Θέατρο / Αναχρονισμός

Δε χρειά­ζε­ται να σου πω ότι το θέ­α­τρο ζει από τον ανα­χρο­νι­σμό.
H. Müller (γράμ­μα στον D. Gotscheff)

Ανα­χρο­νι­σμός: 1. Το ακού­σιο ή εκού­σιο λά­θος σε χρο­νο­λό­γη­ση, χρο­νι­κό εντο­πι­σμό γε­γο­νό­τος. 2. Η σκό­πι­μη πα­ρου­σί­α­ση ή από­δο­ση γε­γο­νό­των με χρη­σι­μο­ποί­η­ση πο­λι­τι­σμι­κών στοι­χεί­ων δια­φο­ρε­τι­κής, κυ­ρί­ως με­τα­γε­νέ­στε­ρης επο­χής. 3. Η εμ­μο­νή σε απαρ­χαιω­μέ­νες αντι­λή­ψεις. Συ­νώ­νυ­μα: οπι­σθο­δρο­μι­κός, ξε­πε­ρα­σμέ­νος. Αντί­θε­τα: νε­ω­τε­ρι­σμός, μο­ντερ­νι­σμός. (από το Λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη)

Εικόνα 1

Πρώ­τη μέ­ρα πρό­βας

Δια­φο­ρε­τι­κού με­γέ­θους τρα­πε­ζά­κια στη σει­ρά.
Ανά­γνω­ση. Έντο­νη δυ­σπι­στία στο βλέμ­μα. Πρό­σω­πα μου­δια­σμέ­να.
Σκόρ­πιες λέ­ξεις: Το ’χει γρά­ψει, ση­με­ρι­νό, σαν, πο­λύ, δε φτά­νουν, μή­νες, χιού­μορ, τρο­μα­κτι­κό, πα­λιό, κα­θό­λου. Επι­φω­νή­μα­τα και ανα­στε­ναγ­μοί, ανα­φο­ρά θαυ­μα­στι­κή στο όνο­μα του συγ­γρα­φέα (συ­νή­θως πά­νω από εκα­τό χρό­νια πε­θα­μέ­νου).
Με­τά η φρά­ση: Δια­βά­ζε­τε απλά για να το κα­τα­λά­βε­τε. Όλοι εξα­κο­λου­θούν να δια­βά­ζουν όπως πριν, μό­νο λί­γο πιο αρ­γά.
Ορ­γα­νι­κή κα­τά­στα­ση: Πλή­ξη όταν δεν δια­βά­ζω εγώ. Αί­σθη­ση ότι η ανά­γνω­ση δη­μιουρ­γεί μιαν αφε­λή και μο­νο­σή­μα­ντη ερ­μη­νεία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Έντο­νη ανά­μνη­ση (sense memory) ανά­γνω­σης 1965 στα Μα­κε­δο­νι­κά Εκ­παι­δευ­τή­ρια: Πα­ρα­κα­λώ να δια­βά­σει η Ια­τρού. (Κα­λο­λο­γι­κό διά­βα­σμα με έμ­φα­ση στη στί­ξη, παλ­μός στη φω­νή.) Ο στεί­ρος ελ­λη­νι­κός εκ­παι­δευ­τι­σμός πά­ντα πα­ρών στο ηχό­χρω­μα, στη φω­νή.
Σύμ­πτω­μα: Το κεί­με­νο και το τρα­πέ­ζι προ­κα­λούν ακραία σω­μα­τι­κή δυ­σπι­στία. Απα­γό­ρευ­ση της προ­φο­ρι­κό­τη­τας. Απα­γό­ρευ­ση της προ­σω­πι­κής εκ­φρα­στι­κό­τη­τας. Ο ανα­χρο­νι­σμός στην πιο προ­φα­νή του μορ­φή. Ξε­πε­ρα­σμέ­νος, οπι­σθο­δρο­μι­κός, πα­λιο­μο­δί­τι­κος.

Βαθ­μο­φό­ροι (Ιε­ραρ­χία)
Πρώ­τος ο διευ­θυ­ντής ή ο ιδιο­κτή­της του θε­ά­τρου
Δεύ­τε­ρος ο σκη­νο­θέ­της και οι διά­ση­μοι (ηθο­ποιοί)
Τρί­τοι οι συ­ντε­λε­στές
Τέ­ταρ­τοι οι ηθο­ποιοί (κα­νο­νι­κοί)
Το θε­α­τρι­κό έρ­γο εί­ναι η απα­ραί­τη­τη συ­γκολ­λη­τι­κή ου­σία. Αι­τία, πρό­φα­ση και επι­χεί­ρη­μα για τη θε­με­λί­ω­ση των σχέ­σε­ων εξου­σί­ας.
Γι’ αυ­τό: στο θέ­α­τρο λα­τρεύ­ουν τα έρ­γα· χω­ρίς έρ­γο δεν υπάρ­χει θέ­α­τρο.

Προ­σω­πι­κή υπο­ση­μεί­ω­ση:
Εξαι­ρε­τι­κή δυ­σκο­λία στην ανά­γνω­ση θε­α­τρι­κών έρ­γων. Η ηθι­κή τους ξε­πε­ρα­σμέ­νη. Κομ­μά­τια ολό­κλη­ρα έχουν μό­νο φι­λο­λο­γι­κή, αρ­χαιο­λο­γι­κή αξία. Η επι­και­ρι­κό­τη­τα δε των πε­ρισ­σό­τε­ρων σύγ­χρο­νων έρ­γων αφό­ρη­τη. Απλός ανα­χρο­νι­σμός.
Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα σω­στό σ’ έναν λά­θος κό­σμο.

Κομ­φορ­μι­σμός
1. Δε­κα­ε­τία του ’30. Προι­κι­σμέ­νος κα­θη­γη­τής αγ­γλι­κών σκη­νο­θε­τεί τη θε­α­τρι­κή ομά­δα ξε­νό­γλωσ­σου σχο­λεί­ου. Αρ­γό­τε­ρα, αγά­πη για το σύγ­χρο­νο ρε­περ­τό­ριο (1950-1960) και για τον λαϊ­κό πο­λι­τι­σμό. Ο ανα­χρο­νι­σμός ως μορ­φή ενερ­γεια­κής ου­το­πί­ας σε ένα Υπό­γειο. Σή­με­ρα επι­ζεί μό­νο ως ηθι­κι­στι­κή φόρ­μα.
2. Τέ­λη του ’70. Ιδιόρ­ρυθ­μος νέ­ος ηθο­ποιός μα­ζεύ­ει γύ­ρω του αξιό­λο­γες νέ­ες δυ­νά­μεις, νοι­κιά­ζει ένα ισό­γειο σε πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νη πε­ριο­χή και του(ς) αλ­λά­ζει τα φώ­τα. Δε­σπο­τι­κός και φι­λο­πε­ρί­ερ­γος, ερευ­νά τις ιδιο­τρο­πί­ες του λό­γου στα σώ­μα­τα των ηθο­ποιών. Τον ακο­λου­θεί μέ­χρι τέ­λους τρο­μο­κρα­τι­κή φή­μη.
Η μορ­φω­μέ­νη με­σαία τά­ξη της χώ­ρας προ­σκολ­λά­ται εδώ και εβδο­μή­ντα χρό­νια και στους δύο.
Ασυ­νεί­δη­τη απο­ε­νο­χο­ποί­η­ση από τον επαρ­χιω­τι­σμό και την πο­λι­τι­σμι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση της μι­κρής χώ­ρας όπου ζού­με.
Ο ανα­χρο­νι­σμός στην πιο βα­θιά και ασυ­νεί­δη­τη μορ­φή του.
Σύ­μπλεγ­μα λα­τρεί­ας. Η αμ­φι­σβή­τη­ση σε αυ­τό το ελ­λη­νι­κό κομ­φορ­μι­στι­κό σύ­στη­μα διώ­κε­ται ως αί­ρε­ση.

Ανα­χρο­νι­σμός:
O Heiner Müller στην επι­στο­λή του στον Dimitri Gotschef (1983) δί­νει έναν δια­φο­ρε­τι­κό, πο­λύ­πλο­κο ορι­σμό στον ανα­χρο­νι­σμό. Στο θέ­α­τρο ο ανα­χρο­νι­σμός εκ­φρά­ζε­ται στη συ­νά­ντη­ση/σύ­γκρου­ση τριών δια­φο­ρε­τι­κών χρό­νων: στον χρό­νο του έρ­γου (του υλι­κού), στον χρό­νο των ηθο­ποιών (της πα­ρά­στα­σης) και στον χρό­νο του κοι­νού.

Προ­σω­πι­κή υπο­ση­μεί­ω­ση:
Αυ­τός ο ανα­χρο­νι­σμός μοιά­ζει με δί­ω­ρο συγ­χυ­τι­κό επει­σό­διο ή με ψυ­χε­δε­λι­κή εμπει­ρία.

Ερώ­τη­ση: Μή­πως πρέ­πει να επέμ­βου­με δρα­στι­κά στο πα­ρελ­θόν; Να με­τα­φέ­ρου­με με όχη­μα τα θραύ­σμα­τα πα­λιών έρ­γων αν­θρω­πο­λο­γι­κό υλι­κό στο σώ­μα μας;
Ένα εί­δος μα­γι­κής αλοι­φής που άλει­φαν στις μα­σχά­λες τους οι μά­γισ­σες και πε­τού­σαν στο Heiligenberg. Ο από­λυ­τος ανα­χρο­νι­σμός.

Εικόνα 2

Ένα πα­ρά­δειγ­μα: Πρό­βα στη σο­φί­τα 
1978. Πε­ρα­σμέ­νο από­γευ­μα. Ευ­ρύ­χω­ρη κου­ζί­να. Στη μέ­ση με­γά­λο ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι. (Στο Μου­σείο Μο­ντέρ­νας Τέ­χνης στη Βιέν­νη υπάρ­χει μια ανά­λο­γη τά­βλα τε­ρά­στια, πά­νω της κολ­λη­μέ­να απο­φά­για και πιο­τά, συ­ντη­ρη­μέ­να ίχνη ενός συ­μπο­σί­ου το 1957.)

Στην κο­ρυ­φή αυ­τού του τρα­πε­ζιού, ο οι­κο­δε­σπό­της με σγου­ρά μαλ­λιά και φαρ­διά ζώ­νη. Δε­ξιά του μια Σου­η­δέ­ζα μα­ζε­μέ­νη στον εαυ­τό της. Αρι­στε­ρά του οι τρεις Σω­μα­το­φύ­λα­κες (Νί­κος, Κώ­στας, Bernard) κό­βουν τρι­γω­νι­κά χαρ­τά­κια. Πί­σω τους, στην πόρ­τα προς τον διά­δρο­μο, ένας ζω­γρα­φι­σμέ­νος κύ­κλος/στό­χος. Πού και πού ση­κώ­νε­ται κά­ποιος και ρί­χνει με μια βαλ­λί­στρα. Πί­νουν βα­ριά τσά­για με μα­νι­τά­ρια και κά­κτους. Ευω­δια­στός κα­πνός.

Η Elfriede, το λα­στι­χέ­νιο δέ­ντρο, χο­ρεύ­ει με τα χέ­ρια, κα­θι­στή. Στον αέ­ρα ονό­μα­τα: Spengler, Bergson, Feyerabend, Dürer. Ο οι­κο­δε­σπό­της μι­λά μό­νο Bold.

Έξω στον διά­δρο­μο που οδη­γεί στα υπό­λοι­πα εφτά δω­μά­τια της σο­φί­τας, δί­πλα στην πόρ­τα της κου­ζί­νας, κά­θο­μαι εγώ, μπρο­στά μου ένα τρα­πε­ζά­κι θυ­ρω­ρού. Φο­ρώ γκρι ρε­πού­μπλι­κα και ένα αιώ­νια νε­α­νι­κό χα­μό­γε­λο. Πά­νω στο τρα­πε­ζά­κι ένα επι­δια­σκό­πιο.

Γρά­φω και ζω­γρα­φί­ζω με τρία χρώ­μα­τα στη λευ­κή προ­βο­λή πά­νω στον μου­ντό τοί­χο:

από­σπα­σμα γέ­λιου, από­σπα­σμα μου­σι­κής, κα­τά­λο­γοι γυ­ναι­κεί­ων ονο­μά­των που αυ­να­νί­στη­κα, πυ­κνές ασύ­νει­δες γραμ­μές, ημε­ρο­μη­νί­ες (1963, 1967, 1975, 1936, 1918), η δύ­να­μη των αριθ­μών, η λέ­ξη που σκο­τώ­νει, τρα­γω­δία.

Όλα τα πρό­σω­πα αυ­τό το από­γευ­μα εί­ναι αλη­θι­νά. Τώ­ρα σιω­πούν. Σκέ­φτο­νται χο­ρι­κά αυ­τό που γρά­φω.                                                       

(2019)