Η υψηλή τέχνη της αιμορραγίας

Ο Πάνος Σαραφιανός (1919-1968)
Ο Πάνος Σαραφιανός (1919-1968)
Μια ανάγνωση της ζωγραφικής του Πάνου Σαραφιανού

____________


Ομο­λο­γώ ότι μέ­χρι πρό­σφα­τα δεν γνώ­ρι­ζα το έρ­γο του με­γά­λου αφη­ρη­μέ­νου εξ­πρε­σιο­νι­στή Πά­νου Σα­ρα­φια­νού (1919-1968). Δεν γνώ­ρι­ζα την εκρη­κτι­κή ζω­γρα­φι­κή πο­ρεία, ού­τε το τε­ρά­στιο δι­δα­κτι­κό του έρ­γο και την αφα­νή συμ­βο­λή του στην σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή τέ­χνη.
Η γνω­ρι­μία όμως με τη δου­λειά του και κυ­ρί­ως με το ύστε­ρο κομ­μά­τι της ήταν συ­ντα­ρα­κτι­κή. Για­τί ο σκο­τει­νός τρε­μά­με­νος πυ­ρή­νας της ζω­γρα­φι­κής του μοιά­ζει να μας μι­λά απε­γνω­σμέ­να για το οντο­λο­γι­κό δρά­μα του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που και για την ανα­ζή­τη­ση υπέρ­βα­σης στην σπα­ραγ­μέ­νη με­τα­πο­λε­μι­κή Ελ­λά­δα.
Το έρ­γο του Σα­ρα­φια­νού συ­ντάσ­σε­ται υπο­δειγ­μα­τι­κά με το αί­τη­μα του 20ου αιώ­να για απόρ­ρι­ψη μιας όρα­σης σφιγ­μέ­νης στον κορ­σέ του ρε­α­λι­σμού. Και λέω «υπο­δειγ­μα­τι­κά» για­τί δια­τρέ­χει με συ­νέ­πεια μια εξε­λι­κτι­κή σει­ρά στα­δί­ων για να φτά­σει στην πιο ακραιφ­νή ζω­γρα­φι­κή πρω­το­πο­ρία της επο­χής του. Όμως δεν ακο­λου­θεί απλώς το πνεύ­μα των και­ρών. Έχω την εντύ­πω­ση ότι ο Μο­ντερ­νι­σμός δεν ήταν γι αυ­τόν μια απλή επι­λο­γή. Ήταν μια επί­πο­νη και αγω­νι­στι­κή πο­ρεία προς την κα­τε­δά­φι­ση όλων των ψευ­δών βε­βαιο­τή­των της ανα­πα­ρά­στα­σης.
Στους καμ­βά­δες των ανει­κο­νι­κών έρ­γων του Σα­ρα­φια­νού ξε­δι­πλω­νό­ταν μια δρά­ση, ένα συμ­βάν. Κα­τά κά­ποιον τρό­πο ο καλ­λι­τέ­χνης από ένα ση­μείο και με­τά απο­τύ­πω­νε όχι τα ίδια τα πράγ­μα­τα αλ­λά τη σύ­γκρου­σή του με τα πράγ­μα­τα. Έφτα­σε στα­δια­κά να σα­μπο­τά­ρει ολο­κλη­ρω­τι­κά την ρη­το­ρι­κή της ει­κό­νας και τις επι­κοι­νω­νια­κές δυ­να­τό­τη­τες της ζω­γρα­φι­κής γλώσ­σας. Για να μεί­νει όσο πιο με­τέ­ω­ρος και γυ­μνός απέ­να­ντι στον ανεί­πω­το και αμε­του­σί­ω­το πυ­ρή­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Η έν­νοια της αφαί­ρε­σης εύ­λο­γα συ­νο­δεύ­ει κά­θε ανα­φο­ρά στο ύστε­ρο έρ­γο του. Όμως αυ­τή η λέ­ξη πε­ρι­γρά­φει κά­τι το ψυ­χρά επι­χει­ρη­σια­κό. Δεν με­τα­φέ­ρει αυ­τό που εξε­λίσ­σε­ται στη συ­νεί­δη­ση του καλ­λι­τέ­χνη. Θέ­λω να πι­στεύω ότι ένα τέ­τοιο έρ­γο ει­δι­κά στην πε­ρί­πτω­ση του Σα­ρα­φια­νού δεν πα­ρά­γε­ται από μια προ­γραμ­μα­τι­κή από­φα­ση ή από μια κλι­νι­κή κι απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη διά­θε­ση έρευ­νας.
Η χει­ρα­φέ­τη­ση από την εξου­σία του κοι­νού νου δεν εί­ναι κά­τι απλό. Η πυ­ρε­τώ­δης διά­λυ­ση κά­θε απει­κο­νι­στι­κού ερεί­σμα­τος της ζω­γρα­φι­κής δεν εί­ναι κά­τι ανώ­δυ­νο. Εί­ναι ένα άλ­μα στο κε­νό και γι αυ­τό δεν μπο­ρεί να μην ανά­βλυ­ζε από μια έντο­νη ψυ­χι­κή διερ­γα­σία. Για να καρ­πο­φο­ρή­σει μια τέ­τοια από­πει­ρα, πρέ­πει μέ­σα στον καλ­λι­τέ­χνη να κο­χλά­ζει μια ενέρ­γεια που δεν επι­δέ­χε­ται τα­κτο­ποί­η­ση, που δεν μπο­ρεί να βρει ει­ρή­νη στις αυ­τα­πά­τες του κον­φορ­μι­σμού. Ο ζω­γρά­φος που φτά­νει σε αυ­τό το στά­διο βιώ­νει μια εξο­ρία από κά­θε συμ­βα­τι­κό­τη­τα και από κά­θε βε­βαιό­τη­τα. Τον δια­περ­νά­ει η κα­τα­λυ­τι­κή αί­σθη­ση της απο­διάρ­θρω­σης. «Ο ποι­η­τής κα­τα­σκη­νώ­νει μέ­σα στα ερεί­πια», όπως γρά­φει ο Μά­ριος Μαρ­κί­δης.
Στην εξ­πρε­σιο­νι­στι­κής διά­θε­σης ζω­γρα­φι­κή ζη­τού­με­νο εί­ναι ο κλο­νι­σμός και όχι η ισορ­ρο­πία. Ο κό­σμος προ­σλαμ­βά­νε­ται μέ­σω της αί­σθη­σης της βλά­βης και όχι της αρ­μο­νί­ας. Με εντά­σεις και πα­ρα­μορ­φώ­σεις, με εξαρ­θρω­μέ­νες και δια­βρω­μέ­νες μορ­φές απο­τυ­πώ­νε­ται το άλ­γος του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που. Αρ­θρώ­νε­ται ζω­γρα­φι­κά η δυ­σφο­ρία του υπο­κει­μέ­νου μέ­σα στη δε­δο­μέ­νη κοι­νω­νι­κή συν­θή­κη. Στον Σα­ρα­φια­νό, η από­δο­ση αυ­τής της σο­βού­σας δια­τα­ρα­χής έχει πά­ντα κά­τι το σω­μα­τι­κό. Το αι­σθα­ντι­κό και πά­σχον και εξε­γερ­μέ­νο σώ­μα λει­τουρ­γεί σαν μια αλ­λη­γο­ρία της πε­ρι­πέ­τειας των πά­ντα ακτι­νο­βό­λων και πά­ντα προ­δο­μέ­νων κοι­νω­νι­κών ορα­μά­των. Γι' αυ­τό μέ­σα στη πα­ρα­φο­ρά των δια­τυ­πώ­σε­ών της η εξ­πρε­σιο­νι­στι­κή εξα­κρί­βω­ση της βλά­βης συ­ντε­λεί­ται στον Σα­ρα­φια­νό με έναν τρό­πο βα­θιά ευ­λα­βι­κό.
Ο ποι­η­τής Βύ­ρων Λε­ο­ντά­ρης μας κα­λού­σε σε ένα ποί­η­μα του: “Να σπά­σου­με το δί­χτυ του αί­μα­τός μας / ν’ απε­λευ­θε­ρω­θεί το άχρα­ντο αγρί­μι / να βγού­με πια από τον λυ­ρι­σμό μας”. Ο Σα­ρα­φια­νός λοι­πόν κά­νει ακρι­βώς αυ­τό. Σπά­ει το δί­χτυ του αί­μα­τος και κα­τα­γρά­φει το ξε­χεί­λι­σμά του. Τα πράγ­μα­τα του αι­σθη­τού κό­σμου συ­ντο­νί­ζο­νται με αυ­τήν τη ρή­ξη. Με­τα­μορ­φώ­νο­νται έτσι σε παλ­λό­με­να σπλά­χνα, σε ρο­ές και εκ­χύ­σεις. Η ζω­γρα­φι­κή του στα­δια­κά γί­νε­ται πλέ­ον η κα­τα­στρο­φή της ζω­γρα­φι­κής, η αι­μορ­ρα­γία της.
Η έν­νοια της αι­μορ­ρα­γί­ας μοιά­ζει η μό­νη κα­τάλ­λη­λη να απο­δώ­σει όσα συμ­βαί­νουν στα μαύ­ρα έρ­γα του Σα­ρα­φια­νού. Ένα εί­δος αι­μορ­ρα­γι­κής δρά­σης εμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνά στα όρια των σχη­μά­των θρυμ­μα­τί­ζο­ντάς τα σε μι­κρό­τε­ρα ξέ­φτια εκρο­ών και κη­λί­δων. Άλ­λο­τε, η αι­μορ­ρα­γία δεν εί­ναι ορα­τή αλ­λά εί­ναι πα­ρού­σα στην βιαιό­τη­τα των τραυ­μά­των των εκ­δο­ρών και των δια­με­λι­σμών που υφί­στα­νται οι μορ­φές.
Σε πολ­λά όμως έρ­γα, η αι­μορ­ρα­γία εί­ναι το πρω­τα­γω­νι­στι­κό γε­γο­νός με την κυ­ριο­λε­κτι­κή ροή του χρώ­μα­τος να ορ­γώ­νει ανε­ξέ­λεγ­κτα την ζω­γρα­φι­κή επι­φά­νεια. Το μαύ­ρο αί­μα δεν κά­νει μια λί­μνη αλ­λά δια­τρέ­χει με πλέγ­μα­τα γραμ­μών το πε­δίο, συ­χνά σε πολ­λές κα­τευ­θύν­σεις. Σε μια ασυ­γκρά­τη­τη εκτί­να­ξη λες και πε­τά­γε­ται από μια ανοιγ­μέ­νη κα­ρω­τί­δα.



Η υψηλή τέχνη της αιμορραγίας



Αί­μα σπα­τα­λη­μέ­νο, πέν­θι­μο αλ­λά και ζω­ο­ποιό. Αί­μα που με­τα­βο­λί­ζε­ται σε μια πα­ρά­φο­ρη βλά­στη­ση. Θυ­μά­μαι μια φρά­ση του Gaston Bachelard. «Μέ­σα στη νύ­χτα της ύλης, αν­θί­ζουν μαύ­ρα λου­λού­δια.» Πράγ­μα­τι, η αι­μορ­ρα­γία του Σα­ρα­φια­νού έχει κά­τι από αν­θο­φο­ρία.
Πα­ράλ­λη­λα, η αφαί­ρε­ση των έρ­γων του βρί­σκε­ται σε έναν διαρ­κή κλε­φτο­πό­λε­μο με την αν­θρώ­πι­νη μορ­φή. Συ­χνά, οι ρευ­στές πι­νε­λιές του συ­γκρο­τούν ορια­κά υπο­τυ­πώ­δεις το­τε­μι­κές ή σταυ­ρι­κές φι­γού­ρες. Μέ­σα στο ανει­κο­νι­κό παν­δαι­μό­νιο, ένα νό­η­μα πα­λεύ­ει αστα­μά­τη­τα να ανα­δυ­θεί. Ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο νό­η­μα: η ανύ­ψω­ση του πε­σμέ­νου και σπα­ραγ­μέ­νου αν­θρώ­που. Και ανα­πό­σπα­στα μα­ζί του: ο καη­μός της ελευ­θε­ρί­ας.
Υπό το φως αυ­τού του νο­ή­μα­τος, η αι­μορ­ρα­γία των σχη­μά­των του Σα­ρα­φια­νού απο­κτά έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα. Δεν εί­ναι ένα ακα­θό­ρι­στο τε­χνο­τρο­πι­κό εύ­ρη­μα αλ­λά μια δια­δι­κα­σία φα­νέ­ρω­σης της αρ­χέ­τυ­πης γυ­μνό­τη­τας της ζω­ής. Εί­ναι μια κα­τα­βύ­θι­ση στην ιε­ρή ατα­ξία της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης.
Έγρα­φε με την τρα­γι­κή ευ­θυ­βο­λία του ο Κα­ρυω­τά­κης: «Εί­μα­στε κά­τι διά­χυ­τες αι­σθή­σεις, / χω­ρίς ελ­πί­δα να συ­γκε­ντρω­θού­με. / Στα νεύ­ρα μας μπερ­δεύ­ε­ται όλη η φύ­σις». Και πιο πριν στο ίδιο ποί­η­μα: «εί­μα­στε κά­τι απί­στευ­τες αντέ­νες/… μα γρή­γο­ρα θα πέ­σου­με σπα­σμέ­νες». Αυ­τήν την χω­ρίς τέ­λος πα­ρα­ζά­λη του αν­θρώ­που μνη­μειώ­νει ο Σα­ρα­φια­νός. Με τις πρω­τεϊ­κές κι εξαρ­θρω­μέ­νες μορ­φές του που αρ­νού­νται κά­θε πα­γί­ω­ση. Με το κα­τα­γω­γι­κό σκο­τά­δι του μαύ­ρου που συ­στρέ­φε­ται κι εκτι­νά­ζε­ται προ­σπα­θώ­ντας να υπο­στα­σιο­ποι­ή­σει κά­τι απε­ρί­γρα­πτο και δια­φεύ­γον. Ίσως «το μα­κρό­συρ­το και άναυ­δο μυ­στή­ριο» που θα έλε­γε ο Νί­κος Κα­ρού­ζος.
Ο Σα­ρα­φια­νός, όπως ένας μά­γος που δια­βά­ζει τα σπλά­χνα, κομ­μα­τιά­ζει τις μορ­φές για να δια­βά­σει μέ­σα τους τις τε­ρα­τώ­δεις οντο­λο­γι­κές αλή­θειες της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης. Οι εκρη­κτι­κές πι­νε­λιές του γί­νο­νται ανα­θή­μα­τα προς το βα­θύ αξε­διά­λυ­το χά­ος. Προς ένα χά­ος που δεν επι­δέ­χε­ται σω­σί­βια και υπεκ­φυ­γές. Γι αυ­τό στην τρι­κυ­μία του κό­σμου απα­ντά με μια θυ­σια­στή­ρια αι­μορ­ρα­γία.
Σί­γου­ρα, ένα τέ­τοιο δη­μιουρ­γι­κό δό­σι­μο προ­ϋ­πο­θέ­τει ένα εί­δος βα­θιάς πνευ­μα­τι­κής εντι­μό­τη­τας, ανι­διο­τέ­λειας και γεν­ναιο­δω­ρί­ας. Ίσως σε αυ­τά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά οφεί­λε­ται και η τε­ρά­στια αγά­πη που ο Σα­ρα­φια­νός ει­σέ­πρα­ξε από τους μα­θη­τές του.
Κο­ντεύ­ο­ντας στο πρό­ω­ρο βιο­λο­γι­κό του τέ­λος ο καλ­λι­τέ­χνης μοιά­ζει να κά­νει άλ­μα­τα προς το έσχα­το όριο της ζω­γρα­φι­κής του πε­ρι­πέ­τειας. Προς την έσχα­τη έκ­φρα­ση της ερεί­πω­σης. Η επί­μο­νη πο­λιορ­κία μιας αλή­θειας φτά­νει από­το­μα σε μια εκε­χει­ρία. Ξαφ­νι­κά, πα­γώ­νει η έντα­ση και ο σφα­δα­σμός των σχη­μά­των. Το άπια­στο ψυ­χι­κό σκίρ­τη­μα που με χί­λιους τρό­πους έσκα­γε στις μαύ­ρες εκρή­ξεις των έρ­γων του δο­κι­μά­ζει μια τε­λι­κή και ίσως προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη από­πει­ρα να εκ­πέμ­ψει το βα­θύ­τα­το ρί­γος του.

Με τον πλή­ρη κα­τευ­να­σμό της ενέρ­γειας, με την σί­γα­ση της μορ­φο­πλα­στι­κής του δει­νό­τη­τας, ο ζω­γρά­φος προ­χω­ρά­ει στην ύστα­τη κο­ρύ­φω­ση. Ίσως στη μό­νη συ­νε­πή κο­ρύ­φω­ση. Στην από­λυ­τη εκ­φρα­στι­κή και υπαρ­κτι­κή ανε­στιό­τη­τα. Η λα­μπρή αι­μορ­ρα­γία του Σα­ρα­φια­νού στραγ­γί­ζει σε μια τε­λευ­ταία λε­πτή γραμ­μή. Περ­νά­ει στην αδια­τά­ρα­κτη ευ­θεία της σιω­πής.


Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ
Μά­ριος Μαρ­κί­δης, Κύ­ρια ονό­μα­τα (πα­λιές ση­μειώ­σεις), Έρα­σμος 1988
Βύ­ρων Λε­ο­ντά­ρης, Κρύ­πτη (1968), Ψυ­χο­στα­σία, Ποι­ή­μα­τα 1949-2006, Ύψι­λον 2017
Gaston Bachelard, Το Νε­ρό και τα Όνει­ρα, Χα­τζη­νι­κο­λή 1985
Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, Ελε­γεία και Σά­τι­ρες (1927), Ποι­ή­μα­τα και πε­ζά, Εστία 1993
Νί­κος Κα­ρού­ζος, Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα (1980), Τα ποι­ή­μα­τα, τ. Β’, Ίκα­ρος 1994


____________
Το κεί­με­νο προ­έρ­χε­ται από σύ­ντο­μη ομι­λία μου στο “Λό­φος art project”, έναν χώ­ρο αφιε­ρω­μέ­νο στον ζω­γρά­φο Πά­νο Σα­ρα­φια­νό και την κε­ρα­μί­στρια Μαί­ρη Χα­τζη­νι­κο­λή.
Οι ει­κό­νες προ­έρ­χο­νται από το https://​www.​pan​ossa​rafi​anos.​gr. όπου και άφθο­να στοι­χεία για τον καλ­λι­τέ­χνη και το έρ­γο του.