Η πορεία προς το «Κουτσό»

Η πορεία προς το «Κουτσό»

Ceux qui regardent souffrir le lion dans sa cage, pourrisent dans la mémoire du lion  ———René Char


Πρέ­πει να επα­νε­γκα­τα­στα­θώ στο πα­ρόν,[1] δια­βά­ζου­με στο Κου­τσό.   «Η θέα ενός φα­κέ­λου ή το άρω­μα επι­στο­λό­χαρ­του με με­τα­φέ­ρουν από­το­μα στο Μπου­έ­νος Άι­ρες. Δεν εί­μαι στε­να­χω­ρη­μέ­νος που εί­μαι στο Πα­ρί­σι. Έτσι πρέ­πει και τώ­ρα ξέ­ρω ότι εί­ναι ανά­γκη να εί­μαι εδώ.» δια­βά­ζου­με σε μια επι­στο­λή του Χού­λιου Κορ­τά­σαρ προς τον Κάρ­λος Τζον­κιέρ.[2]
Δια­βά­ζο­ντας προ­σε­κτι­κά την αλ­λη­λο­γρα­φία με τον Κάρ­λος Τζον­κιέρ αφου­γκρα­ζό­μα­στε τη φω­νή του Κορ­τά­σαρ που κά­πο­τε μοιά­ζει με εξο­μο­λό­γη­ση και κά­πο­τε υπερ­βαί­νει το προ­σω­πι­κό στοι­χείο και προ­α­ναγ­γέλ­λει –ασυ­νεί­δη­τα– τις εμ­βλη­μα­τι­κές φω­νές του Κου­τσού.
Εί­μα­στε στα τέ­λη του 1951. Εί­ναι η αρ­χή της μα­κρό­χρο­νης δια­μο­νής του Αρ­γε­ντί­νου συγ­γρα­φέα στο Πα­ρί­σι κα­θώς και η αρ­χή της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας με τον φί­λο στου Κάρ­λος Τζον­κιέρ που έμε­νε στο Μπου­έ­νος Άι­ρες. Η ζωή του Κορ­τά­σαρ βρί­σκε­ται σε μια διελ­κυ­στίν­δα με­τα­ξύ δύο πό­λε­ων η οποία αρ­χί­ζει να εκ­φρά­ζε­ται σ’ αυ­τές τις επι­στο­λές και φτά­νει χρό­νια αρ­γό­τε­ρα στην πρω­τό­τυ­πη λο­γο­τε­χνι­κή σύλ­λη­ψη του Κου­τσού.
Η αέ­ναη πε­ρι­πλά­νη­ση απο­τε­λεί τρό­πο ζω­ής για τον Κορ­τά­σαρ. Το περ­πά­τη­μα εί­ναι μια ενέρ­γεια αντί­λη­ψης και ανα-δη­μιουρ­γί­ας μιας πε­ριο­χής. Έτσι λοι­πόν θα δη­μιουρ­γή­σει τον ψυ­χο­γε­ω­γρα­φι­κό του χάρ­τη. «Κυ­ρί­ως περ­πα­τάω και βλέ­πω. Πρέ­πει να μά­θω να βλέ­πω. Ακό­μα δεν τα έχω κα­τα­φέ­ρει.»[3] Το Πα­ρί­σι γί­νε­ται το υπο­βλη­τι­κό σκη­νι­κό και κα­τα­λύ­της συ­νά­μα για τη γέν­νη­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. «Το Πα­ρί­σι ακό­μα με πο­νά­ει. Ο πό­νος όμως εί­ναι ανα­γκαί­ος.»[4] Στην πό­λη του Φω­τός η θλί­ψη γί­νε­ται καλ­λι­τε­χνι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα.[5] Λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά σε μια επι­στο­λή: «Μα­θαί­νω σι­γά σι­γά να βγά­ζω τη με­λαγ­χο­λία μου και να την ενα­πο­θέ­τω στα τό­σα όμορ­φα πράγ­μα­τα που με πε­ρι­βάλ­λουν».[6]

«Σκέ­πτο­μαι ότι πριν ακρι­βώς δυο χρό­νια ήμουν στη Βε­νε­τία και προ­ε­τοι­μα­ζό­μου­να να έρ­θω στο μυ­στη­ριώ­δες Πα­ρί­σι. Έχουν πε­ρά­σει τέσ­σε­ρις μή­νες από τό­τε που ήρ­θα και, χθες το βρά­δυ, κα­θώς έκα­να έναν απο­λο­γι­σμό αυ­τής της πε­ριό­δου, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα προς με­γά­λη μου έκ­πλη­ξη πό­σο οι­κεία μου εί­ναι πλέ­ον η πό­λη. Εδώ έγκει­ται ο με­γά­λος κίν­δυ­νος. Τώ­ρα πρέ­πει να προ­σέ­χω τη μα­τιά μου, τη στά­ση μου απέ­να­ντι στα πράγ­μα­τα που γνω­ρί­ζω όλο και κα­λύ­τε­ρα. Τώ­ρα πρέ­πει να εμπο­δί­σω τις έν­νοιες να μου κλέ­ψουν τα βιώ­μα­τα. Θα τρό­μα­ζα αν μια μέ­ρα πε­ρά­σω βια­στι­κός από την Νοτρ Νταμ και την κοι­τά­ξω με την ίδια αδια­φο­ρία που κοι­τά­ζου­με μια τρά­πε­ζα ή ένα με­σι­τι­κό γρα­φείο. Θέ­λω η πρώ­τη έκ­πλη­ξη να εί­ναι πά­ντα η αντα­μοι­βή της μα­τιάς μου.»[7] Η εσω­τε­ρι­κή –και ακό­μη ασυ­νεί­δη­τη– πο­ρεία προς το Κου­τσό έχει ως κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη την ανα­ζή­τη­ση –ή την ανα­ζω­πύ­ρω­ση– μιας ιδιά­ζου­σας μα­τιάς που θα κα­θο­ρί­σει όχι μό­νο τη ζωή του συγ­γρα­φέα αλ­λά και το έρ­γο του. Πα­ράλ­λη­λα τί­θε­ται εδώ ένα δεύ­τε­ρο θέ­μα που απα­σχο­λεί ήδη τον Κορ­τά­σαρ: η δια­λε­κτι­κή σχέ­ση με­τα­ξύ γλώσ­σας και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Σε μια άλ­λη επι­στο­λή ο ίδιος ανα­φέ­ρε­ται στους προ­βλη­μα­τι­σμούς που τον απα­σχο­λούν σχε­τι­κά με τη λο­γο­τε­χνι­κή συγ­γρα­φή: «Στο Μπου­έ­νος Άι­ρες επι­νο­ού­σα, ενώ εδώ αι­σθά­νο­μαι (τό­σο πε­ρί­ερ­γα αλ­λά με τό­ση δύ­να­μη!) ότι το κα­θε­τί αλη­θι­νό δεν εί­ναι προ­ϊ­όν επι­νό­η­σης. Το mot Πι­κά­σο που λέ­ει ότι πρέ­πει να βρί­σκου­με και όχι να ανα­ζη­τού­με εί­ναι το μυ­στι­κό κά­θε δη­μιουρ­γί­ας που έχει νό­η­μα.»[8] Δια­βά­ζου­με αρ­γό­τε­ρα στο Κου­τσό: «Ο βια­σμός του αν­θρώ­που από το λό­γο, η υπερ­φί­α­λη εκ­δί­κη­ση του λό­γου ενά­ντια στον γεν­νή­το­ρά του, γέ­μι­ζαν με μια πι­κρή δυ­σπι­στία κά­θε συλ­λο­γι­σμό του Ολι­βέι­ρα.»[9] […]

Η Γερ­μα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας Edith Aron, που θε­ω­ρεί­ται το πρό­τυ­πο της Μά­γας στο «Κου­τσό»


Στις αρ­χές Οκτω­βρί­ου του 1952 ο Κορ­τά­σαρ λέ­ει σε μια μα­κρο­σκε­λή επι­στο­λή ότι με­τά από την ολο­κλή­ρω­ση της πρω­τό­τυ­πης βιο­γρα­φί­ας του Άγ­γλου ποι­η­τή Τζον Κητς άρ­χι­σε να γρά­φει αλ­λό­κο­τες ιστο­ρί­ες που θα γί­νουν αρ­γό­τε­ρα οι Ιστο­ρί­ες των Κρο­νό­πιο και των Φά­μα. Ύστε­ρα δια­βά­ζου­με την εξής απο­κα­λυ­πτι­κή σκέ­ψη: «Δεν ξέ­ρω τι θα κά­νω τώ­ρα. Επι­θυ­μί­ες, επι­θυ­μί­ες… Αλ­λά ξέ­ρω ότι δεν θα εί­ναι δο­κί­μια. Από­λυ­τη ελευ­θε­ρία, και με­τά το μυα­λό μου θα δώ­σει φόρ­μα, συ­νο­χή και νό­η­μα σε ό,τι remue sa symphonie dans les profondeurs».[10] Επι­θυ­μία, Ελευ­θε­ρία… Κι­μπούτς του πό­θου.

«Εί­δα κά­ποια έρ­γα του Πι­κά­σο (πί­να­κες και κε­ρα­μι­κά) της τε­λευ­ταί­ας πε­ριό­δου που έχουν μια ου­σια­στι­κή ομορ­φιά. Αντι­λαμ­βά­νε­σαι ότι όλα κα­τα­λή­γουν εκεί, δη­λα­δή, στο κέ­ντρο του κό­σμου, στον Ομ­φα­λό».[11] Η ανα­ζή­τη­ση ενός κέ­ντρου εμ­φα­νί­ζε­ται από την αρ­χή της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας. Ίσως εδώ έγκει­ται ο λό­γος για τον οποί­ον ο Κορ­τά­σαρ γρά­φει με τό­σο εν­θου­σια­σμό για την «ανα­κά­λυ­ψη» των ζω­γρά­φων της Πρώ­ι­μης Ανα­γέν­νη­σης αλ­λά και των σύγ­χρο­νων Χουάν Γκρις, Μαξ Eρνστ, Μι­ρό κτλ. Ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας γρά­φει με εξο­μο­λο­γη­τι­κό τό­νο ότι «Η ζω­γρα­φι­κή εδώ με κρα­τά­ει με νύ­χια και με δό­ντια, απο­κα­θι­στώ­ντας μια ισορ­ρο­πία που στο Μπου­έ­νος Άι­ρες, για λό­γους που ο Τάι­νε εξη­γεί πο­λύ κα­λά, έτει­νε προς τη μου­σι­κή. Κα­τα­βρο­χθί­ζω με μα­νία πί­να­κες και μου­σεία, χρειά­ζο­μαι να βλέ­πω και μα­θαί­νω να βλέ­πω. Μια μέ­ρα θα μά­θω να βλέ­πω...»[12] Κά­μπο­σα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα θα δια­βά­σου­με στο Κου­τσό «…χρειά­ζο­μαι να πλη­σιά­σω πιο πο­λύ τον εαυ­τό μου, ν’ αφή­σω να μου πέ­σουν όλα αυ­τά που με χω­ρί­ζουν απ’ το κέ­ντρο. Πά­ντα στο τέ­λος έχω μιαν ανα­φο­ρά στο κέ­ντρο, χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή εγ­γύ­η­ση ότι ξέ­ρω τι λέω, πά­ντα πέ­φτω στην εύ­κο­λη πα­γί­δα της γε­ω­με­τρί­ας με την οποία υπο­τί­θε­ται ότι διευ­θε­τού­με τη ζωή μας εμείς οι δυ­τι­κοί: άξο­νας, κέ­ντρο, λό­γος ύπαρ­ξης, Ομ­φα­λός, λέ­ξεις ιν­δο­ευ­ρω­παϊ­κής νο­σταλ­γί­ας: χώ­ρια που αυ­τή η ζωή την οποία κά­που κά­που επι­χει­ρώ να πε­ρι­γρά­ψω, αυ­τό το Πα­ρί­σι μέ­σα στο οποίο στρο­βι­λί­ζο­μαι σαν ξε­ρό φύλ­λο, δε θα ᾽ταν ορα­τά αν πί­σω τους δεν έσφυ­ζε η αξο­νι­κή αγω­νία, η επα­να­συ­νά­ντη­ση με τον πυ­ρή­να».[13]

«Εί­χα ένα βα­θύ αί­σθη­μα ευ­γνω­μο­σύ­νης και ταυ­τό­χρο­να αι­σθάν­θη­κα ότι εί­χα γε­ρά­σει, ότι κά­τι εί­χε τε­λειώ­σει, ότι ένας ολό­κλη­ρος κό­σμος εί­ναι πια πα­ρελ­θόν.»[14] Εί­ναι το τέ­λος μιας επι­στο­λής που εί­χε αφή­σει στη μέ­ση για να πά­ει σε μια συ­ναυ­λία του Στρα­βίν­σκι. Αφού γύ­ρι­σε σπί­τι κά­θι­σε μέ­χρι αρ­γά για να δι­η­γη­θεί όλα όσα εί­δε και άκου­σε στο θέ­α­τρο. Τα σκη­νι­κά ήταν του Ζαν Κο­κτώ. Ο Αρ­γε­ντί­νος συγ­γρα­φέ­ας έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με το πα­ρελ­θόν του. Θυ­μά­ται την ημέ­ρα που βρή­κε τυ­χαία το Όπιο του Κο­κτώ σ’ ένα βι­βλιο­πω­λείο του Μπου­έ­νος Άι­ρες. Θυ­μά­ται την αλ­λα­γή που αυ­τό έφε­ρε στην ζωή του. Βλέ­πει τον εαυ­τό του στον κα­θρέ­φτη μιας πα­ρι­ζιά­νι­κης παν­σιόν. Kά­τι λεί­πει… Οι ωδί­νες του πνευ­μα­τι­κού το­κε­τού έχουν ήδη αρ­χί­σει. Η δρό­μος προς το Κου­τσό εί­ναι πλέ­ον ανοι­χτός. Στο κε­φά­λαιο 74 του Κου­τσού δια­βά­ζου­με τον κα­τά Μο­ρέ­λι αντι­κομ­φορ­μι­στή: «Κι­νεί­ται στις πιο χα­μη­λές και στις πιο υψη­λές συ­χνό­τη­τες, σκο­πί­μως πε­ρι­φρο­νώ­ντας τις με­σαί­ες, δη­λα­δή την πο­λυ­σύ­χνα­στη ζωή της πνευ­μα­τι­κής αν­θρώ­πι­νης μά­ζας.»[15]




ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: