Αλέξη, φίλε αγαπημένε,
Βρήκα χτες το βράδυ την πρόσκληση στο φετινό πρωτοχρονιάτικο πάρτι σας, με ένα μεσαιωνικό ηρωικό τραγούδι από την Κάρπαθο, που άρχιζε με τον στίχο: «Ο βασιλιάς επόθανε το Σάββατο το μέγα» και σχόλια δικά σου, για τις αντιφάσεις των στίχων. Φέτος – όπως κάθε χρόνο. Πώς γίνεται τώρα να μιλήσω για σένα σαν παρελθόν; Πώς γίνεται τόσες κοινές στιγμές, συνεργασίες, συνομιλίες, συμπλεύσεις και διαφωνίες, γιορτές, περίπατοι, σεμινάρια, συνέδρια, προσκλήσεις, τραπέζια, να μην έχουν συνέχεια πέρα από τη μνήμη μου; Πώς γίνεται να αποδεχθώ την απουσία σου ώστε να αρχίσω να σε πενθώ;
Κοντά πενήντα χρόνια από τις σπουδές στο Παρίσι, όπου μόλις σε πρόλαβα. Ήσουν ήδη από τους σπουδαίους του Νεοελληνικού Ινστιτούτου, με τον Πάνο, τον Βασίλη, τον Σπύρο. Και δεν είχαμε ακόμη κοινά ενδιαφέροντα. Διασταυρωθήκαμε αργότερα, στα χρόνια του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, στα μεταπτυχιακά σεμινάρια του ΜΙΕΤ, μετά στο Ρέθυμνο, στο Μόναχο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Αμβούργο. Στη συντακτική επιτροπή του Κονδυλοφόρου.
Σε άκουγα, σε διάβαζα με προσοχή. Διαφωτισμός και ρομαντισμός. Το παράδειγμα της Ελλάδας στην έρευνα, στους αντίποδες της εθνικιστικής αυταρέσκειας. Δημοτικό τραγούδι, προφορική και γραπτή παράδοση, συλλογές. Ξένοι ταξιδιώτες. Ποίηση, πεζογραφία, απομνημόνευμα. Μύθοι και ιδεολογήματα. Το προνόμιο να είσαι ταυτόχρονα ιστορικός και φιλόλογος. Με καταβολές και συγγένειες και με τον Κ. Θ. Δημαρά, και με τον Λίνο Πολίτη, και με την Άλκη Κυριακίδου, και με τον Φίλιππο Ηλιού. Να προσεγγίζεις τα λογοτεχνικά κείμενα διεπιστημονικά, να τα ιστορικοποιείς χωρίς αξιολογικές διακρίσεις: μαζί το λαϊκό και το λόγιο, το κλασικό και το εφήμερο, το πρωτότυπο και τη μετάφραση. Να τα καταγράφεις και να τα μελετάς πολυπρισματικά: ο δημιουργός, ο εκδότης, ο βιβλιοπώλης, ο αναγνώστης. Κυρίως ο τελευταίος ― εσύ, εμείς. Χωρίς θεωρητικές φιοριτούρες, με εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και, πάνω απ’ όλα, στον κοινό νου.
Σε καμάρωνα και σε ευγνωμονούσα γι’ αυτό που ήσουν. Δάσκαλος χωρίς υποψία διδακτισμού. Αυστηρός κριτής, βοηθητικός και ακριβοδίκαιος (κανείς δεν έκρινε πιο γρήγορα και πιο συστηματικά τα κείμενα που υποβάλλονταν στον Κονδυλοφόρο, τα δοκίμια για το βραβείο στη μνήμη του Παναγιώτη Μουλλά, τις μελέτες των φίλων· κανείς, ούτε ο επόπτης μου, δεν διάβασε πιο σχολαστικά τη διατριβή μου). Μεθοδικός και μεθοδολόγος (Υποσημειώσεις και παραπομπές, 1989∙ κατάλογοι καταλοίπων, εγγράφων, χειρογράφων, εντύπων, βιβλιοθηκών, βιβλιοπωλείων∙ Εγχειρίδιο του Νεοελληνιστή, 2002). Ευρυμαθής και εγκυκλοπαιδικός (ο θησαυρός των δελτίων σου, Ανταίος, Καλλιρρόη, Νεοελληνιστής, Νεοελληνική προσωπογραφία, Παρουσιολόγιο νεοελληνικής ποίησης, όλα στην Ανέμη). Συλλογικός διανοούμενος στο πρότυπο των εγκυκλοπαιδιστών (αγωνιστής για το σωστό, αυτό που με την πείρα σου θεωρούσες σωστό∙ αυτόνομος, δημοκράτης, ιδεολόγος∙ εχθρός της αυθαιρεσίας σε μια εποχή που η επίδειξη δύναμης επικρατεί και τρομοκρατεί). Και πάνω απ’ όλα γενναιόδωρος προς τους συντεχνίτες σου. Είχες τον τρόπο να μοιράζεσαι τη γνώση, και όχι μόνο τη δική σου, να πολλαπλασιάζεις τον σπόρο της και να ελευθερώνεις την πρόσβαση σε αυτήν. Με δελτία, ανάτυπα, ηλεκτρονικά μηνύματα, με πλατφόρμες και ιστότοπους. Το δικό σου ήταν και δικό μας. Χωρίς αντάλλαγμα. Σε καμάρωνα και σε ευγνωμονούσα για τη φιλία σου.
Σε σκεφτόμαστε σήμερα όπως ήσουν, εμβληματικός, πρωτοπόρος, χαρισματικός. Αυτά και άλλα τόσα. Η αλήθεια είναι πως σε χάσαμε νωρίς, απροειδοποίητα – δηλαδή ανοχύρωτοι. Ποιος θα μας στηρίξει στο εξής, ποιος θα μας καθοδηγεί; Με ποιον θα συνομιλούμε, με ποιον θα τσακωνόμαστε, ισότιμα και δημιουργικά; Αντίο, Αλέξη, στερεύουν τα λόγια του αποχαιρετισμού. Θα μας λείψεις αφόρητα.
[ 16 Απριλίου 2025 ]