Το άρρωστο ζώο

Όλα, άλ­λω­στε, συ­γκλί­νουν σ’ εμάς / για­τί τα αφο­μοιώ­νου­με / για­τί μπο­ρού­με να τα με­τα­τρέ­που­με σε λέ­ξεις
για να διαρ­κούν στον χρό­νο  / στον χρό­νο που δεν εί­ναι πα­ρά / ένα με­γά­λο δά­σος με λέ­ξεις.
Κι εμείς εί­μα­στε οι κά­τοι­κοι αυ­τού του δά­σους.

[Mικέλ Μαρτί ι Πολ / Εμείς, τελικά]

Το άρρωστο ζώο

Κατερίνα Μαρδακιούπη, «Το άρρωστο ζώο», εκδ. Ενύπνιο 2023

Έργο εξωφύλλου: Ζακλίν Πολενάκη
Έργο εξωφύλλου: Ζακλίν Πολενάκη

Το βι­βλίο της Κα­τε­ρί­νας Μαρ­δα­κιού­πη, χω­ρί­ζε­ται σε δύο ενό­τη­τες.
Το πρώ­το μέ­ρος μάς συ­στή­νει το άρ­ρω­στο ζώο,
Ένα πε­ρή­φα­νο ζώο ίσως άλο­γο – φα­νε­ρά πλη­γω­μέ­νο και με­λαγ­χο­λι­κό
μας οδη­γεί, το ακο­λου­θού­με, το ακού­με
ξε­δι­πλώ­νο­ντας τις σε­λί­δες του βι­βλί­ου.

Μοιά­ζει να ξέ­ρει πο­λύ κα­λά πού πη­γαί­νει
σε αντί­θε­ση μ' εμάς που περ­πα­τά­με πλάι του
πι­στεύ­ο­ντας πως έτσι το προ­στα­τεύ­ου­με.

Φεύ­γου­με από την πό­λη
χα­ρά­ζει
όλα εί­ναι σε τό­νους μπλε φεγ­γα­ριού.
Φέ­ρου­με στην πλά­τη τις μνή­μες
τις ευ­θύ­νες που δεν μπο­ρού­με να ανα­λά­βου­με
τα νε­α­νι­κά όνει­ρα.

Κα­τευ­θυ­νό­μα­στε
προς τον Τό­πο του ήλιου
όπου τα σώ­μα­τα μπο­ρούν να επι­πλέ­ουν ακού­ρα­στα και το νε­ο­γέν­νη­το αστέ­ρι
κά­θε μέ­ρα ζει και πε­θαί­νει, απο­δε­σμευ­μέ­νο από το πέν­θος του πνιγ­μού.

Σί­γου­ρα με βάρ­κα
θα προ­σεγ­γί­σου­με αυ­τόν τον Τό­πο και εκεί
θα συ­να­ντή­σου­με
άλο­γα, ελά­φια, σκύ­λους
να μας κοι­τά­νε με τα υγρά θη­λα­στι­κά μά­τια τους

ενώ η Καρ­διά
από λέ­ξη, απο­κτά την ορ­γα­νι­κή μορ­φή της
πάλ­λε­ται μπλε στη ρά­χη του κει­μέ­νου
γί­νε­ται χτύ­πος και ο χτύ­πος ρυθ­μι­κή ανά­σα
του ζώ­ου
που απο­δει­κνύ­ε­ται σο­φό, σο­φό­τε­ρο των πε­ρι­στά­σε­ων
των συ­νο­δοι­πό­ρων
αν και νέο, νε­ο­γέν­νη­το.

Το ποί­η­μα σκορ­πά και εκα­το­ντά­δες λέ­ξεις χά­νο­νται με τον άνε­μο.

Περπατώντας με το άρρωστο ζώο

Δεν με ενοχλούν οι μέρες
που δεν περνούν
μονάχα ο τρόπος που βιώνεται
μέσα μου ο χρόνος

[…]

Όταν είμαι στον δρόμο
ονειρεύομαι πως πετώ
και ο χρόνος είναι
αλογάκι να διασχίζω τα σύννεφα



Φύλλα

[…]

Μια αγκαλιά ψάρια
χάθηκε στο νερό
Το φεγγάρι παρακολούθησε
την αργή πορεία προς τον βυθό
τη σιωπηλή
τελετή του θανάτου
Αυτός είναι – ίσως –
ο λόγος που το φως του
κοιμάται λυπημένο στα μάτια μας

~

Μετά από πολλές διαδρομές
έρχεται το τέλος
Το βαγόνι αδειάζει
η σελήνη ονειρεύεται
άλλους τόπους
τα σύννεφα φλέγονται
Ένα άλογο
κυριευμένο από ένα πανάρχαιο ξόρκι
φροντίζει τώρα τον κόσμο




Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος, το ζώο γί­νε­ται ο φρο­ντι­στής του κό­σμου ή ο αγ­γε­λια­φό­ρος
και κα­λεί­ται να χει­ρι­στεί την αν­θρώ­πι­νη αδυ­να­μία.
Απα­λά τα βή­μα­τα της συγ­γρα­φέ­ως, γα­τί­σια
πα­ρα­τη­ρούν κό­σμους
πό­τε υγρούς, πό­τε με ήλιο
σε γα­λά­ζια σιω­πή.

Πα­τά­ει σε ένα δι­κό της σύν­νε­φο
κυ­λά­ει και συλ­λέ­γει
στο πυ­κνό της νε­ρό
θραύ­σμα­τα που­λιά.

Θραύσματα

Τα χέρια μου
είναι γεμάτα πουλιά
Όταν τ’ ανοίγω
τα πουλιά πετούν στον ουρανό
Όταν τα κλείνω
γεμίζω με αίμα

Το άρρωστο ζώο σκέφτεται

[…]

Αυτό που δεν γνωρίζουμε
είναι ο λόγος
που τα άλμπατρος ακολουθούν τα πλοία
και γιατί
όταν χαράζει
ένα χέρι μάς χαϊδεύει
απαλά το πρόσωπο

Φτιά­χνω την ει­κό­να αυ­τού του Τό­που.
Ένα αυ­τό­νο­μο ορο­πέ­διο πλαι­σιω­μέ­νο με δά­σος
ένα πο­τά­μι/κλω­στή από νε­ρό ή όνει­ρο
το δια­σχί­ζει·

Ένας κλει­στός τό­πος
φω­τει­νός
πί­σω από κουρ­τί­νες και σύν­νε­φα.

Δια­κρί­νε­ται κα­θα­ρά η τρο­χιά του ήλιου
οι εναλ­λα­γές της σε­λή­νης
και στο εσω­τε­ρι­κό λι­βά­δι
τρέ­χουν άλο­γα
ελά­φια
κά­ποιες φο­ρές σκυ­λιά.

Τα φα­ντά­ζο­μαι υγιή
ασθε­νεί ό,τι έχει μεί­νει απ’ έξω
ό,τι πλη­σιά­ζει, την αν­θρώ­πι­νη ευ­θύ­νη.

Ένα ορο­πέ­διο σε το­μή
ξε­κολ­λά­ει και
ίπτα­ται
μπλέ­κει με τα σύν­νε­φα
κα­λεί σμή­νη που­λιών
και υπό­κω­φα ένας παλ­μός
μία καρ­διά
ορί­ζει την πο­ρεία
του μι­κρού γα­λά­ζιου βρά­χου
στην τρο­χιά κά­ποιου πα­ράλ­λη­λου κό­σμου
ή στην πλά­τη ενός αλό­γου.

Εί­ναι άνοι­ξη και όσοι βρί­σκο­νται εδώ
έχουν προ πολ­λού σω­θεί·

για­τί όλο αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται ζωή και
σε φα­ντά­ζο­μαι στο δι­κό σου υψό­με­τρο
να ανοί­γεις τα χέ­ρια και να γε­μί­ζεις τον ου­ρα­νό
που­λιά.

Εί­ναι βα­θύ μπλε το βι­βλίο
μας παίρ­νει σιω­πη­λά στην αγκα­λιά του
πα­ρέ­χει ασφά­λεια όσο με­τα­φέ­ρει και αλ­λά­ζει
ελα­φρώς το βλέμ­μα μας
για να μας αφή­σει εν τέ­λει
μό­νους και
ελεύ­θε­ρους.



Η γνώ­ση της πε­πε­ρα­σμέ­νης ύπαρ­ξης
λει­τουρ­γεί σαν άγκυ­ρα και από το «άρ­ρω­στο ζώο»
απο­μο­νώ­νει το άρ­ρω­στο
ενώ
όσα αγνο­ού­με και
ερ­μη­νεύ­ου­με πει­ρα­μα­τι­κά, σε έναν τό­πο μύ­θου
όταν χα­ρά­ζει γί­νο­νται απα­λό χά­δι στο πρό­σω­πο και δί­νουν έμ­φα­ση
στο ζώο, στη ζωή και όχι στις λέ­ξεις ή τις φο­βί­ες
που μό­νο βα­ραί­νουν.

Η θά­λασ­σα κα­τα­πί­νει
την έν­νοια όνει­ρο
που ίσως τε­λι­κά
να μοιά­ζει με σκύ­λο.

Ο Παν κοιμάται

[…]

Κάθε φορά που ξυπνώ
προσδιορίζω ξανά την έννοια όνειρο
Είναι κάτι που μοιάζει με σκύλο
όταν βρίσκει ξαφνικά ένα χέρι ανθρώπινο

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: