Μια σύγχρονη ραψωδία για το παν και το τίποτα

Μια  σύγχρονη  ραψωδία για το παν και το τίποτα

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, «Σε αβαρές φαλτσέτο. Μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα», Θράκα 2024

« Η Ρα­ψω­δία ρά­πτει με­τα­ξύ τους έξι ενό­τη­τες έρ­γων που ανα­φέ­ρο­νται στον χρό­νο: τη στιγ­μή, την αιω­νιό­τη­τα, την διάρ­κεια, τον και­ρό, την επο­χή, την αλ­λα­γή, την αύ­ξη­ση και την με­τα­μόρ­φω­ση, την ταυ­το­χρο­νία, το ρυθ­μό, τη διά­βα­ση, το διά­στη­μα, τη φθο­ρά και τον θά­να­το, το πα­ρόν, την μνή­μη, το άπει­ρο και το πε­πε­ρα­σμέ­νο. Μέ­σα από αυ­τές τις θε­μα­τι­κές η Ρα­ψω­δία δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται ως ποι­κι­λία μορ­φών επί­σης το ζή­τη­μα της θέ­σης του υπο­κει­μέ­νου της γρα­φής και της σχέ­σης του με τη φω­νή, το τρα­γού­δι, την ανά­γνω­ση.»
Φοί­βη Γιαν­νί­ση, Ρα­ψω­δία, εκδ. Gutenberg



Ό
λα αυ­τά τα πε­ριέ­χει η ποί­η­σή της Χρι­στο­δού­λου. Κα­τ’ εμέ η μου­σι­κό­τη­τα και το νό­η­μα των στί­χων της γρά­φουν μια πα­γκό­σμια ρα­ψω­δία:
Τα ποι­ή­μα­τα της Χρι­στο­δού­λου. Εί­ναι δια­μά­ντια πο­λύ­τι­μα. Χα­ρά­ζουν τις πιο ανε­λέ­η­τες ψυ­χές.
Συ­νή­θως μέ­σα από τα προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα, απευ­θυ­νό­μα­στε δρα­μα­τι­κά στον Κό­σμο. Άρι­στο το απο­τέ­λε­σμα. Αν­θρώ­πι­νο
Εκεί­νη μέ­σα από τα δει­νά του Κό­σμου απευ­θύ­νε­ται στα αγριό­χορ­τα του τά­φου της συ­νεί­δη­σης μας! Κά­τι που μο­σχο­βο­λά­ει πρό­ο­δο, εί­σο­δο στο νέο, κά­τι που αφή­νει χώ­ρο στην Τε­χνη­τή Νοη­μο­σύ­νη να ονει­ρεύ­ε­ται. Κά­τι ίσως σω­τή­ριο οδύ­ρε­ται στην άκρη του γκρε­μού!
Όσο και να δο­νού­νται οι τά­φοι, όσο και να τρα­ντά­ζο­νται οι νε­κροί από τα ποι­ή­μα­τα της σή­ψης, εμείς οι κου­φοί του Κό­σμου ξε­καρ­δι­ζό­μα­στε στα γέ­λια με το αί­μα να τρέ­χει απ’ τα σκι­σμέ­να χεί­λη μας. Ίσως εν­δό­μυ­χα γνω­ρί­ζου­με πως όλοι εκεί­νοι από ψη­λά, αδέ­κα­στα μας φρο­ντί­ζου­νε. Η πιο σο­βα­ρή τους επιεί­κεια να εί­μα­στε όμορ­φοι εμείς οι άν­θρω­ποι-πα­πα­γά­λοι; Τι φτέ­ρω­μα, τι χρώ­μα­τα θα­λασ­σι­νά, τι ηλιο­τρό­πια!. Και τι φω­νή! Σαν όνει­ρο που κρώ­ζει στο προ­σκε­φά­λι ετοι­μο­θά­να­του θέ­λο­ντας να τον ανα­στή­σει δια του θα­νά­του.

Το ση­μα­ντι­κό στα ποι­ή­μα­τα της Χρι­στο­δού­λου, δεν εί­ναι τό­σο τα νο­ή­μα­τα που κυ­ριεύ­ουν τον Κό­σμο και τον άν­θρω­πο, το οι­κου­με­νι­κό που μας απλώ­νει το χάρ­τη του μπρος στα μά­τια μας, όσο ο τρό­πος που τα δια­χει­ρί­ζε­ται. Έντο­νη ποι­η­τι­κό­τη­τα, θαυ­μά­σιες ει­κό­νες πί­σω από λέ­ξεις που δο­νού­νται ερω­τι­κά στο πρό­σω­πο του λό­γου. Οι άξαφ­νες ακρο­βα­σί­ες της έκ­φρα­σης που ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζουν τις σκέ­ψεις και τον χα­ρα­κτή­ρα των νοη­μά­των, σε ανα­ση­κώ­νουν ανά­λα­φρα από το βά­ρος των εν­νοιών τους.
Εί­ναι αυ­τή η ζά­λη που φέρ­νει ο απρό­σμε­νος στί­χος, το εύ­φλε­κτο που κου­βα­λά ανα­τι­νά­ζο­ντας τον ορί­ζο­ντα της σκέ­ψης σου πέ­ρα από τα όριά της. Εί­ναι το κύ­μα της μου­σι­κής των λέ­ξε­ων που σε σπρώ­χνει μια στο βυ­θό, μια στα ου­ρά­νια.

Νο­μί­ζω πως ο τί­τλος εί­ναι συ­νε­πής προς την σε­μνό­τη­τα και την λε­πτή ει­ρω­νεία που δια­κρί­νει την Χρι­στο­δού­λου. Ξέ­ρει πως αυ­τά που ομο­λο­γεί δεν εί­ναι τρα­γου­δά­κια, εί­ναι ο μέ­γας τρό­μος που μας κα­τέ­χει, και τον σκε­πά­ζου­με δή­θεν ανέ­με­λα σφυ­ρί­ζο­ντας. Στην ου­σία μειώ­νου­με το δρά­μα, τα ξε­φω­νη­τά και το πα­ρα­λή­ρη­μα του φό­βου. Και μια υπε­ρη­φά­νεια να μην υπο­κύ­ψου­με στην ήτ­τα, να μην κά­νου­με το σάλ­το μορ­τά­λε, αλ­λά να ημε­ρέ­ψου­με όσο μπο­ρού­με, όσο μας επι­τρέ­πει το χά­ος, σ’ αυ­τό τον Κό­σμο που εμείς οι βά­ναυ­σα Αθώ­οι κα­τα­κρε­ουρ­γού­με.
Και τε­λι­κά η κομ­ψό­τη­τα της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας, ο λα­μπυ­ρί­ζων μου­σι­κός δρό­μος, επι­τρέ­πει όχι μό­νο να τον αντέ­χου­με αλ­λά τον οδη­γεί σε μια άν­θι­ση μέ­σα από τα νε­κρά όνει­ρα και τις πο­δο­πα­τη­μέ­νες ελ­πί­δες.

Ένας: ― Βγαί­νο­ντας από τον τά­φο μιας ημέ­ρας
(τι διείσ­δυ­ση και από­δο­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και του κε­νού της)

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ


Πει­νού­σε ο λύ­κος κι όμως με συγ­χώ­ρη­σε,
Άφη­σε ανέγ­γι­χτο το χέ­ρι μου το ένα.
Έτσι ξε­κί­νη­σε ο χει­μώ­νας και προ­χώ­ρη­σε
Κι άφη­σα πί­σω μου τα τραύ­μα­τα γραμ­μέ­να.
Κι αν η γρα­φή στο νό­η­μα δεν φτά­νει
Εί­ναι που χύ­νω κά­θε τό­σο το με­λά­νι.
Κι όλο πε­τάω μου­τζού­ρες μες στα δά­ση,
Κί­τρι­να φύλ­λα θα τις έχου­νε σκε­πά­σει.
Με τα δυο δά­χτυ­λα στα μά­τια του χω­μέ­να
Γυ­ρί­ζει ο κό­σμος γύ­ρω απ’ την ου­ρά του.
Τα πα­τρι­κά τα σπί­τια γί­ναν ξέ­να,
Τρί­ζουν οι πόρ­τες σα χα­μό­γε­λο θα­νά­του.
Σπου­δές, πτυ­χία, παρ­τι­τού­ρες του ωδεί­ου,
Όλα γραμ­μέ­να με το βάμ­μα του ιω­δί­ου
Κι ο σκο­τω­μέ­νος το θεό του βλέ­πει
Χω­μέ­νος μέ­σα στου φο­νιά την τσέ­πη.
Μέ­νω λοι­πόν με την ορ­φά­νια πε­ντα­γράμ­μου
Όπου δεν γρά­φτη­κε η σω­τή­ρια η νό­τα.
Μό­νον ο βή­χας απ’ τ’ αλ­λό­κο­τα όνει­ρά μου
Κά­θε που μ’ έπνι­γε στο ξύ­πνη­μά μου πρώ­τα
Κι εγώ, με­τά από ‘κεί­νο, άντε πά­λι,
Να το ξα­να­ση­κώ­σω το κε­φά­λι
Ν’ αφή­σω πί­σω του κε­νού μου τα πει­στή­ρια
Κά­νο­ντας μια μου­τζού­ρα εξι­λα­στή­ρια.


Ο σαρ­κα­σμός, η αση­μα­ντό­τη­τα της ύπαρ­ξης ακό­μα και της ίδια της ποί­η­σης, αλ­λά κυ­ρί­ως η πε­ρή­φα­νη με­τριο­φρο­σύ­νη της ποι­ή­τριας την οδη­γεί στην ομο­λο­γία του ανέ­φι­κτου, που μουν­τζου­ρώ­νει κι αυ­τήν την ίδια την δη­μιουρ­γία. Φυ­σι­κά δεν θέ­λει να μας πεί­σει, ού­τε έχει τέ­τοιο σκο­πό, απλώς φω­το­γρα­φί­ζει τον ίσκιο του Θε­ού και του αν­θρώ­που. Όσο μπο­ρεί δια­κρι­τι­κά να κλεί­σει το στό­μα της κραυ­γής της. Το τρα­γι­κό, το οδυ­νη­ρό, το απο­τρό­παιο, ακού­γε­ται σαν μου­σι­κή, που ξαφ­νι­κά υψώ­νε­ται από τον ήχο των κρου­στών σαν δά­χτυ­λο μα­τω­μέ­νο και μας δεί­χνει.


Σπου­δές, πτυ­χία, παρ­τι­τού­ρες του ωδεί­ου,
Όλα γραμ­μέ­να με το βάμ­μα του ιω­δί­ου
Κι ο σκο­τω­μέ­νος το θεό του βλέ­πει
Χω­μέ­νος μέ­σα στου φο­νιά την τσέ­πη.


Τα τρα­γού­δια της δεν τα σφυ­ρί­ζει τα γκρε­μί­ζει από τον βρό­χο του λαι­μού.
Γε­νι­κά εμείς οι άν­θρω­ποι σι­γο­σφυ­ρί­ζου­με για ν’ απο­φύ­γου­με τον εφιάλ­τη του μέλ­λο­ντός μας.

Η ποί­η­σή της προ­χω­ρά­ει με προ­σε­χτι­κά και υπε­ρυ­ψω­μέ­να βή­μα­τα ανά­με­σα στη ζωή και τον θά­να­το, σε μια υπέ­ρο­χη σύ­γκρου­ση της ήτ­τας με την υπε­ρη­φά­νεια. Στο έλε­ος του μά­ταιου σκο­πού και της επώ­δυ­νης ομορ­φιάς του. Πά­νω απ’ τους τά­φους κρού­ει τα αγ­γε­λι­κά φτε­ρά των δαι­μό­νων μας.
Ποι­ή­μα­τα που σε τα­ρά­ζουν και σε ηρε­μούν ταυ­τό­χρο­να.
Ένας τό­πος κρυμ­μέ­νος στην κό­λα­ση και τον πα­ρά­δει­σο όπου ο άν­θρω­πος, το αιώ­νιο θύ­μα και θύ­της, βλέ­πει το ίχνος από την απα­τη­λή αρ­μο­νία των άστρων, ως την με­λαγ­χο­λι­κή κω­μω­δία της ύπαρ­ξης μας.


Τρί­ζουν οι πόρ­τες σα χα­μό­γε­λο θα­νά­του.
Κι έσκα­σε σα κρα­νίο από γυα­λί
Το πρώ­το φως της μέ­ρας

(βό­σκει ο ου­ρα­νός στην καρ­διά μου)

Όλοι παί­ζου­με χαρ­τιά με τους λύ­κους.
Έχου­με όλοι αί­μα στα χέ­ρια μας.

Τέ­λειω­σε η μέ­ρα μου. Θα πάω για ύπνο.
Όπως σκυ­λί που το σπα­ρά­ξα­νε σκυ­λιά
Και με­τά κά­ποιος το πε­τά­ει στο πο­τά­μι,
Θα ονει­ρευ­τώ το κό­κα­λο του βί­ου
Που το τρα­βο­λο­γούν και τό­σοι άλ­λοι

Μι­λάω μέ­σα από φυ­σα­λί­δα ατμού
Δεν μ’ άκου­σε πο­τέ κα­νέ­νας.
Ού­τε έκρι­να πως άξι­ζε ν’ ακού­σει άλ­λος
Το μου­γκρη­τό της γης στα κύτ­τα­ρά μου.


Η ευ­γέ­νεια του λό­γου της, κα­τα­στα­λά­ζει στην πι­κρή ελευ­θε­ρία της μα­τιάς της! Στο ερω­τι­κό πλά­νο της εφή­με­ρης ζω­ής.

Πο­τέ δεν έρι­ξα βλέμ­μα από­γνω­σης στο ρη­μαγ­μέ­νο χω­ριό, στα ελά­χι­στα ερει­πω­μέ­να σπί­τια, που ού­τε ο λύ­κος δεν κα­τα­δε­χό­ταν πια, Και σ’ αυ­τόν τον μι­σο­τε­λειω­μέ­νο πα­ρά­δει­σο πή­ρα μια κα­ρέ­κλα και κά­θι­σα στο κα­τώ­φλι, κά­τω απ’ το γε­μά­το φεγ­γά­ρι. Ξέ­ρο­ντας ότι κα­νείς δεν μ’ αγα­πά αρ­κε­τά για να έλ­θει στα μέ­ρη μου, άρ­χι­σα να τρα­γου­δάω δυ­να­τά, φάλ­τσα κι ελεύ­θε­ρα μια ρα­ψω­δία για το τί­πο­τε που κρα­τά­ει ακό­μη.


Τε­λι­κά ο φαι­νο­με­νι­κά ήσυ­χος αλ­λά στην ου­σία ανή­συ­χος ποι­η­τι­κός της βη­μα­τι­σμός, κα­θη­λω­τι­κός, αέ­ρι­νος, αφυ­πνι­στι­κός, υπό­γεια ρε­α­λι­στι­κός, πα­ρα­μέ­νει προ­ση­λω­μέ­νος πέ­ρα από τα γε­γο­νό­τα στην κυτ­τα­ρι­κή ύλη του μη­δε­νός.
Του μη­δε­νός που γεν­νά­ει ερω­τι­κά το πλή­θος των μορ­φών που γε­μί­ζουν ασφυ­κτι­κά και εφή­με­ρα το σύ­μπαν των με­τα­μορ­φώ­σε­ών του. Εμάς. Τους άχρο­νους επι­βά­τες του μη­δε­νός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: