Μισές αλήθειες: για τα «Ζώα-φυτά»

Ρενέ Μαγκρίτ (1948)
Ρενέ Μαγκρίτ (1948)

Δήμητρα Κατιώνη, «Ζώα-Φυτἀ», εκδ. Κέδρος 2023

Αν θα έπρε­πε να εντά­ξου­με ει­δο­λο­γι­κά την τρί­τη στη σει­ρά ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Κα­βα­λιώ­τισ­σας ποι­ή­τριας Δή­μη­τρας Κα­τιώ­νη (Το πα­ρα­μύ­θι από ψη­λά, Ρο­ές 2000 και Τρεις μέ­ρες κι ένα τρί­το, Θρά­κα 2016) με τον τί­τλο-παι­χνί­δι Ζώα-φυ­τά, θα βρι­σκό­μα­σταν μπρο­στά σε ένα αδιέ­ξο­δο. Σε ποιαν κα­τη­γο­ρία χω­ρά­νε αυ­τές οι πε­ζό­μορ­φες στρο­φές, σε ποιο ρά­φι της λο­γο­τε­χνι­κής ιστο­ρί­ας της κρί­σης και του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, θα βρει τη θέ­ση του ο πυ­κνός, κρυ­πτι­κός λό­γος που εκ­φέ­ρε­ται σχε­δόν πά­ντα απρό­σω­πα; Πώς θα απο­τυ­πω­θεί στην κρι­τι­κή το παι­γνιώ­δες, το αό­ρι­στο, το γε­νι­κό των ζώ­ων και των φυ­τών που κα­ταρ­γούν πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κά τις υπό­λοι­πες στή­λες του παι­χνι­διού, δη­λα­δή τα ονό­μα­τα, τις πό­λεις, τις χώ­ρες, τα αντι­κεί­με­να;
Αν ψά­ξου­με την απά­ντη­ση στον ορι­σμό του αφο­ρι­σμού και ανα­λύ­σου­με στην ασφυ­κτι­κή πυ­κνό­τη­τα των λέ­ξε­ων τη ρη­το­ρι­κή που στη­ρί­ζε­ται κα­τε­ξο­χήν στην πρω­το­κα­θε­δρία του ρή­μα­τος και στην τε­χνι­κή του αιφ­νι­δια­σμού, ίσως ανα­γνω­ρί­σου­με στα Ζώα και τα φυ­τά της Δή­μη­τρας αυ­τό που ο Karl Kraus ως ο κα­τε­ξο­χήν ει­δι­κός στους αφο­ρι­σμούς, συ­νό­ψι­ζε ως εξής: «σε αντί­θε­ση με το από­φθεγ­μα που ανα­ζη­τά την αλή­θεια, ο αφο­ρι­σμός εί­ναι η μι­σή αλή­θεια ή αλ­λιώς μία αλή­θεια και μι­σή».*
Μι­σές αλή­θειες ή μία αλή­θεια και μι­σή, δη­λα­δή ένα θραύ­σμα αλή­θειας, τό­σο προ­σω­πι­κό που να αγκα­λιά­ζει κά­θε πε­ρί­πτω­ση, εκ­φρά­ζουν και οι κε­ντη­μέ­νες πα­ρά­γρα­φοι της Δή­μη­τρας Κα­τιώ­νη. Αυ­τή η συ­μπύ­κνω­ση που με­τα­το­πί­ζει τις λέ­ξεις και τις έν­νοιες και αλ­λά­ζει τη σει­ρά τους ανά­με­σα στις παι­δι­κές στή­λες του αρ­χι­κού παι­χνι­διού, έχει κά­τι από την αι­σθη­τι­κή του κα­τα­κερ­μα­τι­σμού· χει­ρί­ζε­ται μια γραμ­μα­τι­κή και ανα­φο­ρι­κή αυ­το­νο­μία που συ­χνά απο­στα­θε­ρο­ποιεί τον κει­με­νι­κό ιστό και τρα­βά μα­γνη­τι­κά το βλέμ­μα στην κί­νη­ση της σκέ­ψης της ποι­ή­τριας.
Υδά­τι­νες δια­δρο­μές στη γε­ω­γρα­φία του σώ­μα­τος («μια φλέ­βα πο­τα­μί­σια ανε­βαί­νει το δε­ξί μου χέ­ρι»), η ανυ­πό­τα­κτη χλω­ρί­δα που ξαφ­νι­κά εξου­σιά­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα («αν κρί­νω από τη γεύ­ση στο στό­μα μου, μια λε­μο­νιά θα φυ­τρώ­σει στην κοι­λιά μου»), ένα άναρ­χο κομ­μά­τι ου­ρα­νού που υπο­τάσ­σε­ται σε μια πα­ρή­χη­ση του ζ και του ρ («Ορί­ζο­ντας εί­ναι το μέ­ρος του ου­ρα­νού που χα­ρί­ζεις στον ορι­σμό») οι μι­κροί αφο­ρι­σμοί, δια­πι­στώ­σεις που κρύ­βουν με­θο­δι­κά το εγώ ξε­σκε­πά­ζουν τις δια­δρο­μές της επι­θυ­μί­ας, την απο­μά­γευ­ση του έρω­τα, την εμπει­ρία της μη­τρό­τη­τας, την αστι­κή βιαιό­τη­τα της φύ­σης, σω­ρεύ­ο­ντας ει­κό­νες και αι­σθή­σεις με τρό­πο ακα­ριαίο. Ξε­δι­πλώ­νο­ντας πο­λύ προ­σε­κτι­κά τους στί­χους-αφο­ρι­σμούς, τις στρο­φές-οδη­γί­ες, ο ποι­η­τι­κός λό­γος δεν εί­ναι στα­τι­κός: εκεί που μοιά­ζει να πε­ριο­ρί­ζε­ται στα υπε­σχη­μέ­να ζώα και φυ­τά του τί­τλου, ξε­προ­βάλ­λουν κύ­ρια ονό­μα­τα και προ­σω­πι­κές αντω­νυ­μί­ες αλ­λά­ζο­ντας τους κα­νό­νες και τις προ­τε­ραιό­τη­τες.
Οι αφο­ρι­σμοί συ­χνά έχουν ένα στοι­χείο δι­δα­κτι­σμού ή φι­λο­σο­φι­κής πα­ραί­νε­σης, μια απο­στρο­φή εις εαυ­τόν η οποία στη συλ­λο­γή της Δή­μη­τρας Κα­τιώ­νη συ­χνά υπο­νο­μεύ­ε­ται και απο­κτά ένα δια­φο­ρε­τι­κό πε­ρί­γραμ­μα με μια ρε­α­λι­στι­κή χροιά. Στα ποι­ή­μα­τα αυ­τά η μι­σή αλή­θεια πα­ρα­σύ­ρε­ται από το βί­ω­μα και την ανά­μνη­ση, απεκ­δύ­ε­ται τον απρό­σω­πο-προ­σω­πι­κό τό­νο και φτά­νει βα­θιά στη σύλ­λη­ψη μιας ποι­η­τι­κής ει­κό­νας.
Πρό­κει­ται κυ­ρί­ως για ποι­ή­μα­τα σε γλώσ­σα «ιδιω­τι­κή», όπως την ονο­μά­ζει με συ­στο­λή η νε­α­ρή ποι­ή­τρια, («ο ανό­η­τος ο λό­γος, ο ιδιω­τι­κός. Η θεϊ­κή αυ­τή αγά­πη. Που στέρ­γει την ύπαρ­ξή μας»), κα­θώς ακου­μπά στον ορί­ζο­ντά μας σκη­νές οι­κια­κό­τη­τας ή θραύ­σμα­τα μιας πιο κλει­στής, δι­κής της γε­ω­γρα­φί­ας. Σε εκεί­να τα ση­μεία ο λό­γος ξε­σπά σε υπο­κο­ρι­στι­κά και προ­σω­πι­κές αντω­νυ­μί­ες με­τα­κι­νώ­ντας ονό­μα­τα ή αντι­κεί­με­να στις θέ­σεις που λεί­πουν, σπρώ­χνο­ντάς τα ανά­με­σα στα ζώα και στα φυ­τά, εκεί ανά­με­σα στα με­γά­λα κε­νά που η ίδια έχει αφή­σει έξω από το παι­χνί­δι.

Μην επι­θυ­μή­σεις από επι­θυ­μία, μην κρυ­φτείς, εί­ναι σαν φό­νος, μην κλέ­ψεις, πράγ­μα δι­κό σου, μην κοι­τά­ξεις πέ­ρα από τον κα­θρέ­φτη, μη μα­ταιώ­νεις το αί­μα, μην ξα­να­πείς το όνο­μά σου, μην κλαις αγά­πη μου, μην κλαις, μην κλαις, μην κλαις, δεν καν δέ­κα οι κά­τω­θεν εντο­λές προς τον ου­ρα­νό, θε­ός προ­σεύ­χε­ται σ’ εμάς, μό­νο άκου. («Δέ­κα», σ. 66.)

Στην επί­μο­νη μου­σι­κή της άρ­νη­σης, τα απα­νω­τά «μην» ανοί­γουν σαν λου­λού­δι έναν χο­ρό πα­ραι­νέ­σε­ων· σκια­γρα­φούν ένα το­πίο εγκλει­σμού που οριο­θε­τεί­ται στις γραμ­μές της μα­ταιω­μέ­νης επι­θυ­μί­ας και κο­ρυ­φώ­νε­ται στη λυ­ρι­κή επα­νά­λη­ψη «μην κλαις, αγά­πη μου» βρί­σκο­ντας το δρό­μο ανά­με­σα σε εντο­λές και απα­γο­ρεύ­σεις προς έναν μάλ­λον ανοί­κειο ου­ρα­νό. Στον «ιδιω­τι­κό» τό­νο αυ­τών των ποι­η­μά­των η ποι­ή­τρια αφή­νει για λί­γο το βα­σι­κό τέ­χνα­σμα του αφο­ρι­σμού –ο αφο­ρι­σμός, σε αντί­θε­ση με το από­φθεγ­μα που στη­ρί­ζε­ται στην πα­ρα­τή­ρη­ση των άλ­λων, ενερ­γο­ποιεί έναν μη­χα­νι­σμό εν­δο­σκό­πη­σης–.
Και εδώ η νη­φά­λια, ήρε­μη εν­δο­σκό­πη­ση που δί­νει τον ρυθ­μό στη συλ­λο­γή, στα «ιδιω­τι­κά» ποι­ή­μα­τα τσα­λα­κώ­νε­ται και φτά­νει πιο βα­θιά σε έναν απροσ­δό­κη­το λυ­ρι­σμό. Κα­ταρ­γώ­ντας έτσι τα σχή­μα­τα και τις γε­ω­με­τρί­ες του αρ­χι­κού παι­χνι­διού απο­κα­λύ­πτε­ται αυ­θε­ντι­κό και σχε­δόν απρό­σκλη­το το χρώ­μα της ποι­η­τι­κής συ­γκρό­τη­σης. Στο ποί­η­μα «Θη­λα­στι­κά», η απα­ρίθ­μη­ση των κτη­τι­κών σαν μυ­στι­κό μά­ντρα ανα­κα­λεί μια τε­λε­τή εσω­τε­ρι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης:

Σπου­δά­ζο­ντας την κτη­τι­κή αντω­νυ­μία της γυ­ναι­κεί­ας ακτη­μο­σύ­νης ―καρ­χα­ρία μου, φά­λαι­να, λα­βρά­κι― δια­πι­στώ­νει κα­νείς ―γύ­πα, σταυ­ρα­ε­τέ μου σκου­λη­κά­κι― πως το πιο τρο­μα­κτι­κό από όλα ―κα­ται­γί­δα, καύ­σω­να, αε­ρά­κι μου― εί­ναι ότι η γυ­ναί­κα ―αγά­πη μου, αγά­πη μου, αγά­πη―, δεν έχει να χά­σει τί­πο­τε. Άδεια­σέ την. Αυ­τή η γω­νιά εί­ναι δι­κή μου. Και θα μεί­νει κε­νή. («Θη­λα­στι­κά», σ. 19.)

Στα σαρ­κο­βό­ρα σύμ­βο­λα της αρ­ρε­νω­πό­τη­τας, στη συσ­σώ­ρευ­ση των ει­κό­νων σαν να ξε­φυλ­λί­ζει κα­νείς σε­λί­δες ζω­ο­λο­γί­ας και εγκυ­κλο­παί­δειας κα­θρε­φτί­ζε­ται «πέ­ρα από τον κα­θρέ­φτη» το πιο ακρι­βό ζη­τού­με­νο: ένα εί­δος ανέ­φι­κτης ισό­τη­τας στον έρω­τα, ένα εί­δος απο­δο­χής της απώ­λειας, ή το δι­καί­ω­μα στην επι­λο­γή της απώ­λειας. Αυ­τός ο ανυ­πό­τα­χτος λυ­ρι­σμός που τι­θα­σεύ­ε­ται μό­νον φαι­νο­με­νι­κά στη μι­κρή φόρ­μα των πε­ζό­στρο­φων ποι­η­μά­των ξε­προ­βάλ­λει κα­τα­κλυ­σμι­κός κά­θε φο­ρά που η ποι­ή­τρια αφή­νει να φα­νούν γυ­μνά τα βιω­μα­τι­κά ίχνη της μνή­μης, της αί­σθη­σης, της σω­μα­τι­κό­τη­τας.
Η Παυ­λί­να Πα­μπού­δη εί­χε επι­ση­μά­νει για την πρώ­τη συλ­λο­γή της Δ.Κ. την πα­ρά­ξε­νη τε­χνι­κή που «μι­σο­ε­πι­θε­τι­κά-μι­σο­φι­λι­κά δί­νει δα­γκω­μα­τιές στο άγνω­στο». Ανά­με­σα στον φαι­νο­με­νι­κά ελέγ­ξι­μο κό­σμο της πε­ρι­γρα­φής και την ακα­τέρ­γα­στη ροή του λυ­ρι­σμού, επι­στρα­τεύ­ο­ντας το χιού­μορ ή την ανοι­κεί­ω­ση, το παι­γνιώ­δες αλ­λά κά­πο­τε και το τρα­γι­κό, η Δή­μη­τρα Κα­τιώ­νη στα Ζώα-Φυ­τά χα­ρά­ζει ευ­θεί­ες, ολόι­σιες γραμ­μές σε μια επο­χή που η ποί­η­ση ξο­δεύ­ε­ται σε φτη­νές με­θό­δους αυ­το­θε­ρα­πεί­ας και πα­ρω­χη­μέ­νου ρο­μα­ντι­σμού. Σ’ αυ­τές τις ευ­θεί­ες γραμ­μές ανα­γνω­ρί­ζει κα­νείς μια στα­θε­ρή δια­δρο­μή και μια τολ­μη­ρή ανα­μέ­τρη­ση με την τέ­χνη της ποί­η­σης.





--------------
* Ο Karl Kraus (1874-1936) θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός έμει­νε στην ιστο­ρία για την τόλ­μη του και τους ευ­ρη­μα­τι­κούς αφο­ρι­σμούς του. Βλ. Karl Kraus, Sprüche und Wiedersprüche, 1909. Βλ. σχε­τι­κά Jean-Marie André, «Les twitts de Karl Kraus», Hegel τχ. 3 /2016, σ. 317-323.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: