Για τον Γκολντόνι

Σκηνικό και κουστούμια του Γιώργου Πάτσα από τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» σε σκηνοθεσία Κ. Αρβανιτάκη (1996)
Σκηνικό και κουστούμια του Γιώργου Πάτσα από τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» σε σκηνοθεσία Κ. Αρβανιτάκη (1996)

Ειρήνη Μ. Μουντράκη, «Carlo Goldoni. Η ζωή, το έργο του και η πρόσληψή του στην Ελλάδα», εκδ. Αιγόκερως 2019

Η Ει­ρή­νη Μου­ντρά­κη, θε­α­τρο­λό­γος – κρι­τι­κός θε­ά­τρου, σπού­δα­σε θε­α­τρο­λο­γία στην Αθή­να και στο Μι­λά­νο. Εί­ναι αρι­στού­χος δι­δά­κτωρ του Τμή­μα­τος Θε­α­τρι­κών Σπου­δών του ΕΚ­ΠΑ,[1] πο­λύ­τι­μο στέ­λε­χος του Εθνι­κού Θε­ά­τρου –υπεύ­θυ­νη Δρα­μα­το­λο­γί­ου, Βι­βλιο­θή­κης, Αρ­χεί­ου και Διε­θνών Σχέ­σε­ων–, κα­θώς και ιδρύ­τρια και υπεύ­θυ­νη της δί­γλωσ­σης δια­δι­κτυα­κής πλατ­φόρ­μας για το σύγ­χρο­νο ελ­λη­νι­κό έρ­γο, ‘‘Greek Play Project’’. Έχει ανα­πτύ­ξει μια πο­λύ­πλευ­ρη και πλού­σια δι­δα­κτι­κή, επι­στη­μο­νι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή δρά­ση.
Η μο­νο­γρα­φία της επι­χει­ρεί τη συ­νο­λι­κή προ­σέγ­γι­ση της ζω­ής, του έρ­γου, κα­θώς και της πρό­σλη­ψης και πα­ρου­σί­ας του Ιτα­λού δρα­μα­τουρ­γού στα «κα­θ’η­μάς». Πρό­κει­ται για μνη­μειώ­δες έρ­γο, προ­ϊ­όν πο­λύ­χρο­νου μό­χθου και συ­γκέ­ντρω­σης με­γά­λου όγκου πλη­ρο­φο­ριών, οι οποί­ες «δα­μά­ζο­νται» σε μια λο­γι­κή και διαυ­γή δο­μή. Η διάρ­θρω­ση της ερ­γα­σί­ας απο­τε­λεί­ται από ομό­κε­ντρους θε­μα­τι­κούς κύ­κλους, που κα­τα­λή­γουν στις πα­ρα­στά­σεις των έρ­γων του βε­νε­τσιά­νου κω­μω­διο­γρά­φου στον 20ό και στον 21ο αιώ­να. Εκ­κι­νεί από τη βιο­γρα­φία και ερ­γο­γρα­φία του δρα­μα­τουρ­γού, ενταγ­μέ­νες στον πνευ­μα­τι­κό και θε­α­τρι­κό βίο της Βε­νε­τί­ας της επο­χής, με­τέ­πει­τα στο Πα­ρί­σι του «Πα­λαιού Κα­θε­στώ­τος» (Ancien Régime) και της Επα­νά­στα­σης και περ­νά με­τά στα επι­μέ­ρους κε­φά­λαια της πρό­σλη­ψης.
Στον «Πρό­λο­γο» (σσ. 11-18), με αφορ­μή το ερε­θι­στι­κό ερώ­τη­μα του Bernard Dort: «για­τί ο Γκολ­ντό­νι σή­με­ρα;» τί­θε­νται τα βα­σι­κά ζη­τή­μα­τα της πρό­σλη­ψής του στο πα­ρελ­θόν αλ­λά και στο πα­ρόν. Ποια εί­ναι τα στοι­χεία της δρα­μα­τουρ­γί­ας του που κά­νουν τον «ανα­μορ­φω­τή της ιτα­λι­κής κω­μω­δί­ας» βε­νε­τσιά­νο συγ­γρα­φέα (Βε­νε­τία 1707–Πα­ρί­σι 1793) να απο­τε­λεί για πρω­το­πό­ρους σκη­νο­θέ­τες μια στα­θε­ρή πη­γή έμπνευ­σης και συ­νά­μα ένα διαρ­κές πε­δίο δο­κι­μής και έρευ­νας προς έναν επα­να­προσ­διο­ρι­σμό του θε­α­τρι­κού κώ­δι­κα; Για­τί η θε­μα­το­λο­γία του εξα­κο­λου­θεί να εν­δια­φέ­ρει ως σή­με­ρα και πως συν­δέ­ο­νται μέ­σω του έρ­γου του πρα­κτι­κές του πα­ρελ­θό­ντος με πρα­κτι­κές του μέλ­λο­ντος;
Στο πρώ­το κε­φά­λαιο με γε­νι­κό τί­τλο «Το θέ­α­τρο του Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι: η επο­χή του, η ζωή του, η δρα­μα­τουρ­γία του, η και­νο­το­μία του, η επί­δρα­σή του» (σσ. 19-130) πε­ρι­γρά­φε­ται με γλα­φυ­ρό­τη­τα η κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της Γα­λη­νο­τά­της που κα­θό­ρι­σε τον συγ­γρα­φέα, ανα­λύ­ε­ται η θε­α­τρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα της επο­χής του και πα­ρου­σιά­ζε­ται εκτε­νώς η ζωή του ως τα ύστε­ρα χρό­νια που πέ­ρα­σε στη γαλ­λι­κή πρω­τεύ­ου­σα (1762[2] -1793) –προς το τέ­λος τους δί­σε­κτα, μέ­σα στη δί­νη της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, στις δυ­σκο­λί­ες και στε­ρή­σεις που αυ­τή επέ­φε­ρε στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή–, προ­κει­μέ­νου να κα­τα­νο­ή­σου­με εναρ­γέ­στε­ρα το έρ­γο του και τη ση­μα­σία του. Στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του που συ­νέ­τα­ξε στα γαλ­λι­κά, ση­μειώ­νει, με φα­νε­ρή πί­κρα, ότι η ου­σια­στι­κή ανα­γνώ­ρι­ση του έρ­γου του ήρ­θε στη Γαλ­λία.
Στη συ­νέ­χεια, δια­τυ­πώ­νο­νται τα ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και οι και­νο­το­μί­ες της δρα­μα­τουρ­γί­ας του: «Η ανα­μόρ­φω­ση που επε­δί­ω­κε», επι­ση­μαί­νει η Ει­ρή­νη Μου­ντρά­κη, «δεν ήταν μό­νο η αντι­κα­τά­στα­ση των τύ­πων με χα­ρα­κτή­ρες, των κα­τα­στά­σε­ων με ήθη και το ξε­χώ­ρι­σμα του αν­θρώ­που πί­σω από το προ­σω­πείο. ήταν επί­σης μια κοι­νω­νι­κή ανα­μόρ­φω­ση που βα­σι­ζό­ταν κυ­ρί­ως στην προ­ο­δευ­τι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση όχι μό­νο των ηθο­ποιών, αλ­λά και του κοι­νού» (σ. 86).
Και συ­νε­χί­ζει: «Στα πρώ­τα έρ­γα του δια­κρί­νου­με μια πιο επι­φυ­λα­κτι­κή στά­ση απέ­να­ντι στην αρι­στο­κρα­τία, η οποία αντι­πα­ρα­βάλ­λε­ται συ­χνά με την τά­ξη των αστών και των εμπό­ρων, τά­ξη στην οποία ανα­γνω­ρί­ζει ευ­θύ­τη­τα και αβρο­φρο­σύ­νη. Στη συ­νέ­χεια, ασχο­λεί­ται με τις εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις του αστι­κού κό­σμου. Από τη μια πλευ­ρά, μια γε­νιά προ­σκολ­λη­μέ­νη στον τρό­πο ζω­ής της και από την άλ­λη μια νε­ό­τε­ρη γε­νιά γοη­τευ­μέ­νη από τα ήθη της αρι­στο­κρα­τί­ας. Αυ­τή εί­ναι και η βα­σι­κή θε­μα­το­λο­γία των με­γά­λων του έρ­γων –Οι Αγροί­κοι, το Και­νούρ­γιο σπί­τι, η Τρι­λο­γία του πα­ρα­θε­ρι­σμού –  της τε­λευ­ταί­ας πε­ριό­δου στη Βε­νε­τία, που εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ρε­α­λι­στι­κή. Κω­μω­δί­ες βε­νε­τσιά­νι­κες τό­σο στη θε­μα­τι­κή όσο και στη γλώσ­σα (όπως και Οι Ερω­τευ­μέ­νοι) προ­βάλ­λουν τη σύ­γκρου­ση των γε­νε­ών. Ο πα­τέ­ρας αντι­προ­σω­πεύ­ει τις προ­σφι­λείς στους εμπό­ρους αρε­τές (λι­τή ζωή, οι­κο­νο­μία, σύ­νε­ση, υπα­κοή), ενώ οι νέ­οι και οι γυ­ναί­κες διεκ­δι­κούν ελευ­θε­ρία, τί­μια [έντι­μη] ψυ­χα­γω­γία, απο­δέ­σμευ­ση από τον πά­τερ φα­μί­λια. Ο πε­ζός λό­γος, η φυ­σι­κή συ­νο­μι­λία, πα­ρέ­χει στον συγ­γρα­φέα τη δυ­να­τό­τη­τα να εστιά­σει στην ανα­πα­ρά­στα­ση του κό­σμου και να εμ­βα­θύ­νει στις ανε­ξε­ρεύ­νη­τες πτυ­χές του, συλ­λαμ­βά­νο­ντας αρι­στο­τε­χνι­κά τα όρια και τις αντι­φά­σεις αυ­τής της κοι­νω­νι­κής τά­ξης» (σ. 86).

΄Ετσι «Ο Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι στα­δια­κά κα­τα­σκευά­ζει κα­τ’ ανα­λο­γία με την commedia dell’arte μια ‘‘κοι­νω­νι­κή τυ­πο­λο­γί­α­’’ η οποία εί­ναι απο­λύ­τως ενη­με­ρω­μέ­νη και προ­σαρ­μο­σμέ­νη στα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα της Βε­νε­τί­ας» (σ. 87). Έχου­με «μια πλα­τιά τοι­χο­γρα­φία ενός κό­σμου και μιας επο­χής», όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μειώ­νει ο Ιτα­λός ιστο­ρι­κός Vito Pandolfi (σ. 88).

Η γλώσ­σα των κω­μω­διών του εί­ναι ρη­ξι­κέ­λευ­θη και εναρ­μο­νί­ζε­ται με τις βα­θύ­τε­ρες ανα­μορ­φω­τι­κές προ­θέ­σεις του συγ­γρα­φέα: «Σή­μα κα­τα­τε­θέν του ρε­α­λι­σμού τους», γρά­φει η με­λε­τή­τρια, «ο λό­γος τους. Η βε­νε­τσιά­νι­κη διά­λε­κτος κα­θα­ρή, γλυ­κιά, ντε­λι­κά­τη δί­νει το χρώ­μα στους πί­να­κες που ζω­γρα­φί­ζει με τα έρ­γα του ο Γκολ­ντό­νι. Χρη­σι­μο­ποιεί τον πραγ­μα­τι­κό διά­λο­γο –και διά­λε­κτο– των δρό­μων και των κα­να­λιών, αλ­λά το επί­τευγ­μά του βρί­σκε­ται κυ­ρί­ως στη ρε­α­λι­στι­κή απει­κό­νι­ση της βε­νε­τσιά­νι­κης τα­ξι­κής δο­μής […]. Ο φι­λό­σο­φος Benedetto Croce κά­νει λό­γο για «κω­μω­δία της κοι­νω­νι­κής πα­ρα­τή­ρη­σης» (σ. 88).
Εκτε­νής ανα­φο­ρά γί­νε­ται στις γνω­στές αντι­δρά­σεις και δια­μά­χες που προ­κά­λε­σαν οι με­ταρ­ρυθ­μί­σεις του συγ­γρα­φέα (κα­τάρ­γη­ση της μά­σκας, ει­σα­γω­γή του αι­σθη­μα­τι­κού και ρε­α­λι­στι­κού στοι­χεί­ου, κ.λπ.) και στο εχθρι­κό κλί­μα που δια­μορ­φώ­θη­κε απέ­να­ντί του.

Το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο με τί­τλο «Η πρό­σλη­ψη του Γκολ­ντό­νι στην Ευ­ρώ­πη τον 18ο και 19ο αιώ­να και η ανα­ζω­πύ­ρω­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος για τον δρα­μα­τουρ­γό στον 20ό αιώ­να» (σσ. 131-212) επι­κε­ντρώ­νε­ται στην πα­ρου­σία του στις σκη­νές της Ιτα­λί­ας τον 18ο και 19ο αιώ­να και στην πρό­σλη­ψή του, στον 20ό, κα­θώς και στον επα­να­προσ­διο­ρι­σμό του στην Ιτα­λία και σε άλ­λες ευ­ρω­παϊ­κές χώ­ρες.
Στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου αιώ­να οι θί­α­σοι των με­γά­λων πρω­τα­γω­νι­στών και πρω­τα­γω­νι­στριών πε­ριο­δεύ­ουν σε ολό­κλη­ρη την Ευ­ρώ­πη και κά­ποιοι «έχουν» στις απο­σκευ­ές τους και τον Γκολ­ντό­νι. Η πε­ρί­φη­μη Adelaida Ristori με τη Λο­κα­ντιέ­ρα (το πρω­τό­τυ­πο και όχι δια­σκευα­σμέ­νο κεί­με­νο) τα­ξί­δε­ψε, ανά­με­σα σε άλ­λους προ­ο­ρι­σμούς στο Πα­ρί­σι (1855) αρ­χι­κά, και με­τά στην Πο­λω­νία, την Ουγ­γα­ρία, την Ολ­λαν­δία. Η Eleonora Duse με τη Λο­κα­ντιέ­ρα και την Πα­μέ­λα έφτα­σε ως τη Ρω­σία και τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες της Αμε­ρι­κής (σ. 142).

Ο Goldoni επα­να­προσ­διο­ρί­ζε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά στον 20ό αιώ­να: «Πρώ­τος ο Κoν­στα­ντίν Στα­νι­σλάφ­σκι, το 1914, στρέ­φει το βλέμ­μα του στον Ιτα­λό δρα­μα­τουρ­γό με τη Λο­κα­ντιέ­ρα (έρ­γο με το οποίο εί­χε ήδη ανα­με­τρη­θεί στο πα­ρελ­θόν μία φο­ρά το 1898) ανα­ζη­τώ­ντας έναν νέο ρε­α­λι­σμό· ακο­λου­θεί ο Jacques Copeau, το 1923, επί­σης με τη Λο­κα­ντιέ­ρα, ανα­ζη­τώ­ντας ένα σω­μα­τι­κό παί­ξι­μο, την commedia dell’arte και την προ­βλη­μα­τι­κή στη χρή­ση της μά­σκας. ένα χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, ο Max Reinhardt, με τον Υπη­ρέ­τη δύο αφε­ντά­δων, θα δο­κι­μα­στεί και αυ­τός με τον Γκολ­ντό­νι, σε μια ευ­φά­ντα­στη ανα­σύν­θε­ση των εκ­φρα­στι­κών μέ­σων της commedia dell’arte. Ο Ιτα­λός Giorgio Strehler, στο «Piccolo Teatro» του Μι­λά­νου, θα σκη­νο­θε­τή­σει τον θρυ­λι­κό πια Αρ­λε­κί­νο, Υπη­ρέ­τη δύο αφε­ντά­δων το 1948 σε μια πα­ρά­στα­ση που θα απο­δει­χθεί η μα­κρο­βιό­τε­ρη όλων, όπου συ­να­ντά­ται με κά­ποιον τρό­πο ο Κο­πώ με τον Ράιν­χαρτ. Η πα­ρά­στα­ση αυ­τή του Στρέ­λερ, που πε­ριό­δευ­σε και πε­ριο­δεύ­ει ακό­μη και σή­με­ρα ανά την υφή­λιο, επη­ρέ­α­σε κα­θο­ρι­στι­κά. Ο Ιτα­λός σκη­νο­θέ­της ωστό­σο, σκη­νο­θε­τεί και μια σει­ρά ακό­μη έρ­γων, κά­ποια από τα οποία μά­λι­στα, όπως και τον Υπη­ρέ­τη, σε πε­ρισ­σό­τε­ρες από μία εκ­δο­χές. Για τον Στρέ­λερ, ο Γκολ­ντό­νι δέ­νει το θέ­α­τρο με τον κό­σμο, το θέ­α­τρο και τον άν­θρω­πο» (σ. 135).
Ο Goldoni απα­σχο­λεί γό­νι­μα τον Luchino Visconti (Λο­κα­ντιέ­ρα, 1952), Ας ανα­φέ­ρω επί­σης τον Jean Vilar (Οι Αγροί­κοι, Festival d’Avignon, 1961) και τον Jacques Lassalle με αρ­κε­τές σκη­νο­θε­σί­ες έρ­γων του Γκολ­ντό­νι. Θε­ω­ρώ αυ­τό το κε­φά­λαιο εξαι­ρε­τι­κά δια­φω­τι­στι­κό για να εντά­ξου­με σε ένα συ­γκρι­τι­κό πλαί­σιο ανα­φο­ράς τα τε­κται­νό­με­να στην Ελ­λά­δα.

Το τρί­το κε­φά­λαιο με τί­τλο «Η ει­σα­γω­γή του Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι στην Ελ­λά­δα στο τέ­λος του 18ου αιώ­να και η πρό­σλη­ψή του στον 19ο αιώ­να» (σσ. 213-292) επι­κε­ντρώ­νε­ται στην πρό­λη­ψη του Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι στον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμι­κό χώ­ρο.
Οι πρώ­τες με­τα­φρά­σεις που τυ­πώ­νο­νται στη Βιέν­νη, το 1791, οφεί­λο­νται στον ανα­νε­ω­τή τυ­πο­γρά­φο και επι­με­λη­τή βι­βλί­ων Πο­λυ­ζώη Λα­μπα­νι­τζιώ­τη, ενώ έχουν προη­γη­θεί οι αχρο­νο­λό­γη­τες (post 1760) χει­ρό­γρα­φες με­τα­φρά­σεις δέ­κα κω­μω­διών του από ανώ­νυ­μο φα­να­ριώ­τη με­τα­φρα­στή και η πλού­σια δρα­στη­ριό­τη­τα –αρ­χι­κά σε χει­ρό­γρα­φη μορ­φή–του φα­να­ριώ­τη ηγε­μό­να Ιω­άν­νη Κα­ρα­τζά. Ως τα μέ­σα του 19ου αιώ­να και πριν ακό­μα πα­ρου­σια­στεί στη σκη­νή έρ­γο του, υπάρ­χουν εί­κο­σι πε­ρί­που με­τα­φρα­σμέ­νες κω­μω­δί­ες, με­ρι­κές από τις οποί­ες σε δύο ή και τρεις δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­φρα­στι­κές εκ­δο­χές. Οι πρώ­τες πα­ρα­στά­σεις κω­μω­διών του από επαγ­γελ­μα­τι­κούς θιά­σους έχουν ως αφε­τη­ρία το 1863, έτος κα­τά το οποίο Η Ξε­νο­δό­χος, στη με­τά­φρα­ση του Ιω­άν­νη Κα­ρα­τζά, πα­ρου­σιά­ζε­ται στο θέ­α­τρο «Να­ούμ» της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Πα­ρα­τη­ρού­με και την προ­σαρ­μο­γή των έρ­γων του στη μό­δα της επο­χής του κω­μει­δυλ­λί­ου με προ­σθή­κες τρα­γου­διών και μου­σι­κής. Στην Αθή­να, την Πά­τρα, την Ερ­μού­πο­λη και τις ελ­λη­νι­κές πα­ροι­κί­ες του εξω­τε­ρι­κού, ο Γκολ­ντό­νι βρί­σκε­ται συ­χνά στο ρε­περ­τό­ριο των πε­ριο­δευό­ντων θιά­σων.
Μια εν­δια­φέ­ρου­σα πο­ρεία που ξε­κι­νά ήδη από τον 18ο αιώ­να με τις πρώ­τες χει­ρό­γρα­φες με­τα­φρά­σεις έρ­γων του στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, συ­να­γω­νι­ζό­με­νη αριθ­μη­τι­κά αυ­τήν του Μο­λιέ­ρου (του οποί­ου έχου­με τις πρώ­τες μαρ­τυ­ρί­ες για ανά­γνω­ση στο πρω­τό­τυ­πο και σε ιτα­λι­κή με­τά­φρα­ση, στα 1721, και τις πρώ­τες χει­ρό­γρα­φες με­τα­φρά­σεις, κα­μω­μέ­νες κα­τ’ εντο­λή του φα­να­ριώ­τη ηγε­μό­να Κων­στα­ντί­νου Μαυ­ρο­κορ­δά­του, στα 1741), συ­νε­χί­ζε­ται με τις πρώ­τες σκη­νι­κές δο­κι­μές στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου αιώ­να και με τις σκη­νο­θε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις που επι­χει­ρή­θη­καν στον 20ό αιώ­να για να φτά­σει στο σή­με­ρα, στον 21ο αιώ­να και στις σύγ­χρο­νες ανα­ζη­τή­σεις.

Στο τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο με τί­τλο «Ο Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι στην Ελ­λά­δα από τις αρ­χές του 20ού αιώ­να έως το 1974» (σσ. 293-400) πα­ρου­σιά­ζο­νται και ανα­λύ­ο­νται όλες οι πα­ρα­στά­σεις έρ­γων του και επι­χει­ρεί­ται η κα­τα­γρα­φή της πρό­σλη­ψής τους από το 1900. Από τη «Νέα Σκη­νή» του Κων­στα­ντί­νου Χρη­στο­μά­νου, που εί­χε ως μέ­λη­μα τη δη­μιουρ­γία πα­ρα­στά­σε­ων συ­νό­λου, σύμ­φω­να με την κα­θιε­ρω­μέ­νη πλέ­ον ευ­ρω­παϊ­κή αντί­λη­ψη, έχου­με το πρώ­το ανέ­βα­σμα έρ­γου του Γκολ­ντό­νι, τη Λο­κα­ντιέ­ρα (1901), σε με­τά­φρα­ση του Νικ. Πο­ριώ­τη, με θε­τι­κή απή­χη­ση· ακο­λου­θούν Οι Ερω­τευ­μέ­νοι (1902), στην πα­λαιά με­τά­φρα­ση του Ιω­άν­νη Κα­ρα­τζά.

Έκτο­τε η Λο­κα­ντιέ­ρα ανε­βαί­νει συ­χνά στη σκη­νή, από δια­φο­ρε­τι­κούς θιά­σους. Στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο ανε­βαί­νει το 1934, σε σκη­νο­θε­σία Φώ­του Πο­λί­τη, στη με­τά­φρα­ση του Πο­ριώ­τη, σκη­νι­κά του Κλε­ό­βου­λου Κλώ­νη και κο­στού­μια του Αντώ­νη Φω­κά. Τη Μι­ρα­ντο­λί­να υπο­δύ­θη­κε η Κα­τε­ρί­να Αν­δρε­ά­δη. Η υπο­δο­χή του έρ­γου από την κρι­τι­κή ήταν αρ­κε­τά αρ­νη­τι­κή με ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις. Η συμ­βο­λή του Εθνι­κού Θε­ά­τρου ως το 1974 εί­ναι ση­μα­ντι­κή, με πα­ρα­στά­σεις κο­ρυ­φαί­ων σκη­νο­θε­τών και ερ­μη­νεί­ες κα­θιε­ρω­μέ­νων ηθο­ποιών, ενί­ο­τε στα πρώ­τα τους βή­μα­τα. Πρώ­το πα­ρά­δειγ­μα, το ανέ­βα­σμα στο τό­τε Βα­σι­λι­κό, του Υπη­ρέ­τη δύο κυ­ρί­ων (1937), σε σκη­νο­θε­σία Δη­μή­τρη Ρο­ντή­ρη, σε ρέ­ου­σα με­τά­φρα­ση του Μι­χά­λη Κόκ­κα­λη, χω­ρίς ιδιω­μα­τι­σμούς, σε σκη­νι­κά του Κλώ­νη και κο­στού­μια του Φω­κά. Η κρι­τι­κή δι­χά­ζε­ται, άλ­λοι εί­ναι εγκω­μια­στι­κοί και άλ­λοι επι­κρι­τι­κοί. Το 1941 ανε­βαί­νει στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο η Βε­ντά­λια, που εί­χε ήδη γνω­ρί­σει με­γά­λη επι­τυ­χία στον 19ο αιώ­να, σε σκη­νο­θε­σία του Τά­κη Μου­ζε­νί­δη, με­τά­φρα­ση του Γε­ρά­σι­μου Σπα­τα­λά, σκη­νι­κά του Κλώ­νη και κο­στού­μια του Φω­κά. Σε γε­νι­κές γραμ­μές η πα­ρά­στα­ση άρε­σε. Το 1950, έχου­με το ανέ­βα­σμα της Λο­κα­ντιέ­ρας από τον Κω­στή Μι­χαη­λί­δη, σε με­τά­φρα­ση του Νί­κου Πο­ριώ­τη, σκη­νι­κά του Κλώ­νη και κο­στού­μια του Φω­κά. Για τις αλ­λα­γές του σκη­νι­κού πα­ρεμ­βάλ­λο­νταν μι­κρά χο­ρευ­τι­κά νού­με­εα. Η χο­ρο­γρα­φία ήταν της Ραλ­λούς Μά­νου-Μυ­λω­νά. Τη Μι­ρα­ντο­λί­να υπο­δύ­θη­κε με μπρίο η Μαί­ρη Αρώ­νη. Για μια ακό­μη φο­ρά η κρι­τι­κή δι­χά­στη­κε. Το 1951 ανε­βαί­νει Ο κα­λό­καρ­δος γκρι­νιά­ρης, σε εκη­νο­θε­σία Σω­κρά­τη Κα­ρα­ντι­νού, με­τά­φρα­ση του Γε­ρά­σι­μου Σπα­τα­λά και με τον Χρι­στό­φο­ρο Νέ­ζερ στον κε­ντρι­κό ρό­λο.
Το 1952, ο θί­α­σος της Μα­ρί­κας Κο­το­πού­λη ανέ­βα­σε τον Υπη­ρέ­τη δύο αφε­ντά­δων, σε σκη­νο­θε­σία Τά­κη Μου­ζε­νί­δη, με­τά­φρα­ση του Γε­ρά­σι­μου Σπα­τα­λά και με τον Ντί­νο Ηλιό­που­λο στον ρό­λο του Τρου­φαλ­ντί­νο, ρό­λος που κα­θό­ρι­σε στο μέλ­λον τον τα­λα­ντού­χο ηθο­ποιό.
Το Εθνι­κό Θέ­α­τρο ανε­βά­ζει στο Δη­μο­τι­κό Θέ­α­τρο Πει­ραιά (και με­τά σε πε­ριο­δεία) Το Κα­φε­νείο, σε σκη­νο­θε­σία Σω­κρά­τη Κα­ρα­ντι­νού και με­τά­φρα­ση Γε­ρά­σι­μου Σπα­τα­λά.
Φυ­σι­κά υπάρ­χουν και πολ­λές άλ­λες πα­ρα­στά­σεις, αρ­κε­τές από το Κρα­τι­κό Θέ­α­τρο Βο­ρεί­ου Ελ­λά­δος, που ανα­φέ­ρο­νται διε­ξο­δι­κά. Οι ανα­λύ­σεις στη­ρί­ζο­νται σε τεκ­μή­ρια των πα­ρα­στά­σε­ων (φω­το­γρα­φι­κό υλι­κό, μα­κέ­τες, πρό­γραμ­μα πα­ρά­στα­σης), σε κρι­τι­κές και δη­μο­σιεύ­μα­τα στον τύ­πο. Επι­χει­ρεί­ται μια απο­τύ­πω­ση των ερ­μη­νευ­τι­κών γραμ­μών που ακο­λου­θή­θη­καν και της θε­α­τρι­κής και υπο­κρι­τι­κής πρό­σλη­ψης του Γκολ­ντό­νι στην Ελ­λά­δα.

Ο Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι

Στο πέμ­πτο κε­φά­λαιο με τί­τλο «Γκολ­ντο­νι­κή ευ­φο­ρία στη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρί­ο­δο. Σύγ­χρο­νες σκη­νο­θε­τι­κές ερ­μη­νεί­ες στην Ελ­λά­δα» (σσ. 401-546), με αφε­τη­ρία την πα­ρά­στα­ση του «Θε­ά­τρου Τέ­χνης», Υπη­ρέ­της δύο αφε­ντά­δων, το 1976, σε σκη­νο­θε­σία Γιώρ­γου Λα­ζά­νη και με­τά­φρα­ση Γε­ρά­σι­μου Σπα­τα­λά, πα­ρου­σιά­ζο­νται οι πα­ρα­στά­σεις και οι προ­σεγ­γί­σεις στο έρ­γο του ως και το 2014, με τους Κα­βγά­δες στην Κιό­τζα, σε σκη­νο­θε­σία Βα­σί­λη Πα­πα­βα­σι­λεί­ου, στο Δη­μο­τι­κό Θέ­α­τρο Πει­ραιά. Στο κε­φά­λαιο αυ­τό ανα­λύ­ο­νται οι πα­ρα­στά­σεις από το δια­θέ­σι­μο υλι­κό (φω­το­γρα­φι­κό υλι­κό, μα­κέ­τες, πρό­γραμ­μα πα­ρά­στα­σης, κι­νη­μα­το­γρα­φή­σεις, μαρ­τυ­ρί­ες και συ­νε­ντεύ­ξεις) και με­λε­τά­ται η πρό­σλη­ψή τους κυ­ρί­ως μέ­σα από τον τύ­πο της επο­χής. Με­λε­τώ­νται διε­ξο­δι­κά με­τα­ξύ άλ­λων οι πα­ρα­στά­σεις του «Θε­ά­τρου Τέ­χνης», η εντα­τι­κή και εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρου­σα ενα­σχό­λη­ση του Βα­σί­λη Πα­πα­βα­σι­λεί­ου με τον συγ­γρα­φέα, η σκη­νο­θε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση των έρ­γων του από μια σει­ρά σκη­νο­θε­τών και θε­ά­τρων, το ιδιαί­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα της «Σκη­νής» με την εμ­βλη­μα­τι­κή πα­ρά­στα­ση των Αγροί­κων (1983), σε σκη­νο­θε­σία του Λευ­τέ­ρη Βο­για­τζή, η σχέ­ση του ΚΘ­ΒΕ με τον συγ­γρα­φέα, τα δια­φο­ρε­τι­κά ανε­βά­σμα­τα της Τρι­λο­γί­ας του πα­ρα­θε­ρι­σμού, κα­θώς και οι πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις του Υπη­ρέ­τη δύο αφε­ντά­δων και της Λο­κα­ντιέ­ρας.

Στον «Επί­λο­γο» (σσ. 547-548) το­νί­ζε­ται ότι: «Ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην πρό­σλη­ψή του έπαι­ξε η αντί­στοι­χη πρό­σλη­ψή του στο εξω­τε­ρι­κό, οι δο­κι­μές με το έρ­γο του ση­μα­ντι­κών σκη­νο­θε­τών που επι­χει­ρού­σαν να βρουν νέ­ες μορ­φές και εκ­φρα­στι­κό ύφος, ένα σω­μα­τι­κό θέ­α­τρο βιρ­τουό­ζων ηθο­ποιών και ο από­η­χος των προ­σπά­θειών τους αλ­λά και ο μι­μη­τι­σμός κυ­ρί­ως ως προς τις βε­ντέ­τες-ηθο­ποιούς που πε­ρι­λάμ­βα­ναν έρ­γα του στο ρε­περ­τό­ριό τους με το οποίο πε­ριό­δευαν σε ολό­κλη­ρη την Ευ­ρώ­πη» (σ. 547).

Ακο­λου­θούν τα Πα­ραρ­τή­μα­τα (σσ. 549-649) που πε­ρι­λαμ­βά­νουν: Ανα­λυ­τι­κή ερ­γο­γρα­φία του Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι, κα­τα­γρα­φή των πα­ρα­στά­σε­ων έρ­γων του στην Ελ­λά­δα από το 1863 έως το 2014, συ­νο­πτι­κό χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα των εκα­τόν εί­κο­σι δύο (122) κα­τα­γε­γραμ­μέ­νων πα­ρα­στά­σε­ων, κα­τά­λο­γο των εκ­δό­σε­ων με­τα­φρά­σε­ων έρ­γων του στα ελ­λη­νι­κά, κρι­τι­κο­γρα­φία ανά πα­ρά­στα­ση και εν­δει­κτι­κή βι­βλιο­γρα­φία.

Πρό­κει­ται για μια συ­στη­μα­τι­κή μο­νο­γρα­φία, ο μό­χθος της οποί­ας κα­θρε­φτί­ζε­ται μέ­σα από τον όγκο των πλη­ρο­φο­ριών και το εντυ­πω­σια­κό απο­τέ­λε­σμα της κα­τα­γρα­φής. Βι­βλίο που φω­τί­ζει πλή­ρως το ιστο­ρι­κό της πρό­σλη­ψης του Goldoni στην Ελ­λά­δα και προ­ά­γει ση­μα­ντι­κά τις με­λέ­τες για τις δια­δι­κα­σί­ες πρό­σλη­ψης ξέ­νων κλα­σι­κών συγ­γρα­φέ­ων υπό νέ­ες συν­θή­κες. Εστιά­ζει κυ­ρί­ως στις πα­ρα­στά­σεις του 20ού αιώ­να, με άψο­γη τεκ­μη­ρί­ω­ση και πλού­το πλη­ρο­φο­ριών. Από με­θο­δο­λο­γι­κή άπο­ψη δια­θέ­τει μια δο­κι­μα­σμέ­νη δο­μή, ανοί­γο­ντας στα αρ­χι­κά κε­φά­λαια με τόλ­μη τη θε­μα­τι­κή βε­ντά­λια.

Τι εί­ναι εν τέ­λει ο Carlo Goldoni: «ένας συγ­γρα­φέ­ας, κα­τα­λή­γει η Ει­ρή­νη Μου­ντρά­κη, που εί­ναι Βε­νε­τσιά­νος αλ­λά ταυ­τό­χρο­να άν­θρω­πος του νέ­ου, υπό δια­μόρ­φω­ση, κό­σμου με ένα βλέμ­μα ευ­ρύ, ανοι­χτό που φθά­νει πέ­ρα από το πα­ρόν του». (σ. 548).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: