διά να τους ανα­κοι­νώ­ση “τι συμ­βαί­νει και τι θα συμ­βή” συ­νέ­τα­ξεν ένα ση­μεί­ω­μα και αφού κα­τήλ­θον εις 50 μέ­τρα πε­ρί­που, το έρ­ρι­ξεν επί του λευ­κού υφάσ­σμα­τος του σή­μα­τος διά φα­κέλ­λου ερ­μα­τι­σμέ­νου.[7]

Ο αφη­γη­τής ανα­φέ­ρε­ται στον εαυ­τό του στο γ’ πρό­σω­πο, εί­ναι σαν να πα­ρα­τη­ρεί ακό­μη και αυ­τόν τον ίδιο από ψη­λά. Η πα­ρα­τή­ρη­ση κι­νη­το­ποιεί τον επι­τε­λι­κό του νου, τραυ­μα­τί­ζε­ται αλ­λά πα­ρα­κάμ­πτει απο­λύ­τως φό­βο και πό­νο. Εί­ναι σαν να μην έχει καν σώ­μα, εί­ναι μό­νο μά­τι και μυα­λό. Δια­βά­ζει τα ση­μεία στο πε­δίο, αντι­λαμ­βά­νε­ται τι συμ­βαί­νει, προ­βλέ­πει τι θα συμ­βεί και δρα. Με τον ίδιο τρό­πο λί­γο πο­λύ, που κυ­μαί­νε­ται ανα­λό­γως του βαθ­μού άρα και της επο­πτεί­ας, αφη­γού­νται τον πό­λε­μο ανώ­τε­ροι και ανώ­τα­τοι αξιω­μα­τι­κοί συ­χνά βέ­βαια και κα­τώ­τε­ροι. Στις αφη­γή­σεις τους το προ­σω­πι­κό τεί­νει να υπο­λεί­πε­ται σε πρω­το­πρό­σω­πη αμε­σό­τη­τα. Ακό­μη κι η πα­ρου­σί­α­ση της θη­ριω­δί­ας, εν προ­κει­μέ­νω του εχθρού, έχει κά­τι από τη λο­γιο­σύ­νη και την —έστω φορ­τι­σμέ­νη— απο­στα­σιο­ποί­η­ση της πο­λε­μι­κής αντα­πό­κρι­σης. Παίρ­νω εν­δει­κτι­κά την πε­ρί­πτω­ση του Πα­ντε­λή Πρι­νιω­τά­κι που στη Μι­κρά Ασία ήταν έφε­δρος αν­θυ­πο­λο­χα­γός. Στο Ατο­μι­κόν Ημε­ρο­λό­γιόν του που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1988 έξι χρό­νια με­τά τον θά­να­τό του με­τα­φέ­ρει την ει­κό­να που οι Έλ­λη­νες στρα­τιώ­τες αντί­κρυ­σαν κα­τά την ανα­κα­τά­λη­ψη της πε­ριο­χής της Περ­γά­μου με­τά τη σφα­γή της φρου­ράς του Δι­κε­λί από Τούρ­κους ατά­κτους. Η εγ­γρα­φή στο ημε­ρο­λό­γιό του έχει ημε­ρο­μη­νία 8.6.1919 και πε­ρι­γρά­φει την ει­κό­να που του κα­τέ­θε­σαν οι αυ­τό­πτες

Εί­ναι φρι­κια­στι­κόν το θέ­α­μα, κα­τά τας αφη­γή­σεις τού­των, των κα­τά μή­κος της Οδού Περ­γά­μου-Δι­κε­λή υπε­ρο­γδο­ή­κο­ντα πτω­μά­των των αν­δρών της εφο­διο­πο­μπής και της στα­λεί­σης ενι­σχύ­σε­ως άτι­να ακό­μη ακρω­τη­ρια­σμέ­να, πε­τα­λω­μέ­να γυ­μνά και εις στά­σεις ανη­θί­κους, εύ­ρη­νται άτα­φα και άμορ­φα με όλην την έκ­φρα­σιν των βα­σα­νι­στη­ρί­ων τα οποία υπέ­στη­σαν.[8]

Σή­με­ρα μπο­ρεί οι πα­ρα­πά­νω γραμ­μές να μας φαί­νο­νται σκλη­ρές. Τι θα λέ­γα­με όμως για τις πα­ρα­κά­τω που ανα­φέ­ρο­νται στο ίδιο ακρι­βώς γε­γο­νός; Εί­ναι γραμ­μές που προ­κα­λούν κά­τι σαν αμη­χα­νία όταν κα­νείς επι­χει­ρεί να τις δια­βά­σει υψη­λό­φω­να:

Αλη­σμό­νη­τη θα μου μεί­νει η φρι­κώ­δης θέα των Κρη­τών οπλι­τών του τάγ­μα­τος Σε­μαρ­κέ­ζη, οι οποί­οι εί­χαν πέ­σει στο δρό­μο στα χέ­ρια των Τούρ­κων. Σχε­δόν όλοι εί­χαν ρι­χθή μπρού­μυ­τα και με την πε­ρι­σκε­λί­δα βγαλ­μέ­νη άφι­ναν να φαί­νε­ται ο πρω­κτός των, φο­βε­ρά αλ­λοιω­μέ­νος από ασχη­μο­σύ­νης πρά­ξεις, και συ­νά­μα τις κνή­μες τους και τους μη­ρούς των ξε­σχι­σμέ­νους με μα­χαί­ρι, τα δε γεν­νη­τι­κά των μό­ρια κομ­μέ­να και βαλ­μέ­να στο στό­μα, με εξο­ρυγ­μέ­νους συ­νά­μα τους οφθαλ­μούς
.[9]

Όπως και ο Πρι­νιω­τά­κις έτσι και ο αυ­τό­πτης των πα­ρα­πά­νω Μα­νό­λης Σο­φού­λης εί­χε ξε­κι­νή­σει σπου­δές Νο­μι­κής πριν κα­τα­τα­γεί το 1912 ως εθε­λο­ντής. Ξε­κι­νά από δε­κα­νέ­ας, το 1919 στη Σμύρ­νη έχει προ­α­χθεί σε υπο­λο­χα­γό. Γε­νι­κώς από οπλί­τες και κα­τώ­τε­ρους αξιω­μα­τι­κούς έχου­με τις πιο ωμές πε­ρι­γρα­φές των ακρο­τή­των κι από τις δύο πλευ­ρές. Ίσως η πλέ­ον εν­δια­φέ­ρου­σα πά­ντως πε­ρί­πτω­ση ανά­με­σα στις μαρ­τυ­ρί­ες της κα­τη­γο­ρί­ας αυ­τής εί­ναι το ημε­ρο­λό­γιο του Χρή­στου Κα­ρα­γιάν­νη.[10] Ξε­κί­νη­σε να πο­λε­μά το 1918 στο Μα­κε­δο­νι­κό μέ­τω­πο και συ­νέ­χι­σε υπό τον Γε­ώρ­γιο Κον­δύ­λη στην Ου­κρα­νία. Ξα­νά κά­τω από τις δια­τα­γές του βρί­σκε­ται το 1919 στην ανα­κα­τά­λη­ψη του Αϊ­δι­νί­ου. Αφή­νω στην άκρη τα “έκτρο­πα” που δια­πράτ­τει η μο­νά­δα του έχο­ντας το ελεύ­θε­ρο από τον Κον­δύ­λη που τους “δί­νει το δι­καί­ω­μα να πρά­ξουν ό,τι βα­στά­ει η ψυ­χή” τους και για τα οποία ο Κα­ρα­γιάν­νης εί­ναι μάλ­λον φει­δω­λός και πιά­νω μια εγ­γρα­φή του που προ­έρ­χε­ται από τον Αύ­γου­στο του 1921. Εδώ ξε­δι­πλώ­νε­ται η πε­ρι­γρα­φι­κή του δει­νό­τη­τα. Εί­ναι μια στιγ­μή κα­τά την οποία ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός απεί­χε λί­γες ώρες από την Άγκυ­ρα που όμως με­τά τις αι­μα­τη­ρές μά­χες και τις με­γά­λες απώ­λειες έμοια­ζε πλέ­ον πο­λύ μα­κριά. Η δυ­σοί­ω­νη ατμό­σφαι­ρα εί­ναι προ­φα­νώς απο­τέ­λε­σμα και της ανα­δρο­μι­κής μα­τιάς που πέ­φτει στις ση­μειώ­σεις από το μέ­τω­πο κά­ποια χρό­νια με­τά.

27 Αυ­γού­στου. Και αντί να κα­τα­λά­βου­με την Άγκυ­ρα, φτιά­ξα­με μό­νοι τον τά­φο μας. […] Και με το ξη­μέ­ρω­μα τα κο­ρά­κια γύ­ρι­ζαν πά­νω από τα κε­φά­λια μας, έκρω­ζαν και κα­τέ­βαι­ναν όλα μα­ζί στο ίδιο ση­μείο. Ύστε­ρα χα­μη­λο­πε­τού­σαν με ένα κομ­μά­τι κρέ­ας στο ράμ­φος τους. Πή­γα από πε­ριέρ­γεια να δω από που έπαιρ­ναν την τρο­φή τους. Εί­δα ενα κορ­μί δια­λυ­μέ­νο: το ένα πό­δι εί­χε απο­συν­δε­θεί από τη λε­κά­νη από το τρά­βηγ­μα των κο­ρα­κιών και εί­χε απο­μα­κρυν­θεί από το σώ­μα. Το κε­φά­λι ήταν με ένα μά­τι και δί­χως μύ­τη. Στο με­σια­νό δά­χτυ­λο του αρι­στε­ρού χε­ριού φο­ρού­σε δα­χτυ­λί­δι, όπου το δα­χτυ­λί­δι δεν δια­κρι­νό­ταν κα­λά επει­δή τα δά­χτυ­λα εί­χαν πρη­στεί. Και πιο πέ­ρα ήταν στο χώ­μα ένας σταυ­ρός, που στο πί­σω μέ­ρος έγρα­φε: “ο νο­νός σου Διο­νύ­σιος”. Δεν εί­χε φυ­λά­ξει τον μα­κα­ρί­τη ο σταυ­ρός.
[11]

Η εξο­νυ­χι­στι­κή πε­ρι­γρα­φή της φρί­κης που δια­τη­ρεί την ωμή της αλή­θεια πα­ρά την εξο­μά­λυν­ση του επι­με­λη­τή της συ­γκε­κρι­μέ­νης έκ­δο­σης μάς προ­κα­λεί τη δυ­σά­ρε­στη υπο­ψία ότι ο ήρω­άς μας δεν γύ­ρι­σε πί­σω με άδειες τσέ­πες. Η δύ­να­μη της αφή­γη­σης έχει αντι­στα­θεί στην αυ­το­λο­γο­κρι­τι­κή διά­θε­ση και στην τά­ση προς λεί­αν­ση των αιχ­μών που δια­κρί­νει κά­θε πα­ρό­μοια μαρ­τυ­ρία που ξα­να­γρά­φε­ται χρό­νια με­τά την αρ­χι­κή της κα­τα­γρα­φή.
Ανά­με­σα στην οπτι­κή του πα­ντο­γνώ­στη, πα­ντε­πό­πτη αφη­γη­τή που δια­βά­ζει στο πε­δίο τι θα γί­νει μέ­χρι το μι­κρο­σκο­πι­κό κοί­ταγ­μα (και ψά­ξι­μο) των νε­κρών σω­μά­των στο πε­δίο της μά­χης από εξα­θλιω­μέ­νους οπλί­τες που αγω­νί­ζο­νται να επι­βιώ­σουν μέ­ρα με τη μέ­ρα ανοί­γε­ται στα μι­κρα­σια­τι­κά εδά­φη με­τα­ξύ 1919-1922 ένα με­γά­λο πλή­θος από μα­τιές και οι αντί­στοι­χες πε­ρι­γρα­φές τους. Δια­φο­ρε­τι­κό εί­ναι κά­θε φο­ρά το ύφος, δια­φέ­ρει κι η από­στα­ση από τα πράγ­μα­τα. Πρό­κει­ται για πο­λυά­ριθ­μα πα­ρα­δείγ­μα­τα μιας εξι­στό­ρη­σης “από τα κά­τω” που εκτι­μά­ται για την “κα­θα­ρό­τη­τα του βλέμ­μα­τος” η οποία οφεί­λε­ται στο ότι “η επι­βί­ω­ση εί­ναι το κυ­ρί­αρ­χο δε­δο­μέ­νο της ψυ­χής και του λό­γου” όπως το θέ­τει ο επι­με­λη­τής του ημε­ρο­λο­γί­ου του Κα­ρα­γιάν­νη Φί­λιπ­πος Δρα­κο­ντα­ει­δής.[12] Στις ανα­φο­ρές του εί­δους που εξα­ντλού­νται στην αγω­νιώ­δη δια­χεί­ρι­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας με τις πολ­λές βα­σα­νι­στι­κά αρ­γό­συρ­τες ώρες όπου ο στρα­τιώ­της δεν μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει να σκέ­φτε­ται την πεί­να και την κού­ρα­ση και τις κο­ρυ­φώ­σεις των μα­χών για τις οποί­ες μπο­ρεί κα­νείς να σκε­φτεί νη­φά­λια μό­νο όταν μέ­νει μό­νος για να γρά­ψει δεν υπάρ­χει συ­νή­θως χώ­ρος για μια συ­νο­λι­κή απο­τί­μη­ση με όρους (γεω)πο­λι­τι­κής και διε­θνών σχέ­σε­ων. Εί­ναι ακρι­βώς η πτυ­χή που έχει ανα­δει­χτεί πρό­σφα­τα μέ­σα από το έρ­γο με­λε­τη­τών όπως η Μαρ­γα­ρί­τα Δα­λε­ζί­ου που έχει με­λε­τή­σει αυ­τήν ακρι­βώς τη “σω­μα­τι­κή” όψη της ιστο­ρί­ας του πο­λέ­μου σε ημε­ρο­λό­για στρα­τιω­τών κι έχει κά­νει εν­δια­φέ­ρου­σες πα­ρα­τη­ρή­σεις ως προς την (ανα)συ­γκρό­τη­ση του εαυ­τού μέ­σα από το προ­σω­πι­κό ημε­ρο­λό­γιο.[13]
Στην πρω­το­γε­νή αυ­τή σω­μα­τι­κό­τη­τα θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον ίσως να αντι­πα­ρα­τε­θούν δη­μο­σιο­γρα­φι­κές αντα­πο­κρί­σεις από το μέ­τω­πο. Επι­λέ­γω ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές εκεί­νες του δη­μο­σιο­γρά­φου Κώ­στα Μι­σαη­λί­δη. Ο Μι­σαη­λί­δης γεν­νή­θη­κε στη Νι­κο­μή­δεια της Βι­θυ­νί­ας, σπού­δα­σε στην Αθή­να, αρ­θρο­γρά­φη­σε σε εφη­με­ρί­δες της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και αρ­γό­τε­ρα της Σμύρ­νης όπου και κα­τοι­κού­σε μό­νι­μα από ένα ση­μείο και με­τά.[14] Θα ήθε­λα να στα­θώ ξα­νά στο θέ­μα που κα­τ’ εξο­χήν προ­σπα­θούν με κά­θε τρό­πο να απο­σιω­πή­σουν οι επί­ση­μες ανα­φο­ρές κά­θε εί­δους, στον θά­να­το. Σ’ αυ­τό δη­λα­δή ακρι­βώς στο οποίο με μια σχε­δόν νο­ση­ρή ωμό­τη­τα στέ­κο­νται οι “από τα κά­τω” πε­ρι­γρα­φές κα­τώ­τε­ρων αξιω­μα­τι­κών και οπλι­τών. Λί­γες μέ­ρες πριν ξε­κι­νή­σουν οι μά­χες στην πε­ριο­χή του Σαγ­γά­ριου ο Μι­σαη­λί­δης φτά­νει με αυ­το­κι­νη­το­πο­μπή 100 πε­ρί­που οχη­μά­των στην εί­σο­δο του χω­ριού Ακ- σου όπου κα­τά τις επι­χει­ρή­σεις του Δε­κεμ­βρί­ου εί­χαν σκο­τω­θεί Έλ­λη­νες στρα­τιώ­τες.
Στην εί­σο­δο του χω­ριού αυ­τού, αρι­στε­ρά, ένα πε­ρί­φραγ­μα από συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζει τους τά­φους των τι­μη­μέ­νων νε­κρών του ηρω­ι­κού αυ­τού συν/τος, κα­τά τας επι­χει­ρή­σεις του Δε­κεμ­βρί­ου 1920.
Κα­τε­βαί­νω από το αυ­το­κί­νη­το και πλη­σιά­ζω να προ­σκυ­νή­σω τους τα­πει­νούς αυ­τούς τά­φους, που κλεί­ουν κά­ποιους αφα­νείς ήρω­ες. Στο μέ­σον ένα κε­νο­τά­φιον απλού­στα­τον με τις λι­τές αυ­τές πε­ρι­γρα­φές στα πλευ­ρά τους.

27-28 Δε­κεμ­βρί­ου 1920
6ον Αρ­χι­πε­λά­γους
Έπε­σαν για την Πα­τρί­δα
[15]

Ο τά­φος του αφα­νούς ήρωα, του αγνώ­στου στρα­τιώ­τη εί­ναι ο κοι­νός τό­πος συ­νά­ντη­σης του θα­νά­του στις αντα­πο­κρί­σεις του Μι­σαη­λί­δη. Λί­γους μή­νες πριν, τον Μάρ­τη του 1921, αντι­μέ­τω­πος ξα­νά με νε­κρούς στρα­τιώ­τες έγρα­φε:

Θά­βου­με τους τι­μη­μέ­νους νε­κρούς μας. Σε λί­γο κά­ποιοι πρό­χει­ροι Σταυ­ροί γε­μί­ζουν τον χώ­ρον αυ­τόν. Ευ­λα­βι­κά σκύ­βω στον κά­θε σταυ­ρό και δια­βά­ζω τα πε­ρή­φα­να ονό­μα­τα των υπέρ πα­τρί­δος πε­σό­ντων.
Με στα­μα­τά η επι­γρα­φή ενός σταυ­ρού:
            «ΑΓΝΩ­ΣΤΟΣ»
Άγνω­στος! Η θυ­σία του μου φαί­νε­ται τώ­ρα πιο με­γά­λη. Πιο βα­θυ­στό­χα­στη. Άγνω­στος. Τρά­βη­ξε κι αυ­τός μπρος με τους συ­ντρό­φους του. Πο­λέ­μη­σε κι έπε­σε. Τον πή­ραν οι τραυ­μα­τιο­φο­ρείς και τον έφε­ραν εδώ. Έψα­ξαν τις τσέ­πες του. Κα­νέ­να δελ­τίο, καμ­μία ση­μεί­ω­σις.
Τί­πο­τε ένα φυ­λα­κτό βρή­κα­με μο­νά­χα. Ποιος ξέ­ρει ποιο τφε­ρό χέ­ρι του το έδω­κε
![16]                

Για ευ­νό­η­τους λό­γους η ει­κό­να του αγνώ­στου στρα­τιώ­τη που έπε­σε ηρω­ι­κά για την πα­τρί­δα εί­ναι η πλέ­ον ανώ­δυ­νη (για­τί εί­ναι πα­ρη­γο­ρη­τι­κή) για να μι­λή­σεις για την ορι­στι­κή απώ­λεια αν­θρώ­πων. Δεν θα δού­με σ’ αυ­τήν δια­με­λι­σμέ­να σώ­μα­τα, εύ­κο­λη λεία για σκύ­λε­μα. Θα δού­με απλώς σύμ­βο­λα μνή­μης: σταυ­ρούς, κε­νο­τά­φια κι αρ­γό­τε­ρα ηρώα πε­σό­ντων. Θα εί­χε επί­σης εν­δια­φέ­ρον να ση­μειω­θεί ότι κα­τά την ανά­γνω­ση του Μι­σαη­λί­δη η θυ­σία του αγνώ­στου φα­ντά­ζει πιο “με­γά­λη” και “βα­θυ­στό­χα­στη” για­τί κα­τά κά­ποιο τρό­πο πριν αυ­τός κα­τα­λή­ξει αφη­ρη­μέ­νη ιδέα στην επι­γρα­φή ενός σταυ­ρού έζη­σε στην από­λυ­τη σιω­πή. Σε αντί­θε­ση με τους οπλί­τες που συ­να­ντή­σα­με πα­ρα­πά­νω δεν έγρα­ψε τί­πο­τε, δεν νοιά­στη­κε λοι­πόν ν’ αφή­σει κά­τι πί­σω του, μια γρα­πτή έστω ει­κό­να του εαυ­τού του και της ιστο­ρί­ας του. Την ιστο­ρία του τη γρά­φει ο δη­μο­σιο­γρά­φος που ανα­λαμ­βά­νει να μι­λή­σει εκ μέ­ρους του. Σε α’ ενι­κό πρό­σω­πο που όμως εί­ναι σαν να εκ­φρά­ζει το α΄ πλη­θυ­ντι­κό του έθνους.


Αφα­νείς ήρω­ες (που δεν νι­κή­θη­καν)

Οι αντα­πο­κρί­σεις του Μι­σαη­λί­δη λει­τουρ­γούν συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά με τις φω­το­γρα­φι­κές και ζω­γρα­φι­κές απο­τυ­πώ­σεις μα­χών και της στρα­τιω­τι­κής ζω­ής από τον ζω­γρά­φο Γε­ώρ­γιο Προ­κο­πί­ου, στις οποί­ες θα ανα­φερ­θώ στη συ­νέ­χεια. Άλ­λω­στε οι δυο τους συ­νυ­πήρ­ξαν σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις που μαρ­τυ­ρού­νται στις αντα­πο­κρί­σεις του δη­μο­σιο­γρά­φου από την Πρού­σα, το κα­λο­καί­ρι του 1920 και από την Κο­βα­λί­τσα, την άνοι­ξη της επό­με­νης χρο­νιάς.[17] Η ανα­φο­ρά στο έρ­γο του βοη­θά εκτός των άλ­λων να δού­με τι μπο­ρεί να (ανα)δεί­ξει το κά­θε μέ­σο. Πού σιω­πά και πού εί­ναι εύ­γλωτ­το ή και ρη­το­ρι­κό. Ο γε­νημ­μέ­νος στο Μπουρ­νό­βα της Σμύρ­νης Γε­ώρ­γιος Προ­κο­πί­ου ανέ­λα­βε να ζω­γρα­φί­σει, να φω­το­γρα­φί­σει και να κι­νη­μα­το­γρα­φή­σει την εκ­στρα­τεία κα­τό­πιν ανά­θε­σης του αρ­χι­στρά­τη­γου Λε­ω­νί­δα Πα­ρα­σκευό­που­λου το 1920.[18] Ο ρι­ψο­κίν­δυ­νος χα­ρα­κτή­ρας του Προ­κο­πί­ου ήταν θρυ­λι­κός. Το μαρ­τυ­ρούν τού­το πέ­ρα από τις αφη­γή­σεις του ιδί­ου που δια­σταυ­ρώ­νο­νται με εκεί­νες άλ­λων γι’ αυ­τόν και ορι­σμέ­νες από τις φω­το­γρα­φί­ες του. Υπάρ­χουν του­λά­χι­στον δύο που δεί­χνουν τον εχθρό κυ­ριο­λε­κτι­κά επε­λαύ­νο­ντα προς την κα­τεύ­θυν­ση του καλ­λι­τέ­χνη που στέ­κε­ται και τον φω­το­γρα­φί­ζει. Πρό­κει­ται για ει­κό­νες που λό­γω της κα­τά­στα­σης της στιγ­μής εί­ναι κου­νη­μέ­νες, κα­κής ποιό­τη­τας από άπο­ψη κα­θα­ρό­τη­τας αλ­λά ταυ­τό­χρο­να μο­να­δι­κά ντο­κου­μέ­ντα. Στη μία πε­ρί­πτω­ση έχου­με το τουρ­κι­κό ιπ­πι­κό σε από­στα­ση λί­γων μέ­τρων σε μια φω­το­γρα­φία που τρα­βή­χτη­κε πι­θα­νώς στις επι­χει­ρή­σεις του κα­λο­και­ριού του 1921. Στα δευ­τε­ρό­λε­πτα που ακο­λού­θη­σαν τη συ­γκε­κρι­μέ­νη λή­ψη ο κα­τα­γρα­φέ­ας κό­ντε­ψε να χά­σει τη ζωή του σύμ­φω­να με την αφή­γη­ση του ίδιου από το σπα­θί του ιπ­πέα που δια­κρί­νε­ται να κρα­δαί­νει το ξί­φος του στ’ αρι­στε­ρά. Τον έσω­σε το κου­τί της μη­χα­νής κι ότι έκα­νε τον νε­κρό.[19] Η άλ­λη μάς δεί­χνει αχνές, δισ­διά­κρι­τες φι­γού­ρες Τούρ­κων στα ερεί­πια της Σμύρ­νης έναν χρό­νο με­τά.[20] Το υλι­κό που προ­έ­κυ­ψε στη Μι­κρά Ασία (κι­βώ­τια με καμ­βά­δες, φω­το­γρα­φι­κό και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό υλι­κό) σώ­θη­κε κι αυ­τό με μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο. Στον ημε­ρή­σιο τύ­πο δια­βά­ζου­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ότι “από τον κα­τα­κλυ­σμό της Σμύρ­νης, μέ­σα από το σω­ρό των πτω­μά­των και των ερει­πί­ων εξέ­φυ­γε μια ιε­ρά κι­βω­τός, γε­μά­τη με όλα τα εθνι­κά μας σκεύη, μ’ ένα Νώε γε­νειο­φό­ρον”.[21] Τού­το δεν εί­ναι βε­βαί­ως ακρι­βές κα­θώς ο Νώε που βρέ­θη­κε στις τουρ­κι­κές φυ­λα­κές από τις οποί­ες δρα­πέ­τευ­σε έφτα­σε με­τά το υλι­κό το οποίο σώ­θη­κε με τη με­σο­λά­βη­ση του Γάλ­λου πρό­ξε­νου.[22]
Με τρό­πο πε­ρί­τε­χνο ο Προ­κο­πί­ου κα­τά­φε­ρε να απο­δώ­σει ένα πάν­θε­ον ηρώ­ων της εκ­στρα­τεί­ας ξε­κι­νώ­ντας από τον εαυ­τό του (τον οποίο πα­ρου­σί­α­σε με το έρ­γο του και τις ιστο­ρί­ες του). Ζω­γρά­φι­σε κα­τ’ αρ­χάς τους δύο κα­τ’ εξο­χήν δια­σω­θέ­ντες από τη γε­νι­κή απα­ξί­ω­ση και κα­τό­πιν θρύ­λους της εκ­στρα­τεί­ας τους συ­νταγ­μα­τάρ­χες τό­τε Πλα­στή­ρα και Κον­δύ­λη. Φι­λο­τέ­χνη­σε όμως κα­τ’ εξο­χήν και κα­τέ­γρα­ψε σε πλά­κες και φιλμ πορ­τρέ­τα αφα­νών ηρώ­ων. Οι πο­λυ­βο­λη­τές κι οι εύ­ζω­νοί του μά­χο­νται μέ­χρις εσχά­των τυ­λιγ­μέ­νοι σε μια γκρι­ζο­γά­λα­νη αχλύ. Οι ζω­γρα­φι­κές του συν­θέ­σεις βα­σί­ζο­νται σε φω­το­γρα­φί­ες, οπό­τε μπο­ρούν όντως να θε­ω­ρη­θούν πι­στές κα­τα­γρα­φές των γε­γο­νό­των. Αξί­ζει, ωστό­σο, εν­δει­κτι­κά να αντι­πα­ρα­βλη­θούν κά­ποιες για να δού­με που ακρι­βώς στα­μα­τά η τεκ­μη­ρί­ω­ση και αρ­χί­ζει η ηρω­ο­ποί­η­ση του άση­μου στρα­τιώ­τη που γί­νε­ται αφα­νής ήρω­ας. Ο πί­να­κας με τον στρα­τιώ­τη που ση­κώ­νει ψη­λά το πα­γού­ρι για να πιει νε­ρό εί­ναι μια από τις γνω­στό­τε­ρες ει­κό­νες από τη σει­ρά, αριθ­μεί δε τρεις πα­ραλ­λα­γές. Βα­σί­ζε­ται σε μια φω­το­γρα­φία που έχει εντυ­πω­σια­κές εκ πρώ­της όψε­ως ομοιό­τη­τες με τη ζω­γρα­φι­κή εκ­δο­χή. Η κε­ντρι­κή μορ­φή εί­ναι σχε­δόν απα­ράλ­λα­χτη, αλ­λά έχουν απα­λει­φθεί οι σκη­νές του κα­ταυ­λι­σμού εκτός από μία στο βά­θος δε­ξιά. Έχει απα­λει­φθεί και ο στρα­τιώ­της μπρο­στά και αρι­στε­ρά κά­τω. Στη θέ­ση του έχει έρ­θει από τα δε­ξιά η μι­κρό­τε­ρη μορ­φή του άλ­λου στρα­τιώ­τη. Αντί για το, μάλ­λον άχα­ρο επί­πε­δο έδα­φος μπρο­στά και δε­ξιά έχει ζω­γρα­φι­στεί ένα αρ­κε­τά πιο βρα­χώ­δες το­πίο με ένα ρυά­κι που κυ­λά στα πό­δια του όρ­θιου στρα­τιώ­τη. Μια άλ­λη εκ­δο­χή εί­ναι πιο πι­στή στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με τη μορ­φή στα αρι­στε­ρά να υφί­στα­ται, με τη δεύ­τε­ρη, ωστό­σο, να εξα­φα­νί­ζε­ται και με το ρυά­κι να μην τρέ­χει πλέ­ον στα πό­δια του κε­ντρι­κού ήρωα. Ο συ­νο­λι­κός χει­ρι­σμός έχει προ­φα­νώς ως στό­χο κά­θε φο­ρά τη μνη­μειο­ποί­η­ση της κε­ντρι­κής μορ­φής που απο­κτά και γι­γα­ντιαί­ες ηθι­κές δια­στά­σεις. Αυ­τό δε που μας φαί­νε­ται ως στιγ­μιό­τυ­πο δεν εί­ναι μάλ­λον ακρι­βώς στιγ­μιό­τυ­πο, προη­γή­θη­κε κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα συ­νεν­νό­η­ση με τους ήρω­ες, πι­θα­νώς ο ζω­γρά­φος, εξο­πλι­σμέ­νος με μια μη­χα­νή που για να “γρά­ψει” κα­θα­ρά έπρε­πε να στη­θεί, επο­μέ­νως δεν περ­νού­σε απα­ρα­τή­ρη­τη ώστε να συλ­λά­βει τα πρό­σω­πα εν αγνοία τους, έστη­σε και το μο­ντέ­λο του.
Το ίδιο μάλ­λον έχει γί­νει και σε σκη­νές μά­χης όπου ο φω­το­γρά­φος απο­τυ­πώ­νει τη δρά­ση από πί­σω και όπου θέ­μα εί­ναι συ­χνά η δρά­ση πο­λυ­βο­λη­τών. Μορ­φές στρα­τιω­τών ξα­πλω­μέ­νες κά­τω μά­χο­νται γύ­ρω από ένα πο­λυ­βό­λο απέ­να­ντι σε έναν αό­ρα­το εχθρό. Ο εχθρός εί­ναι αντι­στοί­χως αό­ρα­τος και στις ζω­γρα­φι­κές συν­θέ­σεις που βα­σί­ζο­νται στις φω­το­γρα­φί­ες, σε μία μό­νο δια­γρά­φο­νται αμυ­δρά κά­ποιες φι­γού­ρες σε από­στα­ση λί­γων μέ­τρων από τους Έλ­λη­νες πο­λε­μι­στές (“Μέ­χρις Εσχά­των-η γι­γα­ντο­μα­χία του Σεϊ­ντή Γα­ζή στις 8 Ιου­λί­ου 1921”). Ο ζω­γρά­φος δεν χρειά­ζε­ται τους εχθρούς για να δο­ξά­σει τη δρά­ση των αφα­νών πρω­τα­γω­νι­στών του. Ακο­λου­θεί και κα­τα­γρά­φει φω­το­γρα­φι­κά και ζω­γρα­φι­κά τους πο­λυ­βο­λη­τές στη μά­χη, τη με­τα­φο­ρά του πυ­ρο­βο­λι­κού με τους αν­θρώ­πους να σπρώ­χνουν τα κά­ρα με τον βα­ρύ εξο­πλι­σμό, τους στρα­τιώ­τες να επι­δέ­νουν τραύ­μα­τα μό­νοι τους ή και να ανα­παύ­ο­νται ή να γρά­φουν γράμ­μα­τα. Όπως και οι εχθροί έτσι και οι νε­κροί πα­ρου­σιά­ζο­νται μό­νο σε εξαι­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις. Αλ­λά κι εκεί που κά­νουν την εμ­φά­νι­σή τους δεν έχουν πρό­σω­πο, εί­ναι σαν τον “Άγνω­στο” πε­σό­ντα του Μι­σαη­λί­δη. Εί­ναι για πα­ρά­δειγ­μα εν­δει­κτι­κό ότι ο πί­να­κας «Συ­ντρίμ­μια του πο­λέ­μου» που απει­κο­νί­ζει μνη­μεια­κά αν και σε μι­κρές δια­στά­σεις ένα νε­κρό άλο­γο και πί­σω του με δυ­σκο­λία να δια­κρί­νε­ται έναν πε­σμέ­νο στρα­τιώ­τη, ζω­γρα­φί­στη­κε με­τά τον πό­λε­μο το 1925.
Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, θα έλε­γα ότι το ζω­γρα­φι­κό έρ­γο του Προ­κο­πί­ου έχει παί­ξει ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην καλ­λιέρ­γεια αυ­τού που ονο­μά­ζε­ται από τους ιστο­ρι­κούς «υβρι­δι­κή κουλ­τού­ρα νί­κης», στην καλ­λιέρ­γεια με άλ­λα λό­για της ψευ­δαί­σθη­σης ότι η Ελ­λά­δα δεν νι­κή­θη­κε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ότι απλώς προ­δό­θη­κε από το πο­λι­τι­κό της (αντι­βε­νι­ζε­λι­κό) προ­σω­πι­κό.[23] Της ιδέ­ας ότι οι απλοί στρα­τιώ­τες έπρα­ξαν το κα­θή­κον τους, απο­δεί­χτη­καν αντά­ξιοι των προ­γό­νων τους. Εμ­βλη­μα­τι­κός απ’ αυ­τήν την άπο­ψη εί­ναι ο πί­να­κάς του με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο σχε­δόν σύν­θη­μα της επο­χής «Εμείς δεν νι­κη­θή­κα­με».[24] Εδώ για μο­να­δι­κή ίσως φο­ρά ο Προ­κο­πί­ου το­πο­θε­τεί τον εαυ­τό του εκεί που θα έπρε­πε να υπάρ­χει ο εχθρός για να δεί­ξει κα­τά μέ­τω­πο τους ηρω­ι­κούς πο­λε­μι­στές. Η κε­ντρι­κή μορ­φή δε­μέ­νη με επί­δε­σμο στο μέ­τω­πο κοι­τά­ζει αγέ­ρω­χα εμπρός, η μορ­φή του στρα­τιώ­τη στ’ αρι­στε­ρά της πυ­ρο­βο­λεί προς την κα­τεύ­θυν­σή μας. Εί­ναι δε σαν να απα­ντούν σε κά­ποιου εί­δους μομ­φή από την πλευ­ρά μας, την πλευ­ρά των “άκα­πνων”. Ο πί­να­κας χρο­νο­λο­γεί­ται στα χρό­νια της εκ­στρα­τεί­ας αλ­λά ο τί­τλος του αν μη τι άλ­λο προ­ϋ­πο­θέ­τει γνώ­ση της τε­λι­κής έκ­βα­σης του πο­λέ­μου.
Υπάρ­χει όμως και κά­τι ακό­μη εδώ που θα άξι­ζε να ση­μειω­θεί με βά­ση την πα­ρα­τή­ρη­ση ότι το έρ­γο εί­ναι ένα από τα ελά­χι­στα της σει­ράς της μι­κρα­σια­τι­κής εκ­στρα­τεί­ας που δεί­χνει τα πρό­σω­πα των πο­λε­μι­στών. Σε όλες τις άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις που εξε­τά­στη­καν δεν φαί­νο­νται πρό­σω­πα κα­θώς όπως εί­δα­με ο ζω­γρά­φος γε­νι­κώς ζω­γρα­φί­ζει τις πο­λε­μι­κές σκη­νές από τη θέ­ση αυ­τού που ακο­λου­θεί. Που ση­μαί­νει ότι πλην του εχθρού και των νε­κρών αφα­νείς εί­ναι και οι άση­μοι στρα­τιώ­τες. Η ανω­νυ­μία τους, το απρό­σω­πο της ει­κο­νο­γρα­φί­ας τους, εί­ναι εύ­γλωτ­τα ει­δι­κά αν αντι­πα­ρα­βλη­θούν με τα πορ­τρέ­τα του Πλα­στή­ρα και του Κον­δύ­λη. Το να μην έχουν αυ­τοί οι άν­θρω­ποι πρό­σω­πο εί­ναι ίσως προ­ϋ­πό­θε­ση για να γί­νουν από άση­μοι στρα­τιώ­τες αφα­νείς ήρω­ες, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρεί να ταυ­τι­στεί ο κα­θέ­νας μα­ζί τους.


Οι ητ­τη­μέ­νοι δι­πλα­νοί

Θα κλεί­σω με φω­το­γρα­φί­ες αν­θρώ­πων στον αντί­πο­δα των πα­ρα­πά­νω οι οποί­οι βρί­σκο­νται στον πά­το της ιε­ραρ­χί­ας των άση­μων. Δεν πρό­κει­ται ακρι­βώς για τους εχθρούς που αντι­με­τω­πί­ζο­νται στο πε­δίο της μά­χης και στους οποί­ους οι μαρ­τυ­ρί­ες και όχι τό­σο οι ει­κό­νες όπως εί­δα­με συ­χνά ανα­φέ­ρο­νται δεν εί­ναι λοι­πόν οι απέ­να­ντι, οι κα­τ’ εξο­χήν αφα­νείς αλ­λά οι δι­πλα­νοί, αυ­τοί που ζού­σαν κο­ντά στους χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς. Το αρ­χεια­κό υλι­κό που με­λέ­τη­σα ανα­δει­κνύ­ει δύο κα­τη­γο­ρί­ες για τις οποί­ες πα­ρα­δό­ξως ενώ δεν έχου­με κα­μία μαρ­τυ­ρία έχου­με τα πρό­σω­πά τους. Πρό­κει­ται κα­τ’ αρ­χάς για χι­λιά­δες μου­σουλ­μά­νους κρα­τού­με­νος των φυ­λα­κών Σμύρ­νης που βρί­σκο­νταν σην άκρη της πό­λης δί­πλα στους στρα­τώ­νες και οι οποί­οι φω­το­γρα­φή­θη­καν για λό­γους που δεν μας εί­ναι ακό­μη απο­λύ­τως σα­φείς και οι ει­κό­νες τους έφτα­σαν μέ­σα σε εκα­το­ντά­δες φα­κε­λά­κια μέ­χρι εμάς. Και εί­ναι και, λι­γό­τε­ροι αυ­τοί, άν­θρω­ποι που πα­ρου­σιά­ζο­νται στις αρ­χές ζη­τώ­ντας άδεια με­τα­κί­νη­σης και υπο­χρε­ώ­νο­νται να προ­σκο­μί­σουν φω­το­γρα­φία. Στις ει­κό­νες αυ­τές ει­δι­κά οι μου­σουλ­μά­νες συ­νο­δεύ­ο­νται από αρ­σε­νι­κά μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας για να ταυ­τι­στούν κα­θώς από το κα­λυμ­μέ­νο πρό­σω­πο τους φαί­νο­νται μό­νο τα μά­τια και τί­πο­τε άλ­λο. Οι κα­τ’ εξο­χήν αφα­νείς εί­ναι δη­λα­δή αυ­τοί που δεν έχουν φω­νή κα­θώς δεν γνω­ρί­ζουν συ­νή­θως καν γρα­φή κι ενί­ο­τε υπο­γρά­φουν με το απο­τύ­πω­μα του δεί­κτη τους. Αυ­τοί που δεν υπάρ­χουν σε ημε­ρο­λό­για κι αυ­το­βιο­γρα­φί­ες, δεν εί­χαν πο­τέ και κα­νέ­να δι­καί­ω­μα στην ει­κό­να τους, φω­το­γρα­φί­ζο­νται δη­λα­δή χω­ρίς να το επι­λέ­ξουν οι ίδιοι και κα­τά τρό­πο που επί­σης επι­βάλ­λε­ται και δεν επι­λέ­γε­ται. Η ει­κό­να όμως αυ­τών των απο­λύ­τως αό­ρα­των κα­τά τ’ άλ­λα αν­θρώ­πων μέ­σα από άπει­ρες δρα­μα­τι­κές συ­γκυ­ρί­ες που έχουν να κά­νουν με τη διά­σω­ση και με­τα­φο­ρά των αρ­χεί­ων της Ύπα­της Αρ­μο­στεί­ας Σμύρ­νης έχει επι­βιώ­σει μέ­χρις τις μέ­ρες μας.
Το συ­γκε­κρι­μέ­νο αρ­χεια­κό υλι­κό προ­έρ­χε­ται από τη Διεύ­θυν­ση Δι­καιο­σύ­νης και τη Διεύ­θυν­ση Εσω­τε­ρι­κών της Ύπα­της Αρ­μο­στεί­ας Σμύρ­νης και φυ­λάσ­σε­ται στην Κε­ντρι­κή Υπη­ρε­σία των ΓΑΚ στην Αθή­να. Στη Διεύ­θυν­ση Δι­καιο­σύ­νης υπά­γο­νταν οι Κε­ντρι­κές Φυ­λα­κές της Σμύρ­νης. Για λό­γους που δεν μου εί­ναι ακό­μη απο­λύ­τως ξε­κά­θα­ροι κι έχουν να κά­νουν εί­τε με τη συ­νέ­χι­ση και συ­στη­μα­το­ποί­η­ση μιας προ­ϋ­πάρ­χου­σας στο Οθω­μα­νι­κό Κρά­τος πρα­κτι­κής (αν και σε μάλ­λον πε­ριο­ρι­σμέ­νη κλί­μα­κα) εί­τε με την προ­σπά­θεια κα­λύ­τε­ρου ελέγ­χου μιας με­ρί­δας του οθω­μα­νι­κού πλη­θυ­σμού, εί­τε με συν­δυα­σμό των πα­ρα­πά­νω λό­γων αλ­λά και άλ­λων ακό­μη που εξα­κο­λου­θώ να διε­ρευ­νώ, στις Κε­ντρι­κές Φυ­λα­κές της Σμύρ­νης εφαρ­μό­στη­κε συ­στη­μα­τι­κά η φω­το­γρά­φι­ση των κρα­του­μέ­νων, απο­κλει­στι­κά δε των μου­σουλ­μά­νων υπο­δί­κων και κα­τα­δί­κων σε μια έκτα­ση που δεν συ­να­ντού­με στην Ελ­λά­δα πα­ρά μό­νο με­τα­πο­λε­μι­κά.[25] Δεν τη­ρού­νται αυ­στη­ρά τα πρω­τό­κολ­λα της δι­κα­στι­κής φω­το­γρα­φί­ας έτσι όπως τυ­πο­ποιού­νται στα τέ­λη του 19ου αιώ­να και στις αρ­χές του 20ου στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη, δεν υπάρ­χει φω­το­γρα­φία σε προ­φίλ, μά­λι­στα οι κρα­τού­με­νοι φω­το­γρα­φί­ζο­νται για λό­γους χρό­νου και κό­στους δύο- δύο και το τύ­πω­μα σε χαρ­τί προ­ο­ρι­σμέ­νο για καρτ πο­στάλ κό­βε­ται στα δύο με απο­τέ­λε­σμα μέ­ρη του σώ­μα­τος, συ­νή­θως οι ώμοι, του ενός να διεισ­δύ­ουν στην ει­κό­να του άλ­λου. Στο κά­τω μέ­ρος υπάρ­χουν οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που αφο­ρούν τον κά­θε ει­κο­νι­ζό­με­νο: ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο, οι­κο­γε­νεια­κή και επαγ­γελ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση, ηλι­κία, αριθ­μός και ημε­ρο­μη­νία ει­σα­γω­γής, αρ­μό­διο στρα­το­δι­κείο (αν και δεν ενέ­πι­πταν όλες οι υπο­θέ­σεις στην αρ­μο­διό­τη­τα της στρα­τιω­τι­κής δι­καιο­σύ­νης). Ο όγκος του υλι­κού αυ­τού εί­ναι με­γά­λος. Υπο­λο­γί­ζω πρό­χει­ρα τις φω­το­γρα­φί­ες σε 2000 πε­ρί­που.[26]
Σε σχέ­ση με αυ­τό το υλι­κό με απα­σχό­λη­σε από την αρ­χή ένα ακό­μη ζή­τη­μα πέ­ρα από την σκο­πι­μό­τη­τα του μέ­τρου. Το πώς μπο­ρεί το υλι­κό να ανα­δει­χθεί χω­ρίς να προ­κλη­θεί η νο­ση­ρή πε­ριέρ­γεια που αντί­στοι­χες εκ­δό­σεις με mug shots κρα­του­μέ­νων προ­κα­λούν και έχει να κά­νει με την προ­σπά­θεια να φα­ντα­στείς το άτο­μο πί­σω από την ει­κό­να, εν εί­δει βιο­γρα­φί­ας ενός τέ­ρα­τος. Να διευ­κρι­νί­σω εδώ ότι η πλειο­ψη­φία των κρα­του­μέ­νων ήταν μάλ­λον άν­θρω­ποι που κρα­τού­νταν για εξύ­βρι­ση των αρ­χών, μι­κρο­κλο­πές κλπ. Γι’ αυ­τό υπάρ­χει και με­γά­λος αριθ­μός ανή­λι­κων παι­διών που συ­νή­θως κα­τη­γο­ρού­νταν ή κα­τα­δι­κά­ζο­νταν για ζω­ο­κλο­πές. Η με­γά­λη πρό­κλη­ση λοι­πόν εδώ εί­ναι με­λε­τώ­ντας τις πε­ρι­πτώ­σεις τους μία μία με βά­ση το υλι­κό της δι­κο­γρα­φί­ας, τα ίχνη που άφη­σαν στον διοι­κη­τι­κό μη­χα­νι­σμό της φυ­λα­κής, να πά­ρου­με μια αί­σθη­ση για την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα όχι μό­νο της φυ­λα­κής αλ­λά και της ίδιας της πό­λης ή των αγρών κυ­ριο­λε­κτι­κά “από τα κά­τω”. Να δού­με κυ­ριο­λε­κτι­κά αν­θρώ­πους από τα κα­τώ­τε­ρα οι­κο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα και να απο­κτή­σου­με μια γνώ­ση για τη ζωή τους μέ­σα από τη γρα­φειο­κρα­τία της Διεύ­θυν­σης Δι­καιο­σύ­νης. Να συ­να­ντή­σου­με τους αν­θρώ­πους με τους οποί­ους οι Έλ­λη­νες της Σμύρ­νης και της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριο­χής συ­νυ­πήρ­χαν. Από το χαρ­το­βα­σί­λειο του αρ­χεί­ου μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με λοι­πόν αρ­κε­τά για τη συ­νύ­παρ­ξη αυ­τή, για τις τρι­βές, τις εντά­σεις κοι­νώς την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Υπάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα φυ­σι­κά να πο­σο­τι­κο­ποι­η­θεί το υλι­κό και να φω­τί­σει συ­γκε­κρι­μέ­νες πτυ­χές της οι­κο­νο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής ζω­ής αλ­λά σε συ­νέ­χεια των πα­ρα­πά­νω θα πρό­τει­να μια ποιο­τι­κή διε­ρεύ­νη­ση που θα εστιά­ζε­ται στο άτο­μο. Εί­ναι τα πρό­σω­πα, νο­μί­ζω, που ωθούν στην αντι­με­τώ­πι­ση αυ­τή τ’ ότι έχου­με μπρο­στά μας σχε­δόν απτές αν­θρώ­πι­νες πα­ρου­σί­ες. Με βά­ση τα έγ­γρα­φα που συ­νο­δεύ­ουν κα­θέ­να από τα πρό­σω­πα αυ­τά στη φυ­λα­κή θα εί­χε λοι­πόν νό­η­μα να επι­χει­ρή­σει κα­νείς να σκια­γρα­φή­σει προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες άση­μων αν­θρώ­πων.
Το υλι­κό από τη φυ­λα­κή μπο­ρεί να συν­δυα­στεί και με το υλι­κό της Διεύ­θυν­σης Εσω­τε­ρι­κών που επί­σης πε­ριέ­χει πορ­τρέ­τα εν προ­κει­μέ­νω μά­λι­στα ομα­δι­κά.[27] Πρό­κει­ται για έγ­γρα­φα εί­τε στα ελ­λη­νι­κά εί­τε στο οθω­μα­νι­κό αλ­φά­βη­το που απο­τε­λούν βε­βαιώ­σεις των εκά­στο­τε το­πι­κών αρ­χών για τον φι­λή­συ­χο χα­ρα­κτή­ρα αν­θρώ­πων που ζη­τούν άδεια να με­τα­κι­νη­θούν απέ­να­ντι, συ­νή­θως στη Μυ­τι­λή­νη, εκεί όπου έχουν συγ­γε­νείς. Συ­νημ­μέ­νη πά­νω αρι­στε­ρά στο έγ­γρα­φο υπάρ­χει φω­το­γρα­φία των υπο­βαλ­λό­ντων την αί­τη­ση που συ­χνά δεν εί­ναι εγ­γράμ­μα­τοι και πρέ­πει να υπο­γρά­ψει κά­ποιος άλ­λος αντ’ αυ­τών. Οι γυ­ναί­κες, των οποί­ων συ­χνά μό­νο τα μά­τια εί­ναι ορα­τά, συ­νο­δεύ­ο­νται ανα­γκα­στι­κά από άρ­ρε­νες, συ­ζύ­γους και παι­διά για να υπάρ­ξει η ταύ­τι­ση.
Στις δύο αυ­τές κα­τη­γο­ρί­ες αρ­χεια­κού υλι­κού έχου­με επο­μέ­νως αν­θρώ­πους και τα ίχνη τους στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον, εί­τε στον μι­κρό­κο­σμο της φυ­λα­κής αλ­λά και έξω απ’ αυ­τήν. Δεν εί­ναι στην κυ­ριο­λε­ξία αφα­νείς ού­τε και ήρω­ες, έχου­με την τύ­χη να μας έχουν σω­θεί τα πρό­σω­πά τους σε αντί­θε­ση με την πε­ρί­πτω­ση των “αφα­νών ηρώ­ων” του με­τώ­που. Εί­ναι επί­σης άν­θρω­ποι που δεν εί­χαν πο­τέ δι­καί­ω­μα και ευ­και­ρία να φι­λο­τε­χνή­σουν την ει­κό­να τους όπως οι αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νοι στο μέ­τω­πο, να αφη­γη­θούν την ιστο­ρία τους. Δεν υπήρ­χε επί­σης πο­τέ πε­ρί­πτω­ση, πέ­ρα ίσως από τις λο­γο­τε­χνι­κές ανα­πα­ρα­στά­σεις, οι βί­οι τους να εν­δια­φέ­ρουν τον οποιον­δή­πο­τε.[28]
Η ανα­ζή­τη­ση των ιχνών άση­μων αν­θρώ­πων σε ανα­πα­ρα­στά­σεις κά­θε εί­δους δεν στο­χεύ­ει απλώς στην απο­κα­τά­στα­ση αδι­κιών. Η δε έν­νοια της (α)ορα­τό­τη­τας πέ­ρα από ηθι­κές προ­ε­κτά­σεις μπο­ρεί ν’ απο­τε­λέ­σει έναυ­σμα και για μια με­θο­δο­λο­γι­κή συ­ζή­τη­ση. Όταν ανα­ζη­τού­με αφα­νή δρώ­ντα πρό­σω­πα σε κά­τι που εκλαμ­βά­νε­ται ως κα­τα­στρο­φι­κή εξέ­λι­ξη ενός πο­λέ­μου αντι­με­τω­πί­ζου­με διαρ­κώς το άμε­σα συ­ναρ­τώ­με­νο ζή­τη­μα της ορα­τό­τη­τας και των άλ­λων, των εχθρών στο μέ­τω­πο, των δί­πλα πί­σω εκεί όπου η ζωή συ­νε­χι­ζό­ταν κα­νο­νι­κά. Το αί­τη­μα για ορα­τό­τη­τα δεν μπο­ρεί να εί­ναι επι­λε­κτι­κό. Από εκεί και με­τά έχου­με να αντι­με­τω­πί­σου­με το πρό­βλη­μα της ανα­πα­ρά­στα­σης αυ­τού που αγνο­ή­θη­κε από τις προη­γού­με­νες ανα­πα­ρα­στά­σεις. Μπο­ρούν να βιο­γρα­φη­θούν οι άση­μοι και πώς; Αν απο­φύ­γου­με κά­ποιου εί­δους βιο­γρα­φία πώς μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για τη ζωή τους; Δια­βά­ζο­ντας πρό­σφα­τες με­λέ­τες που έχουν στό­χο μια εξι­στό­ρη­ση της εκ­στρα­τεί­ας “από τα κά­τω” δεν εί­ναι δύ­σκο­λο να δια­πι­στώ­σου­με το εξής. Οι ανα­φο­ρές στους στρα­τιώ­τες των οποί­ων τα πα­ρα­δείγ­μα­τα κι­νη­το­ποιού­νται για να γρα­φτεί μια τέ­τοια ιστο­ρία υπο­βι­βά­ζο­νται συ­χνά σε πε­ρι­πτώ­σεις πε­ριο­ρι­σμέ­νες σε λί­γες σει­ρές στις οποί­ες χω­ρά μό­νο ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο και ημε­ρο­μη­νία γέν­νη­σης.[29] Υπάρ­χει άρα­γε τρό­πος να ανα­δει­χθούν αυ­τοί οι άν­θρω­ποι μέ­σα από μια δια­φο­ρε­τι­κή θε­ώ­ρη­ση ως αν­θρώ­πι­να πρό­σω­πα με κά­ποιου εί­δους ατο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά χω­ρίς βε­βαί­ως να εγκλω­βι­στού­με στην κα­τη­γο­ρία της συμ­βα­τι­κής βιο­γρα­φί­ας που ού­τως ή άλ­λως στην πε­ρί­πτω­σή τους θα ήταν αδύ­να­τη ελ­λεί­ψει επαρ­κών στοι­χεί­ων; Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση μια απά­ντη­ση θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ότι ει­δι­κά εκεί όπου υπάρ­χουν ημε­ρο­λό­για, αυ­το­βιο­γρα­φί­ες ή οποιου­δή­πο­τε εί­δους μαρ­τυ­ρί­ες θα υπήρ­χε η δυ­να­τό­τη­τα όλα αυ­τά να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν για να σκια­γρα­φη­θεί έστω και αδρά μέ­σα από τις γραμ­μές αυ­τές ένας αν­θρώ­πι­νος χα­ρα­κτή­ρας. Θα μπο­ρού­σαν να μην χρη­σι­μο­ποιού­νται λοι­πόν απλώς τα ονό­μα­τα ως πε­ρι­πτώ­σεις για να τεκ­μη­ριω­θεί κά­τι, ως απλά μέ­σα επο­μέ­νως αλ­λά πριν απ’ αυ­τό να αντι­με­τω­πι­στούν ως άτο­μα με αυ­τα­ξία. Και μό­νο η χρή­ση πα­ρα­θε­μά­των από τα κεί­με­νά τους—εκεί όπου αυ­τά υπάρ­χουν—με κά­ποια έκτα­ση με­γα­λύ­τε­ρη από τη συ­νή­θη θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ένα βή­μα προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή της ανά­δει­ξης χα­ρα­κτή­ρων, της ορα­τό­τη­τας τε­λι­κά προ­σώ­πων με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έστω και αμι­γώς κει­με­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Στην πε­ρί­πτω­ση τώ­ρα των αν­θρώ­πων με πρό­σω­πο που έχει σω­θεί σε φω­το­γρα­φί­ες θα πρέ­πει να δου­λέ­ψου­με δια­βά­ζο­ντας προ­σε­κτι­κά, εκ του σύ­νεγ­γυς, και ανα­ζη­τώ­ντας το νή­μα σ’ ένα κου­βά­ρι εγ­γρα­φών γρα­φειο­κρα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα μέ­σα από τις οποί­ες προ­κύ­πτει μια κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα και βέ­βαια κα­τά συ­νέ­πεια μια άλ­λου εί­δους βιο­γρα­φία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: