Τέσσερα ποιήματα

Μετάφραση: Θεοδόσης Κοντάκης


____________

Ο Luciano Erba υπήρ­ξε ένας από τους ση­μα­ντι­κούς ποι­η­τές της με­τα­πο­λε­μι­κής Ιτα­λί­ας, αν και μέ­χρι σή­με­ρα πα­ρα­μέ­νει ου­σια­στι­κά άγνω­στος στο ελ­λη­νι­κό κοι­νό. Γεν­νή­θη­κε στο Μι­λά­νο το 1922 και πέ­θα­νε το 2010. Σπού­δα­σε γαλ­λι­κή φι­λο­λο­γία στο Πα­νε­πι­στή­μιο της γε­νέ­τει­ράς του. Για το ποι­η­τι­κό του έρ­γο έλα­βε ση­μα­ντι­κά βρα­βεία.
Η κρι­τι­κή εντάσ­σει συ­χνά τον Έρ­μπα στη «Λομ­βαρ­δι­κή γραμ­μή» (Linea Lombarda), η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει σπου­δαί­ους ποι­η­τές, όπως ήταν ο Βι­τό­ριο Σε­ρέ­νι, δά­σκα­λος του Έρ­μπα ― κυ­ριο­λε­κτι­κά και με­τα­φο­ρι­κά. Κοι­νό με­τα­ξύ των ποι­η­τών αυ­τών εί­ναι το βιω­μα­τι­κό στοι­χείο το οποίο, όμως, στην πε­ρί­πτω­ση του Έρ­μπα, απο­τε­λεί συ­νή­θως αφορ­μή για έκ­φρα­ση ενός συ­ναι­σθή­μα­τος, ή μιας κα­τά­στα­σης, με πα­ναν­θρώ­πι­νο χα­ρα­κτή­ρα. Πα­ράλ­λη­λα, αρ­κε­τά από τα ποι­ή­μα­τά του συν­θέ­τουν αλη­θι­νά μια άτυ­πη βιο­γρα­φία ―ή ψυ­χο­γρα­φία― του ίδιου του ποι­η­τή∙ αλ­λά και μια απο­τύ­πω­ση της εξέ­λι­ξης του ποι­η­τι­κού του βλέμ­μα­τος, από την πρώ­ι­μη στην ώρι­μη / ύστε­ρη φά­ση της δη­μιουρ­γί­ας του.
Ο Έρ­μπα θε­ω­ρεί­ται συ­νε­χι­στής της με­σο­πο­λε­μι­κής ιτα­λι­κής ερ­μη­τι­κής ποί­η­σης, ει­σά­γει όμως πα­ράλ­λη­λα μια νέα μορ­φή ρε­α­λι­σμού. Ένα από τα πιο αξιο­ση­μεί­ω­τα στοι­χεία του έρ­γου του Μι­λα­νέ­ζου ποι­η­τή εί­ναι η ανα­γω­γή από το κα­θη­με­ρι­νό, το «πε­ζό» κά­πο­τε, σε ένα ενα­γώ­νιο με­τα­φυ­σι­κό ερώ­τη­μα, με τρό­πο μά­λι­στα εντε­λώς φυ­σι­κό, σχε­δόν ανε­παί­σθη­το. Για τον Έρ­μπα, η ποί­η­ση οφεί­λει ακό­μη και στη μο­ντέρ­να επο­χή να δια­τη­ρεί κά­τι το ιε­ρό. Το ιε­ρό, όμως, έγκει­ται στην απο­τύ­πω­ση αν­θρώ­πων κα­θη­με­ρι­νών, αφα­νών, ενί­ο­τε πε­ρι­πλα­νώ­με­νων, πα­ρά­ξε­να ανή­συ­χων, τα πορ­τρέ­τα των οποί­ων ο ποι­η­τής δια­σώ­ζει εις τον αιώ­να…



Τέσσερα ποιήματα

Δί­χως από­κρι­ση [Senza risposta]

Ο Νο­έμ­βρης σ’ έφε­ρε. Πό­σους μή­νες
του χρό­νου θα διαρ­κέ­σει η γλυ­κό­πι­κρη
η σχέ­ση ανά­με­σα σε δυο μα­τιές, σε δυο φω­νές;
Αν εί­χα μια ιστο­ρία ολο­κλη­ρω­μέ­νη
θα ’λε­γα πως ο και­ρός τού­τος που μας μα­ρα­ζώ­νει
μας ανή­κει για πά­ντα. Όμως δεν εί­μαι 
πα­ρά ένας άν­θρω­πος ανά­με­σα σε χί­λιους κι εκα­τό χι­λιά­δες
όμως δεν εί­σαι
πα­ρά μια γυ­ναί­κα που την έφε­ρε ο Νο­έμ­βρης
που ένας μή­νας δω­ρί­ζει κι ένας άλ­λος αρ­πά­ζει.
Εί­σαι μια γυ­ναί­κα
που αιχ­μά­λω­το τώ­ρα κρα­τά ― έναν ανυ­πό­μο­νο ναυα­γό.
Πες μου λοι­πόν
βρά­χος εί­σαι
ή ήπει­ρος;


Φώ­τι­ση [Epifania]

Υπάρ­χει σε τού­τον τον γε­να­ριά­τι­κο ου­ρα­νό
τη δω­δέ­κα­τη νύ­χτα
μια απέ­ρα­ντη καρ­τε­ρία ―
δεν γεν­νιού­νται ερω­τή­μα­τα
δεν χρειά­ζε­ται να υψώ­σεις το βλέμ­μα στο ζε­νίθ
και δεν κά­νει κα­μιά δια­φο­ρά ν’ ακο­λου­θή­σεις
γραμ­μή τις κα­μι­νά­δες στις τα­ρά­τσες
ή κα­τά μή­κος των γρα­νι­τέ­νιων τοί­χων
να δεις ή να μη δεις
μαύ­ρες σκιές αν­θρω­πι­νές να περ­νούν ολη­με­ρίς.


Έμ­μο­νη ιδέα [Idea fissa]

antiquam exquirite matrem*

Θυ­μού­μαι ένα εγ­γλέ­ζι­κο βου­νό
που υψω­νό­τα­νε μες στη χλόη τη νο­τι­σμέ­νη
από βρο­χή θα­λασ­σι­νή, και τό­σα χέ­ρια
και πρό­σω­πα λεία κι ανοι­χτά
που τα ’βλε­πα να σκαρ­φα­λώ­νουν χα­μη­λό­τε­ρα από μέ­να∙
κι όμως, δί­χως να ’χω συ­γκρα­τή­σει αν σε κεί­νη την κορ­φή
ορ­θω­νό­ταν μια πέ­τρι­νη στή­λη
ή κά­ποιο λεί­ψα­νο από αρ­χαιό­τα­τη επο­χή,
μες στη μνή­μη μου ―μα μο­να­χά στη μνή­μη―
μου φαί­νε­ται πως ξε­κρί­νω πά­νω σε μια πέ­τρα
την έκ­φρα­ση ενός προ­σώ­που μει­λί­χιου και σιω­πη­ρού.
Ποιος θα μου βρει την πέ­τρα εκεί­νη;


* Αναζητήστε την αρχαία μητέρα (Βιργίλιος, Αινειάδα): πρόκειται για το χρησμό που έδωσε στον Αινεία ο Απόλλων.


Ίστρια [Istria]

Πέ­τρα την πέ­τρα
τοί­χοι τα­πει­νοί από πέ­τρα ξε­ρή δί­χως ασβέ­στη
υπο­μο­νή αιώ­νων
καρ­ποί στων φύλ­λων το χρώ­μα
λι­μνού­λες στο χρώ­μα της αγά­πης
με το λί­γο κεί­νο το νε­ρό που ’ναι αρ­κε­τό
για­τί ολό­γυ­ρα κει που βου­τά της Πα­να­γιάς τ’ αλο­γά­κι
ξα­νοί­γο­νται τε­λειό­τα­τοι κύ­κλοι∙
τις θερ­μές ώρες της μέ­ρας
κα­θι­στός μέ­νει ο κό­σμος,
τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να στην εξώ­πορ­τα,
μια γά­τα παί­ζει με το πο­ντί­κι
μες στη σκό­νη του δρό­μου της Αλ­μπό­να∙
μια γυ­ναί­κα κα­τε­βά­ζει στο πη­γά­δι τον κου­βά,
τον τρα­βά πά­νω ίσα­με τα μι­σά πε­ρί­που
κα­τό­πι τον βυ­θί­ζει πά­λι…
Δε φα­ντα­ζό­μουν πως μπο­ρούν να δια­βα­στού­νε
τα ση­μά­δια της νυ­στα­λέ­ας τού­της γης.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: