Λυπάμαι, χάσατε (εξ ορισμού)

Απά­ντη­ση του Κουίζ  10:

Το νε­α­νι­κό ποί­η­μα «Κα­λέ μου φί­λε…» έγρα­ψε ο Αντώ­νης Σα­μα­ρά­κης.

——————— ¤ ———————

Κουίζ   11:

Λο­γο­τέ­χνης δεν εί­ναι, αλ­λά η προ­σω­πι­κό­τη­τα και ο θά­να­τός του έδω­σαν έμπνευ­ση στη λο­γο­τε­χνία (και σε πολ­λές άλ­λες τέ­χνες). Ποιος έγρα­ψε το πα­ρα­κά­τω δι­ή­γη­μα;


Τ Ρ Ι Α  Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α

Ι

— Εβί­βα! Χρό­νια πολ­λά παι­διά μου. Στέ­λιο μου, με το κα­λό να πας και να ξα­νάρ­θεις από στρα­τιώ­της, του χρό­νου σαν εσή­με­ρα Χρυ­σή μου, μ’ έναν κα­λό γα­μπρό.
— Ευ­χα­ρι­στώ…
— Ευ­χα­ρι­στού­με Μπάρ­μπα-Θα­νά­ση.

Ο Στέ­λιος με την αδερ­φή του τη Χρυ­σή γιόρ­τα­ζαν σή­με­ρα τα Χρι­στού­γεν­να κι εί­χαν προ­σκα­λέ­σει στο τρα­πέ­ζι το Μπάρ­μπα-Θα­νά­ση, ένα φτω­χό και μο­να­δι­κό συγ­γε­νή τους.
Ορ­φα­νά από μη­τέ­ρα και πα­τέ­ρα ζού­σαν τα δυο τους αγα­πη­μέ­να, γε­μά­τα ευ­τυ­χία. Η Χρυ­σή αγα­πού­σε πο­λύ πο­λύ το Στέ­λιο, που ήταν και δυο χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός της. Μα κι ο Στέ­λιος τη λά­τρευε την αδερ­φού­λα του. Δού­λευε αδιά­κο­πα, μα­ζεύ­ο­ντας έτσι αρ­γά και τί­μια τη φτω­χή προι­κού­λα της. Ο μό­νος του σκο­πός, η μο­να­δι­κή του σκέ­ψη ήτα­νε να την πα­ντρέ­ψει με κα­νέ­να ερ­γα­τι­κό και τί­μιο πα­λι­κά­ρι, εξα­σφα­λί­ζο­ντας της έτσι μια ζωή άνε­τη κι ευ­τυ­χι­σμέ­νη. Και δού­λευε με λύσ­σα, σκλη­ρά.
Μα να που με­θαύ­ριο ο πό­λε­μος θα τον άρ­πα­ζε και θα τον πε­τού­σε αλύ­πη­τα σ’ απά­τη­τες χα­ρά­δρες κι από­κρη­μνα βου­νά.
Πό­τε άρα­γε θα ξα­νά­βλε­πε την αδερ­φή του;

— Μπάρ­μπα-Θα­νά­ση να μου προ­σέ­χεις τη Χρυ­σή…
— Έν­νοια σου παι­δά­κι μου, μη σε μέλ­λει!
— Μα τι φο­βά­σαι για μέ­να Στέ­λιο, μπε­μπέ­κα εί­μαι;
— Σώ­πα­σε Χρυ­σή, για­τί δεν την ξέ­ρεις τη ζωή απ’ την πραγ­μα­τι­κή της όψη… της απά­ντη­σε ο Στέ­λιος κου­νώ­ντας με οί­χτο το κε­φά­λι.
— Κι ού­τε σου εύ­χο­μαι να τη μά­θεις πο­τέ παι­δί μου, συ­μπλή­ρω­σε ο Μπάρ­μπα-Θα­νά­σης κι άλ­λα­ξε αμέ­σως κου­βέ­ντα…

ΙΙ

Πέ­ρα­σαν από κεί­νη την ημέ­ρα τρία χρό­νια. Και κά­ποιο σού­ρου­πο με­λαγ­χο­λι­κό, πα­ρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων, κα­τέ­βη­κε ο Στέ­λιος στο σταθ­μό χα­ρού­με­νος κι αμέ­σως ξε­κί­νη­σε για το σπί­τι του. Εί­χε κα­τα­ντή­σει σω­στό κου­ρέ­λι, σκου­πί­δι της ζω­ής. Βρο­με­ρός κι απαί­σιος στην όψη, ήταν ο μό­νος, μα­ζί με με­ρι­κούς άλ­λους, που σώ­θη­κε απ’ το απέ­ρα­ντο και φρι­κια­στι­κό σφα­γείο, που στή­θη­κε για την ικα­νο­ποί­η­ση της φι­λο­δο­ξί­ας με­ρι­κών αν­θρώ­πων.
Οι κα­μπά­νες χτυ­πού­σαν χαρ­μό­συ­να, όλος ο κό­σμος χαι­ρό­ταν κι ο Στέ­λιος χα­μο­γε­λού­σε ευ­τυ­χι­σμέ­να. Αύ­ριο θα γιόρ­τα­ζαν τα Χρι­στού­γεν­να μα­ζί με την Χρυ­σή κι ίσως και με τον Μπάρ­μπα-Θα­νά­ση –έτσι χα­ρού­με­να, όπως εδώ και τρία χρό­νια.
Από μα­κριά εί­δε τα πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα του σπι­τιού τους κα­τά­κλει­στα, μα δεν έδω­σε ση­μα­σία. Πή­δη­σε δυο δυο τα σκα­λο­πά­τια και χτυ­πώ­ντας την πόρ­τα, κρύ­φτη­κε από πί­σω, θέ­λο­ντας έτσι να κά­νει μια με­γά­λη και χα­ρού­με­νη έκ­πλη­ξη στη Χρυ­σή.
Πε­ρί­με­νε λί­γο, και βλέ­πο­ντας πως δεν έρ­χε­ται κα­νείς να του ανοί­ξει ξα­να­χτύ­πη­σε.
Ησυ­χία…
Χτυ­πά­ει πά­λι πολ­λές φο­ρές και στο τέ­λος δί­νει μια με ορ­μή στην πόρ­τα κι ανοί­γο­ντάς την διά­πλα­τη μπαί­νει μέ­σα.

— Χρυ­σή…! Χρυ­σή…, φω­νά­ζει γυρ­νώ­ντας ανή­συ­χα δώ­θε κεί­θε μες στο κα­τά­κλει­στο και θε­ο­σκό­τει­νο σπί­τι. Και του απο­κρί­νε­ται ει­ρω­νι­κά ο θλι­βε­ρός αντί­λα­λος της τρε­μου­λιά­ρι­κης φω­νής του.

Ψά­χνει πα­ντού· γύ­ρω ολού­θε σκό­νες. Προ­σέ­χει ότι λεί­πουν όλα σχε­δόν τα ρού­χα της… Κι έπει­τα από λί­γο μα­θαί­νει απ’ τους γει­τό­νους την πι­κρή αλή­θεια.
«Η Χρυ­σή εί­χε ακο­λου­θή­σει τον νέο π’ αγα­πού­σε…».

    Δε θύ­μω­σε, δεν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Μο­νά­χα ένα πι­κρό φαρ­μα­κε­ρό χα­μό­γε­λο πό­νου άν­θη­σε στα μα­ρα­μέ­να χεί­λη του που τρέ­μα­νε.
    Και την άλ­λη μέ­ρα, ενώ οι κα­μπά­νες χτυ­πού­σαν ολό­χα­ρα, γιορ­τά­ζο­ντας τη Γέν­νη­ση του Λυ­τρω­τή, ο Στέ­λιος έχο­ντας κρύ­ψει το πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο απ’ τον πό­νο πρό­σω­πό του ανά­με­σα στις κοκ­κα­λιά­ρι­κες πα­λά­μες του, έκλαι­γε αδιά­κο­πα πι­κρά…

    ΙΙΙ

    Και πέ­ρα­σε από τό­τε και­ρός πο­λύς.
    Κλει­σμέ­νος ο Στέ­λιος στ’ αρα­χνια­σμέ­νο πια σπί­τι του, σπά­νια μό­νον έβγαι­ν’ έξω. Μι­σού­σε όλον τον κό­σμο, μια πο­λύ την πο­λι­τεία και μα­ζί τη βρό­μια κοι­νω­νία. Αυ­τός εθυ­σί­α­ζε τη ζωή του για τους αν­θρώ­πους τους «τί­μιους» κι αυ­τοί, σαν όρ­νια αχόρ­τα­γα, του άρ­πα­ξαν για πά­ντα την τι­μή του. Εί­χε γί­νει πτώ­μα ζω­ντα­νό. Δυο βα­θιές γού­βες εί­χαν σχη­μα­τι­στεί στα μά­γου­λά του, ενώ οι κόγ­χες του λες κι εί­χαν χω­θεί σε δυο βα­θιές, σκο­τει­νές σπη­λιές.
    Κι ήρ­θαν πά­λι τα Χρι­στού­γεν­να. Χα­ρά κι ευ­τυ­χία για άλ­λους, θύ­μη­σες σκλη­ρές και πι­κροί λυγ­μοί για το Στέ­λιο. Ακρά­τη­τα τα δά­κρυα του τρέ­χαν όλη την ημέ­ρα και σε μια στιγ­μή, τρα­βώ­ντας απ’ το συρ­τά­ρι ένα πι­στό­λι, στή­ρι­ξε την κρυ­ε­ρή του κά­νη στα μη­νίγ­για του, ενώ απ’ τα μά­τια του κυ­λού­σαν τα δυο τε­λευ­ταία δά­κρυα, που πέ­φτο­ντας απά­νω τους ο ήλιος – που ’μπαι­νε απ’ τα πα­ρά­θυ­ρα – τα έκα­νε να μοιά­ζουν με δυο χο­ντρά μαρ­γα­ρι­τά­ρια.

    — Χρυ­σή… αδελ­φού­λα μου… σε συγ­χω­ρώ… έκα­με με λυγ­μούς. Ναι… σας συγ­χω­ρώ όλους… αντίο… Την ίδια όμως στιγ­μή τα μά­τια του έπε­σαν στη φω­το­γρα­φία της μη­τέ­ρας του που βρι­σκό­ταν αντι­κρύ του. Και να, μες στην τρε­λή του πα­ρα­ζά­λη τού φά­νη­κε πως τα χεί­λη της άνοι­ξαν αρ­γά αρ­γά και πρό­φε­ραν λό­για πα­ρα­κα­λε­στι­κά μα κι επι­πλη­χτι­κά. Και τό­τε, πε­τώ­ντας μα­κριά με φρί­κη το πι­στό­λι, πε­τά­χτη­κε έξω αλα­φια­σμέ­νος.

    Ήτα­νε πια βρά­δυ, αρ­γά πο­λύ…
    Ο ου­ρα­νός μαύ­ρος, κα­τά­μαυ­ρος σαν πίσ­σα κι ο αέ­ρας κρυ­ε­ρός, φυ­σά­ει με μα­νία…
    Ο Στέ­λιος όμως, μ’ ένα τσι­γά­ρο στο στό­μα, βα­δί­ζει αδια­φο­ρώ­ντας για την απει­λη­τι­κή της φύ­σης όψη. Άξαφ­να, κα­θώς έστρι­βε στη γω­νία, τον πλη­σιά­ζει μια γυ­ναί­κα του δρό­μου – απ’ αυ­τές που ψα­ρεύ­ουν της Σάρ­κας τους πε­λά­τες στα πε­ζο­δρό­μια. Και με βρα­χνή απο­κρου­στι­κή φω­νή του ζη­τά­ει –πρό­φα­ση– ένα τσι­γά­ρο. Έβγα­λε ένα, της το ’δω­σε και κα­τό­πιν πλη­σί­α­σε αυ­τό που κά­πνι­ζε στο δι­κό της για να τ’ ανά­ψει.
    Και στην ανα­λα­μπή που πέ­τα­ξε τ’ άναμ­μα του τσι­γά­ρου, πρό­σε­ξε κα­λύ­τε­ρα το μι­σο­σκε­πα­σμέ­νο από ’να σά­λι πρό­σω­πό της…
    …Και εί­δε… εί­δε! Τα μά­τια του πή­γαν ξάφ­νου να πε­τα­χτούν έξω από τις κόγ­χες τους. Οι τρί­χες του ση­κώ­θη­καν ψη­λά, ενώ το πρό­σω­πό του συ­σπά­στη­κε τρο­με­ρά κι οι γρο­θιές του σφί­χτη­καν τό­σο, που τα νύ­χια μπή­καν μες στις σάρ­κες και τις μά­τω­σαν. Τη γνώ­ρι­σε! Ήταν εκεί­νη, Θεέ μου, η αδερ­φή του η ίδια…
    Μια άτι­μη.
    Έκα­νε να ορ­μή­σει κα­τ’ απά­νω της, μ’ αμέ­σως γύ­ρι­σε μ’ άγρια απο­στρο­φή κι από­γνω­ση τα μά­τια του αλ­λού και κα­τα­βάλ­λο­ντας υπε­ράν­θρω­πες προ­σπά­θειες προ­χώ­ρη­σε τρι­κλί­ζο­ντας, ενώ αυ­τή αφού άνα­ψε το τσι­γά­ρο της, χά­θη­κε από μπρο­στά του, πη­γαί­νο­ντας νά ’βρει τον άλ­λον.
    Εκεί­νη τη στιγ­μή ένα μπου­μπου­νη­τό ακού­στη­κε κι η βρο­χή άρ­χι­σε να πέ­φτει ακρά­τη­τη. Αδιά­κο­πες αστρα­πές έσκι­ζαν τον ου­ρα­νό και τρο­με­ροί βρό­ντοι τρά­ντα­ζαν τη γη, ενώ ο αγέ­ρας λυσ­σο­μα­νού­σε.
    Κι ο Στέ­λιος στη μέ­ση του δρό­μου προ­χω­ρού­σε… προ­χω­ρού­σε, μη νιώ­θο­ντας κα­θό­λου τι γι­νό­ταν ολό­γυ­ρά του. Απ’ τα μά­τια του κυ­λού­σαν αδιά­κο­πα, χο­ντρά χο­ντρά τα δά­κρυα, ενώ το πρό­σω­πό του ήταν φρι­κια­στι­κά πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο απ’ τον πό­νο. Στο λι­γό­χρο­νο μα δυ­να­τό φως των αστρα­πών, φά­ντα­ζε σα δαί­μο­νας, που μό­λις εί­χε βγει απ’ την κό­λα­ση.
    Στα μά­τια του χο­ρο­πη­δού­σαν αμέ­τρη­τες σκέ­ψεις, φα­ντά­σμα­τα. Να οι πα­λιές ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες, η μη­τέ­ρα του η κα­λό­καρ­δη, ο πα­τέ­ρας του… Μα… τ’ εί­ν’ αυ­τό; Να, όλα αυ­τά τα σκε­πά­ζει ξάφ­νου ένα τε­ρά­στιο απει­λη­τι­κό χέ­ρι, που μες στην απαί­σια πα­λά­μη του έβλε­πε – σαν σε κα­θρέ­φτη – αν­θρώ­πους, πολ­λούς αν­θρώ­πους, με φρά­κα, «έντι­μους», εξο­χό­τα­τους, αν­θρώ­πους με­γά­λους, που κά­τι μι­κροί της ίδιας μάρ­κας τούς έδε­ναν τα λου­ριά των πα­που­τσιών τους. Κι όλοι αυ­τοί τον κοί­τα­ζαν με μί­σος κι ει­ρω­νεία. Και το χέ­ρι, με τα τε­ρά­στια σου­βλε­ρά νύ­χια και τα συ­σπα­σμέ­να σε σχή­μα τρο­με­ρής τα­νά­λιας δά­χτυ­λα, προ­χω­ρού­σε διαρ­κώς κα­τ’ απά­νω του…
    Η φο­βε­ρή θύ­ελ­λα ξα­κο­λου­θού­σε να ορ­γιά­ζει, λες κι φύ­ση όλη τρα­γου­δού­σε μ’ άγρια κι ανα­τρι­χια­στι­κή με­γα­λο­πρέ­πεια την απέ­ρα­ντη δυ­στυ­χία ενός αν­θρώ­που.

    …Το πρωί τον βρή­καν νε­κρό πιο έξω απ’ την πό­λη.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: