Ένας χρόνος και τρεις μήνες


Ο Λουίς Γκαρ­θία Μο­ντέ­ρο (Luís García Montero) γεν­νή­θη­κε το 1958 στη Γρα­νά­δα, όπου σπού­δα­σε Ισπα­νι­κή Φι­λο­λο­γία· έχει δη­μο­σιεύ­σει πολ­λές ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, δο­κί­μια, πε­ζο­γρα­φή­μα­τα κ.ά. Έχει δη­μο­σιεύ­σει ακό­μα κρι­τι­κά δο­κί­μια για συγ­γρα­φείς όπως ο Γκαρ­θία Λόρ­κα, ο Αλ­μπέρ­τι και ο Μπα­ράλ και έχει δια­σκευά­σει για το θέ­α­τρο κλα­σι­κά έρ­γα. Δί­δα­ξε στο πα­νε­πι­στή­μιο και επέ­δει­ξε έντο­νη πο­λι­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα στο χώ­ρο της ανα­νε­ω­τι­κής Αρι­στε­ράς.

Ένας χρόνος και τρεις μήνες



Το μυ­στή­ριο και το μυ­στι­κό

Στη δι­κή μας ακτή περ­πα­τά­με μό­νοι
στο ηλιο­βα­σί­λε­μα,
ενώ τα ίχνη πά­νε κι έρ­χο­νται.
Αυ­τό που πλη­σιά­ζει ο αφρός, φεύ­γει με το κύ­μα.
Για να μη σε πει­ρά­ξει ο ήλιος
βγή­κα­με σχε­δόν μό­λις έπαιρ­νε να σου­ρου­πώ­νει,
όταν τα συ­ναι­σθή­μα­τα γδύ­νο­νται
επά­νω στη ζε­στή ακό­μη άμ­μο
κι ένα μουρ­μου­ρη­τό φω­τός
γρά­φει ο ορί­ζο­ντας που μας κοι­τά­ζει.
Όπως μία εθνι­κή,
όπου τα κόκ­κι­να φώ­τα εί­ναι φρέ­να νυ­κτός,
βλέ­που­με να περ­νούν αρ­γά οι ερω­τή­σεις
χω­ρίς να ξέ­ρου­με τί να πού­με.
Άλ­λο το μυ­στή­ριο κι άλ­λο το μυ­στι­κό,
αλ­λά τα δυο ανα­μει­γνύ­ο­νται:
το έμα­θαν τώ­ρα
οι συ­ζη­τή­σεις μας κα­θώς τα εμπε­ριέ­χουν.
Τι δύ­σκο­λος ο πη­γαι­μός με πό­δια γυ­μνά
και αυ­τό που κό­βει το φο­βά­μαι. Τι δύ­σκο­λο
να ξέ­ρω τί κρύ­βε­ται σε τού­το το κο­χύ­λι.
Ακτές της θά­λασ­σας,
άστε μας να ονει­ρευ­τού­με.



Ανα­γνώ­στες

Και η αγά­πη εί­ναι φως υπό δια­πραγ­μά­τευ­ση.
Εί­μα­στε νυ­χτό­βαρ­κες που αγκυ­ρο­βο­λούν
σε τού­το το υπνο­δω­μά­τιο
δί­πλα σε ένα κρε­βά­τι που μοιά­ζει με λι­μά­νι.
Δεν με πει­ρά­ζει που αρ­γείς να σβή­σεις το φως
αν με παίρ­νει ο ύπνος στην ανά­γνω­σή σου.
Ένας φά­ρος βλε­φα­ρί­ζει κολ­λη­τά στο σώ­μα σου
για να μπο­ρεί ο Οδυσ­σέ­ας να απο­νεί­μει δι­καιο­σύ­νη,
ενώ η Φορ­του­νά­τα
ναυα­γεί στους δρό­μους της Μα­δρί­της
κι η ελ­πί­δα αμύ­νε­ται
με νύ­χια και χα­ρά
στην επι­στη­μο­νι­κή φα­ντα­σία οποιου­δή­πο­τε σώ­μα­τος.

Ού­τε εσύ δια­μαρ­τύ­ρε­σαι
αν εγώ ανά­ψω το φως νω­ρί­τε­ρα.
Κοι­μά­μαι λί­γο. Ας πού­με ότι στις πέ­ντε
το κο­μο­δί­νο μου εί­ναι μια απο­βά­θρα
όπου φορ­τώ­νο­νται και ξε­φορ­τώ­νο­νται λέ­ξεις

που περ­νούν από το όνει­ρό σου.
Στη Νέα Υόρ­κη περ­πα­τά ο Μπω­ντλαίρ,
ο Φε­δε­ρί­κο στο Πα­ρί­σι,
ενώ ο Μα­τσά­δο δια­σχί­ζει το σύ­νο­ρο
κι ο Θερ­νού­δα μας μι­λά για τον Γκαλ­δός
κά­τω από τον με­ξι­κά­νι­κο ου­ρα­νό.
Η αγά­πη εί­ναι και φως υπό δια­πραγ­μά­τευ­ση.
Μου δί­νεις τα όνει­ρά σου ενώ ζουν τα δι­κά μου.
Σου δί­νω τα όνει­ρά μου ενώ κρα­τώ τα δι­κά σου.
Ιστο­ρί­ες που πλέ­κο­νται σαν σώ­μα­τα.




Η αλή­θεια των μυ­θευ­μά­των

Τη βλέ­πω στον κα­θρέ­φτη
να φτιά­χνει τα μαλ­λιά
όπως κά­ποιος στην ου­ρά επι­βί­βα­σης
που ψά­χνει ένα πε­πρω­μέ­νο.
Δεν ξέ­ρω τι χαρ­τί κρύ­βει η υπο­μο­νή της
ού­τε αυ­τό που χω­ρεί στη σιω­πή μου.
Με επι­θε­ω­ρούν τα μα­νε­κέν βι­τρί­νας
με τη σκιά μα­τιών
και τις φί­νες πε­ρού­κες
στο ρή­μα ψά­χνω και στο λό­γο της τέ­χνης.
Μαλ­λιά στον ζω­η­φό­ρο άνε­μο,
λύ­πες ξαν­θιές, κοκ­κι­νό­τρι­χες, μαύ­ρες,
τα­ξι­νο­μη­μέ­νες από τη χη­μειο­θε­ρα­πεία.
Εσύ εί­σαι, της λέω, και μου χα­μο­γε­λά.
Κα­νείς απ’ τους δυο, κα­νέ­νας, πο­τέ
δεν εί­χα­με νιώ­σει έτσι
ότι υπάρ­χει η αλή­θεια στα μυ­θεύ­μα­τα.
Πο­τέ άλ­λο­τε οι μα­τιές δεν εί­χαν
τό­ση αγά­πη για ζωή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: