Χειρουργική της δια/γλωσσίας

Χειρουργική της δια/γλωσσίας


Εγώ που δεν εί­μαι εσύ, πέ­φτω στο rabbit-hole του λευ­κού λα­γού ενώ δεν εί­μαι η Αλί­κη και μα­θαί­νω τον τό­πο. Δεν με συ­γκι­νεί η τα­χύ­τη­τα, με συ­γκι­νεί ο χρό­νος. Δεν το πε­ρί­με­να, δεν ήξε­ρα πώς αλ­λά οι νέ­οι τό­ποι, ορα­τοί και μη, πά­ντα με μά­θαι­ναν νέ­ους τρό­πους. Εγώ, ίχνη στον πρώ­το ενι­κό. Ο πλη­θυ­ντι­κός εί­ναι θέ­α­μα. Μας αρ­πά­ζει από πί­σω σαν κά­το­πτρο γυρ­τό. Για­τί δεν φαί­νε­ται το μπρο­στά; Ποιός βλέ­πει; Υπάρ­χουν μάρ­τυ­ρες; Πώς και πού με­τα­φρά­ζε­ται η προ­φο­ρι­κή ιστο­ρία του εγώ. Την ακούς εσύ; «... έτσι οι θε­οί ξε­κι­νώ­ντας από την σφαί­ρα του κε­φα­λιού έβα­λαν το πρό­σω­πο εμπρός και το προί­κι­σαν με όρ­γα­να ικα­νά να εκ­φρά­σουν κά­θε προσ­δο­κία της ψυ­χής και γε­νι­κά φρό­ντι­σαν ώστε η ηγε­τι­κή θέ­ση του φυι­κού στοι­χεί­ου να βρί­σκε­ται εμπρός...» (Τί­μαιος, 229).

Εμπρός εγώ: εμπρός εσύ.

Εγώ μι­λώ ελ­λη­νι­κά, εσύ αγ­γλι­κά. Γί­να­με εμείς, μέ­σα σε ένα language lab. Σαν ερω­μέ­νες η μία της άλ­λης. Η σχέ­ση ήταν απο­κλει­στι­κή και άκρως εν­δια­φέ­ρου­σα, όπως ο έρω­τας. Στό­χος της δι­δα­σκα­λί­ας η προ­φο­ρά του aaa. To στό­μα ανοι­χτό και το όρ­γα­νο της γλώσ­σας να συ­μπε­ρι­φερ­θεί βοη­θη­τι­κά. Το πρώ­το γράμ­μα, η αρ­χή, κα­νό­νι­ζε όλα τα άλ­λα γράμ­μα­τα. Η Αμε­ρι­κή εί­χε φέ­ρει εμπρός μου το άγαλ­μα της ελευ­θε­ρί­ας. Και η προσ­δο­κία και η υπό­σχε­ση με­γά­λες. Κά­θε φο­ρά που πή­γαι­να ανέ­πνεα αλ­λιώς και αυ­τή η γνώ­ση έδι­νε άλ­λο μέ­γε­θος στη προ­φο­ρά. Και η δα­σκά­λα μου τα­ξί­δευε συ­χνά στην Αμε­ρι­κή (Σό­φη Με­ριά, Ξε­ρι­ζώ­μα­τα, εκ­δό­σεις Εστία). Δεν το ήξε­ρα τό­τε, ήξε­ρα πώς ήταν απο­λύ­τως αφο­σιω­μέ­νη να με­τα­τρέ­πει το α σε a. Η Ελ­λά­δα βρι­σκό­ταν σε δι­κτα­το­ρία και το Pierce College ήταν σε δά­σος και μια ανη­φο­ρι­κή ρά­μπα από την εί­σο­δο στις τά­ξεις σε έκα­νε να νοιώ­θεις πως ανε­βαί­νεις. Κά­θε μέ­ρα ανέ­βαι­νες. Οι ώρες πολ­λές και με­τρή­σι­μες. Ένα βι­βλίο των Ωρών, όπου η προ­σευ­χή, στην ορ­θή ώρα, λάμ­βα­νε χώ­ρο εσω­τε­ρι­κό ανά­με­σα στον ενι­κό και τον πλη­θυ­ντι­κό. Οι θε­οί πα­ρα­μέ­ρι­ζαν αφού οι ισορ­ρο­πί­ες εί­χαν φρο­ντι­στεί. Το language lab επέ­βαλ­λε και τρό­πους και τό­πους και το εγώ αφη­νό­ταν στο εσύ όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ίσως η ρά­μπα του σχο­λεί­ου να με­τα­φέρ­θη­κε εντός μου. Άλ­λο­τε το εγώ, άλ­λο­τε το εσύ.

Όταν κα­τα­κτή­θη­κε το aaa ήρ­θαν τα τρα­γού­δια μα­ζί με τη γραμ­μια­τι­κή. «Where have all the flowers gone, long time passing, where have all the soldiers gone, long time away». Ο πό­λε­μος στο Vietnam μαι­νό­ταν ακό­μα και ο αντι/πο­λε­μι­κός αγώ­νας επι­λε­γό­ταν από τις δα­σκά­λες μας στο Pierce College. Πό­λε­μος κα­κός, άνι­σος πό­λε­μος γέ­μι­ζε τη γλώσ­σα με θέ­α­τρο ανά­με­σα στη προ­φο­ρά και τη κα­τα­νό­η­ση. Τα αμε­ρι­κα­νι­κά μαί­νο­νταν, τα μά­θαι­να από τη καρ­διά στο νού. Ζω­τι­κά όρ­γα­να, για­τί έγι­ναν και τα δύο όρ­γα­να. Δεν υπήρ­χε τρό­πος δια­φυ­γής. Η γραμ­μα­τι­κή έγι­νε αντί­στα­ση και δί­χως θό­ρυ­βο, κα­νέ­να θό­ρυ­βο, με­γά­λω­σε η από­στα­ση ανά­με­σα στις Τρω­ά­δες και τη Joan Baez.

Εγώ γι­νό­ταν us, us δεν γι­νό­ταν ε-γ-ώ. Τhe American Constitution: … we for the people, by the people, κα­τα­λάμ­βα­νε και τα βι­βλία και τις βι­βλιο­θή­κες. Κά­θε τα­ξί­δι στην Αμε­ρι­κή, σε δι­κούς μου στη Washington DC έκλε­βε τη γλώσ­σα μου. Λη­στεί­ες δί­χως αί­μα, άη­χες. Δρά­στης εσύ, κλο­πι­μαία εγώ. Ή έτσι κα­τα­λά­βαι­να. Το Αμε­ρι­κά­νι­κο σπί­τι ήταν με­γά­λο και με δέν­δρα, όπως το Pierce College. Έκα­νε ότι υπήρ­χε στην επι­στρο­φή, να φαί­νε­ται μι­κρό­τε­ρο. Το ρ κυ­λού­σε και γι­νό­ταν rrr.

Στο Pierce College ήμα­σταν γέ­νος θη­λυ­κό. Πι­στεύ­α­με, πράτ­τα­με ενώ τα ίδια τα όνει­ρα βά­δι­ζαν ανά­με­σα μας σαν ισό­τι­μοι Χρι­στοί. Γί­νε­ται, δεν γί­νε­ται. Και όμως έγι­νε. Ο πα­ρα­τα­τι­κός έδι­νε όλο του τον χώ­ρο στον ενε­στώ­τα. Ο ενε­στώ­τας δεν υπήρ­ξε πο­τέ απο­λο­γη­τι­κός, προ­ε­κτεί­νο­νταν: εμπει­ρί­ες, ζω­ές, επι­λο­γές. Οι Χρι­στοί γί­νο­νταν ορά­μα­τα. Δό­κι­μο λά­βα­ρο και μα­ζί: ελευ­θε­ρία. Τη νοιώ­θα­με, τη μι­λού­σα­με. Έξω η δι­κτα­το­ρία, μέ­σα η ελευ­θε­ρία. Άλ­λα­ζαν τα ελ­λη­νι­κά, μέ­σα και έξω, μέ­σα και έξω. Μό­νο η τρα­γω­δία σώ­θη­κε. Εί­χα μια λα­τρεία στα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά που την ανέ­λα­βε το θέ­α­τρο ώστε η αλή­θεια να δια­σχί­ζει τη σκη­νο­θε­σία.

Εσύ εί­σαι στην Αμε­ρι­κή. Η γλώσ­σα σου πε­τά­ει. Πολ­λές φο­ρές τό­σο ψη­λά που πε­ρι­φέ­ρε­ται γύ­ρω μου σαν αη­δό­νι προ­σω­πι­κό. Εί­μαι το κλα­δί της, εί­σαι ο ήχος μου, εί­μα­στε us. Το κε­λά­η­δη­μα γί­νο­νται κε­λά­ρυ­σμα. Η γλώσ­σα μας ελα­φριά, πε­ρή­φα­νη, γυ­ναι­κεία, πο­λέ­μα­χη, ευ­τυ­χι­σμέ­νη. Ποια γλώσ­σα; Our language. Τα ελ­λη­νι­κά έγι­ναν φα­ντά­σμα­τα σε μια υπό­κλι­ση πρε­μιέ­ρας. Ακό­μα και στο πρώ­το μου πτυ­χίο, πά­λε­ψα για τη δι­πλω­μα­τι­κή μου να εί­ναι γραμ­μέ­νη θε­α­τρι­κά. Το Wellesley College δε συγ­χω­ρεί ερα­σι­τε­χνι­σμούς. Η απαί­τη­ση ήταν brilliance. Δό­θη­κε και έγι­νε απο­δε­χτή. Η δο­μή του θε­ά­τρου ως σκέ­ψη, άνοι­γε νέ­ους τρό­πους αντί­λη­ψης. Οι γυ­ναι­κεί­ες σπου­δές κέρ­δι­ζαν δο­μές και χρειά­ζο­νταν υλι­κές με­θό­δους επι­βρά­βευ­σης νε­ω­τε­ρι­κών προ­σεγ­γί­σε­ων. Προ­σέ­χω πώς οι ΛΕ­ΞΕΙΣ ΤΟΥΣ με­τα­τρέ­πο­νται σε δι­κές μου έν­νοιες. Φε­μι­νι­στι­κές, λε­σβια­κές, intimate notions. Γί­νο­μαι μάρ­τυ­ρας της ίδιας της γλώσ­σας μέ­σα και έξω από το στό­μα μου. Καρ­διά, νους, γλώσ­σα. Τα όρ­γα­να πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται κα­θώς η γραμ­μα­τι­κή απο­κτά δια­στά­σεις θε­α­τρι­κές.

Actor is letters acting out themselves. Στη δια­γλωσ­σι­κή ύπαρ­ξη σκη­νο­θε­τείς τίς ίδιες τις λέ­ξεις ενώ σε γρά­φουν. Ο βί­ος της γρα­φής γί­νε­ται και αυ­τός δια/βί­ος. You are soaring. Εγώ με­τα­μορ­φώ­νο­μαι. You have no patience to distribute. Εγώ απο­φα­σί­ζω πως όλα τα θε­α­τρι­κά έρ­γα που γρά­φω θα έχουν προ­έ­λευ­ση τον γε­νέ­θλιο τό­πο. Γί­νο­μαι εξε­ρευ­νη­τής μιας εκ­στρα­τεί­ας που ενώ συμ­βαί­νει, εί­ναι φα­ντα­σιω­τι­κή. Τα φα­ντά­σμα­τα της γλώσ­σας γί­νο­νται φυ­λές που ανα­κα­λύ­πτω για πρώ­τη φο­ρά. Δεν υπάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα να έφτα­σα στο νη­σί του Prospero. Η προ­σή­λω­σή μου εί­ναι γυ­ναι­κεία και ο γε­νέ­θλιος τό­πος βρί­σκε­ται κά­τω από τη θυ­ελ­λώ­δη σύρ­ρα­ξη του φύ­λου. Οι ενο­ρα­τι­κές δυ­νά­μεις follow their own lead. Εί­πα­με εί­μαι μάρ­τυ­ρας. Το νό­η­μα πα­ρά­γε­ται μα­χη­τι­κά. Όλες, μα όλες οι ιστο­ρί­ες εί­ναι ελ­λη­νι­κές. Η αφή­γη­ση χω­ρίς να ρω­τή­σει ουρ­λιά­ζει, ψι­θυ­ρί­ζει, ορ­θο­φω­νεί. Χει­ρα­φε­τεί­ται και επι­βάλ­λει τις ιστο­ρί­ες της. Ένα αλ­λό­κο­το language lab. Προ­φέ­ρε­ται το ανεί­πω­το. You are fascinated and level-headed. Πώς προ­φέ­ρε­ται το ανεί­πω­το; You actually need the unspeakable? Μα δεν υπάρ­χει τί­πο­τα δί­χως αυ­τό.

Η γυ­ναι­κεία γρα­φή δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα να υπάρ­ξει και το άναρ­θρο και ό,τι αρ­θρώ­νε­ται. Δί­νει άδειες και δι­καιώ­μα­τα να ζού­με. Υπάρ­χου­με στα σύ­νο­ρα. Εγώ του εσύ, εσύ του εγώ. Ο ενι­κός και ο πλη­θυ­ντι­κός γί­νο­νται συ­νο­ρια­κές εγκα­τα­στά­σεις, όχι φρά­κτες. Οι δύο γλώσ­σες, ελ­λη­νι­κά και αγ­γλι­κά, αντι­λαμ­βά­νο­νται και τα ναρ­κο­πέ­δια και κυ­ρί­ως τις προ­ε­λεύ­σεις τους. Η κα­τα­γω­γή προ­σκα­λεί και ανα­λαμ­βά­νει πολ­λα­πλές αμ­φι­ση­μί­ες. Τα ναρ­κο­πέ­δια δεν περ­πα­τώ­νται χω­ρίς απώ­λειες και αι­μα­τη­ρές ει­κό­νες και δεν κα­ταρ­γού­νται. Εκτός αν η εκ­στρα­τεία για ανα­κά­λυ­ψη επι­κε­ντρω­θεί στην εξά­λει­ψη των ναρ­κο­πε­δί­ων. Eί­ναι μη ορα­τά, σχε­δόν με­τα­ξέ­νια. Και η γλώσ­σα πώς θα τα απο­δε­χθεί όλα αυ­τά; Μπο­ρεί να δώ­σει τον εαυ­τό της για την εξά­λει­ψη. Ίσως τε­λι­κά η γυ­ναι­κεία γρα­φή να εί­ναι η εξά­λει­ψη των ναρ­κο­πε­δί­ων. Η δια­δι­κα­σία ολό­κλη­ρη εί­ναι απο­δε­κτή όταν ο τρό­πος της σκέ­ψης εί­ναι θε­α­τρι­κός και απο­λύ­τως έμ­φυ­λος. Μοιά­ζει αυ­τή η λέ­ξη με εμ/φυλ[ι]ο. Θα υπάρ­ξει πο­τέ ει­ρή­νη;

« Γλώσ­σα έκτη:

Astrame: φεύ­γουν οι πό­λεις; Μπο­ρεί και να φεύ­γουν και να ξα­νάρ­χο­νται. Τά­μα, να κά­νου­με ένα τά­μα να μη φύ­γουν. Βρή­κα ένα. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι φρού­το, δεν εί­ναι. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι βου­νό, δεν εί­ναι. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι που­γκί να μας χω­ρά­ει. Να στο στεί­λω, να μου το στεί­λεις , να μας έχου­με. Μη φύ­γουν οι πό­λεις. Ού­τε η δι­κή μας, ού­τε αυ­τή εδώ που εί­μαι και δεν γεν­νή­θη­κα.» [C. Lambrinidis, Border Tongues, υπό έκ­δο­ση, εκ­δό­σεις Άπαρ­σις 2023.]

Πώς ζεις σε μια πό­λη που φεύ­γει; Πώς υπάρ­χεις σε μια γλώσ­σα που φεύ­γει; Catch me, δεν μπο­ρώ. Γρά­ψε με, σε γρά­φω. Με έν­νοιες στην άλ­λη γλώσ­σα και λέ­ξεις στη μη­τρι­κή, δη­λα­δή στη γλώσ­σα που γεν­νή­θη­κα. But you chose me, you were re-born in mine. Με­γα­λειώ­δεις επο­χές, μα­θαί­να­με δύ­να­μη. I am not afraid. Μί­λα, δεν άφη­σα κα­νέ­να να σε φο­βί­σει. Έχου­με λέ­ξεις; We do not. Τι γρά­φου­με λοι­πόν; We write in the words of language as we know it. Αυ­τές οι λέ­ξεις δεν εί­ναι δι­κές μας. I know. Πού εί­ναι οι λέ­ξεις μας; Within and outside the boundaries of meaning. Ξέ­ρεις πως εί­μα­στε προ­σφυ­γι­κής κα­τα­γω­γής, προ­σφυ­γι­κής γλώσ­σας. Ού­τε εδώ, ού­τε εκεί. Ι recognize the existence. Remember Gloria Anzaldua, La Fronteras. Θυ­μά­σαι που της μι­λή­σα­με να έρ­θει στο Hellenic Studies, New York University να μι­λή­σει στο Συ­μπό­σιο για τα Ρήγ­μα­τα στη Σιω­πή: Πώς Δι­δά­σκε­ται Η Τόλ­μη. She asked for a generous fee, she deserved. It wasn’t in the budget, we were told. Και δεν ήρ­θε. Χά­σα­με τη σύν­δε­ση συ­νό­ρων Με­ξι­κού/ΗΠΑ με τα σύ­νο­ρα Ελ­λά­δας/Τουρ­κί­ας. Her discourse stayed on though. That is the crucial matter.

Eί­ναι πι­θα­νόν να φθά­νω κά­θε φο­ρά από την αρ­χή στα αμε­ρι­κά­νι­κα αγ­γλι­κά που επέ­λε­ξα και με επέ­λε­ξαν. Μια ερ­μη­νεία α/θά­να­τη, πο­τέ δε­δο­μέ­νη, πο­τέ φθαρ­μέ­νη, αν/εξά­ντλη­τη. Πλά­κες του Μω­υ­σή που ού­τε ψή­θη­καν, ού­τε θα ψη­θούν πο­τέ. Commands, to compel us to submit, evacuate our vocabulary.



[Το κεί­με­νο βα­σί­στη­κε στην ομι­λία με τον ίδιο τί­τλο που πα­ρου­σιά­στη­κε στην ΔΕΘ το 2023]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: