Δίδυμοι

Α. Η Περιπλάνηση
Δίδυμοι



1. Η Συ­νά­ντη­ση

Λί­γο πριν την ανα­το­λή του ηλί­ου, ένας πλά­νης γυρ­νά στο κέ­ντρο της Αθή­νας. Ακού­ει μια βοή από την άκρη του δρό­μου. Ελίσ­σε­ται ανά­με­σα στα μπε­το­νέ­νια κου­φά­ρια και φτά­νει στο ση­μείο που τον κα­λεί. Η πλα­τεία ανοί­γε­ται μπρο­στά του. Πε­ριερ­γά­ζε­ται την όψη του κτη­ρί­ου στο ύψος των μα­τιών του. «ΠΛΑ­ΤΕΙΑ ΟΜΟ­ΝΟΙΑΣ». Βρί­σκε­ται στον ομ­φα­λό της Αθή­νας. Απέ­να­ντί του, δύο κοι­μώ­με­νοι γί­γα­ντες. Δια­σχί­ζει τον δρό­μο για να τους θαυ­μά­σει από μα­κριά. Στέ­κε­ται απέ­να­ντι από δύο πα­ρο­πλι­σμέ­να κρουα­ζιε­ρό­πλοια που έχουν αρά­ξει στο λι­μά­νι και τον προ­σκα­λούν να τα εξε­ρευ­νή­σει. «Τα δί­δυ­μα δεν εί­ναι πο­τέ παι­διά, πο­τέ ενή­λι­κες». Εί­ναι για πά­ντα ορια­κά, γεν­νιού­νται μυ­η­μέ­να σε μία εν­διά­με­ση κα­τά­στα­ση «ισχυ­ρά αλ­λά εύ­θραυ­στα, μία επι­κίν­δυ­νη ευ­λο­γία».1 Δεν ανή­κουν που­θε­νά, αιω­ρού­νται αιώ­νια στο με­ταίχ­μιο με­τα­ξύ ύλης και κε­νού. Δια­σχί­ζει δι­στα­κτι­κά τον δρό­μο και κο­ντο­στέ­κε­ται έξω από τον «Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο». Οι Κα­ρυά­τι­δες τον κοι­τά­ζουν στα μά­τια, δί­δυ­μες κι αυ­τές. Κά­ποια παν­τζού­ρια εί­ναι κλει­στά, άλ­λα μι­σά­νοι­χτα και κά­ποια σπα­σμέ­να. Οι άν­θρω­ποι περ­πα­τούν στο πε­ζο­δρό­μιο άγνω­στοι με­τα­ξύ αγνώ­στων. Βλέμ­μα­τα δια­σταυ­ρώ­νο­νται και πά­λι χά­νο­νται. Νιώ­θει ξέ­νος. Χω­ρίς να το κα­τα­λά­βει πέ­ρα­σε σε μια αθέ­α­τη όχθη. Έχει πια ξη­με­ρώ­σει.
Η επι­γρα­φή «Μπά­γκειον» αστρά­φτει στο φως του ήλιου.


2. Το Κα­τώ­φλι

Στέ­κε­ται στο κα­τώ­φλι. Αρ­χί­ζει να ψι­χα­λί­ζει. Τον προ­στα­τεύ­ει το πε­ρί­τε­χνο στέ­γα­στρο. Βρί­σκε­ται στο με­ταίχ­μιο με­τα­ξύ φύ­σης και κα­τα­σκευ­ής, ιδιω­τι­κού και δη­μό­σιου χώ­ρου, χρή­σης και μη-χρή­σης, δια­τή­ρη­σης και ερει­πί­ω­σης, πα­ρου­σί­ας και απου­σί­ας. Κά­νει το βή­μα για να με­τα­βεί από το ση­μείο Α στο ση­μείο Β,2 να απο­χω­ρι­στεί την ταυ­τό­τη­τά του μέ­σα στα δί­δυ­μα κτή­ρια. Η ψυ­χή προ­σα­να­το­λί­ζε­ται μέ­σα στο ερεί­πιο. Βρί­σκε­ται στην κε­ντρι­κή σά­λα· εδώ θα ήταν η ρε­σε­ψιόν…


3. Η Σκά­λα

Ημί­φως. Ίσα που δια­κρί­νει τη σκά­λα στο βά­θος. Προ­σπα­θεί να θυ­μη­θεί τον τρό­πο με τον οποίο ο Cortázar εξη­γεί κά­που την τό­σο στοι­χειώ­δη και όμως μο­να­δι­κή δια­δι­κα­σία με την οποία ανε­βαί­νεις μια σκά­λα:

[…] Σκύ­βο­ντας και βά­ζο­ντας το αρι­στε­ρό χέ­ρι σ’ ένα απ’ τα κά­θε­τα μέ­ρη και το δε­ξί στο αντί­στοι­χο ορι­ζό­ντιο, έχε­τε για μια στιγ­μή, στην κα­το­χή σας, ένα σκα­λο­πά­τι ή αλ­λιώς σκα­λί. Κα­θέ­να απ’ αυ­τά τα σκα­λο­πά­τια, που σχη­μα­τί­ζε­ται, όπως εί­δα­με από δύο μέ­ρη, βρί­σκε­ται λί­γο πιο ψη­λά και πιο πί­σω από το προη­γού­με­νο, αρ­χή στην οποία βα­σί­ζε­ται η έν­νοια της σκά­λας, αφού οποιοσ­δή­πο­τε άλ­λος συν­δυα­σμός θα έδι­νε σχή­μα­τα ίσως πιο ωραία ή πιο γρα­φι­κά, αλ­λά ακα­τάλ­λη­λα για τη με­τα­φο­ρά από το ισό­γειο στον πρώ­το όρο­φο. […]3

Ακο­λου­θεί πι­στά τις οδη­γί­ες. Λί­γα λε­πτά με­τά τον βρί­σκει μια ακτί­να φω­τός που μπαί­νει από το σπα­σμέ­νο τζά­μι του δω­μα­τί­ου 101. Τα κα­τά­φε­ρε! Τα δω­μά­τια εί­ναι ορ­γα­νω­μέ­να γύ­ρω από την αί­θου­σα χο­ρού ― ένα κε­ντρι­κό αί­θριο στε­γα­σμέ­νο με υα­λο­στά­σιο, γύ­ρω από την κε­ντρι­κή σά­λα χω­ρο­θε­τού­νται τα δω­μά­τια. Η με­σο­τοι­χία δια­χω­ρί­ζει τους βοη­θη­τι­κούς χώ­ρους από τα όμο­ρα κτή­ρια. Ανε­βαί­νο­ντας κι άλ­λο ανα­κα­λύ­πτει τα 52 δω­μά­τια, τα λου­τρά, τους χώ­ρους υγιει­νής, το μα­γει­ρείο, τη σκά­λα υπη­ρε­σί­ας. Εί­χαν προ­βλε­φθεί όλες οι ανέ­σεις· κα­λο­ρι­φέρ, ζε­στό και κρύο τρε­χού­με­νο νε­ρό, ηλε­κτρι­κό ρεύ­μα, ασαν­σέρ, ακό­μη και μη­χα­νι­σμός για να ανοι­γο­κλεί­νουν τα παν­τζού­ρια. Ατό­φια ομορ­φιά. Πα­ρα­τη­ρεί τις μαρ­μά­ρι­νες σκά­λες με τα πε­ρί­τε­χνα κι­γκλι­δώ­μα­τα. Τα πα­τή­μα­τα έχουν φθα­ρεί από τη χρή­ση. Κά­τω από τον σο­βά που ξε­φτί­ζει κι απο­χω­ρί­ζε­ται το σώ­μα του κτη­ρί­ου ξε­προ­βάλ­λουν οι τοι­χο­γρα­φί­ες μιας άλ­λης επο­χής.


4. Ο Κα­θρέ­φτης

Ψί­θυ­ρος, ού­τε φω­νή ού­τε σι­γή· οι Ερ­μή­δες κι οι Σφίγ­γες κο­σμούν τους σκα­λι­στούς κα­θρέ­φτες. Αντι­κρί­ζει το εί­δω­λό του. «Αλ­λά ακό­μη και ο πιο γεν­ναί­ος ανά­με­σά μας φο­βά­ται τον ίδιο του τον εαυ­τό».4 Τα δύο ξε­νο­δο­χεία εί­ναι γε­μά­τα κα­θρέ­φτες. Ακο­λου­θεί το αό­ρα­το νή­μα που τους ενώ­νει. Πα­ρα­τη­ρεί τις λε­πτο­μέ­ρειες του κά­θε χώ­ρου μέ­σα από τον αντι­κα­το­πτρι­σμό τους. Πε­ριερ­γά­ζε­ται τον διά­κο­σμο του κα­θρέ­φτη. Τις πτυ­χώ­σεις, τις λα­ξεύ­σεις και τις προ­ε­ξο­χές. Χω­ρίς να το κα­τα­λά­βει, έχει ήδη φτά­σει στον επό­με­νο.


5. Η Κλει­δα­ρό­τρυ­πα

Οι πόρ­τες ορί­ζουν τους επι­μέ­ρους χώ­ρους. Στα­μα­τούν, οριο­θε­τούν και δια­χω­ρί­ζουν και όμως ενώ­νουν, κα­θώς επι­τρέ­πουν τη με­τά­βα­ση από τον έναν χώ­ρο στον άλ­λον. Πρέ­πει να ψά­ξει να βρει το κλει­δί ή μή­πως το κλει­δί βρί­σκε­ται ήδη πά­νω στην πόρ­τα; Αν δεν υπήρ­χε η πόρ­τα δεν θα υπήρ­χε και το κλει­δί.5 Οι ετε­ρο­το­πί­ες πά­ντο­τε αφο­ρούν ένα σύ­στη­μα προ­σβά­σι­μου και απρό­σβα­του χώ­ρου, το οποίο τις κα­θι­στά απρό­σι­τες ή προ­σπε­λά­σι­μες για τον επι­σκέ­πτη:6 Βρί­σκε­σαι εκεί επει­δή σε έχουν εξα­να­γκά­σει, ή επει­δή συμ­με­τέ­χεις σε μια ιε­ρο­τε­λε­στία κά­ποιου εί­δους που σου πα­ρέ­χει την πρό­σβα­ση; Συ­χνά η ει­δι­κή άδεια για να ει­σέλ­θεις εί­ναι συ­νάρ­τη­ση της επι­τυ­χούς τέ­λε­σης συ­γκε­κρι­μέ­νων κι­νή­σε­ων. Η κλει­δα­ριά, ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νη ή όχι; Σκύ­βει και κρυ­φο­κοι­τά­ζει από την κλει­δα­ρό­τρυ­πα. Η ει­κό­να παύ­ει να ‘ναι θο­λή.





Δίδυμοι
Β. Το Ημερολόγιο


1. Η Συ­νά­ντη­ση (ή η Γέν­νη­ση)

19 Φε­βρουα­ρί­ου 1894

Δεν εί­μαι μό­νος πια. Τα πρώ­τα δευ­τε­ρό­λε­πτα (ή μέ­ρες;) ένιω­σα φό­βο. Τι με τρό­μα­ζε; Ίσως με τύ­φλω­νε η αντα­νά­κλα­ση των τζα­μιών ή των με­ταλ­λι­κών κι­γκλι­δω­μά­των στα μπαλ­κό­νια του∙ μέ­χρι που τα συ­νή­θι­σα. Το σού­ρου­πο κα­τά­φε­ρα να κρυ­φο­κοι­τά­ξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο τη μορ­φή του. Μου μοιά­ζει τό­σο πο­λύ! Από τα με­γά­λα το­ξω­τά ανοίγ­μα­τα και την απο­μί­μη­ση της λα­ξευ­τής τοι­χο­δο­μής μέ­χρι τους κα­μπύ­λους εξώ­στες και τις Κα­ρυά­τι­δες αντι­κρι­στά στα γω­νια­κά δια­με­ρί­σμα­τα.
        Γρά­φει ο Μ. Αλέ­ξαν­δρος


2. Ο Κα­θρέ­φτης (ή η Ολο­κλή­ρω­ση της Γέν­νη­σης)

19 Φε­βρουα­ρί­ου 1920

Ξύ­πνη­σα με μια πε­ρί­ερ­γη αί­σθη­ση. Νιώ­θω ότι φτά­νω τον ου­ρα­νό. Κοι­τά­ζω προς το μέ­ρος του και σχε­δόν τον έχω φτά­σει. Λί­γο ακό­μη και θα τε­λειώ­σει αυ­τή η επί­πο­νη δια­δι­κα­σία. Με το αί­μα μου έβα­ψαν τις βα­θυ­κόκ­κι­νες επι­φά­νειες στον τε­λευ­ταίο όρο­φο. Στην αρ­χή τον ζή­λευα, αλ­λά πα­ρα­τη­ρώ­ντας μέ­σα του το εί­δω­λό μου τό­σα χρό­νια κα­τά­λα­βα πως έχει ένα κομ­μά­τι μου και εγώ ένα δι­κό του. Και έτσι τον αγά­πη­σα.
                Γρά­φει ο Μ. Αλέ­ξαν­δρος


3. Η Σκά­λα (ή ο Λα­βύ­ριν­θος)

5 Μα­ΐ­ου 1924

Διαρ­κώς ο κό­σμος ανε­βο­κα­τε­βαί­νει στο υπό­γειο.

«...κα­τη­φό­ρι­ζαν προς έναν πα­ρά­δει­σο ή κή­πο του οποί­ου οι με­ταλ­λι­κοί κα­θρέ­φτες κι οι μπερ­δε­μέ­νοι φρά­χτες από κυ­πα­ρίσ­σια προ­διέ­γρα­φαν ήδη τον λα­βύ­ριν­θο».7

Όπως και τα άλ­λα κα­φέ Σα­ντάν γύ­ρω από την Ομό­νοια, έτσι και το δι­κό μου εί­ναι χώ­ρος πο­λι­τι­κών ζυ­μώ­σε­ων, φι­λο­σο­φι­κών συ­ζη­τή­σε­ων και κοι­νω­νι­κών συ­να­να­στρο­φών.
Το κα­φε­νείο «Mπά­γκειον» έχει γί­νει λο­γο­τε­χνι­κό στέ­κι. «Το Χά­νι των Ποι­η­τών»… Όλη η γε­νιά του ’30 έχει πε­ρά­σει από εδώ. Βάρ­να­λης, Άγρας, Τερ­ζά­κης, Ψα­θάς, Ρί­τσος… Κά­πο­τε εί­χα ακού­σει τον Κα­βά­φη να έρ­χε­ται προς εσέ­να:

«Πή­γα­με σ’ ένα κα­φε­νείο, στην γω­νιά της οδού Αθη­νάς, προς την πλα­τεία Ομο­νοί­ας, απέ­να­ντι από το σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό της Ομο­νοί­ας. Κά­τω απ’ το κα­φε­νείο εί­ναι το «Concert Alexandre le Grand», ένα εί­δος πορ­νεί­ου. Το επι­σκέ­φθη­κα. Εί­ν’ ένα μι­κρό δω­μά­τιο, μ’ άλ­λα μι­κρό­τε­ρα δω­μά­τια συ­νε­χό­με­να, όπου παί­ζου­νε χαρ­τιά. Δεί­χνει μέ­ρος πρό­στυ­χο.»8

Ένα διά­φα­νο πέ­πλο σκε­πά­ζει τη μορ­φή σου αλ­λά τη δια­κρί­νω ξε­κά­θα­ρα για­τί μου μοιά­ζει. Η εί­σο­δος βρί­σκε­ται επί της οδού Αθη­νάς. Η μία αί­θου­σα εί­ναι ντυ­μέ­νη με χρω­μα­τι­στά πλα­κά­κια και η άλ­λη στο­λι­σμέ­νη με κα­θρέ­φτες και φω­το­γρα­φί­ες. Με­τά τις 10 το βρά­δυ ακούω μου­σι­κή και τρα­γού­δια. Λί­γο πιο πέ­ρα δια­κρί­νω το κα­φε­νείο «ΝΕΟΝ». Κά­θο­μαι και χα­ζεύω πώς αλ­λά­ζει τη μορ­φή του από το πρωί μέ­χρι το βρά­δυ. Θα ‘λε­γε κα­νείς πως από τις κα­τα­σκευ­ές των αν­θρώ­πων τα κα­φε­νεία και τα ξε­νο­δο­χεία μοιά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο με χα­μαι­λέ­ο­ντα. Και κά­θε μέ­ρα πά­λι από την αρ­χή.
                Γρά­φει το Μπά­γκειον.


5. Η Κλει­δα­ρό­τρυ­πα (ή το Μυ­στι­κό)

12 Μαρ­τί­ου 1927

Πυ­ρε­τώ­δεις προ­ε­τοι­μα­σί­ες για τον αυ­ρια­νό χο­ρό. Έχουν στο­λί­σει τη σά­λα του χο­ρού, έτοι­μη εί­ναι να υπο­δε­χθεί τα βή­μα­τα του βαλς και του ουαν-στεπ. Η ορ­χή­στρα θα έρ­θει στις 17:00 και οι πρώ­τοι κα­λε­σμέ­νοι στις 18:00.
Οι επι­σκέ­πτες βρί­σκο­νται ακό­μη στα δω­μά­τιά τους κι έτσι κρυ­φο­κοι­τά­ζω την αί­θου­σα που ‘ναι άδεια και ήρε­μη. Πό­σες ανα­μνή­σεις ανα­κα­τε­μέ­νες με σε­νά­ρια του μυα­λού! Προ­μνη­σία, το λέ­νε... Κά­τι μου θυ­μί­ζει το μέ­ρος.
Βή­μα­τα. Ανοί­γει η πόρ­τα του δω­μα­τί­ου 206. Κά­ποιος ακρο­πα­τεί στον διά­δρο­μο. Κα­τε­βαί­νει στη σά­λα του χο­ρού και μέ­νει να την κοι­τά για ώρες. Περ­νώ­ντας το κα­τώ­φλι ενώ­νε­ται μ’ έναν πε­ρα­σμέ­νο κό­σμο. Τι μυ­στι­κά κρύ­βει ένας τέ­τοιος χώ­ρος; Στέ­κε­ται στην ερη­μιά να φα­ντα­στεί· βρα­διές, μου­σι­κές, πά­θη, όλα τα φθαρ­τά που στον χρό­νο ξε­θώ­ρια­σαν.
                Γρά­φει το Μπά­γκειον.


Δίδυμοι

5. To Kα­τώ­φλι (ή ο Ξέ­νος)


7 Ια­νουα­ρί­ου 1988

Φι­λο­ξε­νία. Φι­λώ, που ση­μαί­νει αγα­πώ, και ξέ­νος. Η δια­δι­κα­σία κα­τά την οποία ο ξέ­νος επι­σκέ­πτε­ται μια οι­κία ονο­μά­ζε­ται «ξε­νο­δο­χείν». Πά­ει και­ρός που κα­νείς δεν έχει μεί­νει μα­ζί μας εδώ. Πό­τε άκου­σα γέ­λια και γιορ­τι­νούς ρυθ­μούς στην αί­θου­σα του χο­ρού; Ο χρό­νος εί­ναι ο μό­νος που κυ­λά μα­ζί μας.
        Γρά­φει το Μπά­γκειον


Γ. Η Ένωση


4 Ιου­νί­ου 2023

Αγα­πη­μέ­νε μου,

Έχω πο­λύ και­ρό να σου γρά­ψω αλ­λά σε σκέ­φτο­μαι συ­χνά. Δεν πο­νώ πια. Η ενέρ­γεια της πό­λης κυ­λά­ει στις φλέ­βες μου. Έμα­θα ν’ απο­λαμ­βά­νω τη μο­να­ξιά. Ακούω τους πε­ρα­στι­κούς που βγαί­νουν τρέ­χο­ντας από τον ηλε­κτρι­κό για να κυ­νη­γή­σουν τη μέ­ρα. Όταν δύ­ει ο ήλιος η πό­λη αρ­χί­ζει να με­τα­μορ­φώ­νε­ται. Τα φώ­τα τρε­μο­παί­ζουν και οι δρό­μοι ζω­ντα­νεύ­ουν. Θα έλε­γες πως η πό­λη κά­νει μια πα­ρά­στα­ση μό­νο για εμάς. Τα χρώ­μα­τα και τα φώ­τα αντα­να­κλούν στα πα­ρά­θυ­ρά μας. Εί­ναι σαν να χο­ρεύ­ου­με κι εμείς μα­ζί τους.

Τα βή­μα­τα ακού­γο­νται όλο και πιο δυ­να­τά. Ο επι­σκέ­πτης κα­τε­βαί­νει την κυ­κλι­κή σκά­λα και στέ­κε­ται στο κα­τώ­φλι, ξα­νά. Από την άλ­λη πλευ­ρά όμως, όχι από εκεί­νην που ‘χε μπει. Κλεί­νει τα μά­τια και σχε­δόν ακού­ει τους δια­λό­γους από τα θέ­α­τρα, τις κου­βέ­ντες στο κα­φε­νείο, τους βια­στι­κούς επι­σκέ­πτες που με­τα­φέ­ρουν τις βα­λί­τσες τους και συ­νεν­νο­ού­νται με τον θυ­ρω­ρό για τα κλει­διά του δω­μα­τί­ου. Κά­νει ένα βή­μα και απο­χω­ρί­ζε­ται το ξε­νο­δο­χείο. Αυ­τή τη φο­ρά η επι­γρα­φή λέ­ει: «Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος».



ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

[1] Van Beek, Walter E. A. (2011). Forever Liminal: Twins Among the Kapiski/Higi of North Cameroon and Northeastern Nigeria,στο Peek, Ph. (επιμ.). Twins in African Cultures and the Diaspora: Double Troubleor Twice Blessed (σ. 163-182). Bloomington: Indiana University Press.
[2] Λιτς, Εντμουντ Ρ. (1993). Πο­λι­τι­σμός και Επι­κοι­νω­νία: η Λο­γι­κή της Δια­πλο­κής των Συμ­βό­λων. Εκδ. Κα­στα­νιώ­της.
[3] Κορ­τά­σαρ, Χ. (1996 [1962]). Ιστο­ρί­ες των Κρο­νό­πιο και των Φά­μα [Historias de Cronopios y de Famas]. (Μτ­φρ. Ελέ­νη Χα­ρα­τσή), Εκδ. Ύψι­λον. σ. 22-23
[4] Wilde, O. (2018 [1890]). Το πορ­τραί­το του Ντό­ριαν Γκρέυ [The Picture of Dorian Gray].(Μτ­φρ. Ευαγ­γε­λία Μπα­λού­τη. Εκδ. Κα­στα­νιώ­τη.
[5] Perec, G. (2000 [1974]). Χο­ρεί­ες Χώ­ρων [Espèces d'espaces]. Μτ­φρ. Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης. Εκδ. Ύψι­λον.
[6] M. Foucault, «Πε­ρί αλ­λο­τι­νών χώ­ρων – Ετε­ρο­το­πί­ες», Ομι­λί­ες και Γρα­πτά 1984, Πε­ρί αλ­λο­τι­νών χώ­ρων (διά­λε­ξη στη Λέ­σχη Αρ­χι­τε­κτο­νι­κών Με­λε­τών, 14 Μαρ­τί­ου 1967). Architecture, Mouvement, Continuité, τχ. 5o, Οκτ. 1984, 46-49, https://​bie​nnal​e1.​the​ssal​onik​ibie​nnal​e.​gr/​pdf/​MICHEL_​FOU​CAUL​T_​HET​EROT​OPIA​S_​GR.​pdf
[7] Borges, J. L. (1960). Parabola del palacio. Στο El hacedor. Μπου­έ­νος Άι­ρες, Emecé Editores.
[8] Κα­βά­φης, Κ. Π. (1998). Πρώ­το τα­ξί­δι στην Ελ­λά­δα. Ρο­ές, 1998.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: