Η Νερένια κι ο Φωσάκης

Η Νερένια κι ο Φωσάκης



Χα­ρεί­τε την ελευ­θε­ρία σας, ωραία μου που­λά­κια
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ




Ζού­σε στους πρό­πο­δες ενός κού­φιου βου­νού, που ήταν γε­μά­το με φω­νές φυ­λα­κι­σμέ­νων που­λιών, ένας κη­που­ρός με τη γυ­ναί­κα του, που εί­χαν με­γά­λο καη­μό για­τί δεν εί­χα­νε παι­διά. Όλη τη μέ­ρα δού­λευαν στ’ αμπε­λο­χώ­ρα­φά τους: τσά­πι­ζαν, θειά­φι­ζαν, κορ­φο­λο­γού­σαν τα κλή­μα­τα, μά­ζευαν σε κο­φί­νι τα ζου­με­ρά στα­φύ­λια.
Ένα από­γευ­μα που έβρε­χε, τρύ­πω­σαν κά­τω από ένα υπό­στε­γο για να μη μου­σκέ­ψουν. Κι έτσι που έπε­φτε η βρο­χή πά­νω στις λα­μα­ρί­νες, τσικ-τσικ-τσι­τσι­κί­τσι-τσικ… ήταν σαν να άκου­γαν μια φω­νή:

―Για­τί δεν παίρ­νε­τε για κό­ρη σας μια από τις στα­γό­νες της βρο­χού­λας;

Α! κά­ποιο από τα φυ­λα­κι­σμέ­να που­λιά ίσως να έστελ­νε ένα μή­νυ­μα. Μα ποια απ’ όλες τις στα­γό­νες να δια­λέ­γα­νε;

―Βγες έξω! ακού­ει ο άντρας, που ήταν λε­πτο­κα­μω­μέ­νος σαν κα­λά­μι (κι από τώ­ρα θα τον λέ­με Κα­λα­μέ­νιο), βγες, κι όποια στα­γό­να πέ­σει στο κού­τε­λό σου, αυ­τή θε να ’ναι και το τυ­χε­ρό σου.

Βγαί­νει κι αυ­τός έξω από το υπό­στε­γο και να μια βρο­χο­στά­λα στο μέ­τω­πό του, που όλο και με­γά­λω­νε… Σε λί­γο κύ­λη­σε προς τα κά­τω, και στά­θη­κε – τι χα­ρά! – ένα κο­ρι­τσά­κι εμπρός του με ένα γλυ­κό μου­τρά­κι που χα­μο­γε­λού­σε.

―Εί­μαι η Νε­ρέ­νια, του εί­πε.

Όταν στα­μά­τη­σε η βρο­χή, φά­νη­κε το εφτά­χρω­μο ου­ρά­νιο τό­ξο, και πά­λι ακού­στη­κε μια φω­νή:

―Κρά­τα ένα χρώ­μα από τα εφτά για να έχεις δυο παι­διά…

Βγαί­νει έξω και η γυ­ναί­κα (που από τώ­ρα θα την λέ­με Με­τα­ξέ­νια, για­τί με­γά­λω­νε πά­νω σε φύλ­λα μου­ριάς με­τα­ξο­σκώ­λη­κες) και κοι­τώ­ντας ψη­λά, λέ­ει:

―Όποιο χρώ­μα πέ­σει στο δα­χτυ­λί­δι μου και γί­νει μο­νό­πε­τρο, αυ­τό θα γί­νει παι­δί δι­κό μας.

Στο λε­φτό ξε­κό­βει μια δέ­σμη από φλο­γι­σμέ­νες ακτί­νες και θρο­νιά­ζε­ται στο δα­χτυ­λί­δι της. Μέ­σα από κει ξε­πη­δά­ει ένα αγο­ρά­κι γε­λα­στό:

―Εί­μαι ο Φω­σά­κης. Πό­τε θα φά­με; Πώς πει­νάω!

Κι έτσι από δυο νο­μα­ταί­οι που έφυ­γαν από το σπί­τι, τώ­ρα γυρ­νά­νε πί­σω τέσ­σε­ρις. Μα πριν μπού­νε μέ­σα, ακού­γε­ται από το κού­φιο βου­νό:

―Την ημέ­ρα μό­νο θα εί­ναι παι­διά, το βρά­δυ θα εί­ναι πά­λι νε­ρό και φω­τιά!

Κι όταν αυ­τά παί­ξα­νε κι έκα­ναν τις τού­μπες και τις σκα­ντα­λιές τους, άρ­χι­σαν να χα­σμου­ριού­νται – νύ­στα­ζαν τα καη­μέ­να!
Πή­ρε τό­τε ο Κα­λα­μέ­νιος μια σκά­φη, την έστρω­σε με σφουγ­γα­ρά­κια, έβα­λε τη Νε­ρέ­νια να κοι­μη­θεί μ’ ένα βό­τσα­λο για προ­σκε­φά­λι. Αμέ­σως το κο­ρι­τσά­κι έγι­νε βρό­χι­νο νε­ρό. Παίρ­νει και η Με­τα­ξέ­νια ένα μπρού­τζι­νο λυ­χνά­ρι, βά­ζει μπό­λι­κο λα­δά­κι και στρώ­νει τον Φω­σά­κη μ’ ένα φυ­τί­λι για προ­σκε­φά­λι. Και γί­νε­ται κι αυ­τός μια φλό­γα που σκορ­πά­ει φως γλυ­κό.
Έτσι κα­νό­νι­ζαν τα βρά­δια. Το πρωί σχη­μα­τί­ζο­νταν η Νε­ρέ­νια κι έβγαι­νε από τη σκά­φη, ενώ από το λυ­χνά­ρι ανέ­βαι­νε ένας αχνο­γά­λα­νος κα­πνός κι έπαιρ­νε μορ­φή ο Φω­σά­κης.
Όταν έβρε­χε το κο­ρί­τσι έτρε­χε στην αυ­λή, όπου εί­χε φυ­τρώ­σει ένα βρο­χό­δε­ντρο και μά­ζευε από τα φύλ­λα του τις στά­λες. Τις έκλει­νε προ­σε­χτι­κά μέ­σα στις πα­λά­μες της κι άκου­γε όλα τα μυ­στι­κά του ου­ρα­νού. Το αγό­ρι πά­λι, όταν στα­μά­τα­γε η βρο­χή, πε­ρί­με­νε να φα­νεί το ου­ρά­νιο τό­ξο. Αυ­τό βέ­βαια δεν βγαί­νει τό­σο συ­χνά, έτσι ακρι­βο­θώ­ρη­το που εί­ναι… Όταν όμως το πε­τύ­χαι­νε έκα­νε τσου­λή­θρα στις ανταύ­γειες του: χρυ­σα­φιές, πορ­το­κα­λέ­νιες, ωχρο­πρά­σι­νες, με­νε­ξε­δέ­νιες, θα­λασ­σιές…

Έτσι περ­νού­σε ο και­ρός και τα παι­διά με­γά­λω­ναν κι άρ­χι­σε να γε­μί­ζει το μυα­λό τους με ερω­τή­σεις πιο πολ­λές από τις απα­ντή­σεις – και γύ­ρε­ψαν να γνω­ρί­σουν τον άγνω­στο, γι’ αυ­τούς, κό­σμο.
Από το βου­νό, τα που­λιά προ­στά­ξα­νε:

―Όπου και να πά­τε, το σκα­φί­δι και το λυ­χνά­ρι μην το ξε­χνά­τε…

Πή­ραν λοι­πόν τα μπο­γα­λά­κια τους στα χέ­ρια, το δι­σά­κι τους στον ώμο, και ξε­κι­νή­σα­νε. Δρό­μο παίρ­νουν, δρό­μο αφή­νουν, φτά­νουν σ’ ένα παν­δο­χείο, που στη στέ­γη του για ανε­μο­δεί­χτης, στρι­φο­γύ­ρι­ζε ένας βαλ­σα­μω­μέ­νος πε­τει­νός. Με το που πέ­ρα­σαν μέ­σα, βλέ­πουν μια πα­ρέα με­θυ­σμέ­νων, που πε­τού­σαν στον αέ­ρα τα κα­πέ­λα τους τρα­γου­δώ­ντας:

Πί­νω για να σ’ αλη­σμο­νή­σω
αν σε δω θα ξε­ψυ­χή­σω…

Βλέ­πουν και τον κά­πε­λα, με μια μύ­τη πρη­σμέ­νη σαν παν­τζά­ρι, να γε­μί­ζει τα πο­τή­ρια τους συ­νέ­χεια με κρα­σί, ενώ αυ­τοί σφυ­ρί­ζο­ντας με τα δά­χτυ­λα τους συ­νό­δευαν την τα­βερ­νιά­ρισ­σα που ξε­λα­ρυγ­γι­ζό­τα­νε στο τρα­γού­δι:

Ο μπάρ­μπας μου ο κου­ρε­λής
έχα­σε τα πα­πιά του
έτρε­χε και τα γύ­ρευ­γε
κι άλ­λος τα μα­γεί­ρευ­γε…

και δώ­στου χα­χα­νη­τά και αγριο­φω­νά­ρες… Στο τζά­κι ρο­κά­νι­ζε η φω­τιά και στο τα­βά­νι ο κα­πνός σχη­μά­τι­ζαν φτε­ρού­γες άγριων που­λιών.
Πί­σω από τον πά­γκο του, ο τα­βερ­νιά­ρης ξε­που­πού­λια­ζε ορ­νί­θια. Τα φτε­ρά τους γέ­μι­ζαν τον τό­πο και μια πα­ρα­δου­λεύ­τρα, με γα­λό­τσες στα γυ­μνά της πό­δια, τα φρο­κα­λού­σε προς τα έξω. Μα έτσι που ανοι­γό­κλει­νε την πόρ­τα, ο αέ­ρας έφερ­νε και πά­λι τα φτε­ρά μέ­σα και τό­τε ακου­γό­ταν η φω­νή του αφε­ντι­κού:

―Αχα­ΐ­ρευ­τη, τε­μπέ­λα, χα­ρά­μι το ψω­μί που σε τα­ΐ­ζου­με…

Εκεί­νη όμως, αμί­λη­τη, συ­νέ­χι­ζε να σπρώ­χνει τα φτε­ρά προς τα έξω, που με­ρι­κά, έτσι που μπερ­δεύ­ο­νταν στα μα­κριά μαλ­λιά της, φά­ντα­ζαν επά­νω τους σαν χρυ­σα­φέ­νια.

―Ας το πά­ρου­με μα­ζί μας αυ­τό το κο­ρι­τσά­κι, εί­πε η Νε­ρέ­νια… κι ας εί­ναι λε­ρω­μέ­νο. Πό­σο το αγα­πώ…

Ο κά­πε­λας, κρα­τώ­ντας ένα κε­ρί που κά­πνι­ζε, τους οδή­γη­σε στο δω­μά­τιο για να πε­ρά­σουν το βρά­δυ. Σκο­τεί­νια­ζε, και γι’ αυ­τό, γρή­γο­ρα-γρή­γο­ρα, έστρω­σαν τη Νε­ρέ­νια στη σκά­φη της και τον Φω­σά­κη μες στο λυ­χνά­ρι του κι έπε­σαν κι οι τέσ­σε­ρις ψό­φιοι από την κού­ρα­ση για ύπνο. Μα οι με­θύ­στα­κες κά­τω, εί­χαν κα­τα­στρώ­σει σχέ­διο να τους λη­στέ­ψουν, για­τί θαρ­ρού­σαν πως μέ­σα στις απο­σκευ­ές τους εί­χα­νε θη­σαυ­ρό. Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα, σπρώ­χνουν την πόρ­τα και τους τρο­μά­ζουν με τα μα­χαί­ρια τους.

Αμέ­σως ο Κα­λα­μέ­νιος λέ­ει:

―Πε­τά­ξου, γιό­κα μου!

Μέ­σα από το λυ­χνά­ρι σπί­θες σα βεγ­γα­λι­κά αστρά­φτουν και κύ­μα­τα φω­τιάς πέ­φτουν πά­νω στους λη­στές.

―Πε­τά­ξου κό­ρη μου! προ­στά­ζει και από τη σκά­φη ρι­πές με βρό­χι­νο νε­ρό κά­νουν τους κλέ­φτες μου­σκί­δι. Άλ­λοι βρεγ­μέ­νοι, άλ­λοι ζε­μα­τι­σμέ­νοι, ξε­φω­νί­ζουν:

―Στοι­χειά! ξω­τι­κά! σα­λα­μά­ντρες! και, κου­τρου­βα­λώ­ντας τις σκά­λες, εξα­φα­νί­ζο­νται κι όπου φύ­γει-φύ­γει!

Την άλ­λη μέ­ρα κι οι τέσ­σε­ρις, αφή­νουν το χά­νι αυ­τό και παίρ­νουν τον δρό­μο για την πο­λι­τεία. Φτά­νουν έξω απ’ τα τεί­χη με τις επάλ­ξεις, τους πύρ­γους, όπου με κρω­ξιές φτε­ρο­κο­πά­νε μαυ­ρο­πού­λια, σπα­θί­ζο­ντας τον αέ­ρα.
Τρό­μα­ξαν τα παι­διά βλέ­πο­ντας τις αρ­χαί­ες εκεί­νες, μα­το­βαμ­μέ­νες πο­λε­μί­στρες. Μα για να μπουν μέ­σα στην πο­λι­τεία, έπρε­πε να πε­ρά­σουν μια με­γά­λη πόρ­τα, που την έλε­γαν η Πύ­λη των Δα­κρύ­ων. Εκεί έστε­κε σ’ ένα πέ­τρι­νο φυ­λά­κιο ένας αδά­κρυ­τος – τι αντί­θε­ση! – φρου­ρός που κα­τα­κρα­τού­σε τους φό­ρους. Από τους γε­ωρ­γούς άρ­πα­ζε ένα τσου­βά­λι σι­τά­ρι στα δέ­κα, από τους βο­σκούς δύο αρ­νά­κια στα εί­κο­σι, από τους πρα­μα­τευ­τά­δες τρία πα­νέ­ρια στα τριά­ντα… Τον έτρε­μαν για την ασπλα­χνία του οι γαϊ­δου­ρο­λά­τες που κου­βα­λού­σαν γεν­νή­μα­τα με τα γαϊ­δου­ρά­κια τους, τον έβρι­ζαν στα κρυ­φά οι αγε­λα­δά­ρη­δες, που τους έπαιρ­νε τις καρ­δά­ρες με το γά­λα και τα του­λού­μια με τα τυ­ριά, μέ­χρι και οι στρα­τιώ­τες τον φο­βό­ντα­νε, που τους ξά­φρι­ζε ακό­μα και τις λόγ­χες τους.
Μό­λις, ο άπλη­στος αυ­τός τε­λώ­νης, που έμοια­ζε με αρ­πα­χτι­κό, τους εί­δε να προ­χω­ράν δι­στα­κτι­κά, εί­πε μέ­σα του: «Χμ! χω­ριά­τες άμα­θοι φαί­νο­νται… και θα ’χουν γε­ρό κο­μπό­δε­μα στα σα­κού­λια που βα­στά­νε». Όταν πλη­σί­α­σαν στο φυ­λά­κιο, τους δια­τά­ζει:

―Στα­θεί­τε! Τι κρύ­βε­τε εκεί μέ­σα; και μ’ ένα σου­βλί μυ­τε­ρό τρυ­πά­ει τον με­γά­λο σά­κο. Πέ­φτει με κρό­το κά­τω η σκά­φη, πέ­φτει και το λυ­χνά­ρι.

Μα τη στιγ­μή εκεί­νη, σύν­νε­φα μο­λυ­βέ­νια σκε­πά­ζουν τον ου­ρα­νό, κι αρ­χί­ζει να βρέ­χει με το τσου­βά­λι. Ο φο­ρο­μπή­χτης τρέ­χει τσα­λα­βου­τώ­ντας μέ­σα στις λά­σπες για να σώ­σει τα κλε­ψι­μαί­ι­κά του. Με τη φό­ρα που παίρ­νει, αλεύ­ρια σκορ­πά­νε, λά­δια χύ­νο­νται, κι από τις τσέ­πες του κα­τρα­κυ­λά­νε νο­μί­σμα­τα. Μέ­σα στον ανε­μο­ρού­φου­λα, ακού­γε­ται:

Όσα κι αν μά­σεις δεν θα χορ­τά­σεις
κι απ’ τα πολ­λά που τρως θα σκά­σεις
τρύ­πιο πι­θά­ρι πο­τέ γε­μί­ζει;
άδειο θα μεί­νει κι ας ξε­χει­λί­ζει.

Όσο για τους δια­βά­τες, που περ­πα­τού­σα­νε στην ιστο­ρία μας αυ­τή, ού­τε μια στα­γό­να δεν τους άγ­γι­ξε. Ο βρεγ­μέ­νος τη βρο­χή δεν τη φο­βά­ται. Γι’ αυ­τό και η Νε­ρέ­νια, ανοί­γο­ντας τα χε­ρά­κια της, έφτια­ξε μια κα­μά­ρα αό­ρα­τη πά­νω από τα κε­φά­λια τους και πέ­ρα­σαν δί­χως άλ­λο εμπό­διο την Πύ­λη εκεί­νη.
Μπρο­στά τους πια απλω­νό­ταν ο κό­σμος με τις αμέ­τρη­τες φω­λιές του, τους αγνώ­στους αν­θρώ­πους που πή­γαι­ναν κι ερ­χό­τα­νε σαν τα μερ­μή­γκια, μι­λιού­νια, με τ’ αμά­ξια που οι ρό­δες τους γυρ­νού­σαν αστα­μά­τη­τα. Πλη­σί­α­ζαν στο πο­τά­μι που δια­σχί­ζει την πό­λη, όταν κα­τέ­φθα­σε μια άμα­ξα με φού­ρια με­γά­λη. Κι έτσι που στα­μά­τη­σε από­το­μα, – κρακ! – σπά­νει ένας τρο­χός και γέρ­νει μο­νό­πα­ντα. Κά­νει να κα­τε­βεί μια χω­ρια­το­πού­λα, πα­ρα­πα­τά­ει και σω­ριά­ζε­ται στον δρό­μο που εί­ναι γε­μά­τος πέ­τρες και κα­βα­λί­νες από τα άλο­γα και τα που­λα­ρά­κια. Κι έτσι που φό­ρα­γε στο όμορ­φό της κε­φά­λι ένα ασπρο­κε­ντη­μέ­νο μα­ντή­λι, τα μαλ­λιά της φά­νη­καν ακό­μα πιο μαύ­ρα απ’ ό,τι ήταν, κα­θώς λύ­θη­καν κι έπε­σαν στους ώμους της σαν γυα­λι­στε­ρά με­τά­ξια.

―Αχ, το πο­δα­ρά­κι μου! πρό­λα­βε να πει και λι­γο­θύ­μη­σε βλέ­πο­ντας το αί­μα.

Δί­χως να πε­ρι­μέ­νουν, τρέ­χει η Νε­ρέ­νια και ξε­πλέ­νει με βρο­χο­στά­λες την πλη­γή. Σκύ­βει κι ο Φω­σά­κης και μ’ ένα λι­νά­ρι βου­τηγ­μέ­νο στο λά­δι του λυ­χνα­ριού του, δέ­νει το τραύ­μα. Και πριν τους ευ­χα­ρι­στή­σει ο αμα­ξάς, περ­νάν τη γέ­φυ­ρα και γί­νο­νται άφα­ντοι – το κα­λό εί­ναι κα­λό όταν δεν πε­ρι­μέ­νει αντα­μοι­βή.
Κα­τά­κο­ποι από τον πο­δα­ρό­δρο­μο, φτά­νουν έξω από την πό­λη σε μια βου­νο­πλα­γιά. Βλέ­πουν ένα μύ­λο στην άκρια του γκρε­μού. Ο αέ­ρας φυ­σά­ει, μα η φτε­ρω­τή του δεν γυρ­νά. Τι να γί­νε­ται; Ακου­μπι­σμέ­νος στον κορ­μό ενός δέ­ντρου ο μυ­λω­νάς κλαί­ει την τύ­χη του, απελ­πι­σμέ­νος από την ανα­δου­λειά. Πώς να αλέ­σουν οι μυ­λό­πε­τρες αφού τα φτε­ρά του μύ­λου στέ­κουν ακί­νη­τα; Τα σα­κιά με το στά­ρι που του έχουν φέ­ρει οι γε­ωρ­γοί, ακό­μα λί­γο θα σκου­λη­κιά­σουν. Τα παι­διά του, σκορ­πι­σμέ­να στα χω­ρα­φά­κια πα­σχί­ζουν να μα­ζέ­ψουν λί­γα φα­γώ­σι­μα, τί­πο­τα καυ­κα­λή­θρες, αγριο­λά­χα­να, κά­να σα­λι­γκα­ρά­κι, αυ­γου­λά­κια από πε­τρο­πέρ­δι­κες για να τα μα­γει­ρέ­ψει η μά­να τους. Μό­λις τους βλέ­πει ο μυ­λω­νάς:

―Ελά­τε να ξα­πο­στά­σε­τε, τους λέ­ει, κι από ό,τι έχου­με κά­τι θα βρε­θεί να σας φι­λέ­ψου­με. Κι από ένα κα­λά­θι που κρε­μό­ταν από σχοι­νί από το πά­τε­ρο, έβγα­λε ένα καρ­βέ­λι, λί­γες ελιές, ένα κρεμ­μύ­δι, και τα απί­θω­σε πά­νω στο στρογ­γυ­λό τρα­πε­ζά­κι, στον σο­φρά. Και πα­ρό­λη τη στε­νο­χώ­ρια του, πή­ρε στα χέ­ρια του δυο κα­λα­μό­βερ­γες και χτυ­πώ­ντας τες πά­νω σ’ ένα κού­τσου­ρο, άρ­χι­σε να τρα­γου­δά­ει:

Ας γύ­ρι­ζε η φτε­ρω­τή
κι ας εί­χα το κε­φά­λι
γε­μά­το με πα­σπά­λη
αλέ­θο­ντας το στά­ρι

Κι όταν τα παι­διά ρω­τή­σα­νε τι εί­ναι η πα­σπά­λη ο μυ­λω­νάς τους έδει­χνε τη σκό­νη από το αλεύ­ρι που εί­χε κολ­λή­σει στα λι­θά­ρια του μύ­λου με το άλε­σμα.
Βρά­δια­ζε, και τους έβα­λε να κοι­μη­θούν μέ­σα σε ένα πα­ρά­σπι­το, που ήταν και αχε­ρώ­νας. Απι­θώ­νουν πά­νω σε ένα πε­ζού­λι το λυ­χνά­ρι – ευ­θύς λα­μπο­κο­πά ο Φω­σά­κης. Από κά­τω βά­ζουν το σκα­φί­δι, ξα­πλώ­νει η Νε­ρέ­νια μ’ ένα καύ­κα­λο αδεια­νό χε­λώ­νας για προ­σκε­φά­λι.
Αρ­γά το βρά­δυ, ένα βοϊ­δά­κι ξέ­κο­ψε απ’ το πα­χνί του κι ήρ­θε κο­ντά στο λυ­χνά­ρι, και το έρι­ξε μες στη σκά­φη. Μα, τι πα­ρά­ξε­νο! αντί να σβή­σει το λυ­χνά­ρι, φεγ­γο­βο­λά ακό­μα πιο πο­λύ. Και τό­τε, αρ­χί­ζει να γυρ­νά η φτε­ρω­τή του μύ­λου και να βρο­ντο­λο­γά­νε οι μυ­λό­πε­τρες.
Κι εκεί­νη την ώρα, θέ­λε­τε πι­στέψ­τε το, θέ­λε­τε όχι, τρα­ντά­χτη­κε το κού­φιο βου­νό. Βρό­ντη­ξαν και τα­ρα­κου­νή­θη­καν τα θε­μέ­λιά του. Απ’ τις ρα­γι­σμα­τιές του πε­τά­χτη­καν, φτε­ρου­γί­ζο­ντας τρε­λά απ’ τη χα­ρά τους τα φυ­λα­κι­σμέ­να που­λιά. Μια στρίγ­γλα φο­βε­ρή τα εί­χε κα­τα­δι­κα­σμέ­να να μέ­νουν δε­μέ­να στα έγκα­τα του βου­νού, μέ­χρι που να βρε­θεί ένα αναμ­μέ­νο λυ­χνά­ρι που να μη σβή­νει με νε­ρό. Κι έπρε­πε αυ­τή η φω­τιά και εκεί­νο το νε­ρό να έχουν τη δύ­να­μη να κά­νουν το κα­λό, δί­χως να πε­ρι­μέ­νουν πλη­ρω­μή.
Και μ’ όλα αυ­τά που έγι­ναν, έσβη­σε μια και κα­λή και το αναμ­μέ­νο κάρ­βου­νο, που εί­χε αντί για καρ­διά η φθο­νε­ρή εκεί­νη στρίγ­γλα. Κι όταν ξε­ψύ­χη­σε, την έσυ­ραν κά­τι μα­ντρό­σκυ­λα και την πέ­τα­ξαν στον λάκ­κο, όπου έκαι­γαν τα σκου­πί­δια της πό­λης. Γλυ­κό­λα­λα που­λιά, πά­νω από τον μύ­λο, όπου εί­χαν χα­ρές και ξε­φά­ντω­σες πολ­λές, κε­λαη­δού­σα­νε:

Αμυ­γδα­λά­κι τσά­κι­σα
και μέ­σα του ζω­γρά­φι­σα
μια νε­ρέ­νια κο­πε­λιά
κι ένα νιο από φω­τιά

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: