Σκίνθαρος: ο Κύπριος ναυτικός στην «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού

Η «Αληθινή ιστορία», αρχικά στις εκδ. Ύψιλον και κατόπιν στις εκδ. Αίολος, με μετάφραση και εικόνες του Δημήτρη Καλοκύρη. Όλες οι εικόνες μαζί σε ένα δίπτυχο πανό-βιβλίο (έκθεση στη Γκαλερί Ζήβας 2021)
Η «Αληθινή ιστορία», αρχικά στις εκδ. Ύψιλον και κατόπιν στις εκδ. Αίολος, με μετάφραση και εικόνες του Δημήτρη Καλοκύρη. Όλες οι εικόνες μαζί σε ένα δίπτυχο πανό-βιβλίο (έκθεση στη Γκαλερί Ζήβας 2021)

Διά­βα­σα για πρώ­τη φο­ρά την Αλη­θι­νή Ιστο­ρία του Λου­κια­νού πριν από τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες από μια θαυ­μά­σια έκ­δο­ση[1] με εξαι­ρε­τι­κή ει­κο­νο­γρά­φη­ση και εντυ­πω­σιά­στη­κα από τον τρό­πο που ξε­δι­πλώ­νει τις ιστο­ρί­ες του. Ο τί­τλος του βι­βλί­ου, βέ­βαια, εί­ναι πα­ρα­πλα­νη­τι­κός και ού­τε καν μία από τις πε­ρι­πέ­τειες που πε­ρι­γρά­φει εί­ναι αλη­θι­νή. Ο ίδιος το δη­λώ­νει αυ­τό στον πρό­λο­γό του και κα­λεί τους ανα­γνώ­στες του να μην πι­στέ­ψουν ού­τε λέ­ξη από αυ­τά που γρά­φει για­τί όλα εί­ναι ψευ­τιές, που ο ίδιος ού­τε εί­δε, ού­τε άκου­σε κι ού­τε θα μπο­ρού­σαν να υπάρ­ξουν. Ο στό­χος του, όπως εί­πε, ήταν να σα­τι­ρί­σει τους αρ­χαί­ους ποι­η­τές, ιστο­ρι­κούς και φι­λο­σό­φους για τα απί­θα­να και μυ­θι­κά, που συ­να­ντού­σε στα κεί­με­νά τους και τα κα­τά­φε­ρε θαυ­μά­σια χρη­σι­μο­ποιώ­ντας κι αυ­τός υπερ­βο­λές αλ­λά σε υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό. Αυ­τά τα δια­πι­στώ­νουν, ανε­ξαι­ρέ­τως, όλοι οι με­λε­τη­τές του συ­γκε­κρι­μέ­νου έρ­γου τού Λου­κια­νού, αλ­λά, όπως θα δού­με πα­ρά κά­τω, υπάρ­χει κά­τι που ανα­τρέ­πει αυ­τή τη θε­ώ­ρη­ση∙ ο Λου­κια­νός έγρα­ψε και κά­τι ση­μα­ντι­κό, που εί­ναι πέ­ρα για πέ­ρα αλη­θι­νό. Κι εδώ που τα λέ­με υπάρ­χει συγ­γρα­φέ­ας που να μην έχει εμ­βο­λιά­σει το έρ­γο του, έστω και σε μι­κρό βαθ­μό, με κά­τι από την εμπει­ρία της ζω­ής του;

Οι πε­ρι­πέ­τειες του αρ­χί­ζουν έξω από τις Ηρά­κλειες στή­λες κα­θώς η πε­ριέρ­γειά του τον σπρώ­χνει όλο και πιο δυ­τι­κά μέ­σα στον ωκε­α­νό. Σε λί­γο όμως ξε­κι­νούν οι με­γά­λες δυ­σκο­λί­ες, που τον οδη­γούν μέ­χρι τη σε­λή­νη και τον ήλιο, συ­να­ντά, μα­ζί με τους πε­νή­ντα συ­ντρό­φους του, αλ­λό­κο­τα όντα, πε­ρι­γρά­φει το­πία και γε­γο­νό­τα, που δεν αντί­κρι­σαν πο­τέ μά­τια αν­θρώ­που, πα­ρα­κο­λου­θεί ή συμ­με­τέ­χει σε απί­στευ­τες μά­χες στο διά­στη­μα, και τέ­λος προ­σθα­λασ­σώ­νε­ται ξα­νά στον ωκε­α­νό.
Κι εκεί που όλα έδει­χναν γα­λή­νια, κι ο εν­θου­σια­σμός τους ήταν πραγ­μα­τι­κά απε­ρί­γρα­πτος, με­τά από όσα εί­χαν τρα­βή­ξει, ξε­κί­νη­σαν με­γα­λύ­τε­ρες συμ­φο­ρές. Ένα τε­ρα­τώ­δες κο­λοσ­σιαίο κή­τος τους ρού­φη­ξε μα­ζί με το κα­ρά­βι τους. Μέ­σα στο κή­τος τώ­ρα αρ­χί­ζει μια νέα πε­ρι­πέ­τεια και οι πε­ρι­γρα­φές τού Λου­κια­νού εί­ναι πραγ­μα­τι­κά απί­στευ­τες, δεν μπο­ρεί να τις συλ­λά­βει αν­θρώ­πι­νος νους. Μέ­σα στο κή­τος υπάρ­χουν δά­ση, νη­σιά, λί­μνες με ψά­ρια, πε­τούν που­λιά, ακού­νε αλυ­κτί­σμα­τα σκυ­λιών, ξε­σπούν πυρ­κα­γιές, και τε­λι­κά ανα­κα­λύ­πτουν και πο­λι­τεί­ες αν­θρώ­πων, που αντι­μά­χο­νται με­τα­ξύ τους.
Οι πρώ­τοι άν­θρω­ποι που συ­νά­ντη­σαν εκεί ήταν ένας γέ­ρος και ο γιός του. Ο γέ­ρος συ­στή­θη­κε ως Φά­σκε­λος και συ­μπλή­ρω­σε ότι ήταν από την Κύ­προ. Την πρώ­τη φο­ρά που διά­βα­σα την ιστο­ρία του Λου­κια­νού, όπως εί­πα πιο πά­νω, δεν μου έκα­νε ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση το όνο­μα Φά­σκε­λος, που μάλ­λον πρέ­πει να πα­ρα­πέ­μπει στη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή κί­νη­ση της ανοι­χτής πα­λά­μης, σκέ­φτη­κα μό­νο πως επρό­κει­το για όνο­μα που σκαρ­φί­στη­κε ο πο­λύ­πλαγ­κτος νους του Λου­κια­νού. Αυ­τό το όνο­μα όμως, απο­τε­λεί και την ανα­τρο­πή για την οποία μί­λη­σα προη­γου­μέ­νως. Ας πά­ρου­με όμως τα πράγ­μα­τα με τη σει­ρά, για να σας πω για ποιον λό­γο ξε­κί­νη­σα να ξα­να­δια­βά­ζω την Αλη­θι­νή Ιστο­ρία.

Πριν λί­γες μέ­ρες, ένας φί­λος του φέι­σμπουκ, έκα­νε μια ανάρ­τη­ση με τί­τλο «Ο Κύ­πριος ήρω­ας στην Αλη­θι­νή Ιστο­ρία του Λου­κια­νού», πα­ρα­πέ­μπο­ντας στο ιστο­λό­γιό[2] του και από εκεί με σύν­δε­σμο στην ψη­φια­κή μορ­φή[3] έρ­γων του Λου­κια­νού. Θέ­λο­ντας να φρε­σκά­ρω τη μνή­μη μου, αφού έχουν πε­ρά­σει τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες από την πρώ­τη μου ανά­γνω­ση, άρ­χι­σα να δια­βά­ζω το κεί­με­νο στην οθό­νη του υπο­λο­γι­στή μου, και ξαφ­νι­κά φτά­νο­ντας στην ιστο­ρία του γέ­ρο ναυ­τι­κού, άρ­χι­σαν να χτυ­πούν κα­μπα­νά­κια και να ανα­βο­σβή­νουν λα­μπά­κια στο κε­φά­λι μου: μό­λις εί­δα το όνο­μα του Κύ­πριου ναυ­τι­κού, διε­ρω­τή­θη­κα πώς και δεν το εί­χα προ­σέ­ξει στην πρώ­τη μου ανά­γνω­ση. Ανα­σύ­ρω, λοι­πόν, την πα­λιά έκ­δο­ση του Κα­λο­κύ­ρη από τη βι­βλιο­θή­κη μου και δια­τρέ­χο­ντας γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα και δια­γω­νί­ως τις σε­λί­δες του βι­βλί­ου φτά­νω στον... Φά­σκε­λο! Ο Σκίν­θα­ρος, το πραγ­μα­τι­κό όνο­μα του γέ­ρου εί­χε με­τα­φρα­στεί στην πα­λιά έκ­δο­ση ως Φά­σκε­λος, δη­λα­δή ο άν­θρω­πος που κά­νει άσχη­μη χει­ρο­νο­μία, ο σκίν­δα­ρος. Μου φαί­νε­ται όμως, ότι το πιο σω­στό εί­ναι να προ­έρ­χε­ται από τη λέ­ξη σκιν­θός[4], που ση­μαί­νει βου­τη­χτής, αυ­τός που κά­νει κα­τα­δύ­σεις, και αυ­τό φαί­νε­ται να εί­ναι πιο κο­ντά στον ναυ­τι­κό γέ­ρο, άλ­λω­στε στη συ­νέ­χεια και μέ­χρι το τέ­λος του βι­βλί­ου δεν έχει κά­νει ού­τε μια άσχη­μη χει­ρο­νο­μία, απε­να­ντί­ας ο Λου­κια­νός του ανα­θέ­τει να εί­ναι ο κα­πε­τά­νιος στο κα­ρά­βι της διά­σω­σης. Ωστό­σο δεν αλ­λά­ζει τί­πο­τε στην ιστο­ρία, όποια και να εί­ναι η ρί­ζα της λέ­ξης. Ση­μα­σία έχει ότι ο Σκίν­θα­ρος ήταν ένας πραγ­μα­τι­κός άν­θρω­πος και όχι στη φα­ντα­σία του Λου­κια­νού, και έζη­σε με­τά από αυ­τή την πε­ρι­πέ­τεια ξα­νά στην πα­τρί­δα του –μά­λι­στα φι­λο­ξέ­νη­σε και τον Λου­κια­νό– και με­τά από δε­κα­ε­φτά πε­ρί­που αιώ­νες έτυ­χε να εί­ναι και η δι­κή μου πα­τρί­δα, και μά­λι­στα να γνω­ρί­σω και μια «σφρα­γί­δα» του, που άφη­σε στην πε­ριο­χή.

Πριν σας απο­κα­λύ­ψω τι εί­ναι αυ­τή η σφρα­γί­δα, πρέ­πει να σας πω για ένα δι­ή­γη­μά[5] μου, όπου ανα­φέ­ρο­μαι σε κά­ποιες δο­ξα­σί­ες που άκου­γα από μι­κρός να λέ­νε στο χω­ριό μου, αλ­λά θα ανα­φερ­θώ και σε πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα. Ένας γέ­ρος, λοι­πόν, στο δι­ή­γη­μά μου, ενε­νη­κο­ντού­της, όταν τον εί­χα συ­να­ντή­σει το κα­λο­καί­ρι του 1971, μου δι­η­γή­θη­κε ότι στο αρ­χαίο «λι­μα­νά­κι» μας, υπήρ­χε στον βυ­θό ένα κα­ρά­βι. Έγρα­ψα «λι­μα­νά­κι» σε ει­σα­γω­γι­κά για­τί δεν υπάρ­χει κά­τι σή­με­ρα που να δεί­χνει ότι ήταν λι­μά­νι. Εί­ναι ένας μι­κρός άπα­τος κολ­πί­σκος, με αρ­χαιό­τη­τες τρι­γύ­ρω, και που κα­θο­ρί­ζε­ται από δύο τε­ρά­στιους βρά­χους, που δια­τη­ρούν την αρ­χαία ονο­μα­σία τους: Λίγ­γε­ρος και Άδμη­τος. Ακό­μα, μια πι­να­κί­δα εκεί μας πλη­ρο­φο­ρεί ότι εί­ναι επι­κίν­δυ­νο το κο­λύ­μπι. Λίγ­γε­ρος ήταν ένας από τους Κύ­πριους μη­χα­νουρ­γούς που βο­ή­θη­σαν τον Με­γα­λέ­ξαν­δρο στη μά­χη της Τύ­ρου, και ο Άδμη­τος ήταν ο σπου­δαί­ος και ατρό­μη­τος στρα­τη­γός του Αλέ­ξαν­δρου, ο οποί­ος σκο­τώ­θη­κε στην πο­λιορ­κία και οι ονο­μα­σί­ες δό­θη­καν προς τι­μήν τους. Τρία από τα κα­ρά­βια που επέ­στρε­ψαν από την Τύ­ρο έκα­ναν σταθ­μό στο λι­μα­νά­κι μας, αλ­λά το ένα από αυ­τά δεν πρό­λα­βε να επι­στρέ­ψει στη βά­ση του στη Σα­λα­μί­να και τώ­ρα βρί­σκε­ται στον πά­το. Κά­ποιοι τολ­μη­ροί στις μέ­ρες μας, που πλη­σί­α­σαν κά­πως με μά­σκες, έλε­γαν πως φαί­νε­ται κά­τι σαν πο­λιορ­κη­τι­κή μη­χα­νή. Τώ­ρα για­τί σας τα λέω όλα αυ­τά; Διό­τι το με­θε­πό­με­νο κα­λο­καί­ρι, το 1973, όταν γύ­ρι­σα από την Αθή­να στο χω­ριό για δια­κο­πές –ήμουν φοι­τη­τής τό­τε– κα­νό­νι­σα με έναν φί­λο[6] μου από την Αμ­μό­χω­στο, λά­τρη των κα­τα­δύ­σε­ων, να κά­νει μια διε­ρεύ­νη­ση και να μά­θω από πρώ­το χέ­ρι τι συ­νέ­βαι­νε στον βυ­θό ανά­με­σα στους δύο βρά­χους. Δεν θα πο­λυ­λο­γή­σω. Όταν ανα­δύ­θη­κε, μου εί­πε πως πράγ­μα­τι υπήρ­χε κά­τι που φαι­νό­ταν να εί­ναι ξύ­λο, και άδεια­σε μπρο­στά μου μια σα­κού­λα με διά­φο­ρες πέ­τρες, που εί­χε απο­κολ­λή­σει από τον βυ­θό κα­λυμ­μέ­νες με πρά­σι­νη γλοιώ­δη βλά­στη­ση. Τί­πο­τε το σπου­δαίο. Όταν όμως πή­γα­με στο χω­ριό και κα­θα­ρί­σα­με τα ευ­ρή­μα­τα, εί­δα­με ότι ήταν κομ­μά­τια από σπα­σμέ­νο αγ­γείο και σε ένα από αυ­τά γραμ­μέ­νο ένα όνο­μα: Σκίν­θα­ρος.


Σκίνθαρος: ο Κύπριος ναυτικός στην «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού

Δεν το πί­στευα. Σκίν­θα­ρος. Αυ­τό ήταν το όνο­μα στο όστρα­κο, που θυ­μή­θη­κα όταν διά­βα­σα το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο της Αλη­θι­νής Ιστο­ρί­ας και άρ­χι­σαν να χτυ­πούν τα κα­μπα­νά­κια και να ανα­βο­σβή­νουν φω­τά­κια στο κε­φά­λι μου. Ευ­τυ­χώς, τό­τε εί­χα μια φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή[7], φω­το­γρά­φι­σα το όστρα­κο και έτσι γλύ­τω­σε, αφού λί­γες μέ­ρες με­τά γύ­ρι­σα στην Αθή­να και εμ­φά­νι­σα[8] το φιλμ. Το ίδιο το όστρα­κο δεν υπάρ­χει πια για­τί οι Τούρ­κοι, που κα­τέ­λα­βαν την πε­ριο­χή τον επό­με­νο χρό­νο το πέ­τα­ξαν μα­ζί με τό­σα άλ­λα πράγ­μα­τά μας, για­τί δεν εί­χαν κα­μιά αξία γι’ αυ­τούς.

Δεν φα­ντά­ζε­στε τη χα­ρά μου, που δια­πί­στω­να ότι ο Κύ­πριος ναυ­τι­κός του Λου­κια­νού μάλ­λον ήταν ο δι­κός μας Σκίν­θα­ρος. Δεν έχα­σα χρό­νο, τη­λε­φώ­νη­σα στον φί­λο μου τον δύ­τη για να τον πλη­ρο­φο­ρή­σω για την εξέ­λι­ξη που εί­χε το εύ­ρη­μα τού 1973. Χά­ρη­κε κι αυ­τός, δεν γνώ­ρι­ζε για τον Λου­κια­νό, αλ­λά μου έδω­σε μια πο­λύ­τι­μη πλη­ρο­φο­ρία. «Ξέ­ρεις», μου λέ­ει, «εκεί­νο το κα­λο­καί­ρι, με­τά που έφυ­γες εσύ, τον Σε­πτέμ­βριο αν θυ­μά­μαι κα­λά, μια ομά­δα από ένα πα­νε­πι­στή­μιο της Ολ­λαν­δί­ας[9], δεν θυ­μά­μαι τώ­ρα ποιο ήταν, έκα­νε μια υπο­βρύ­χια έρευ­να εκεί ακρι­βώς που βού­τη­ξα κι εγώ, αλ­λά δεν βρή­καν τί­πο­τε το αξιό­λο­γο. Εί­δαν κι αυ­τοί τα ξύ­λα του κα­ρα­βιού, αλ­λά φαί­νε­ται πως κά­ποιος σει­σμός, που εί­χε γί­νει στο πε­ρελ­θόν τα πιο πολ­λά τα έθα­ψε βα­θιά κά­τω από με­γά­λους βρά­χους. Το μό­νο που βρή­καν ήταν ένα αγ­γείο με πολ­λές λα­βές αλ­λά ευ­τυ­χώς άθι­κτο. Τώ­ρα βρί­σκε­ται στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο στη Λευ­κω­σία». Κό­ντε­ψα να λι­πο­θυ­μή­σω. «Μί­λη­σες για αγ­γείο με πολ­λές λα­βές;» ρώ­τη­σα με αγω­νία. «Ναι, και ήταν πα­ρά­λει­ψή μου που δεν σε ενη­μέ­ρω­σα. Άλ­λω­στε εσύ ήσουν στην Αθή­να...», εί­πε. Δεν έδω­σα συ­νέ­χεια στη συ­ζή­τη­ση. Επι­σκέ­φθη­κα αμέ­σως το Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο στη Λευ­κω­σία και η διευ­θύ­ντρια, με ευ­γέ­νεια μου υπέ­δει­ξε το inventory book της υπη­ρε­σί­ας, το οποίο έπρε­πε να συμ­βου­λευ­τώ ώστε να εντο­πί­σω τη σχε­τι­κή εγ­γρα­φή και έτσι να μπο­ρέ­σει να με οδη­γή­σει στο αγ­γείο, που τό­σο ανυ­πο­μο­νού­σα να δω. Δεν άρ­γη­σα να την εντο­πί­σω για­τί γνώ­ρι­ζα ήδη τη χρο­νο­λο­γία, αλ­λά ένα σκί­τσο του αγ­γεί­ου που ήταν πρό­χει­ρα σχε­δια­σμέ­νο κά­τω από την εγ­γρα­φή δεν άφη­νε κα­μιά αμ­φι­βο­λία ότι ήταν αυ­τό που ανα­ζη­τού­σα.


Σκίνθαρος: ο Κύπριος ναυτικός στην «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού

Αντέ­γρα­ψα τα στοι­χεία[10] του inventory σε ένα χαρ­τά­κι και το έδω­σα στη διευ­θύ­ντρια, η οποία με οδή­γη­σε πά­ραυ­τα στα υπό­γεια του Μου­σεί­ου, κα­τευ­θεί­αν μπρο­στά στον κρα­τή­ρα. Ήταν με­γά­λη η συ­γκί­νη­σή μου. Ίσως, ήταν «ο χάλ­κι­νος κρα­τή­ρας με τις εφτά λα­βές», που ανα­φέ­ρω στο ομώ­νυ­μο δι­ή­γη­μά[11] μου. Ώστε οι συγ­χω­ρια­νοί μου, που έψα­χναν να βρουν έναν «κού­ζο» με εφτά λα­βές δεν έλε­γαν ψέ­μα­τα. Η πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία με­τα­φε­ρό­ταν πα­ραλ­λαγ­μέ­νη από στό­μα σε στό­μα, αλ­λά έκρυ­βε μέ­σα της κά­ποιαν αλή­θεια. Στε­κό­μουν εκ­στα­τι­κός μπρο­στά στον κρα­τή­ρα χω­ρίς να μι­λώ, η διευ­θύ­ντρια όμως, διέ­κο­ψε το νο­ε­ρό τα­ξί­δι μου στο πα­ρελ­θόν. «Υπάρ­χει και κά­τι άλ­λο σχε­τι­κά με το αντι­κεί­με­νο αυ­τό, αν θέ­λεις μπο­ρού­με να το δού­με», εί­πε κι εγώ απά­ντη­σα «και το ρω­τά­τε;». «Ωραία, θα πά­με στο τμή­μα χει­ρο­γρά­φων», συ­νέ­χι­σε αυ­τή και μου εξή­γη­σε κα­θώς προ­χω­ρού­σα­με ότι ο κρα­τή­ρας όταν βρέ­θη­κε ήταν κλει­στός ερ­μη­τι­κά και οι τό­τε υπεύ­θυ­νοι του μου­σεί­ου τον πα­ρα­βί­α­σαν για­τί κά­τι ακου­γό­ταν στο εσω­τε­ρι­κό του όταν τον κου­νού­σαν. Αυ­τό το κά­τι ήταν δύο κο­ντά­κια, δη­λα­δή πά­πυ­ροι τυ­λιγ­μέ­νοι σε κο­ντά ξύ­λι­να κο­ντα­ρά­κια, αλ­λά δυ­στυ­χώς, δεν εί­χαν λά­βει τα κα­τάλ­λη­λα μέ­τρα και η γρα­φή μέ­σα σε λί­γες μέ­ρες εί­χε εξα­φα­νι­στεί. Ήταν κε­νοί πά­πυ­ροι πια.

Ευ­χα­ρί­στη­σα τη διευ­θύ­ντρια και γύ­ρι­σα στο σπί­τι μου με ανά­μι­κτα συ­ναι­σθή­μα­τα. Πή­ρα στο τη­λέ­φω­νο τον φί­λο μου τον δύ­τη και του μί­λη­σα για την επί­σκε­ψή μου στο μου­σείο. Όταν του ανέ­φε­ρα για τους πα­πύ­ρους εί­πε «ωχ! Θα έχουν κα­τα­στρα­φεί και οι φω­το­τυ­πί­ες μου, πά­νε τώ­ρα πε­νή­ντα χρό­νια, δεν νο­μί­ζω να έμει­νε κά­τι», και μου εξή­γη­σε πως ως συ­νερ­γά­της, τό­τε, μπό­ρε­σε να πά­ρει αντί­γρα­φο των πα­πύ­ρων. «Δώ­σε μου με­ρι­κές μέ­ρες και κά­τι θα βρω» συ­νέ­χι­σε. Τον ευ­χα­ρί­στη­σα και κλεί­σα­με τη συ­νο­μι­λία μας.

Πραγ­μα­τι­κά σε τρεις μέ­ρες ήρ­θε με τα­ξί από τη Λε­με­σό ο φά­κε­λος με τις φω­το­τυ­πί­ες και έπια­σα αμέ­σως δου­λειά. Με έτρω­γε η πε­ριέρ­γεια να μά­θω τι έγρα­φε στους πα­πύ­ρους. Με­τά όμως, από μι­σόν αιώ­να τα αντί­γρα­φα του φί­λου μου εί­χαν σχε­δόν την ίδια τύ­χη με τους πα­πύ­ρους του μου­σεί­ου, δια­πί­στω­σα όμως ότι τα αντί­γρα­φα στο μέ­ρους που εί­ναι προς το τέ­λος κά­θε κο­ντα­κί­ου ήταν σε κα­λύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση, μπο­ρού­σε κά­ποιος να δια­βά­σει κά­ποιες φρά­σεις. Πο­λύ σύ­ντο­μα δια­πί­στω­σα πως επρό­κει­το για την Αλη­θι­νή Ιστο­ρία του Λου­κια­νού για­τί εί­χα πρό­σφα­τη την ανά­γνω­ση του αρ­χαί­ου κει­μέ­νου και μά­λι­στα τα δύο χω­ρία αντι­προ­σώ­πευαν τα δύο μέ­ρη του βι­βλί­ου. Άρ­χι­σα να αντι­πα­ρα­βάλ­λω το αρ­χαίο κεί­με­νο που βρή­κα στο δια­δί­κτυο με τις φω­το­τυ­πί­ες μου. Το πρώ­το μέ­ρος –όσο του­λά­χι­στον μπό­ρε­σα να συ­μπε­ρά­νω από με­ρι­κές λέ­ξεις που δια­βά­ζο­νταν– ήταν ακρι­βώς το ίδιο, στο δεύ­τε­ρο όμως, στο τέ­λος του πα­πύ­ρου, υπήρ­χε ένα μι­κρό άγνω­στο κεί­με­νο. Προ­φα­νώς ο Λου­κια­νός πρό­σθε­σε μια πε­ρι­πέ­τεια που συ­νέ­βη με­τά που το κύ­μα τούς πέ­τα­ξε τσα­κι­σμέ­νους στην άλ­λη στε­ριά.

Θα προ­σπα­θή­σω να σας πω την ιστο­ρία που ανέ­γνω­σα, όσο κα­λύ­τε­ρα μπο­ρώ, για­τί όπως εί­πα πιο πά­νω το αντί­γρα­φο που έχω δεν εί­ναι και της κα­λύ­τε­ρης ποιό­τη­τας. Γρά­φει, λοι­πόν, ο Λου­κια­νός:

...Υπο­σχέ­θη­κα να σας δι­η­γη­θώ το πώς πέ­ρα­σα στην άλ­λη στε­ριά, και η υπό­σχε­ση αυ­τή εί­ναι η μό­νη αλή­θεια που κα­τά­φε­ρα μέ­χρι τώ­ρα να εκ­στο­μί­σω, μό­νο που πο­λύ σύ­ντο­μα κα­τα­λά­βα­με πως η άλ­λη στε­ριά δεν ήταν άλ­λη ήπει­ρος πα­ρά η δι­κή μας. Προ­χω­ρή­σα­με λί­γο προς το εσω­τε­ρι­κό για διε­ρεύ­νη­ση και πα­ρα­τη­ρή­σα­με ότι υπήρ­χαν πολ­λές ελιές, αλ­λά και η υπό­λοι­πη βλά­στη­ση που βλέ­πα­με τρι­γύ­ρω μάς ήταν οι­κεία. Ξε­κι­νή­σα­με να κι­νού­μα­στε προς τον νό­το, για­τί εί­χα­με προ­σα­να­το­λι­στεί πια και φτά­σα­με σε ένα πο­λύ με­γά­λο πο­τά­μι.[12] Εκεί κο­ντά βρή­κα­με ένα [εγκα­τα­λε­λη­μέ­νο;] κα­ρά­βι, ποιος ξέ­ρει ποιος το άφη­σε εκεί [...] κι ύστε­ρα φτά­σα­με στις Ηρά­κλειες στή­λες, από εκεί που εί­χαν ξε­κι­νή­σει οι πε­ρι­πέ­τειές μας στον ωκε­α­νό. Ο γέ­ρο Σκίν­θα­ρος, ο κα­πε­τά­νιος του κα­ρα­βιού, κυ­βερ­νού­σε το κα­ρά­βι πια στα ήσυ­χα νε­ρά της Με­σο­γεί­ου αλ­λά ξε­κί­νη­σαν τα μουρ­μου­ρη­τά από τους συ­ντρό­φους μου για­τί κά­θε φο­ρά που ησύ­χα­ζαν τα πράγ­μα­τα με­τά από λί­γο ξε­κι­νού­σε μια πιο δύ­σκο­λη πε­ρι­πέ­τεια. Κά­ποιοι ήθε­λαν να εγκα­τα­λεί­ψουν το κα­ρά­βι το συ­ντο­μό­τε­ρο δυ­να­τόν, και πράγ­μα­τι μό­λις φά­νη­κε από μα­κριά η Σι­κε­λία άρ­χι­σαν να τρα­γου­δούν από χα­ρά ανυ­πό­μο­νοι για την απο­βί­βα­σή τους. Μό­λις δέ­σα­με, δε­κα­πέ­ντε από αυ­τούς μας απο­χαι­ρέ­τι­σαν. Κά­να­με με­ρι­κές προ­μή­θειες για το τα­ξί­δι, ανταλ­λά­ζο­ντας ασκούς γε­μά­τους με κρα­σί που βρή­κα­με στο κα­ρά­βι και ξε­κι­νή­σα­με. Πριν ακό­μα απο­μα­κρυν­θού­με από τη Σι­κε­λία, μια άλ­λη ομά­δα ήθε­λαν να τους πά­με στην Νε­ά­πο­λη. Δεν εί­χα­με άλ­λη επι­λο­γή, στρί­ψα­με αρι­στε­ρά και πε­ρά­σα­με τα στε­νά με­τα­ξύ Σι­κε­λί­ας και Ιτα­λί­ας και φτά­σα­με στην Ν[εά]πο[λ]η. Εκεί απο­βι­βά­στη­καν άλ­λοι ει­κο­σι­τρείς, έτσι που μεί­να­με στο κα­ρά­βι μα­ζί με τον Σκίν­θα­ρο και τον γιο του μό­νο δέ­κα. Γυ­ρί­σα­με από τον ίδιο δρό­μο και πλέ­α­με πια ανα­το­λι­κά ώσπου φτά­σα­με κο­ντά στην Πορ[;]ρί­δα[13] όπου μας τά­ρα­ξε μια τρο­με­ρή θα­λασ­σο­τα­ρα­χή κι ού­τε γνω­ρί­ζα­με προς τα πού πη­γαί­να­με για­τί μας τύ­λι­ξε βα­θύ σκο­τά­δι. Τα χα­ρά­μα­τα γα­λή­νε­ψε η θά­λασ­σα αλ­λά όταν οι [...] [έμα­θαν] ότι ο Σκίν­θα­ρος θα μας πή­γαι­νε στην Κύ­προ, δεν ήθε­λαν να μας ακο­λου­θή­σουν. Στα [... φά­νη­κε] η Κρ[ήτ]η, αφή­σα­με και τους υπό­λοι­πους εφτά εκεί και σαλ­πά­ρα­με για την Κύ­προ, την πα­τρί­δα του γέ­ρο Σκίν­θα­ρου.

Στο ση­μείο αυ­τό υπήρ­χαν αρ­κε­τές γραμ­μές που δεν μπό­ρε­σα να δια­βά­σω, η συ­νέ­χεια όμως, ήταν το κα­θα­ρό­τε­ρο μέ­ρος του πα­πύ­ρου.


...και ο Σκίν­θα­ρος μού έδει­ξε δύο βρά­χους στην ακτή λέ­γο­ντάς μου ότι εκεί θα δέ­σου­με, πράγ­μα που έγι­νε σε λί­γο. Επι­τέ­λους σε λί­γο θα πα­τού­σα σε στέ­ρεο έδα­φος. Η χα­ρά μου ήταν με­γά­λη για­τί εί­χα κου­ρα­στεί κι εγώ πο­λύ με όλες εκεί­νες τις πε­ρι­πέ­τειες που πε­ρά­σα­με. Υπήρ­χε λί­γη κί­νη­ση στο μι­κρό λι­μα­νά­κι, υπήρ­χαν με­ρι­κά κτί­σμα­τα πιο πί­σω αλ­λά η μι­κρή πό­λη του Σκίν­θα­ρου, η Οζα­λίς,[14] όπως μου την εί­πε, ήταν τρία πε­ρί­που στά­δια στα εν­δό­τε­ρα, σε ένα υψί­πε­δο με εξαι­ρε­τι­κή θέα.


Σε μια βραχώδη περιοχή μού έδειξε έναν λαξευτό «τάφο»
Σε μια βραχώδη περιοχή μού έδειξε έναν λαξευτό «τάφο»


Εκεί, στο σπί­τι του Σκίν­θα­ρου, κοι­μή­θη­κα τον ύπνο του δι­καί­ου για δύο μέ­ρες, χω­ρίς να το κου­νή­σω από το στρώ­μα. Την τρί­τη μέ­ρα όμως, ο Σκίν­θα­ρος θέ­λη­σε να με ξε­να­γή­σει στην πε­ριο­χή. Προ­χω­ρή­σα­με βο­ρειό­τε­ρα και σε μια βρα­χώ­δη πε­ριο­χή[15] μού έδει­ξε έναν λα­ξευ­τό «τά­φο». Η εί­σο­δος του ήταν σχε­δόν κα­λυμ­μέ­νη από τα κλα­διά ένος πε­λώ­ριου σκοί­νου. Πα­ρα­με­ρί­σα­με τα κλα­διά και κα­τε­βή­κα­με τα τρία μό­νο σκα­λά­κια του. Τί­πο­τε το ιδιαί­τε­ρο. Ένας χώ­ρος λα­ξε­μέ­νος σε βρά­χο πέ­ντε έως εφτά πε­ρί­που πό­δια επί εφτά με δέ­κα. Για­τί με έφε­ρες σε τού­το εδώ το μέ­ρος, ρώ­τη­σα τον Σκίν­θα­ρο. Ποιο εί­ναι το εν­δια­φέ­ρον. Αυ­τός χα­μο­γέ­λα­σε, και αφού προ­χώ­ρη­σε με­ρι­κά βή­μα­τα, μου έδει­ξε με το κε­φά­λι και τη μα­τιά του κά­τι: στον απέ­να­ντι τοί­χο, χα­μη­λά στο πέ­τρι­νο πά­τω­μα, υπήρ­χαν δύο βα­θιά αχνά­ρια ως να τα εί­χε δη­μιουρ­γή­σει αν­θρώ­πι­νο πά­τη­μα. Τον κοί­τα­ξα με απο­ρία κι αυ­τός μου εί­πε: «πά­τη­σε τα πό­δια σου σε εκεί­να τα δύο αχνά­ρια αλ­λά να μη φο­βη­θείς ό,τι και να συμ­βεί». Χω­ρίς χρο­νο­τρι­βή πά­τη­σα στα δύο αχνά­ρια αλ­λά την ίδια στιγ­μή βρέ­θη­κα στο πιο βα­θύ σκο­τά­δι που γνώ­ρι­σα στη ζωή μου και ένα από­το­μο τρά­βηγ­μα προς τα πί­σω, που με έκα­νε να πέ­σω στο πά­τω­μα. «Δεν θα σε άφη­να να πέ­σεις στο κε­νό», εί­πε ο Σκίν­θα­ρος. Ση­κώ­θη­κα και τον κοί­τα­ξα με απο­ρία αλ­λά και φό­βο. «Κα­νέ­νας μέ­χρι τώ­ρα δεν τόλ­μη­σε να μπει σ’ αυ­τά τα τάρ­τα­ρα», εί­πε πά­λι ο γέ­ρος και συ­νέ­χι­σε: «με­τά από όσα εί­δαν τα μά­τια μας όταν μας κα­τά­πιε το κή­τος, δεν νο­μί­ζω ότι υπάρ­χει κά­τι χει­ρό­τε­ρο να πά­θου­με. Ας δο­κι­μά­σου­με, λοι­πόν, να εξε­ρευ­νή­σου­με κι αυ­τό τον κό­σμο». Εί­μα­στε κι οι δυο τό­σο πε­ρί­ερ­γοι τύ­ποι, που η ζωή μας δεν θα εί­χε κα­μιά αξία αν δεν το κά­να­με. Συμ­φώ­νη­σα μα­ζί του και κα­τα­στρώ­σα­με το σχέ­διο. Θα πή­γαι­νε αυ­τός πρώ­τος και θα κα­θο­δη­γού­σε και μέ­να ανά­λο­γα με ό,τι πα­ρου­σια­ζό­ταν. Μα­ζί μας εί­χα­με μό­νο τα μι­κρά μα­χαι­ρά­κια μας.
Πά­τη­σε πρώ­τος στ’ αχνά­ρια του βρά­χου και αμέ­σως εξα­φα­νί­στη­κε από το οπτι­κό μου πε­δίο. Φώ­να­ξα αλ­λά δεν πή­ρα κα­μιά απά­ντη­ση. Τό­τε προ­χώ­ρη­σα, πά­τη­σα κι εγώ στ’ αχνά­ρια και μπή­κα ξα­νά στο βα­θύ σκο­τά­δι. «Κλεί­σε τα μά­τια σου», άκου­σα τη φω­νή του Σκίν­θα­ρου». Τα έκλει­σα και τό­τε τον εί­δα να κά­θε­ται σε ένα σκα­λά­κι μιας πέ­τρι­νης σκά­λας που χα­νό­ταν σε ομί­χλη στο βά­θος. «Ακο­λού­θη­σέ με προ­σε­χτι­κά με κλει­στά τα μά­τια για να βλέ­πεις», εί­πε ξα­νά ο Σκίν­θα­ρος. Ακου­γό­ταν μια εξαί­σια μου­σι­κή. Όταν άνοι­γα τα μά­τια μου βυ­θι­ζό­μουν στο σκο­τά­δι, όταν τα έκλει­να έβλε­πα το μαύ­ρο χά­ος. «Θα κα­τέ­βου­με προ­σε­χτι­κά τα σκα­λιά να δού­με πού θα μας βγά­λουν», εί­πε ο γέ­ρος. Προ­χω­ρή­σα­με λί­γο και πρό­σε­ξα ότι τα σκα­λο­πά­τια γί­νο­νταν ολο­έ­να και πιο στε­νά. Κα­τε­βαί­να­με πια κα­θι­στοί στα σκα­λά­κια. Άθε­λά μου άγ­γι­ξα από­το­μα τον τοί­χο που υπήρ­χε στα δε­ξιά μας και έπε­σε μια με­γά­λη πέ­τρα. Δεν ακού­στη­κε όμως κα­νέ­νας ήχος, πράγ­μα που εσή­μαι­νε ότι το χά­ος δί­πλα μας ήταν απρο­σμέ­τρη­το. Ο Σκίν­θα­ρος γύ­ρι­σε το σώ­μα του για να με δει αλ­λά έχα­σε την ισορ­ρο­πία του και έπε­φτε στο κε­νό. Πριν πέ­σει όμως, άπλω­σε το χέ­ρι κι εγώ θέ­λο­ντας να τον συ­γκρα­τή­σω του άρ­πα­ξα το χέ­ρι με απο­τέ­λε­σμα να με πα­ρα­σύ­ρει κι εμέ­να στο άγνω­στο χά­ος. Από έν­στι­κτο έκλει­σα τα μά­τια αλ­λά εί­τε κλει­στά τα εί­χα πια εί­τε ανοι­χτά το ίδιο ήταν: μαύ­ρο κα­τά­μαυ­ρο σκο­τά­δι. Εί­χα­με πέ­σει σε μια μαύ­ρη τρύ­πα στο που­θε­νά. Πέ­φτα­με με με­γά­λη τα­χύ­τη­τα στα τάρ­τα­ρα για ώρες πολ­λές, αλ­λά προ­σέ­ξα­με ότι η τα­χύ­τη­τα που πέ­φτα­με γι­νό­ταν όλο και πιο μι­κρή για­τί το σκο­τά­δι γι­νό­ταν όλο και πιο πη­κτό. Όταν πει­νού­σα­με, το πιά­να­με με τα χέ­ρια μας και το τρώ­γα­με για­τί ήταν πο­λύ γλυ­κό. Το τα­ξί­δι αυ­τό κρά­τη­σε εφτά μέ­ρες και εφτά νύ­χτες. Τώ­ρα θα μου πεί­τε πώς το γνω­ρί­ζεις αυ­τό. Το γνω­ρί­ζω για­τί ενώ κοι­μό­μα­στε ξαφ­νι­κά εμ­φα­νι­ζό­ταν ένας πε­τει­νός τό­σο ψη­λός όσο ένα στά­διο και μι­λώ­ντας ελ­λη­νι­κά, μάς ξυ­πνού­σε κι ύστε­ρα εξα­φα­νι­ζό­ταν. Τα φτε­ρά της ου­ράς του ήταν πο­λύ­χρω­μα και φώ­τι­ζαν τον χώ­ρο όπως ο δι­κός μας ήλιος.

Αυ­τό το μέ­ρος του χει­ρο­γρά­φου, που μό­λις δια­βά­σα­τε, μάλ­λον εί­ναι το πιο κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νο, αλ­λά με δυ­σκό­λε­ψαν λί­γο κά­ποιες λέ­ξεις. Λυ­πού­μαι αν δεν το έχω με­τα­φέ­ρει ικα­νο­ποι­η­τι­κά. Προ­σπά­θη­σα όμως να δώ­σω την ου­σία όπως εγώ την έχω αντι­λη­φθεί. Πα­ρα­θέ­τω πιο κά­τω το πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο τού μέ­ρους αυ­τού.

[ Τού­του πε­σου­μέ­νου βοηθῆσαι ἔδρα­μον ὥστε, ἀδυ­να­μοῦντος μου τοῦτον κρατῆσαι, συ­νε­κυ­λί­σθη­μεν ἀμφό­τε­ροι ἐς βά­ρα­θρον. Ἐκάμ­μυ­σα, ἀλλ’ ἑώρων του­ταυτὸ ὃ προὔβλε­πον τῶν ὀφθαλμῶν ὁρώ­ντων∙ πε­πτώ­κα­μεν ἐς βά­ρα­θρον, στα­δί­ων ἐκκαί­δε­κα, ἐν ᾧ οὐ τό­πος. Γνό­φος γὰρ βαθὺς ἐπε­φέ­ρε­το, ζό­φος πε­πυ­κνω­μέ­νος. Ἡ οὖν ἡμῶν πτῶσις, καί­περ ἐν ἀρχῇ γι­γνο­μέ­νη τα­χύ­στως, ἤρξα­το βρα­δυ­νο­μέ­νη, ἐπεὶ τὸ σκό­τος ἐπυ­κνοῦτο πά­νυ. Τοῦ χρό­νου προ­ϊ­ό­ντος ἐπει­νά­σα­μεν, τῆς νυκτὸς δὲ ὁ ζό­φος ἦν τῆς πεί­νης χορ­τα­σμός, γεύ­σει προ­σο­μοιού­με­νος ἄρτῳ ἀμαυρῷ ὀπτι­θέ­ντι ἄρτι. Ἡ εἰς βα­ρά­θρου κά­θο­δος ἦν νυκτῶν καὶ ἡμερῶν ἑπτά. Ἐν πυ­κινῷ καὶ ἀδιο­ράτῳ γνόφῳ ὄντες τοῦ χρό­νου ἤσθη­μεν ἀλέ­κτο­ρος ἀρωγῇ, ὅς ἐλά­λει ἀττι­κι­στί, Δη­μο­σθένῃ ὁμοιο­τρό­πως. Ὕπνῳ γὰρ πα­ρα­δε­δο­μέ­νοι, ἀλέ­κτωρ μέ­γας ἄχρι στα­δί­ου ὢν, τῷ τού­του ἤθει χρώ­με­νος, ἐλά­λει τὴν τῆς πρω­ί­ας ἔλευ­σιν, καὶ ἡμῖν, μό­γις καὶ κα­τ' ὀλί­γον, ἐπε­φαί­νε­το τοῖς τού­του πτέ­ρυ­ξι χρώ­μα­τα ἐκπέ­μπου­σι φω­σφό­ρως, ὥσπερ ἥλιος ].

Το κά­θε φτε­ρό φώ­τι­ζε με το δι­κό του χρώ­μα. Αρ­γό­τε­ρα μά­θα­με, επί­σης, ότι η ημέ­ρα εκεί διαρ­κού­σε όσο εφτά χρό­νια δι­κά μας και άλ­λα τό­σα η νύ­χτα, έτσι τα εφτά πρω­ι­νά που μας ξυ­πνού­σε ο πε­τει­νός ισο­δυ­να­μού­σαν με ενε­νή­ντα οκτώ χρό­νια δι­κά μας. Με έναν πρό­χει­ρο υπο­λο­γι­σμό που έκα­να βρή­κα ότι ο Σκίν­θα­ρος, που ήταν ει­κο­σιε­πτά χρο­νών όταν εί­χε αρ­χί­σει το τα­ξί­δι του στον ωκε­α­νό, ει­κο­σιε­πτά χρό­νια που έζη­σε στην κοι­λιά του κή­τους και ενε­νή­ντα οκτώ εδώ, έπρε­πε να ήταν εκα­τόν πε­νή­ντα δύο χρο­νών, και έπρε­πε να εί­χε πε­θά­νει. Και όμως, τώ­ρα εί­χε όψη τρια­ντά­χρο­νου. Εγώ που ήμουν νε­ό­τε­ρος του έπρε­πε να δεί­χνω δε­κα­ε­φτά­ρης. Εδώ δεν κυ­λού­σε ο χρό­νος. Μάλ­λον κυ­λού­σε αντί­στρο­φα. Τι ευ­τυ­χία. Δεν θέ­λα­με να φύ­γου­με για­τί συ­νέ­βη­κε και το εξής: μια μέ­ρα ακού­στη­κε εκεί­νη η με­θυ­στι­κή μου­σι­κή που δεν μά­θα­με από πού προ­ερ­χό­ταν. Εμείς τα­ξι­δεύ­α­με ανά­λα­φρα χω­ρίς προ­σπά­θεια, κα­θι­σμέ­νοι στο κε­νό, μα ξαφ­νι­κά ένιω­σα μια ερω­τι­κή επι­θυ­μία τό­σο έντο­νη που... έκλει­σα τα μά­τια και τό­τε τις εί­δα. Ήταν καλ­λί­γραμ­μες γυ­μνές γυ­ναί­κες που τρα­γου­δού­σαν και χό­ρευαν, κι ήταν τό­σο επι­θυ­μη­τές με τα τορ­νευ­τά σώ­μα­τά τους, που με τρέ­λαι­ναν πραγ­μα­τι­κά. Αντί για χέ­ρια εί­χαν λευ­κές φτε­ρού­γες, κι έτσι όπως πε­τού­σαν τις κου­νού­σαν με τό­ση τέ­χνη και χά­ρη, που το σώ­μα τους λι­κνι­ζό­ταν πο­λύ ερω­τι­κά. Και τι βλέ­πω ακό­μα: ο Σκίν­θα­ρος σφι­κτα­γκα­λια­σμέ­νος να στρι­φο­γυ­ρί­ζει στο κε­νό με μια απ’ αυ­τές τις γυ­ναί­κες και να κά­νουν έρω­τα. Οι άλ­λες πε­τού­σαν τρι­γύ­ρω με τις άκρες των φτε­ρού­γων τους να αγ­γί­ζουν ελα­φρά το γυ­μνό σώ­μα του Σκίν­θα­ρου για να τον ερε­θί­ζουν. Εκεί­νη τη στιγ­μή με πλη­σί­α­σε μια άλ­λη από την πα­ρέα τους και μου συ­στή­θη­κε στα ελ­λη­νι­κά ως Ίυγξ[16] και δεί­χνο­ντας τις άλ­λες μου εί­πε ότι εί­ναι αδελ­φές της. Γυ­μνή κι αυ­τή, έτσι που δεν άντε­ξα. Βυ­ζά­κω­σα πά­νω της σαν με­θυ­σμέ­νος, μπή­κα μέ­σα της δυ­να­τά κι αυ­τή ξε­φώ­νη­σε από ηδο­νή, όπως κι εγώ φυ­σι­κά, και τα ερω­τι­κά μας ξε­φω­νή­μα­τα σμί­γο­νταν με τη θε­σπέ­σια ου­ρά­νια μου­σι­κή. Όταν φά­νη­κε ότι ευ­χα­ρι­στή­θη­κε πο­λύ, έδω­σε τη θέ­ση της σε μια αδελ­φή της, που αυ­τή ανυ­πό­μο­νη μου έκλει­σε το στό­μα με το δι­κό της, και η διε­ρευ­νη­τι­κή γλώσ­σα της έχυ­νε μέ­λι και νέ­κταρ στο δι­κό μου. Τον ίδιο ακρι­βώς χυ­μό απο­λάμ­βα­να να ρου­φώ όταν έβα­ζα στο στό­μα μου τις ζε­στές, χυ­μώ­δεις και ρο­δο­κόκ­κι­νες ρώ­γες των βυ­ζιών της, που δεν τις χόρ­ται­να, κι όσο απο­μυ­ζού­σα τό­σο πιο πο­λύ ανέ­βαι­νε η ερω­τι­κή μου επι­θυ­μία, και η ερω­τι­κή κο­ρύ­φω­σή μου διαρ­κού­σε εφτά ολό­κλη­ρες ώρες και όχι με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα όπως στον δι­κό μας κό­σμο. Το να λαγ­γεύω και να σπα­γιά­ζου­μαι για ώρες πολ­λές επα­να­λή­φθη­κε με όλες τις πα­νέ­μορ­φες νύμ­φες μέ­χρι που ικα­νο­ποι­ή­θη­καν όλες δι­πλά και από τους δυο μας, κι ού­τε που νιώ­θα­με εξου­θε­νω­μέ­νοι ού­τε καν μι­κρή κού­ρα­ση. Από πού αντλού­σα­με τό­ση δύ­να­μη εί­ναι κά­τι που δεν θα μά­θου­με πο­τέ. Ίσως εκεί­νο το πη­χτό σκο­τά­δι, που έμοια­ζε σαν το μα­λα­κό και μαύ­ρο ψω­μί, που μό­λις βγαί­νει από τον φούρ­νο, να εί­χε κά­ποιες υπερ­φυ­σι­κές ιδιό­τη­τες. Όταν απε­χώ­ρη­σαν η με­θυ­στι­κή μου­σι­κή ακου­γό­ταν για πολ­λές ώρες ακό­μα.
Όταν σι­γά σι­γά ηρε­μή­σα­με, εμ­φα­νί­στη­κε ο πε­τει­νός με την πο­λύ­χρω­μη ου­ρά και μας εί­πε, πά­λι στα ελ­λη­νι­κά: «φτά­σα­τε στο τέ­λος του τα­ξι­διού σας, και πρέ­πει να σας δεί­ξω τον δρό­μο της επι­στρο­φής». Και με μια επι­δέ­ξια κί­νη­ση μάς ανέ­βα­σε στην πλά­τη του. Πε­τού­σε με τό­σο με­γά­λη τα­χύ­τη­τα, που δεν ξε­χω­ρί­ζα­με από ποια μέ­ρη περ­νού­σα­με. Σε κά­ποια στιγ­μή όμως, βρε­θή­κα­με προ­σγειω­μέ­νοι και ζα­λι­σμέ­νοι επά­νω στα κλα­διά του τε­ρά­στιου σκοί­νου έξω από τον λα­ξευ­τό «τά­φο». Ξε­κι­νή­σα­με για το σπί­τι του Σκίν­θα­ρου, αλ­λά δυ­σκο­λευ­τή­κα­με για­τί όλα ήταν αλ­λαγ­μέ­να. Μό­νο οι δύο βρά­χοι ήταν στη θέ­ση τους, ού­τε σπί­τι υπήρ[χε] ού­τε [η] π[όλη] τ[...]

Εδώ τε­λειώ­νει το χει­ρό­γρα­φο του Λου­κια­νού, κά­πως από­το­μα, αλ­λά εγώ νιώ­θω με­γά­λη χα­ρά για­τί φέρ­νω στο φως ένα μι­κρό τμή­μα του χει­ρο­γρά­φου του, με μια κα­τα­πλη­κτι­κή ιστο­ρία, που ο ίδιος δεν θέ­λη­σε, τε­λι­κά, να της δώ­σει το φως. Πι­στεύω το έκα­νε αυ­τό, επει­δή ήταν πραγ­μα­τι­κά μια αλη­θι­νή ιστο­ρία, που την έζη­σε και δεν ταί­ρια­ζε με όλες εκεί­νες τις ψευ­τιές που εί­χε σκαρ­φι­στεί και έγρα­ψε για να σα­τι­ρί­σει τον Όμη­ρο και τους άλ­λους. Δεν βρή­κα πό­σο και­ρό έμει­νε στην Οζα­λί­δα, ανα­κά­λυ­ψα όμως, πως αυ­τή ήταν η ιδιαί­τε­ρη πα­τρί­δα του Σκίν­θα­ρου και εί­μαι πο­λύ πε­ρή­φα­νος για τον σπου­δαίο συ­μπο­λί­τη μου. Δυ­στυ­χώς δεν μπό­ρε­σα να ανα­γνώ­σω ού­τε τον τί­τλο αυ­τού του έρ­γου του Λου­κια­νού διό­τι, όπως εί­πα, η αρ­χή του χει­ρο­γρά­φου έχει κα­τα­στρα­φεί εντε­λώς.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: