Ένα παράδειγμα: Πρόβα στη σοφίτα
1978. Περασμένο απόγευμα. Ευρύχωρη κουζίνα. Στη μέση μεγάλο ξύλινο τραπέζι. (Στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Βιέννη υπάρχει μια ανάλογη τάβλα τεράστια, πάνω της κολλημένα αποφάγια και πιοτά, συντηρημένα ίχνη ενός συμποσίου το 1957.)
Στην κορυφή αυτού του τραπεζιού, ο οικοδεσπότης με σγουρά μαλλιά και φαρδιά ζώνη. Δεξιά του μια Σουηδέζα μαζεμένη στον εαυτό της. Αριστερά του οι τρεις Σωματοφύλακες (Νίκος, Κώστας, Bernard) κόβουν τριγωνικά χαρτάκια. Πίσω τους, στην πόρτα προς τον διάδρομο, ένας ζωγραφισμένος κύκλος/στόχος. Πού και πού σηκώνεται κάποιος και ρίχνει με μια βαλλίστρα. Πίνουν βαριά τσάγια με μανιτάρια και κάκτους. Ευωδιαστός καπνός.
Η Elfriede, το λαστιχένιο δέντρο, χορεύει με τα χέρια, καθιστή. Στον αέρα ονόματα: Spengler, Bergson, Feyerabend, Dürer. Ο οικοδεσπότης μιλά μόνο Bold.
Έξω στον διάδρομο που οδηγεί στα υπόλοιπα εφτά δωμάτια της σοφίτας, δίπλα στην πόρτα της κουζίνας, κάθομαι εγώ, μπροστά μου ένα τραπεζάκι θυρωρού. Φορώ γκρι ρεπούμπλικα και ένα αιώνια νεανικό χαμόγελο. Πάνω στο τραπεζάκι ένα επιδιασκόπιο.
Γράφω και ζωγραφίζω με τρία χρώματα στη λευκή προβολή πάνω στον μουντό τοίχο:
απόσπασμα γέλιου, απόσπασμα μουσικής, κατάλογοι γυναικείων ονομάτων που αυνανίστηκα, πυκνές ασύνειδες γραμμές, ημερομηνίες (1963, 1967, 1975, 1936, 1918), η δύναμη των αριθμών, η λέξη που σκοτώνει, τραγωδία.
Όλα τα πρόσωπα αυτό το απόγευμα είναι αληθινά. Τώρα σιωπούν. Σκέφτονται χορικά αυτό που γράφω.
(2019)