Ονειρότοιχοι

Ονειρότοιχοι

————————————————————————————————————————

Η Ου­μάυ Ου­μάυ (Umay Gedikoğlu) Εί­ναι ση­μα­ντι­κή μου­σι­κός της τουρ­κι­κής ροκ και ποπ σκη­νής. Έχει γρά­ψει πολ­λά βι­βλία με­τα­ξύ των οποί­ων το εμ­βλη­μα­τι­κό Κόκ­κι­νο που­τα­νέ, Ονει­ρό­τοι­χοι, Ανα­πά­ντη­τος πό­νος, Τα σο­κά­κια κοι­μή­θη­καν, μπο­ρού­με πια να φι­λη­θού­με. Η σχέ­ση της με τη μου­σι­κή εί­ναι εμ­φα­νής στο χει­ρι­σμό του ποι­η­τι­κού πε­ζού και λει­τουρ­γεί δρα­στι­κά στην ανα­νέ­ω­σή του.
————————————————————————————————————————

Πή­γαι­νε ’κει. Στα μέ­ρη που εύ­χε­σαι να ξα­να­γεν­νη­θείς. Με τί­πο­τα μη φο­βη­θείς. Το χρό­νο που κυ­λά πά­νω απ’ τους πε­ρι­πά­τους σου θα νιώ­σεις. Θα υπο­χω­ρή­σει η απρέ­πειά σου, θα πά­ρει χρώ­μα η με­τά­νοιά σου. Αρ­γά ή γρή­γο­ρα, σ’ αυ­τή την πό­λη, το κά­θε βή­μα θα γε­νεί και μία προ­σευ­χή. Αλ­λά εγώ εί­μαι μά­ντισ­σα. Ελ­πί­δα προ­σφέ­ρω, το κά­θε ψέ­μα ξέ­ρω. Φύ­γε και δες της μοί­ρας το γρα­φτό...

Άντε, ας σω­πά­σου­με. Σώ­πα. Τα μά­τια σου στρέ­φο­νται στον τοί­χο. Φυ­λά­κι­σα το κα­θε­τί σου με του λαι­μού μου το κο­λιέ. Τον τοί­χο κοί­τα­ξε, μην κλαις. Για­τί στην πό­λη τού­τη δεν ήρ­θα εγώ για σέ­να. Αστρά­φτει σαν σπα­θί το με­γα­λό­πρε­πο ψα­λί­δι που σου δώ­σαν για να μου κό­ψεις τα μαλ­λιά. Αυ­τή ’ναι η γη­τειά, όλα από σέ­να κα­μω­μέ­να.

Στο Μάρ­ντιν έπια­σα ένα δω­μά­τιο. Τις μέ­ρες του χει­μώ­να πό­τι­ζα τις πλη­γές μου νε­ρό ζα­χα­ρω­μέ­νο. Με του ανέ­μου τη λα­λιά γέ­μι­ζα το φλι­τζά­νι του κα­φέ. Κι έκα­να ανά­πο­δες ευ­χές.

Μέ­σα μου ξε­πε­τά­γο­νταν δέ­ντρα γυ­μνά. Κομ­μά­τι κομ­μα­τά­κι μου σπά­γαν τις αρ­θρώ­σεις. Και σκέ­φτο­νταν πως στέ­να­ζα όπως αν συ­να­ντού­σα τον αγα­πη­μέ­νο μου, όπως αν τον πε­ρί­με­να κι από τη γλώσ­σα μου έβγαι­ναν όρ­κοι ιε­ροί.

Εί­μαι στην πό­λη των ονεί­ρων μου. Στις πέ­ντε το πρωί, το Μάρ­ντιν μέ­σα σε χρυ­σή ομί­χλη. Χά­θη­κε σε λευ­κό, λευ­κό, λευ­κό ανα­τρι­χια­στι­κό κε­νό. Μες στην ομί­χλη αυ­τή έκα­να απλω­τές. Φί­δια σερ­γιά­νι­ζαν μα­βιά, άλι­κα και κι­τρι­νω­πά. Φι­λιό­μα­σταν κου­λου­ρια­στά. Στα χεί­λη μου χί­μη­ξε ο ντελ­βές. Χί­μη­ξαν κι οι λε­κέ­δες απ’ τις κουρ­τί­νες του ξε­νώ­να.

Χαί­τες χύ­νο­νται πά­νω μου οι αρα­βι­κές, συ­ρια­κές, αρ­με­νι­κές, οι κουρ­δι­κές κι οι τουρ­κι­κές λα­λιές. Μά­θε­τε πως κα­νείς και τί­πο­τα δεν εί­μαι. Άγλωσ­ση εί­μαι!

[ Απο­σπά­σμα­τα από την 6η έκ­δο­ση της συλ­λο­γής Ονει­ρό­τοι­χοι (Rüya duvarları), εκδ. Altikirbes Yayin 2016 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: