Ροκ στην καθαρεύουσα & στη δημοτική

Ροκ στην καθαρεύουσα & στη δημοτική

«Τώ­ρα υπάρ­χει σκη­νή. Πο­λύ ξε­κά­θα­ρα. Εί­ναι βέ­βαια πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα τα αγ­γλό­φω­να συ­γκρο­τή­μα­τα. Εμέ­να μου λεί­πει να ακού­σω στα ελ­λη­νι­κά κά­τι που να με συ­ντα­ρά­ξει. Αλ­λά επί­σης νο­μί­ζω ότι σι­γά σι­γά βγαί­νουν πράγ­μα­τα τα οποία ίσως σε λί­γο και­ρό θα ξε­χω­ρί­σου­νε». Τά­δε έφη Παύ­λος Παυ­λί­δης σε μια πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξη του στο Vice Greece.
Από τα λό­για του συν­θέ­τη απου­σιά­ζει, αν μη τι άλ­λο, οποια­δή­πο­τε ονο­μα­στι­κή ανα­φο­ρά στα εν λό­γω «πράγ­μα­τα» (πρ­βλ. Miranda Presley). Άλ­λη μια χα­μέ­νη ευ­και­ρία να γί­νει στά­χτη το κα­τε­στη­μέ­νο του μέ­σου εγ­χώ­ριου ροκ κα­να­πε­δο­κέ­φα­λου. «Scorpions, Metallica και Βα­σί­λη φί­λε». Άντε με­τά να λύ­σεις και να ξε­κι­νή­σεις.
Ας κρα­τή­σου­με όμως δυο ση­μα­ντι­κά στοι­χεία : Πρώ­τον, υπάρ­χει μια πολ­λά υπο­σχό­με­νη σκη­νή. Δεύ­τε­ρον, ελ­λη­νι­κός στί­χος βρε παι­διά ! Αλ­λά… ο τω­ρι­νός δεν συ­ντα­ράσ­σει. Μπα ;
Όσον αφο­ρά στο πρώ­το στοι­χείο, (πο­λύ) λί­γα λέ­ει ο Παύ­λος. Η σκη­νή βρά­ζει.
Βρά­ζει με όλη τη ση­μα­σία της λέ­ξης : Pirates City, Oldschool Rednex, Psychobreak Punk, Red Light, Άλ­λος Κό­σμος, N’ Cheezed, Τσέρ­ρυ Μπρά­ντυ, Chlorini, The Coreys, Κού­ρο Σί­βο, ΚΡΑ­ΑΚ, Πλήγ­μα, Άφλι­κτο, Άμοι­ροι, Εν­δορ­φί­νες, Φυ­γή, The ingredients, Nurse of War, Marionnetes, Latérna, Φιέ­ρα, Πέμ­πτη Κά­στα, Concordia, Ανώ­μα­λα Ρίμ­μα­τα, Drifting Clouds, 90s Fatkid, Citizen Jim άλ­λοι…
Ασφα­λώς, οι αυ­το­α­πο­κα­λού­με­νοι ροκ σταθ­μοί της πρω­τεύ­ου­σας και της επαρ­χί­ας — αυ­τοί που θά­ψα­νε τους Εν­δε­λέ­χεια, τε­λι­κά — επι­μέ­νουν να κλεί­νουν ερ­μη­τι­κά τα αυ­τιά μπρο­στά στο εγ­χώ­ριο προ­ϊ­όν, στη­ρί­ζο­ντας με πε­ρίσ­σια δει­λία ένα αποι­κιο­κρα­τι­κό πο­λι­τι­σμι­κό κα­θε­στώς. Και δώ­στου κα­μιά δε­κα­ριά «wind of change» την ίδια μό­λις μέ­ρα — και να θυ­μά­στε : το τοί­χος έπε­σε. Και τε­λι­κά, βο­λεύ­ε­ται ο ακρο­α­τής και συ­νη­θί­ζει να ακού­ει την (ίδια) μου­σι­κή και πο­τέ τον στί­χο. Μα τέ­λος πά­ντων ! «Ροκ» εί­ναι ο συν­δυα­σμός απαι­τη­τι­κού ήχου από τη μια και απο­γυ­μνω­μέ­νου στί­χου από την άλ­λη. Μορ­φή και πε­ριε­χό­με­νο, ένα. Υπάρ­χουν και ρα­διο­φω­νι­κά τσα­κά­λια εδώ κι εκεί, όπως η Θέ­κλα Τσε­λε­πή και ο Γιάν­νης Ση­μα­ντή­ρας, που αντι­στέ­κο­νται. Αλ­λά για πό­σο ακό­μη ;
Όσον αφο­ρά, τώ­ρα, στο δεύ­τε­ρο στοι­χείο, το μεί­ζον θέ­μα του ελ­λη­νι­κού στί­χου…
Πράγ­μα­τι, εί­ναι πολ­λά τα αγ­γλό­φω­να συ­γκρο­τή­μα­τα — δεν γί­νε­ται λό­γος για τη μέ­ταλ σκη­νή, ετού­τη εί­ναι αλ­λου­νού πα­πά Ευαγ­γέ­λιο. Από τους σύγ­χρο­νους, θα ξε­χω­ρί­ζα­με τις Hiraeth, τους Noiz Ritual, Vodka Juniors, Overjoyed, Vegan Mosquitos, The Sexy Christians και όσους τέ­λος πά­ντων δεν συ­ντη­ρούν μια αποι­κιο­κρα­τού­με­νη λο­γι­κή με την οποία συ­χνά συ­νε­πά­γε­ται ο αγ­γλι­κός στί­χος.
Για­τί ναι… υπάρ­χουν και­νούρ­για ελ­λη­νι­κά ροκ και ποστ-ροκ συ­γκρο­τή­μα­τα που θα ήθε­λαν να έχουν γεν­νη­θεί αλ­λού και με κά­θε ευ­και­ρία κου­νούν το δά­χτυ­λο στους υπό­λοι­πους σαν αμόρ­φω­τοι μά­να­τζερ. Βλέ­πουν ίσως κά­τι υπο­δε­έ­στε­ρο στον ελ­λη­νι­κό στί­χο, κά­τι χα­μη­λό, ανά­ξιο λό­γου. Εί­ναι οι ίδιοι που κρύ­βο­νται πί­σω από ανού­σιους αγ­γλι­κούς στί­χους, ντυ­μέ­νοι αποι­κιο­κρά­τες βρε­τα­νοί και αρέ­σκο­νται ίσως να μην χω­ρά­νε «σε μια άδεια πα­τρί­δα, σε μια ελ­πί­δα τυ­φλή». Τι κρί­μα.
Έτσι κά­να­νε και οι κα­θα­ρευου­σιά­νοι. Και κα­λά ο Κο­ρα­ής που ανα­τρε­πτι­κά κά­πο­τε πρό­τει­νε τη «μέ­ση οδό», δη­λα­δή μια γλώσ­σα κα­θα­ρι­σμέ­νη, απαλ­λαγ­μέ­νη από τε­τρα­κό­σια χρό­νια σκλα­βιάς και υπο­τέ­λειας. Εκεί­νοι, όμως, που την υιο­θέ­τη­σαν θα προ­τι­μού­σαν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να μι­λά­με στα αρ­χαία (πρ­βλ και Ισ­ρα­ήλ) και μά­λι­στα αντάλ­λα­ξαν τον τουρ­κι­κό ζυ­γό με τον Δυ­τι­κό και την κ-όψη τους σε κα­θρέ­πτι­σμα της Δύ­σης : απο­γό­νοι των αρ­χαί­ων, ε ;
Έτσι, έβα­λε πε­νή­ντα χρό­νια να ανα­γνω­ρι­στεί ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός και η Επτα­νη­σια­κή Σχο­λή, δη­λα­δή η αξία της δη­μο­τι­κής γλώσ­σας, μιας πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ρης λα­λιάς, η τα­πει­φρο­σύ­νη του μορ­φω­μέ­νου μπρο­στά στην αναρ­χία (χω­ρίς αφέ­ντες) της λαϊ­κής σκέ­ψης : δη­μιουρ­γι­κή πρό­σλη­ψη όσων της δί­νουν ζωή και της εξα­σφα­λί­ζουν μια συ­νέ­χεια στον χρό­νο.
Πεί­σμω­σε ο Ιά­κω­βος Πο­λυ­λάς, μα­θη­τής του Σο­λω­μού, μά­ζε­ψε τα χει­ρό­γρα­φα του δα­σκά­λου, τα εξέ­δω­σε, και ύστε­ρα ήρ­θε στην Αθή­να, έπια­σε τον ημι­κα­θα­ρευου­σιά­νο Πα­λα­μά από τον για­κά (ή κά­τι τέ­τοιο) και τον ανά­γκα­σε να εν­σκύ­ψει πά­νω στο άγνω­στο έρ­γο του Σο­λω­μού. Έτσι, ο Πα­λα­μάς της Αθη­ναϊ­κής σχο­λής ανα­κά­λυ­ψε έναν ολό­τε­λα και­νούρ­γιο κό­σμο και ένα λο­γο­τε­χνι­κό με­γα­λείο χω­ρίς προη­γού­με­νο : ο επτα­νή­σιος δά­σκα­λος εί­χε κα­τα­φέ­ρει να αντλή­σει από όλη την κλα­σι­κή, ανα­γεν­νη­σια­κή αλ­λά και σύγ­χρο­νη του ντό­πια και ξέ­νη λο­γο­τε­χνία, από τό­νους γερ­μα­νι­κού ιδε­α­λι­σμού και κυ­ρί­ως από το δη­μο­τι­κό και λαϊ­κό στοι­χείο και να το ανα­συν­θέ­σει σε κά­τι απο­λύ­τως πρω­το­πο­ρια­κό. Γνω­ρί­ζο­ντας πως κα­νείς αστός δεν μπο­ρεί να μι­μη­θεί και μό­νο, με τρό­πο γνή­σιο δη­λα­δή, τους λαϊ­κούς τρό­πους, δή­λω­σε υπο­τα­γή στη γλώσ­σα του λα­ού. «Κι αν εί­σαι αρ­κε­τός, κυ­ρί­ε­ψέ την» ως ισό­τι­μος της — αλ­λιώς, κα­τά­λη­γε λαϊ­κι­στής. Κα­τα­κτώ­ντας από την αρ­χή την ελ­λη­νι­κή, τη μη­τρι­κή, έφτα­σε μα­κριά, όπου δη­λα­δή δεν έφτα­σε γρά­φο­ντας στην ιτα­λι­κή γλώσ­σα των επτα­νή­σιων με­γα­λο­α­στών. Δη­μιούρ­γη­σε από τα κά­τω προς τα πά­νω μια ποί­η­ση ασύλ­λη­πτης ομορ­φιάς, αν και ανο­λο­κλή­ρω­τη, απο­σπα­σμα­τι­κή.

Απο­μει­νά­ρι θαυ­μα­στό ερ­μιάς και με­γα­λεί­ου
Δ. Σο­λω­μός, «Ο πόρ­φυ­ρας»


Ας ση­μειω­θεί πως η λο­γο­τε­χνία (η κα­λή τέ­χνη ευ­ρύ­τε­ρα) λει­τουρ­γεί και οφεί­λει να λει­τουρ­γεί ανοι­κειω­τι­κά, όπως και υπερ­το­νί­ζουν οι θε­ω­ρη­τι­κοί της λο­γο­τε­χνί­ας. Το οι­κείο δη­λα­δή, το κα­θη­με­ρι­νό, οφεί­λει να ανα­συ­ντί­θε­νται μέ­σα από μια εξαι­ρε­τι­κά κα­λο­δου­λε­μέ­νη άπο­ψη πά­νω στο μέ­σο κα­τά­κτη­σης του κό­σμου που έχου­με : τον λό­γο. Η ανοι­κεί­ω­ση δη­λα­δή εμ­φα­νί­ζει ως ξέ­νο το ήδη γνω­στό μέ­σα από την καλ­λιέρ­γεια του μέ­σου με το οποίο αυ­τό δί­νε­ται στον απο­δέ­κτη ενός μη­νύ­μα­τος και σπρώ­χνει τον ανα­γνώ­στη στην επα­νε­ξέ­τα­ση του κα­τά τα άλ­λα γνώ­ρι­μου και συ­νη­θι­σμέ­νου σε αυ­τόν κό­σμο πχ «από­κο­σμο μο­νο­πά­τι, οι ξε­βαμ­μέ­νες ζέ­βρες της ασφάλ­του» αντί για «δια­βαί­νω τη διά­βα­ση πε­ζών». Αν μη τι άλ­λο ο «εθνι­κός ποι­η­τής», στον οποίο ανα­γνω­ρι­ζό­ταν μό­νο ο Ύμνος στην Ελευ­θε­ρία — ανά­θε­μα κι αν τον εί­χε δια­βά­σει κα­νείς — έμοια­ζε ξέ­νος, γλωσ­σι­κά ασυ­νε­πής και ασή­μα­ντος ποι­η­τής στους κα­θα­ρευου­σιά­νους.
Γε­γο­νός εί­ναι πως χω­ρίς τον Επτα­νή­σιο δεν θα υπήρ­χε ού­τε συμ­βο­λι­σμός, ού­τε γε­νιά του '30, ού­τε Νο­μπέλ, ού­τε Α' με­τα­πο­λε­μι­κή, ού­τε Β', ού­τε σύγ­χρο­νη, ού­τε Σι­δη­ρό­που­λος, ού­τε Σαβ­βό­που­λος, ού­τε Αγ­γε­λά­κας — όπως τα γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα του­λά­χι­στον. Αλ­λά και τι θα τρα­γου­δού­σε από το ρα­διό­φω­νο και τα με­γά­φω­να του Πο­λυ­τε­χνεί­ου στον εν δυ­νά­μει αδελ­φο­κτό­νο, ο Μή­τσος, τη νύ­χτα εκεί­νη… με αγά­πη και διά­θε­ση ενω­τι­κή, υπερ­βα­τι­κή, εγκα­λώ­ντας τον πο­λιορ­κη­τή στην λο­γι­κή της συ­νύ­παρ­ξης, όπως άλ­λο­τε στο Έρ­γα και Ημέ­ραι ο Ησί­ο­δος εγκα­λού­σε τον αδερ­φό του, Πέρ­ση (< πέρ­σις = άλω­ση) : αδέρ­φια μας… αδέρ­φια μας στρα­τιώ­τες, δεν θα ση­κώ­σε­τε το χέ­ρι πά­νω στα αδέρ­φια σας. Ανα­ρω­τιέ­ται κα­νείς… όσοι «γρά­φουν μό­νο στα αγ­γλι­κά», έρ­χο­νται κα­θό­λου αντι­μέ­τω­ποι με τον Σαίξ­πηρ, τον Γκίν­σμπεργκ, τον Jim Morisson; Ή μή­πως «δεν εί­ναι ανά­γκη» ;
Μα δυο λε­πτά. Προ­κει­μέ­νου να γρά­ψεις κα­λό ελ­λη­νι­κό στί­χο πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σεις στι­χουρ­γι­κά και λο­γο­τε­χνι­κά με­γα­θή­ρια. Και την Κα­τε­ρί­να Γώ­γου. Το πράγ­μα, δε, έγι­νε ακό­μη πιο δύ­σκο­λο από όταν ο Θε­ο­δω­ρά­κης και ο Ξαρ­χά­κος μέ­θυ­σαν με υψη­λή ποί­η­ση το λαϊ­κό τρα­γού­δι. Και βλα­στη­μά­νε κά­ποιοι συ­χνά : μα για­τί δεν γρά­φε­τε στα ξέ­να ; Μα κα­λά… ανα­ρω­τιέ­ται η σιω­πη­λή και επι­δρα­στι­κή μορ­φή της εγ­χώ­ριας ροκ‘ν’ρολ και πανκ σκη­νής ονό­μα­τι Παυ­λί­δης Γιώρ­γος, σε ποια γλώσ­σα νο­μί­ζει πως σκέ­φτε­ται ο φυ­σι­κός ομι­λη­τής της ελ­λη­νι­κής ;

Μα εγώ ξέ­ρω ένα πα­γκά­κι                        Κι έτσι τα βρά­δια απο­ζη­τάς                                       Μες στα χόρ­τα, τα λου­λού­δια,
γνω­ρί­ζω τον πε­ρι­πτε­ρά.                      προ­στα­σία, σε μπαρ                                            το πο­τή­ρι δεν βα­στώ·
Πί­νω την μπί­ρα απ' το κου­τά­κι                  
κο­σμο­πο­λί­τι­κα ψα­ρεύ­εις σε­βα­σμό…                  φι­λε­λεύ­θε­ρα τρα­γού­δια
κι εί­μαι από τα κα­λά παι­διά.              Ξέ­ρεις, εκεί δε ζη­τια­νεύω αξία.                         
σαν τον Πίν­δα­ρο εκ­φω­νώ.
Εσύ κυ­ρία θες να μεί­νεις.                                 Θα μεί­νω απ' αυ­τούς στις γει­το­νιές
Κι εγώ απλά πε­ρα­στι­κός                                   που σπέρ­νουν άγριο χο­ρό
εσύ απλά έχεις και τα δί­νεις
Κι εγώ καρ­μί­ρης και φτω­χός                 Γρά­ψε για μέ­να απο­στρο­φή
                                                                                   κι ένα κλου­βί σαν φυ­λα­χτό

                                                                       μέ­σα να μπαί­νω λί­γο
                                                                                    μέ­χρι να αρ­χί­σω να πε­τώ

«Τα­ξι­κό»,                                                         «Ό,τι αγα­πώ εί­ναι για λί­γο»,                 «Ύμνος εις την ελευ­θε­ρί­αν»
Χα­τζη­φρα­γκέ­τα, 2012                          Γιώρ­γος Παυ­λί­δης-Χά­σμα, 2003        Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός, 1823


Ανε­ξαρ­τή­τως, άλ­λω­στε, του πο­λύ­γλωσ­σου πε­ρι­βάλ­λο­ντος στο οποίο ζει κα­νείς (πρ­βλ και Κα­βά­φη), η «μη­τρι­κή» γλώσ­σα μέ­σω της οποί­ας έρ­χε­ται κα­νείς αντι­μέ­τω­πος με τον πλού­το των άλ­λων γλωσ­σών, αντι­πα­ρα­θε­τι­κά και στο επί­πε­δο της δια­φω­ράς, εί­ναι το όρ­γα­νο μιας άλ­λης : το λέ­με ασυ­νεί­δη­το, αλ­λο­τρί­ω­ση στον κυ­ρί­αρ­χο πο­λι­τι­κό, πο­λι­τι­σμι­κό και κοι­νω­νι­κό λό­γο. Το λέ­με και Άλ­λον. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση η γλώσ­σα εί­ναι η προ­ϋ­πό­θε­ση για την καλ­λιέρ­γεια της σκέ­ψης, ένα κα­το­πτρι­κό όρ­γα­νο ανα­δι­πλα­σια­σμού της θέ­σης του έλ­λο­γου ζώ­ου σε αυ­τόν τον κό­σμο. Το μέ­σο δη­λα­δή, με το οποίο τα πο­λι­τίκ ζω­ντα­νά μπο­ρούν και επα­να­προσ­διο­ρί­ζουν τη σχέ­ση με τους με τα έμ­βια ή τα μη έμ­βια αντι­κεί­με­να που τα πε­ρι­βάλ­λουν.
Και ίσως η υπερ­βο­λι­κή κυ­ριο­λε­ξία — πλην ελα­χί­στων εξαι­ρέ­σε­ων — της ραπ και χιπ­χοπ στι­χουρ­γι­κής (απου­σία συμ­βό­λων, με­τα­φο­ρών, ισχυ­ρών ανοι­κιω­τι­κών στοι­χεί­ων), πα­ρό­τι αξιο­ση­μεί­ω­τη, να μην ενερ­γο­ποιεί τον ακρο­α­τή της όπως θα ήθε­λε. Μάλ­λον τον πα­θη­τι­κο­πο­εί, εφό­σον κιό­λας δεν αφή­νει πε­ρι­θώ­ριο για ένα δεύ­τε­ρο και τρί­το ανα-γνω­στι­κό επί­πε­δο. Αν και εγκα­λεί τον ακρο­α­τή στη δρά­ση δεν στο­χεύ­ει στον πυ­ρή­να της ιδίω δρά­σης, στην καλ­λιέρ­γεια δη­λα­δή μιας δυ­να­τής ή πι­θα­νής ερ­μη­νεί­ας του λό­γου, ενός αντι-λό­γου ακό­μη και λαν­θα­σμέ­νου από με­ριάς του ακρο­α­τή — ταυ­τί­σου ή δρό­μο.
Ανα­ρω­τιέ­μαι αλή­θεια, πό­σο δύ­σκο­λοι, πα­ρε­ξη­γή­σι­μοι και ακα­τα­λα­βί­στι­κοι θα ήταν στην απλή ανά­γνω­ση οι στί­χοι των Panx Romana, Πίσ­σα και Πού­που­λα, Αρ­νά­κια, Γε­νιά του Χά­ους, Bad Movies, Χατ Τρικ, Kill the Cat και φυ­σι­κά των Χά­σμα για όποιον έχει εξ ολο­κλή­ρου αφε­θεί στην ατε­λεί­ω­τη ρυθ­μι­κή ανά­γνω­ση περ­γα­μη­νών κυ­ριο­λε­κτι­κής κυ­ριο­λε­ξί­ας ;
Φα­ντά­ζο­μαι ήδη την αντί­δρα­ση του εν λό­γω ακρο­α­τή-ανα­γνώ­στη : μα ποια­νού εί­ναι αυ­τό το ποί­η­μα τέ­λος πά­ντων ; Μα τι λέω… εδώ κά­ποιους τους μπερ­δεύ­ει ακό­μη το

                πέ­φτω και κυ­λιέ­μαι σαν ζά­ρι

Τέ­λος πά­ντων.
Διά­βα­σα κά­που, πως όσοι πα­ρε­βρέ­θη­σαν (αλ­λά και όσοι δεν κα­τά­φε­ραν να πα­ρε­βρε­θούν) στο ιστο­ρι­κό Gagarin στις 19 Οκτώ­βρη 2024 στο ΑΠΟ ΚΑ­ΤΩ ΦΕΣΤ, «ζουν στην Ανα­γέν­νη­ση… — όπα κά­τσε, τι ; — …της ελ­λη­νι­κής ανε­ξάρ­τη­της ροκ σκη­νής». Και εί­ναι γε­γο­νός — ήμουν κι εγώ εκεί, σε ένα κυ­ριο­λε­κτι­κά (!) κα­τά­με­στο Gagarin.
Οι τέσ­σε­ρις μπά­ντες του ΑΠΟ ΚΑ­ΤΩ (προς τα πά­νω;) ΦΕΣΤ έζη­σαν μια αξέ­χα­στη βρα­διά πα­ρέα με ένα κοι­νό που γνώ­ρι­ζε τους κα­λο­κουρ­δι­σμέ­νους στί­χους τους σχε­δόν απ’ έξω κι ανα­κα­τω­τά. Κι ένιω­θες κα­τα­με­σής στην πα­γω­μέ­νη ερη­μιά των εξε­λί­ξε­ων εντός και εκτός της μι­κρής μας αποι­κί­ας, γω­νιά μιας γω­νιάς που από θαύ­μα και σε πεί­σμα σχε­δόν όλων κα­τα­φέρ­νει να υπάρ­χει… πως κά­τι ανα­πά­ντε­χο συμ­βαί­νει. Η μου­σι­κή εξαι­ρε­τι­κή, οι μπά­ντες δε­μέ­νες, ο ήχος άπται­στος. Έπνεε αέ­ρας αλ­λα­γής, όχι κού­φιο θέ­α­μα και λεία προς εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση για την κοι­νω­νία του θε­ά­μα­τος. Αγά­πη και αδελ­φι­κό­τη­τα. Γνω­στοί και άγνω­στοι στο κοι­νό. Κό­σμος που δεν αγό­ρα­ζε μπλού­ζες με στά­μπες απλά και μό­νο για μό­στρα, πα­ρά στή­ρι­ζε, ένιω­θε κομ­μά­τι της στιγ­μής. Και θα μου πεις… κα­λά ντε ! Πά­ντα υπήρ­χαν μπά­ντες. Σι­γά το πράγ­μα. Κι όμως, κά­τι έχει αλ­λά­ξει.
Θες οι χρό­νιες μά­χες ορι­σμέ­νων προ­κει­μέ­νου να γί­νει η ανε­ξάρ­τη­τη εγ­χώ­ρια ροκ σκη­νή αντα­γω­νι­στι­κή ; Θες το ερευ­νη­τι­κό έρ­γο του Νι­κό­λα Σού­ζα στο Πο­λι­τι­κής Επι­στή­μης της Αθή­νας πά­νω στην ιστο­ρία και στα προ­βλή­μα­τα των αντα­γω­νι­στι­κών κι­νη­μά­των στην Ελ­λά­δα ; Θες το Spotify και το σό­σιαλ μί­ντια ; Θες η ευ­κο­λό­τε­ρη πρό­σβα­ση σε κα­λύ­τε­ρης ποιό­τη­τας ηχο­γρα­φή­σεις και η μεί­ω­ση του κό­στους πα­ρα­γω­γής ενός δί­σκου ; Θες η τε­χνο­γνω­σία ; Θες ότι πή­ρα­με τα μέ­σα πα­ρα­γω­γής… — κα­λά και σε μας δε λέ­τε τί­πο­τα;
Ακό­μη κι αν ισχύ­ει κα­θέ­να από τα πα­ρα­πά­νω, ο υπό­τι­τλος-σύν­θη­μα του φε­στι­βάλ ήταν ξε­κά­θα­ρος. Ό,τι και να γί­νει «δε θα 'ρ­θει ξε­κού­ρα­ση για τους κα­τα­ρα­μέ­νους» (ποι­η­τές;): Junkheart, Στρά­φι, Πε­θαί­νουν στο Τέ­λος, Κρο­τα­λί­ας. Όλες μπά­ντες τε­τρα­με­λείς. Κά­θε μια κο­ντεύ­ει τα δέ­κα χρό­νια ύπαρ­ξης. Δου­λεύ­ουν μα­ζί, αντα­λάσ­σουν και τρο­φο­δο­τούν η μια την άλ­λη.
Junkheart: Παί­ζουν ελ­λη­νι­κό ροκ με ακου­στι­κά στοι­χεία. Έχουν έντο­νο το ερω­τι­κό στοι­χείο ως ση­μείο απε­λευ­θέ­ρω­σης από τα δε­σμά της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας αλ­λά και από το ιδε­ο­λο­γι­κό ανα­μά­ση­μα. Με­λι­κή και σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή. Άλ­λω­στε, ο Τζί­μης έχει εκ­δώ­σει τρεις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές. Αλ­λά τον συ­ντρέ­χει και ο Νί­κος Σού­ζας, για τον οποίο μι­λή­σα­με πιο πά­νω. Από κο­ντά και ο Μη­τσα­μόκ που ερ­μη­νεύ­ει, «μα­γει­ρεύ­ει» ή σχο­λιά­ζει με ευ­φυή τρό­πο στην lead κι­θά­ρα. Πρό­σφα­τα άλ­λα­ξαν ντρά­μερ. Μια κο­πέ­λα, η Μα­ντα­λού, επι­τέ­λους στην ελ­λη­νι­κή ροκ σκη­νή ! Στην αρ­χή, δεν το πι­στεύ­εις ότι ακούς ντό­πιο ροκ. Μπο­ρεί κά­τι τό­σο δου­λε­μέ­νο και εξω­στρε­φές να αν­θί­ζει στη γω­νιά του πα­ρα­κά­τω δρό­μου ; Ο στί­χος μάλ­λον μι­νι­μα­λι­στι­κός. Η επι­λο­γή απλών λέ­ξε­ων μοιά­ζει φυ­σι­κή. Απο­δει­κνύ­ε­ται, σε μια δεύ­τε­ρη και τρί­τη ανά­γνω­ση, στο­χευ­μέ­νη. Το ύφος συ­ντί­θε­ται μέ­σα από καί­ριες επα­να­λή­ψεις, αντι­θε­τι­κά σχή­μα­τα, παύ­σεις, υπαι­νιγ­μούς, ηχη­τι­κές ει­κό­νες, υπερ­βα­τά. Το θαυ­μα­στό — ο πλού­τος — έγκει­ται στο ότι όλα αυ­τά συμ­βαί­νουν στα όρια που θέ­τει μια σύ­ντο­μη κει­με­νι­κή έκτα­ση : συ­χνά δεν ξε­περ­νά εκεί­νη ενός λε­πταί­σθη­του επι­μύ­θιου.

Εί­ναι στιγ­μές, που η νύ­χτα σιω­πά
Κα­τά­ρες κι ευ­χές, απλά προ­σπερ­νά
Μα εκεί­νη στις φλέ­βες μου, ακό­μα κυ­λά
Εκεί που δεν διά­λε­ξα, η καρ­διά μου χτυ­πά
[…]
Κλεί­νω τα μά­τια μου και βλέ­πω ξα­νά
Μες το σκο­τά­δι, να αφή­νεις κρυ­φά
στις νό­τες μου χρώ­μα­τα, πνοή στα φι­λιά


«Η καρ­διά μου χτυ­πά», Junkheart

Στρά­φι: Τα παι­διά από τη Λά­ρι­σα που το πε­ρα­σμέ­νο κα­λο­καί­ρι συ­νό­δε­ψαν τους κουρ­σά­ρους Pirates City σε μια επει­σο­δια­κή κα­λο­και­ρι­νή πε­ριο­δεία σε όλα τα νη­σιά του Αι­γαί­ου. Με­λω­δι­κό πανκ, ιαμ­βι­κό μέ­τρο, πο­λυ­σύλ­λα­βος στί­χος, γρο­θιά στο στο­μά­χι, που κά­θε που προ­σεγ­γί­ζει τα όρια της πρό­ζας ή κά­ποιο απαι­τη­τι­κό τρι­σύλ­λα­βο μέ­τρο, δέ­νει μου­σι­κά με πραγ­μα­τι­κά απροσ­δό­κη­τους τρό­πους και τρο­μα­κτι­κά ευ­φά­ντα­στους. Δύ­σκο­λοι ρυθ­μοί, γρή­γο­ρες εναλ­λα­γές, σπά­σι­μο της πα­ρα­δο­σια­κής στι­χουρ­γο­με­τρι­κής λοι­πόν και στα­θε­ρή άρ­θρω­ση. Ψά­ξε ψά­ξε, ού­τε αυ­τό θα το βρεις αλ­λού. «Αντι­γρά­φου­με τους κλα­σι­κούς, με το να μην τους αντι­γρά­φου­με» λέ­γα­νε οι ρο­μα­ντι­κοί. Το ίδιο το όνο­μα της μπά­ντας του Βα­σί­λη και του Θά­νου, πα­ρέα με τον Χρή­στο και τον Γιάν­νη, ξορ­κί­ζει την κα­τά­ρα των ελ­λη­νι­κών μπα­ντών : τό­σες και τό­σες μπά­ντες πά­νε στρά­φι, με άλ­λα λό­για αυ­το­κτο­νούν. Σαν τον Αί­α­ντα του Σο­φο­κλή, σαν τον σπα­σμέ­νο του μο­νό­λο­γο κι οι Στρά­φι :

Ξυ­πνάς μια μέ­ρα κι έχεις χά­σει μια ζωή
Πως γί­νε­ται να κοι­μη­θείς ενώ όλα γύ­ρω σου φω­νά­ζουν ;
Να πά­ρεις χρό­νο να πα­τή­σεις λί­γο γη
Εκεί όπου κα­τοι­κείς όλα σι­γά σι­γά βου­λιά­ζουν […]
Κά­ποια στιγ­μή νυ­χτώ­νει
Δε θα μπο­ρείς να δεις
Που απλώ­νε­ται μπρο­στά σου
ευ­θεία μα­γι­κή

«Νυ­χτώ­νει», Στρά­φι

Πε­θαί­νουν στο τέ­λος: Από τό­τε που υπάρ­χουν, γρά­φουν ένα άλ­μπουμ που πο­τέ του δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται. Ευ­τυ­χώς βγά­ζουν τα κομ­μά­τια σε single και EP. Και τι να πεις ; Μα­ζεύ­τη­κε το από­λυ­το μου­σι­κό ντριμ-τιμ να πει­ρα­μα­τι­στεί : Ντού­βας στα ντραμς, Δια­μα­ντό­που­λος στην κι­θά­ρα, Μα­κρής στο μπά­σο, Γιώρ­γος Παυ­λί­δης στα φω­νη­τι­κά. Ανα­φερ­θή­κα­με πιο πά­νω στον τε­λευ­ταίο ως «επι­δρα­στι­κό». Δεν πρό­κει­ται εδώ για φι­λο­φρό­νη­ση. Η στι­χουρ­γι­κή του Γιώρ­γου δεν κρύ­βει τις ποι­η­τι­κές της κα­τα­βο­λές, την εσω­τε­ρι­κό­τη­τα της — όχι εσω­στρέ­φεια. Εί­ναι στι­χουρ­γι­κή έκ­δη­λα απαι­τη­τι­κή ενώ συ­χνά προ­ϋ­πο­θέ­τει μια βιω­μα­τι­κή τρι­βή με το αντι­κεί­με­νο ανα­φο­ράς της. Σύγ­χρο­νη φρα­σε­ο­λο­γι­κή γλυ­πτι­κή (αφαί­ρε­ση, έντα­ση, αφαί­ρε­ση) που εξω­θεί στί­χο το στί­χο στα όρια τους τις συ­ντα­κτι­κές και ση­μα­σιο­λο­γι­κές δο­μές της ελ­λη­νι­κής. Με άλ­λα λό­για, θυ­μί­ζει ενι­σχυ­τή ηλε­κτρι­κής κι­θά­ρας on the edge of breakup, λί­γο πριν «σπά­σει» και αρ­χί­σει να πα­ρα­μορ­φώ­νει ολο­κλη­ρω­τι­κά το ηχο­σή­μα του ορ­γά­νου.
Ο πα­λιός εί­ναι αλ­λιώς: Έδω­σα πρό­σφα­τα σε πα­νε­πι­στη­μια­κούς του τμή­μα­τος Φι­λο­λο­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της (έναν αρ­χαιο­ελ­λη­νι­στή, μια νε­ο­ελ­λη­νί­στρια) να δια­βά­σουν του στί­χους μιας σύν­θε­σης των Πε­θαί­νουν στο Τέ­λος που τι­τλο­φο­ρεί­ται «Ορ­φέ­ας». Μοι­ρά­στη­καν ο κα­θέ­νας τους το κρυ­φό μυ­στή­ριο του κει­μέ­νου και από ένα χα­μό­γε­λο που μαρ­τυ­ρού­σε δια­νοη­τι­κή έξα­ψη, ξάφ­νια­σμα και πε­ριέρ­γεια. Άντε τώ­ρα να γρά­ψεις με τον δι­κό σου τρό­πο — overdrive ύφος.

Και σε κοι­τάν στο δρό­μο σα νά 'ρ­θες από αλ­λού
γυά­λι­να πρό­σω­πα και μά­τια του κε­νού.
Πί­σω απ' τις κρύ­ες πόρ­τες κι έξω απ' το σταθ­μό
που εί­δες τους φί­λους να που­λά­νε την ψυ­χή τους,
θυ­μά­σαι τα όνει­ρα που γί­ναν για το κα­λό σας (;)
και φτύ­νεις πί­σω, πριν ση­κώ­σεις τη γρο­θιά στον ου­ρα­νό.
Τώ­ρα πο­νάς κι ας μη σ' αγ­γί­ζουν.
Μι­κρός κι αμή­χα­νος, τους λές "θα φύ­γω πέ­ρα κι από δω".

[…]
Και πί­σω απ' τις φω­τιές, πί­σω απ' το ουρ­λια­χτό
κά­τω απ' τη θά­λασ­σα κι απέ­να­ντι στο γκρί­ζο,
χρό­νια αυ­τό που ζω μυ­ρί­ζει θά­να­το, κι εγώ:
Ή στη γω­νία, ή κερ­δί­ζω.
Ή στη γω­νία, ή κερ­δί­ζω.
Τους λές "θα φύ­γω πέ­ρα κι από δω".

«Μυ­ρί­ζει θά­να­το», Πε­θαί­νουν στο Τέ­λος

Κρο­τα­λί­ας: Παν­ζουρ­λι­σμός στο Gagarin αλ­λά και πί­σω στα πα­ρα­σκή­νια, ενώ βρέ­θη­κε και ξέ­μπαρ­κο ένα πα­πού­τσι μάρ­κας Converse στα μπρο­στι­νά κά­γκε­λα. Ο Κρο­τα­λί­ας εί­ναι ίσως η πιο συ­ναυ­λια­κή μπά­ντα από όλες τις πα­ρα­πά­νω. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η στά­μπα στις μπλού­ζες της : το από­λυ­το σύμ­βο­λο της ανα­νέ­ω­σης, ο ου­ρο­βό­ρος όφις. Παί­ζει «πανκ της ερή­μου». Ελ­λη­νι­κό μά­λι­στα. Ενορ­χή­στρω­ση, απαι­τη­τι­κή μί­ξη (οι εν λό­γω έχουν και το Από Κά­τω Στού­ντιο στον Κο­λω­νό όπου και ηχο­γρα­φεί όλη η πα­ρα­πά­νω Τε­τράς) και ασυ­να­γώ­νι­στος ρυθ­μός. Σκέ­φτο­μαι, έχου­με να κά­νου­με με κά­ποιου εί­δους κόν­σε­πτ εδώ.
Ανα­ρω­τιέ­μαι δε : ει­λι­κρι­νά, για­τί να κά­νεις πανκ της ερή­μου στην Ελ­λά­δα ; Πως τους ήρ­θε ; Εί­ναι κα­μιά άγο­νη γη η Ελ­λά­δα μας ; Εί­ναι έρη­μη χώ­ρα η Ελ­λά­δα ; Και το μυα­λό μου ανα­πό­φευ­κτα πά­ει στον Έλιοτ και στον Σε­φέ­ρη. Στο ποί­η­μα-πεί­ρα­μα του Έλιοτ, σταθ­μό στην πα­γκό­σμια ποί­η­ση, το οποίο και με­τα­φρά­ζει ο Σε­φέ­ρης. Πρό­κει­ται για κεί­με­νο προ­φη­τι­κών δια­στά­σε­ων, όπου ζη­τεί­ται πυρ­πό­λη­ση και ανα­νέ­ω­ση του κό­σμου εφό­σον η προ­σω­πι­κή και συλ­λο­γι­κή ερή­μω­ση δεν αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια ύπαρ­ξης σε τί­πο­τε άξιο λό­γου.
Ίσως ο ανα­γνώ­στης, δια­πι­στώ­σει κά­ποιο προ­βά­δι­σμα του συ­γκει­μέ­νου ένα­ντι του κει­μέ­νου… και ίσως ανα­κα­λύ­ψει ένα εί­δος δή­λω­σης στο τρα­γού­δι «Δαί­μο­νας»

Σαν κα­ται­γί­δα
τη νύ­χτα ξε­σπάς
Σαν τυ­φλή ελ­πί­δα
κα­τα­ρα­μέ­νος γυρ­νάς
Σε δι­ψα­σμέ­νη γη,
μια λυσ­σα­σμέ­νη βρο­χή
γυ­ρεύ­ο­ντας
Σαν οπλι­σμέ­νο παι­δί,
σαν δαί­μο­νας
Κά­τω από το δέρ­μα,
μια καρ­διά από πέ­τρα
Δε στα­μα­τά να χτυ­πά

«Δαί­μο­νας», Κρο­τα­λί­ας

Αρ­γό­τε­ρα, ο Βα­σί­λης, ο Αλέ­ξαν­δρος, ο Γιώρ­γος, ο Κώ­στας, οι Κρο­τα­λί­ας, συ­νε­χί­ζουν με το ίδιο πεί­σμα να καλ­λιερ­γούν τη θε­μα­τι­κή τους

Εί­μαι ένας έφη­βος που αι­μορ­ρα­γεί
Εί­μαι ό,τι κα­τα­να­λώ­νει
Ένα κα­νί­βα­λος μπρο­στά σε μια οθό­νη
Εί­μαι η στιγ­μή που γί­να­με όλοι δο­λο­φό­νοι
Κι αν εί­σαι εσύ ο τε­λευ­ταί­ος άν­θρω­πος στη γη
Θα 'σαι γρο­θιά στον αέ­ρα ή αδέ­σπο­τη σφαί­ρα
Και πά­λι από την αρ­χή

«Ο τε­λευ­ταί­ος απάν­θρω­πος στη γη», Κρο­τα­λί­ας

Και η απά­ντη­ση στην ερή­μω­ση και στο θά­να­το, στο σκο­τά­δι, στους διτ­τούς λό­γους, στο γνω­στό «άλ­λα λέ­νε, άλ­λα εν­νο­ού­νε, άλ­λα κά­νου­νε και τε­λι­κά οι ελεύ­θε­ρες καρ­διές μας κα­τα­λή­γουν άδο­ξα απο­ξε­νω­μέ­νες, άδειες φυ­λα­κές»;
Το ήθος, αδιό­ρα­το σή­με­ρα, ακα­θό­ρι­στο την επο­μέ­νη — θα δού­με ποιοι θά ‘μα­στε όταν θα σβή­σουν τα φώ­τα. Αντί­στοι­χα, σε μορ­φή ερώ­τη­σης-απά­ντη­σης φαί­νε­ται να δο­μεί­ται και το προ­γραμ­μα­τι­κό split LP των Κρο­τα­λί­ας και Junkheart. Δυο με­ριές : μια έρη­μος, μια έρω­τας.

Πως μπο­ρείς με δά­κρυα να ξε­πλέ­νεις ορ­γή ,
να ζη­τια­νεύ­εις απο­φά­για, απ' τα κο­ρά­κια τρο­φή ;
Εί­μαι το σκιά­χτρο στη γιορ­τή, μη με μι­σείς για αυ­τό
Με τις κα­λύ­τε­ρες προ­θέ­σεις στο ζη­τώ.

«Με τις κα­λύ­τε­ρες προ­θέ­σεις», Κρο­τα­λί­ας

Θέ­λω σε­ντό­νια ιδρω­μέ­να από έρω­τα […]
Αστέ­ρια να σκά­νε, να φω­τί­ζουν με χρώ­μα­τα
τη νύ­χτα και την καρ­διά μας
Θέ­λω να θες να ανα­δυ­θού­με μα­ζί
αγκα­λιά με την κό­λα­ση

«Αγκα­λιά με την κό­λα­ση», Junkheart

Ένα μο­νά­χα βι­νύ­λιο από δαύ­το απέ­με­νε, εκεί στο σταντ του Gagarin. Άκου­σα πως κά­ποιος το έκλε­ψε. Τι εί­ναι η ιδιο­κτη­σία ; Άλ­λοι εί­πα­νε πως για χά­ρη του παί­ξα­νε δυο πάν­κι­δες ξύ­λο έξω από το Gagarin, ύστε­ρα τα βρή­κα­νε κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα της Περ­σε­φό­νης, έξι μή­νες εσύ έξι μή­νες εγώ και πή­γαν για μπι­λιάρ­δα. Άκου­σα και μια τε­λευ­ταία εκ­δο­χή : κά­τι παι­διά λέ­ει βρή­καν τον έρω­τα στη μέ­ση του που­θε­νά. Νί­κη­σε το ανε­ξάρ­τη­τη ελ­λη­νι­κό ροκ. Μα, όπως έλε­γε κά­ποιος, κά­πο­τε, σε κά­ποια απο­νο­μή κά­ποιου λο­γο­τε­χνι­κού βρα­βεί­ου, σε κά­ποια χώ­ρα μα­κρι­νή, «έχου­με πολ­λά τέ­ρα­τα ακό­μη να κα­τα­στρέ­ψου­με».

Πρέ­πει να τε­λειώ­σει αυ­τός ο κό­σμος
που δεν με αφή­νει να σε ονει­ρευ­τώ

«Μέ­χρι το τέ­λος του κό­σμου», Junkheart

Και αυ­τές οι μπά­ντες τα βά­ζουν με τα τέ­ρα­τα της εγ­χώ­ριας μου­σι­κής βιο­μη­χα­νί­ας, κομ­μά­τι της γε­νι­κό­τε­ρης κα­τε­στη­μέ­νης ιδιο­συ­γκρα­σί­ας μιας αποι­κιο­κρα­τού­με­νης χώ­ρας που ξε­που­λά­ει αρ­χαιό­τη­τες, πα­ρα­λί­ες, δη­μό­σια αγα­θά, βου­νά σε ανε­μι­στή­ρες και δια­με­ρί­σμα­τα σε δω­σί­λο­γους και ξέ­νους μνη­στή­ρες στο κέ­ντρο της Αθή­νας. Δεν τα βά­ζουν άμε­σα μα­ζί τους. Ού­τε και έμ­με­σα. Τα βά­ζουν με με­γα­λύ­τε­ρα τέ­ρα­τα από εκεί­να των άλ­λων.

Θέ­λω […] να κα­τε­βαί­νου­με του μέ­σα μας τις σκά­λες
[…] σαν μια σκιά να ακο­λου­θού­με την αλή­θεια

«Στρά­φι», Στρά­φι

Με άλ­λα λό­για, τα βά­ζουν με τον προ­σω­πι­κό ξέ­νο, τον δαί­μο­να, το φά­ντα­σμα. Σε πεί­σμα της άγνοιας, πη­γής δυ­στυ­χί­ας και ιδε­ο­λο­γι­κής ανί­ας, μι­ζέ­ριας των φοι­τη­τι­κών κύ­κλων, εν-ηλι­κιω­μέ­νου τσι­τά­του· δη­μιουρ­γούν με της συν­θέ­σεις τους χώ­ρους επα­φής με το έτε­ρο.

Βα­πτι­στή­κα­νε στα δά­κρυα ο ένας του άλ­λου […]
Αμέ­σως εί­πα­νε ‘Να παν να γα­μη­θούν όλοι
Εμείς θα γί­νου­με αυ­τό που μας μα­θαί­ναν να
φο­βό­μα­στε από παι­διά’ […]
κι εί­δαν στα μά­τια τους φα­ντά­σμα­τα που
νό­μι­ζαν πως εί­χαν κρυ­φτεί

«Φα­ντά­σμα­τα», Junkheart

Κι ας σκε­φτού­με και λί­γο πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να εί­σαι σε μπά­ντα : συ­γκρού­σεις, δια­φω­νί­ες, στιγ­μές όμορ­φες, χα­μό­γε­λα, δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, νευ­ρι­κό­τη­τα, σκλη­ρή δου­λειά, κλά­μα, αγω­νία, προ­σω­πι­κές και απρό­σω­πες δυ­σκο­λί­ες, απο­τυ­χί­ες, επι­τυ­χί­ες, λάιβ, έχου­με, δεν έχου­με χρή­μα­τα, συ­γκυ­ρί­ες ιστο­ρι­κές, κοι­νω­νι­κές, πο­λι­τι­κές, διε­θνείς και εγ­χώ­ριες.
Κι όλα αυ­τά θα τα βρεις σε κά­θε πρό­βα απέ­να­ντι σου. Και «αρ­κεί» η πί­στη σε κά­τι απροσ­διό­ρι­στο που ξε­περ­νά το κά­θε ένα εγώ για να βγει κά­τι κα­λό απ'ό­λο αυ­τό — την ίδια στιγ­μή όλο αυ­τό προ­ϋ­πο­θέ­τει την συν-ύπαρ­ξη δια­φο­ρε­τι­κών υπο­κει­μέ­νων, χα­ρα­κτή­ρων. Απαι­τεί συλ­λο­γι­κότ… — Ωχ αδερ­φέ… τι κά­θε­σαι και σκας, αφού ο κό­σμος δεν πι­στεύ­ει πια στο εμείς.

Έτσι κ αλ­λιώς, δε βγά­ζου­με τα γράμ­μα­τα πια,
Δε μας αφή­νου­με καν.
Έτσι κ αλ­λιώς, δε πε­ρι­μέ­νου­με κά­τι να βγει,
Δε μας ση­κώ­νει το κλί­μα.

«Έβα­λε κρύο», Στρά­φι

Πράγ­μα­τι, στα μου­σι­κά τσαρτς βλέ­πεις ατο­μι­κό­τη­τες, με το ζό­ρι δυά­δες· ηγε­τί­σκους της κα­κιάς ώρας.

Κά­τι χει­ρό­τε­ρο από τον ήλιο
μιας στερ­νής αυ­γής να σε χαϊ­δεύ­ει
Κά­τι πιο δύ­σκο­λο από της μά­νας σου
την αγκα­λιά που λι­γο­στεύ­ει
[…]
Και στα υπό­γεια
τα ηλε­κτρο­σόκ σκε­πά­ζουν τη φω­νή
που πε­ρισ­σεύ­ει

«Κα­το­πτρι­κό», Πε­θαί­νουν στο Τέ­λος

Όμως, οι μπά­ντες αυ­τές επι­χει­ρούν και πε­τυ­χαί­νουν κά­τι πραγ­μα­τι­κά ασύλ­λη­πτο. Και όχι, όπως λέ­γε­ται συ­χνά «για τα ελ­λη­νι­κά δε­δο­μέ­να» — αρ­κε­τά με το αφή­γη­μα του κα­να­πε­δο­κέ­φα­λου. Έχου­με πολ­λά τέ­ρα­τα ακό­μη να κα­τα­στρέ­ψου­με… ας στη­ρί­ξου­με την προ­σπά­θεια της ελ­λη­νι­κής ανε­ξάρ­τη­της ροκ (και πανκ) σκη­νής, ας σκύ­ψου­με δί­πλα από τα κεί­με­να της — όπως κά­πο­τε ο Πα­λα­μάς έσκυ­ψε πά­νω από αυ­τά του Σο­λω­μού — και τό­τε αυ­τή θα μας συ­ντα­ρά­ξει και θα μας συ­ντα­ράσ­σει για πο­λύ ακό­μη.

Θα ψά­χνεις,
θυ­μή­σου δεν εί­μαι εχθρός σου
— μα σε κυ­νή­γη­σα
[…]
εί­ναι αλή­θεια, σε αυ­τά τα ξε­νύ­χτια,
σε ανα­ζή­τη­σα

«Ντε­λί­ριο», Pirates City, Red Light

… με χο­ρούς σπαρ­τούς, στο άν­θος του ροκ, του μέλ­λο­ντος μας.

Ροκ στην καθαρεύουσα & στη δημοτική
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: