Μονόλογος

Μονόλογος

Η γε­νε­α­λο­γία του ποι­ή­μα­τος (1941)

Το 1943, σε μια το­ξι­κή για την ποί­η­ση επο­χή, ο Μπενν ολο­κλη­ρώ­νει και τυ­πώ­νει ιδιω­τι­κά τη συλ­λο­γή Zweiundzwanzig Gedichte (Εί­κο­σι δύο ποι­ή­μα­τα), πρό­πλα­σμα των σπου­δαί­ων Statische Gedichte (Στα­τι­κά ποι­ή­μα­τα, Archiv Verlag 1948), τα οποία στέλ­νει σε επτά στε­νούς φί­λους και γνω­στούς. Σε αυ­τά πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται το ποί­η­μα “Monolog” («Μο­νό­λο­γος»), ένα πα­λίμ­ψη­στο αλ­λε­πάλ­λη­λων εκ­δο­χών, συν­δε­δε­μέ­νο με τον θά­να­το του αδελ­φού του στο ανα­το­λι­κό μέ­τω­πο τον χει­μώ­να του 1941.

Το ποί­η­μα γρά­φτη­κε στο Βε­ρο­λί­νο από το τέ­λος Δε­κεμ­βρί­ου 1940 έως τις 20 Απρι­λί­ου 1941 και συ­μπε­ριε­λή­φθη το 1943 στη συλ­λο­γή Εί­κο­σι δύο ποι­ή­μα­τα. Το 1946 εντά­χθη­κε στην εκ­δο­χή της ιδιω­τι­κής έκ­δο­σης των Στα­τι­κών ποι­η­μά­των. Έγι­νε ευ­ρέ­ως γνω­στό ως «λυ­ρι­κό ιντερ­μέ­διο» στην αυ­το­βιο­γρα­φία Doppelleben (Δι­πλή ζωή) και ανή­κει πλέ­ον στον κα­νό­να Απά­ντων των ποι­η­μά­των του (1956).

Ο ποι­η­τής επε­ξερ­γά­στη­κε το κεί­με­νο ενώ υπη­ρε­τού­σε ως αρ­χί­α­τρος στο Βε­ρο­λί­νο. Στα χει­ρό­γρα­φα των πρώ­των σχε­δί­ων υπάρ­χουν πα­ρέν­θε­τα αφο­ρι­σμοί, πε­ζά απο­σπά­σμα­τα, σχέ­δια άλ­λων ποι­η­μά­των, λο­γο­τε­χνι­κές ση­μειώ­σεις από ανα­γνώ­σεις έρ­γων του Γκαί­τε και άλ­λων, κα­θώς και ση­μειώ­σεις ια­τρι­κής και υπη­ρε­σια­κής φύ­σε­ως.

Στις 24 Απρι­λί­ου 1941 στέλ­νει το τε­λι­κό χει­ρό­γρα­φο στον φί­λο του F.W. Oelze (Φ.Β. Έλ­τσε), με το ακό­λου­θο ση­μεί­ω­μα, όπου το εμ­φα­νί­ζει ως με­τά­φρα­ση αγ­γλι­κού μο­νο­λό­γου:

«Σε έναν στρα­τιω­τι­κό αγ­γλι­κό τό­μο βρή­κα ένα από­σπα­σμα μο­νο­λό­γου. Ο συγ­γρα­φέ­ας φαί­νε­ται να εί­ναι κά­τι με­τα­ξύ Theodor Körner [Τέ­ο­ντορ Κέρ­νερ] και Μάρ­λο­ου. Απει­κο­νί­ζει επο­χές και κα­τα­στά­σεις που ευ­τυ­χώς ανή­κουν στο πα­ρελ­θόν. Η με­τά­φρα­ση εί­ναι δι­κή μου· ξέ­ρε­τε, δεν γνω­ρί­ζω διό­λου αγ­γλι­κά, ίσως μπο­ρεί­τε να επι­φέ­ρε­τε κά­ποιες βελ­τιώ­σεις» (στον πρώ­το τό­μο της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας τους, σ. 269).

Η χρο­νο­λό­γη­ση του χει­ρο­γρά­φου (20 Απρι­λί­ου) συ­μπί­πτει με τα 52α γε­νέ­θλια του Αδόλ­φου Χί­τλερ και απο­κω­δι­κο­ποιεί για τον ανα­γνώ­στη του ’43 το πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο και το μή­νυ­μα του ποι­ή­μα­τος. Σύμ­φω­να με με­τα­γε­νέ­στε­ρες εκτι­μή­σεις, το ποί­η­μα με τη χει­ρουρ­γι­κή κρι­τι­κή του οξύ­τη­τα, την αλ­λη­γο­ρι­κή πα­ρου­σί­α­ση του Χί­τλερ ως κλό­ουν σε ένα κοι­νό ηλι­θί­ων, τρε­λών και πρό­θυ­μων σκλά­βων θα έθε­τε σε κίν­δυ­νο τη ζωή του δη­μιουρ­γού του. Η συ­μπε­ρί­λη­ψή του στα Εί­κο­σι δύο ποι­ή­μα­τα εί­χε ακρι­βώς αυ­τή την ει­κο­νι­στι­κή ση­μα­σία για τον Μπενν, ο οποί­ος στο χει­ρό­γρα­φο-Henssel των ποι­η­μά­των επι­σύ­να­ψε το ακό­λου­θο «βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα»:

«Ο Γκόττ­φρηντ Μπενν […] με­τά το 1936 δεν μπο­ρεί πλέ­ον να δη­μο­σιεύ­ει. Τα ακό­λου­θα ποι­ή­μα­τα γρά­φτη­καν στα χρό­νια που με­σο­λά­βη­σαν, ορι­σμέ­να από τα οποία, ανά­με­σά τους και ο Μο­νό­λο­γος, τυ­πώ­θη­καν πα­ρά­νο­μα».
Το «ση­μεί­ω­μα» πα­ρα­λή­φθη­κε από την έκ­δο­ση.

Συ­νο­πτι­κά, το πο­λυ­ε­πί­πε­δο ποί­η­μα με το οξύ ύφος ορ­γι­σμέ­νου Προ­φή­τη της Πα­λαιάς Δια­θή­κης εστιά­ζει στην απο­κτη­νω­μέ­νη να­ζι­στι­κή Γερ­μα­νία, για να στη­λι­τευ­θεί ο αντε­στραμ­μέ­νος, διε­στραμ­μέ­νος κό­σμος και ο ευ­ρω­παϊ­κός πο­λι­τι­σμός. Ο Μπενν εμ­φα­νί­ζε­ται ως εξάγ­γε­λος της πα­ρακ­μής, της κα­θο­λι­κής πτώ­σης. Ο χώ­ρος και ο χρό­νος της ιστο­ρί­ας ενο­ποιού­νται. Οι ελά­χι­στες ανα­φο­ρές στο Γˊ Ράιχ εί­ναι αμ­φί­ση­μες και υπαι­νι­κτι­κές. Λ.χ., στους «ευ­νο­ού­με­νους» υπο­δει­κνύ­ε­ται ο Ernst Röhm (Έρνστ Ρεμ), ανώ­τα­το στέ­λε­χος του εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κού κόμ­μα­τος μέ­χρι τη σύλ­λη­ψη και δο­λο­φο­νία του από τον Χί­τλερ (1934). Στους «χω­λούς» πα­ρω­δεί­ται ο Joseph Goebbels (Γιό­ζεφ Γκαί­μπελς, 1897-1945), ο δια­βό­η­τος υπουρ­γός προ­πα­γάν­δας, ο οποί­ος το 1938 απέ­κλει­σε τον Μπενν από την Έται­ρεία Γερ­μα­νών Συγ­γρα­φέ­ων (πρώ­ην Πρωσ­σι­κή Ακα­δη­μία Τε­χνών). Κά­τω από τα «λι­πα­ρά όντα» που «κα­τα­διώ­κουν τη γα­ζέ­λα» ανα­γνω­ρί­ζε­ται ο εύ­σαρ­κος Hermann Göring (Χέρ­μανν Γκαί­ρινγκ, 1893-1946), εθνι­κο­σο­σο­σια­λι­στής υπουρ­γός, ο δεύ­τε­ρος ισχυ­ρό­τε­ρος άν­δρας της Γερ­μα­νί­ας, κα­τα­δι­κα­σθείς αρ­γό­τε­ρα στη Νυ­ρεμ­βέρ­γη ως εγκλη­μα­τί­ας πο­λέ­μου. Στη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία, Δι­πλή ζωή, υπάρ­χει η ανα­φο­ρά: «Τα παι­διά […] θα γε­λούν με το πά­χος του Γκέ­ρινγκ, το σύρ­σι­μο του πο­διού του Γκαί­μπελς» (Mertens, 321). Ρε­α­λι­στι­κή εί­ναι και η ανα­φο­ρά στις «πα­γω­μέ­νες χώ­ρες», ήτοι στις ήδη κα­τα­κτη­μέ­νες το 1941 Νορ­βη­γία, Ολ­λαν­δία, Βέλ­γιο, Λου­ξεμ­βούρ­γο, Γαλ­λία, ενώ επι­χει­ρεί­ται η κα­τά­κτη­ση της Βό­ρειας Αφρι­κής («θερ­μές χώ­ρες»). Στους «σκλά­βους», με­τα­φο­ρά των αιχ­μα­λώ­των, συ­γκα­τα­λέ­γο­νται οι 334.000 αιχ­μά­λω­τοι Γιου­γκο­σλά­βοι στρα­τιώ­τες, 223.000 Έλ­λη­νες (με­τά την 30ή Απρι­λί­ου 1941), 22.000 Βρε­τα­νοί, και πε­ρί­που 1.000.000 Σο­βιε­τι­κοί, έως τον Σε­πτέμ­βριο 1941, κα­τά την «επι­χεί­ρη­ση Βαρ­βα­ρόσ­σα». Η ει­κό­να των σκλά­βων ανα­κα­λεί κοι­νω­νι­κούς όρους της αρ­χαί­ας Ρώ­μης και αντι­στοι­χεί στην κα­τα­κτη­τι­κή πο­λι­τι­κή της Βέρ­μα­χτ. Η γερ­μα­νι­κή προ­πα­γάν­δα πα­ρου­σί­α­ζε τους Σο­βιε­τι­κούς ως «κτή­νη και υπαν­θρώ­πους» (Münchner Illustrierte Presse, 13.11. 1941). Οι «γύ­πες» και τα «γε­ρά­κια», με τα οποία κλεί­νει το ποί­η­μα, εί­ναι πι­θα­νό­τα­τα με­τα­φο­ρά των αε­ρο­πο­ρι­κών βομ­βαρ­δι­σμών που επι­χει­ρού­σαν οι σύμ­μα­χοι.
Στη δεύ­τε­ρη στρο­φή θε­μα­το­ποιεί­ται ο υστε­ρι­κός εγω­κε­ντρι­σμός των να­ζι­στών αξιω­μα­τού­χων στο πρό­σω­πο του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου, ο οποί­ος την άνοι­ξη του 334 πέ­ρα­σε με 37.000 άν­δρες τον «Ελ­λή­σπο­ντο» και με νί­κη-αστρα­πή στον Γρα­νι­κό πο­τα­μό (τη θυ­μί­ζει και η αστρα­πιαία ει­σέ­λα­ση του γερ­μα­νι­κού στρα­τού στην Γαλ­λία) άνοι­ξε τον δρό­μο για τη Μι­κρά Ασία, την Αί­γυ­πτο και τη Συ­ρία.
Το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του ποι­ή­μα­τος ανοί­γε­ται στον με­τα­φυ­σι­κό ορί­ζο­ντα των Στα­τι­κών ποι­η­μά­των. Ο θά­να­τος και ο πρα­κτι­κός βί­ος ισο­ζυ­γί­ζο­νται στη στε­ρού­με­νη νο­ή­μα­τος επο­χή. Το δί­πο­λο θά­να­τος-ζωή έρ­χε­ται προ­φα­νώς από το ερώ­τη­μα του αμ­λε­τι­κού «μο­νο­λό­γου»: “To be, or not to be”, προ­οί­μιο της σκη­νο­θε­σί­ας του από­λυ­του θα­νά­του. Τώ­ρα ο Άμ­λετ υπο­δέ­χε­ται ολό­κλη­ρο τον θί­α­σο σε θά­λα­μο αε­ρί­ων. Εί­ναι ταυ­τό­χρο­να ο ποι­η­τής, το λυ­ρι­κό-Εγώ, η μό­νη ελ­πί­δα έλ­λο­γης δη­μιουρ­γί­ας του κό­σμου, υπερ­πή­δη­σης του νι­τσεϊ­κού μη­δε­νι­σμού, η ανά­σχε­ση του εκ­φυ­λι­σμού στον απέ­ρα­ντο ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο του κό­σμου. Μο­να­ξιά, μο­νό­λο­γος και δο­ξο­λο­γία της τέ­χνης εί­ναι βα­σι­κά θέ­μα­τα του Μπενν, αντλη­μέ­να από τον Νί­τσε. Η θε­μα­τι­κή του ποι­ή­μα­τος βρί­σκε­ται στο έρ­γο Die Geburt der Tragödie (Η γέν­νη­ση της τρα­γω­δί­ας, 1872). Στην πραγ­μα­τεία Die fröhliche Wissenschaft (Η χα­ρού­με­νη επι­στή­μη, 1882-1887) ο Νί­τσε προ­βάλ­λει τη «μο­νο­λο­γι­κή τέ­χνη».
Ο εν­διά­με­σος σταθ­μός στο μο­νο­λο­γι­κό τα­ξί­δι, στον δρό­μο για την τέ­χνη, εί­ναι το μυ­θι­στό­ρη­μα μα­θη­τεί­ας του Ράι­νερ Μα­ρία Ρίλ­κε, Malte Lauridds Brigge (Μάλ­τε Λά­ου­ριντς Μπρίγ­γε, 1910). Εκεί ο ήρω­ας μέ­σα από μο­νο­λό­γους (ανα­μνή­σεις και στο­χα­σμούς) για την καλ­λι­τε­χνι­κή πρά­ξη θέ­τει το ζή­τη­μα της ου­σί­ω­σης της ύπαρ­ξής του μέ­σα στη μο­να­χι­κό­τη­τα της απο­λύ­τως στον ίδιο συρ­ρι­κνω­μέ­νης ζω­ής, αφού ο όρος της καλ­λι­τε­χνι­κό­τη­τας και της άμε­σης εσω­τε­ρι­κής αλή­θειας του Dasein βρί­σκε­ται στο Εγώ, το διαρ­κώς απει­λού­με­νο με απώ­λεια. Ο Ρίλ­κε συ­νέ­θε­σε, επί πλέ­ον, δύο σύ­ντο­μα δο­κί­μια για την «Αξία του μο­νο­λό­γου» (“Der Wert des Monologes”).

Ανα­δρο­μι­κά: Στις 21.12.1941 ο ποι­η­τής έστει­λε στον φί­λο του Φ.Β. Έλ­τσε επτά ποι­ή­μα­τα με τον τί­τλο Αυ­το­βιο­γρα­φι­κά ποι­ή­μα­τα, στα οποία το 1943 πρό­σθε­σε ακό­μη δέ­κα πέ­ντε και τα εξέ­δω­σε ψευ­δω­νυ­μι­κώς ως Samizdat-Heftchen, εξ αι­τί­ας της απα­γό­ρευ­σης, με την ανα­γρα­φή στο εξώ­φυλ­λο: Zweiundzwanzig Gedichte (1936-1943) von G.B. August 1943. Το ποί­η­μα «Μο­νό­λο­γος» το­πο­θε­τή­θη­κε 17ο ανά­με­σα στα “In einer Stadt” («Σε μια πό­λη») και “Du trägst” («Κο­μί­ζεις»), στα οποία ο Μπενν εκ­φρά­ζει την αδυ­να­μία του να συ­μπο­ρευ­θεί με τις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις. Κε­ντρι­κό τους μο­τί­βο ο ανα­θε­μα­τι­σμός της βαρ­βα­ρό­τη­τας και η ανα­πό­φευ­κτη κα­τάρ­ρευ­ση του Τρί­του Ράιχ. Ό,τι δεν ακου­μπά στο πνεύ­μα, πε­ρι­δι­νεί­ται χα­ο­τι­κά ώς την απο­σύν­θε­ση. Με­τά την από­πει­ρα λυ­ρι­κής διευ­θέ­τη­σης του Εγώ μέ­σα στη δί­νη των πο­λε­μι­κών συρ­ρά­ξε­ων, ο Μπενν ανα­πτύσ­σει τον «Μο­νό­λο­γο» στη φόρ­μα του ύπο­πτου, την επο­χή αυ­τή, μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, μία νέα εκ­δο­χή του Μάλ­τε Λά­ου­ριντς Μπρίγ­γε και νέα μα­θη­τεία στην τέ­χνη με­τά την απει­λή του εκ­φυ­λι­σμού της.

Μονόλογος

Τα έντε­ρα με βλέν­να συρ­ραμ­μέ­να, ο εγκέ­φα­λος
με απά­τες, –
λα­οί τρε­λών, οι εκλε­κτοί ενός κλό­ουν,
με χω­ρα­τά και αστρο­λο­γή­μα­τα, την ίδια τους την κό­προ
εξη­γώ­ντας ως απο­δη­μία που­λιών! Σκλά­βοι –,
από θερ­μές και πα­γω­μέ­νες χώ­ρες,
σκλά­βοι πά­νω στους σκλά­βους, με του εντό­μου τη βα­ρύ­τη­τα,
στο κνού­το και στην πεί­να πλή­θη μα­γκω­μέ­να:
τό­τε φου­σκώ­νει ο ίδιος, το ίδιο του το χνού­δι,
το λε­ρό, σε γε­νειά­δα του προ­φή­τη!

Αχ, του Αλέ­ξαν­δρου και της Ολυ­μπιά­δας φύ­τρα
η ελά­χι­στη! κοι­τά­ζουν τον Ελ­λή­σπο­ντο
και μα­κε­λεύ­ουν την Ασία: Θρεμ­μέ­νες φλύ­κται­νες
μ’ εμπρο­σθο­φυ­λα­κή, της τύ­χης κλη­ρω­τοί: , – θέ­σεις κα­λές
σε αγώ­νες πά­λης και σε δι­κα­στή­ρια! Όταν κα­νείς δεν κρί­νει!
Οι ευ­νο­ού­με­νοι, το πλή­θος χα­ρω­πό, ζώ­νες φαρ­δειές, κορ­δέ­λες –
με διά­πλα­τες ση­μαί­ες κυ­μα­τί­ζουν όνει­ρο και κό­σμος:
χω­λοί βλέ­πουν τα στά­δια κα­τε­στραμ­μέ­να,
κου­νά­βια πα­τού­νε τα χω­ρά­φια με τα λού­πι­να,
για­τί η μυ­ρου­διά σκϊ­ά­ζει τη δι­κή τους:
μο­νά­χα απορ­ρίμ­μα­τα απ’ τον πρω­κτό! , – Λι­πα­ρά όντα
κα­τα­διώ­κουν τη γα­ζέλ­λα,
τη διά­το­ρη στον άνε­μο, το όμορ­φο το ζώο!
Εδώ γυ­ρί­ζει ανά­πο­δα το μέ­τρο:
Εδώ η λι­μνού­λα ελέγ­χει την πη­γή, ο σκού­λη­κας τον πή­χυ,
ρα­ντί­ζει ο βά­τρα­χος τον με­νε­ξέ στο στό­μα
–Αλ­λη­λού­ια! – και σέρ­νει την κοι­λιά του στο χα­λί­κι:
του βά­τρα­χου το ίχνος μνη­μείο της ιστο­ρί­ας!
Των Πτο­λε­μαί­ων το ίχνος άσ­σος κρυ­φός του λω­πο­δύ­τη.
Ο αρου­ραί­ος έρ­χε­ται ως ανα­ψυ­χή πριν την πα­νού­κλα.
Ο ύπου­λος φο­νιάς υμνεί το φο­νι­κό. Χα­φιέ­δες βά­ζου­νε σε πει­ρα­σμό
ακο­λα­σία από ψαλ­μούς.

Και τού­τη η Γη ψι­θυ­ρί­ζει στο φεγ­γά­ρι,
ύστε­ρα ζώ­νε­ται στη μέ­ση μια Πρω­το­μα­γιά,
ύστε­ρ’ αφή­νει να πε­ρά­σουν ρό­δα, ύστε­ρα σι­γο­ψή­νει το σπυ­ρί,
και δεν αφή­νει τον Βε­ζού­βιο να ξε­ρά­σει, το σύν­νε­φο
να γί­νει αλι­σί­βα, εκ­φυ­λι­σμός των ζώ­ων
που τ’ απο­κτά με δό­λο, τα δια­περ­νά­ει και τα πυρ­πο­λεί –
αχ, της Γης αυ­τής παι­γνί­δι ρό­δων και καρ­πών
εί­ναι βαλ­μέ­νο δό­λϊα για του κα­κού το θέ­ριε­μα,
του εγκε­φά­λου μύ­κη­τας, του λά­ρυγ­γα το ψέ­μα να δια­στί­ζει
του εκ­φυ­λι­σμού που ανα­φέρ­θη­κε πιο πριν – του μέ­τρου η δια­στρο­φή!

Πε­θαί­νω πά­ει να πει, τ’ αφή­νω άλυ­τα όλ’ αυ­τά,
τις ει­κό­νες ανα­σφά­λι­στες, τα όνει­ρα
να στέ­κουν στη ρωγ­μή του κό­σμου πει­να­σμέ­να –
αλ­λά και ενερ­γώ πά­ει να πει, υπη­ρε­τώ τη χυ­δαιό­τη­τα,
προ­σφέ­ρο­μαι αρω­γός στην ατι­μία, ση­μαί­νει ερη­μιά,
τη φο­βε­ρή κα­τά­λυ­ση της ιστο­ρί­ας,
ν’ αφή­νεις τη λα­χτά­ρα για όνει­ρα
για υπε­ρο­χή, στο­λί­δι, προ­α­γω­γή, με­τα­θα­νά­τια φή­μη,
ενώ το τέ­λος, πε­τα­ρί­ζο­ντας σαν λε­πι­δό­πτε­ρο,
εί­ναι σαν το εκρη­κτι­κό αδιά­φο­ρα κο­ντά
και αναγ­γέλ­λει μια συ­νεί­δη­ση άλ­λη –

– Ένας ήχος, ένα τό­ξο, σχε­δόν ένα άλ­μα από γα­λα­νό
πρό­βα­λε κά­ποιο βρά­δυ μες από το πάρ­κο,
όπου βρι­σκό­μουν: ένα τρα­γού­δι,
ένα διά­γραμ­μα μό­νο, τρεις νό­τες ριγ­μέ­νες,
και γέ­μι­σε τό­σο τον χώ­ρο και πλή­ρω­σε τό­σο
τη νύ­χτα, τον κή­πο με ορά­μα­τα
και δη­μιούρ­γη­σε τον κό­σμο και κά­θη­σε
στο σβέρ­κο μου, στων κα­τα­στά­σε­ων τη ροή, η πέν­θι­μη
με­γα­λειώ­δης αδυ­να­μία της γέν­νη­σης του Εί­ναι –,
ένας ήχος, ένα τό­ξο μο­νά­χα –: γέν­νη­ση του Εί­ναι –,
ένα μο­νά­χα τό­ξο κι έφε­ρε πί­σω το μέ­τρο,
και τά ‘κλει­σε μέ­σα του όλα: την πρά­ξη, τα όνει­ρα…

Από στε­φά­νι πορ­φυ­ρών εγκε­φά­λων,
κρα­τιού­νται μα­κριά από την άν­θη­ση
της διά­σπαρ­της πυ­ρε­τι­κής σο­δειάς, μο­νά­χα για τον εαυ­τό τους:
«άκαμ­πτες στο χρώ­μα» και «με πλή­ρη οδο­ντο­φυ­ΐα
το τε­λευ­ταίο τρί­χω­μα στην κο­ρυ­φή», «εκλε­πτυ­σμέ­νες στο ψύ­χος»,
φω­νά­ζουν, αλ­μυ­ρές λω­ρί­δες της αρ­χι­κής ύλης:
εδώ εκ­πο­ρεύ­ε­ται με­τα­μόρ­φω­ση! Τα εκ­φυ­λι­σμέ­να ζώα            
σα­πί­ζουν, που η λέ­ξη σή­ψη γι’ αυ­τά
μυ­ρί­ζει εσπευ­σμέ­νως ου­ρά­νια –, κιό­λας οι γύ­πες δια­γρά­φουν
κύ­κλους, λι­μο­κτο­νού­νε ήδη τα γε­ρά­κια –!

20 Απρι­λί­ου 1941

Untitled 1

Βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα

Ο Gottfried Benn γεν­νή­θη­κε στις 2 Μα­ΐ­ου 1886 στο Mansfeld, χω­ριό της βό­ρειας Γερ­μα­νί­ας˙ δεύ­τε­ρο παι­δί Γερ­μα­νού λου­θη­ρα­νού πά­στο­ρα αυ­στη­ρών αρ­χών και Γαλ­λο­ελ­βε­τής μη­τέ­ρας. Ακο­λού­θη­σε σπου­δές στρα­τιω­τι­κής ια­τρι­κής, απορ­ρί­πτο­ντας κα­τά σει­ρά την πα­τρι­κή επι­θυ­μία να στρα­φεί στη φι­λο­λο­γία και τη θε­ο­λο­γία, κα­θώς και τη δι­κή του πα­ρόρ­μη­ση να εντρυ­φή­σει στον το­μέα της ψυ­χια­τρι­κής: οι ιστο­ρή­σεις των ασθε­νών θα τον άφη­ναν αδιά­φο­ρο. Ο βιο­γρά­φος του Pierre Mertens (Πιερ Μερ­τένς) εκτι­μά δια­φο­ρε­τι­κά: «Δεν μπο­ρού­σε να υπο­φέ­ρει αυ­τό που έβλε­πε να σα­λεύ­ει στο μυα­λό των αν­θρώ­πων. Όσο για τις νευ­ρώ­σεις, η ποί­η­ση αρ­κού­σε» (Mertens 1992, 98). Η πρώ­τη του συλ­λο­γή Morgue und andere Gedichte (Νε­κρο­το­μείο και άλ­λα ποι­ή­μα­τα, 1912) εν­νο­ή­θη­κε ως λί­βελ­λος για το προ­πο­λε­μι­κό Βε­ρο­λί­νο, κα­θώς και ιδρυ­τι­κό έρ­γο του λο­γο­τε­χνι­κού κι­νή­μα­τος του εξ­πρεσ­σιο­νι­σμού. Στον Αˊ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο υπη­ρέ­τη­σε ως για­τρός στις Βρυ­ξέλ­λες σε νο­σο­κο­μείο για αφρο­δί­σια νο­σή­μα­τα, τη νό­σο που έπλητ­τε ή απει­λού­σε τους στρα­τιώ­τες από «επι­στρα­τευ­μέ­νες» πόρ­νες της πό­λης. Στην προ­έ­λα­ση προς τις Βρυ­ξέλ­λες ξα­να­διά­βα­ζε σκη­νές από το δρά­μα του Γκαί­τε, Egmont (Έγκ­μοντ), προ­σπα­θώ­ντας να ανα­κα­λύ­ψει το βλέμ­μα με το οποίο εί­χε ατε­νί­σει την κα­τα­κτη­μέ­νη χώ­ρα ο πιο με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας του κα­τα­κτη­τή.
Στην πρώ­ι­μη ποί­η­σή του προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στα κα­τώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα με αι­σθή­μα­τα συ­μπό­νιας, που φθά­νουν ώς το τραύ­μα, κρυμ­μέ­να ωστό­σο κά­τω από τε­χνι­κές αμυ­ντι­κής στρα­τη­γι­κής. Αντί­θε­τα, τα πε­ζά του κεί­με­να, εξαι­ρέ­σει των πρώ­ι­μων αυ­το­βιο­γρα­φι­κού, αφη­γη­μα­τι­κού πυ­ρή­να, συν­δυά­ζουν επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία και κοι­νω­νι­κή το­πο­θέ­τη­ση. Στα κεί­με­να των ετών 1933 και 1934, «Το νέο κρά­τος και οι δια­νο­ού­με­νοι» (δύο ρα­διο­φω­νι­κές ομι­λί­ες), «Τέ­χνη και δύ­να­μη», δια­κρί­νε­ται η γοη­τεία που άσκη­σε επά­νω του ο εθνι­κο­σο­σια­λι­σμός και η εγκα­τά­λει­ψη του ρό­λου του μο­να­χι­κού δια­νοη­τή. Την ώρα αυ­τή ο Μπενν βλέ­πει ίσως την πο­λι­τι­κή ανα­στά­τω­ση που προ­κα­λεί το Τρί­το Ράιχ ως αν­θρω­πο­λο­γι­κή με­ταλ­λα­γή ικα­νή να ενα­ντιω­θεί στον ευ­ρω­παϊ­κό μη­δε­νι­σμό. Την προσ­δο­κία αυ­τή υπα­γο­ρεύ­ει η αρι­στο­κρα­τι­κή του στά­ση και ο ελι­τι­σμός του ως δια­νο­ού­με­νου, που πα­γί­δευ­σε πολ­λούς ομο­τέ­χνους του και στο­χα­στές. Στο κρί­σι­μο έτος 1933 γρά­φει το δο­κί­μιο «Züchtung I». Η λέ­ξη χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την εκτρο­φή ζώ­ων και γε­νι­κό­τε­ρα την καλ­λιέρ­γεια. Ένα εί­δος ευ­γο­νι­κής που απο­βλέ­πει στη δη­μιουρ­γία του ανώ­τε­ρου αν­θρώ­που. Προ­ϋ­πό­θε­ση εί­ναι η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του εγ­γύ­τε­ρου, πρώ­τι­στου εχθρού. Ο πο­λέ­μιος αυ­τός έχει υπο­δει­χθεί από τους να­ζί με­τ’ επι­τά­σε­ως: εί­ναι οι Εβραί­οι. Ο Μπενν έχει προ­σφέ­ρει ένα ακό­μη άλ­λο­θι στην πρα­κτι­κή του Ολο­καυ­τώ­μα­τος. Το 1934 γρά­φει το εξ ίσου επι­λή­ψι­μο δο­κί­μιο «Δω­ρι­κός κό­σμος»: το κα­θε­στώς της αυ­στη­ρής μι­λι­τα­ρι­στι­κής αρ­χαί­ας Σπάρ­της, εδραιω­μέ­νο στη δου­λο­κτη­σία, γί­νε­ται μο­ντέ­λο του ολο­κλη­ρω­τι­κού κρά­τους στη να­ζι­στι­κή Γερ­μα­νία. Ο Μπενν δεν συ­σχε­τί­ζει, ασφα­λώς, δεν υπο­δει­κνύ­ει ανα­λο­γί­ες˙ εξη­γεί απλώς ότι το «δω­ρι­κό» μο­ντέ­λο υφί­στα­ται εκεί όπου λεί­πει η υψη­λή τέ­χνη. Μία ακό­μα ύπο­πτη θέ­ση που βλέ­πει στον αντί­πο­δα της «υψη­λής» την «εκ­φυ­λι­σμέ­νη» τέ­χνη.
Ο Μπενν δεν εί­ναι αντι­ση­μί­της. Το αγα­πη­μέ­νο του πε­ρι­βάλ­λον εί­ναι αυ­τό των Εβραί­ων, και πα­ράλ­λη­λα το αρι­στο­κρα­τι­κό. Ωστό­σο δεν ενα­ντιώ­θη­κε στις τα­κτι­κές της αστυ­νο­μί­ας, δεν εξέ­φρα­σε την αλ­λη­λεγ­γύη του στους διω­κό­με­νους και με­τά τον πό­λε­μο δεν απο­λο­γή­θη­κε για τη στά­ση του, θυ­μί­ζο­ντας εν πολ­λοίς τη σιω­πή του Χάι­ντεγ­γερ. Το γε­γο­νός ότι δεν υπήρ­ξε μέ­λος του να­ζι­στι­κού κόμ­μα­τος (NSDAP) τον βο­ή­θη­σε να απο­φύ­γει με­τα­πο­λε­μι­κά ου­σια­στι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς και διώ­ξεις, αν και το 1935 εί­χε επα­νέλ­θει στο στρά­τευ­μα, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς το, πε­ριέρ­γως, «αρι­στο­κρα­τι­κή μορ­φή εμι­γκρά­τσιας» (στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας Δι­πλή ζωή (1950). Ωστό­σο, όπως γρά­φει ο Durs Grünbein (Ντουρς Γκρύν­μπάιν), προ­λο­γί­ζο­ντας τα Στα­τι­κά ποι­ή­μα­τα (2011, 9), «έχει αμαυ­ρώ­σει τη φή­μη του για πά­ντα». Εί­ναι η στά­ση ενός «απο­λι­τι­κού», όπως εί­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει τη δι­κή του αρ­χι­κή ου­δε­τε­ρό­τη­τα ο Τό­μας Μανν, ενός στω­ι­κού της στα­τι­κής ποί­η­σης στον ρυθ­μό μιας «τρυ­φε­ρής βρα­δύ­τη­τας». Δεν ύμνη­σε τον Φύ­ρερ, δεν τρα­γού­δη­σε τις γερ­μα­νι­κές νί­κες, ού­τε θαύ­μα­σε τη βό­ρεια σκλη­ρό­τη­τα. Το 1933 τού απα­γο­ρεύ­τη­κε να εκ­φω­νή­σει επι­κή­δειο λό­γο για τον Στέ­φαν Γκε­όρ­γκε. Η στά­ση του μπο­ρεί ίσως να υπα­γο­ρεύ­τη­κε από τον πει­ρα­σμό να λά­βει κι αυ­τός μέ­ρος στη βιαιό­τη­τα του αν­θρώ­πι­νου εί­δους, αν όχι από μια υπο­δό­ρια εξέ­γερ­ση ενά­ντια στα ιδε­ώ­δη του Δια­φω­τι­σμού. 
Τα Στα­τι­κά ποι­ή­μα­τα, σα­ρά­ντα τέσ­σε­ρις στα­τι­κοί πί­να­κες ενός νέ­ου ποι­η­τι­κού προ­γράμ­μα­τος, από την εμπει­ρία του δεύ­τε­ρου με­γά­λου πο­λέ­μου, το­πο­θε­τούν τον Μπενν, με­τά το τέ­λος της κα­ρα­ντί­νας (όπου και ο ίδιος έθε­σε τον εαυ­τό του), στην κο­ρυ­φή της ευ­ρω­παϊ­κής ποί­η­σης, πλάι στον Πωλ Βα­λε­ρύ και τον Τ.Σ. Έλιοτ. Στα Στα­τι­κά ποι­ή­μα­τα η επι­στρο­φή στις έμ­με­τρες φόρ­μες, η επα­να­σύν­δε­ση με την πα­ρα­δο­σια­κή τε­τρά­στι­χη ομοιο­κα­τά­λη­κτη στρο­φή, αλ­λά και οι ελεύ­θε­ροι στί­χοι ρυθ­μι­κού βη­μα­τι­σμού στη μορ­φή «του» parlando, της πε­ζό­μορ­φης μου­σι­κής απαγ­γε­λί­ας, απο­τε­λούν έκ­φρα­ση πα­ραί­τη­σης από την πο­ρεία της ιστο­ρί­ας. Εγκα­θι­δρύ­ουν, όμως, συ­νά­μα, τη νε­ω­τε­ρι­κή ποί­η­ση στη με­τα­πο­λε­μι­κή γερ­μα­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Η αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία ως κή­ρυ­ξη χρε­ο­κο­πί­ας. Ο ποι­η­τής δια­κη­ρύσ­σει την εμπει­ρία του και την έξο­δό του από την πο­ρεία του χρό­νου. Στα­τι­κό εί­ναι ακό­μη το ποί­η­μα το κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να μεί­νει στο συρ­τά­ρι του ποι­η­τή, άγνω­στο, ακοι­νο­ποί­η­το, σύμ­φω­νο με το αρ­χαίο αξί­ω­μα «λά­θε βιώ­σας», επι­κού­ρεια σιω­πη­λό απέ­να­ντι στον στρα­τιω­τι­κό βη­μα­τι­σμό. 
Για πο­λύ και­ρό ο μο­να­δι­κός «εκ­δό­της» του εί­ναι η (δεύ­τε­ρη) σύ­ζυ­γός του Herta von Vedemayer (αυ­το­κτό­νη­σε τον Ιού­νιο του 1945, για να μην πέ­σει στα χέ­ρια των Σο­βιε­τι­κών). Στις 21 Αυ­γού­στου 1951, στην απο­νο­μή του Βρα­βεί­ου Γκέ­οργκ Μπύ­χνερ, δί­νει τη γνω­στή πλέ­ον διά­λε­ξη με τί­τλο Probleme der Lyrik (Προ­βλή­μα­τα της ποί­η­σης): Το δόγ­μα για «το από­λυ­το ποί­η­μα, το ποί­η­μα δί­χως πι­στεύω, το ποί­η­μα δί­χως ελ­πί­δα, το ποί­η­μα που δεν απευ­θύ­νε­ται σε κα­νέ­ναν, το ποί­η­μα από λέ­ξεις» (1996, 73). Στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, η ποι­η­τι­κή του συν­δέ­θη­κε, κα­τά έναν τρό­πο, με τους επί­σης τι­μη­θέ­ντες με το βρα­βείο, Πά­ουλ Τσέ­λαν (1960), Χανς Μά­γκνους Έν­τσεν­σμπέρ­γκερ (1963), Ίν­γκε­μποργκ Μπάχ­μανν (1964), Ράι­νερ Κούν­τσε (1977), Κρί­στα Βολφ (1980), Χάι­νερ Μύλ­λερ (1985), Ντουρς Γκρύν­μπάιν (1995), Σά­ρα Κιρς (1996). 
Πέ­θα­νε στις 7 Ιου­λί­ου 1956 στο Βε­ρο­λί­νο, όπως εί­χε ευ­χη­θεί, το 1936, έναν θά­να­το κα­τα­κα­λό­και­ρο: «Το χει­ρό­τε­ρο: / να μην πε­θά­νεις κα­λο­καί­ρι / τό­τε που όλα εί­ναι φω­τει­νά / και τρυ­φε­ρό το χώ­μα για τα φτυά­ρια […]» (“Was schlimm ist”).

Με­τα­φέ­ρω (με ελά­χι­στες τρο­πο­ποι­ή­σεις) τη συ­μπε­ρί­λη­ψη της βιο­γρα­φί­ας του Γκόττ­φρηντ Μπενν, όπως την εκ­θέ­τει ο βιο­γρά­φος του Πιερ Μερ­τένς:

«Μια φο­ρά κι έναν και­ρό ήταν ένας νε­α­ρός χω­ρι­κός, θα μπο­ρού­σε να γρά­ψει η κό­ρη του, όπως στα πα­ρα­μύ­θια –κι όμως θα έπρε­πε να απα­γο­ρεύ­σει στον εαυ­τό της να τον κά­νει μύ­θο–, που πή­γε στην πρω­τεύ­ου­σα για να ανοί­γει νε­κρά σώ­μα­τα, να θε­ρα­πεύ­ει τα άρ­ρω­στα σώ­μα­τα. Πα­ντρεύ­τη­κε και έκα­νε μια κό­ρη. Στη συ­νέ­χεια πή­ρε μέ­ρος σε έναν πό­λε­μο. Έπαι­ξε στα γρή­γο­ρα όλα τα παι­γνί­δια της ζω­ής. Διέ­σχι­σε έναν μι­κρό ωκε­α­νό Ιστο­ρί­ας. Όταν ξα­νά­γι­νε ει­ρή­νη, επέ­στρε­ψε στο νη­σί του για να μά­θει τι απέ­μει­νε από τον κό­σμο, να δια­πι­στώ­σει τι εί­χε απο­μεί­νει από τον ίδιο. Η γυ­ναί­κα του πέ­θα­νε σχε­δόν αμέ­σως. Δεν ήξε­ρε τι να κά­νει με την κό­ρη του, με την κού­ρα­ση που ένιω­θε μπρος στη ζωή. Απο­χω­ρί­στη­κε την κό­ρη του, κρά­τη­σε την κού­ρα­σή του. Ωστό­σο αγρυ­πνού­σε σαν φρου­ρός. Θε­ρά­πευε κα­κο­μοί­ρη­δες και έγρα­φε ποι­ή­μα­τα. Η πέν­να του ήταν ένα δεύ­τε­ρο νυ­στέ­ρι που κά­πο­τε πε­τού­σε αστρα­πές […]. Ενί­ο­τε περ­νού­σε τις νύ­χτες του με γυ­ναί­κες που αυ­τός ήταν ο ρό­λος τους, ελά­χι­στα φλύ­α­ρες, αρω­μα­τι­σμέ­νες, που του απο­κά­λυ­πταν ένα μυ­στι­κό. Δεν ήταν ού­τε επα­να­στά­της ού­τε υπο­ταγ­μέ­νος. Πί­στευε πως δεν έχα­νε από τα μά­τια του τον στό­χο. Κά­ποια στιγ­μή το βλέμ­μα του θό­λω­σε. Θα έλε­γαν, ασφα­λώς, πως η καρ­διά του δεν άντε­ξε. Πως έκα­νε πά­ντο­τε πιο πολ­λά ή πο­λύ λί­γα. Αφιέ­ρω­νε, ωστό­σο, όλο του τον χρό­νο στη δυ­στυ­χία της ύπαρ­ξης. Δεν εί­χε πα­ρα­ποι­ή­σει την ει­κό­να του. Ει­δή­μων μιας αν­θρώ­πι­νης επι­στή­μης που δεν ίσχυε πλέ­ον, κά­το­χος μιας ξε­πε­ρα­σμέ­νης γνώ­σης. Ίσως μια μέ­ρα ανα­γνω­ρί­σου­με πως μας έλει­παν τέ­τοιοι άν­θρω­ποι!» (1992, 276-277).


Πη­γές 
Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες αντλού­νται κυ­ρί­ως από: 

α) τα δο­κί­μια 
– B. Hillebrand (επιμ.), Kritische Stimmen 1912-1956, I-II. Fischer Verlag 1987
– Gottfried Benn, Προ­βλή­μα­τα της λυ­ρι­κής ποί­η­σης (Probleme der Lyrik, 1951). Με­τά­φρα­ση-Προ­λό­γι­σμα-Σχό­λια Θ. Άδρα­στος. Υπε­ρί­ων, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1996
– Albrecht Schöne, Vom Betreten des Rasens: Siebzehn Reden über Literatur. Verlag C.H. Beck, Mό­να­χο 2005
– Joachim Dyck, “Dichten in der Wehrmacht. Gottfried Benns Gedicht Monolog (1941) im zeitgenössischen Kontext” στο: Benn Forum Beiträge zur literarischen Moderne. Band 2, 2010/2011. de Gruyter, Bε­ρο­λί­νο/Boστώ­νη 2011, 59-78
– Durs Grünbein, “Elegien für einen Irrtum”, Πρό­λο­γος στο: G.B., Statische Gedichte (1937-1947). Klett-Cotta, Zυ­ρί­χη-Αμ­βούρ­γο, 2011, 7-34
– Thorsten Riess, Verwandlung als anthropologisches Motiv in der Lyrik Gottfried Benns. de Gruyter 2014, 211-298, και Gottfried BennWechselspiele zwischen Biographie und Werk. Επιμ. M. Martínez. Wallstein Verlag 2007
– Κ. Κου­τσου­ρέ­λης, «Επί­με­τρο στο δο­κί­μιο Οφεί­λει η ποί­η­ση να βελ­τιώ­νει τη ζωή;». Ποί­η­ση, τχ. 23, Άνοι­ξη-Κα­λο­καί­ρι 2004, 21-26,
β) την αλ­λη­λο­γρα­φία Gottfried Benn, Briefe an F.WOelze. 3 τό­μοι. Επι­μέ­λεια H. Steinhagen/J. Schröder. Bι­σμπά­ντεν 1977 κ.ε., 
γ) το (βιο­γρα­φι­κό) μυ­θι­στό­ρη­μα Pierre Mertens, Εκτυ­φλω­τι­κό σκο­τά­δι. Με­τά­φρα­ση Μ. Πα­πα­δή­μα-Jaumé, Εξά­ντας 1992

Ερε­σός, Μάιος 2019

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: