Οι λογοτεχνικές δεκαετίες τής Ανθούλας Δανιήλ

Ανθούλας Δανιήλ, «Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα», εκδ. Βακχικόν 2020

Οι λογοτεχνικές δεκαετίες τής Ανθούλας Δανιήλ

Έχει ει­πω­θεί ότι απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα κα­λού­νται οι αφη­γή­σεις από πρό­σω­πα που έπαι­ξαν ένα ρό­λο σε γε­γο­νό­τα στα οποία έλα­βαν μέ­ρος ή πα­ρα­κο­λού­θη­σαν κα­τά τη διάρ­κεια της ζω­ής τους. Με άλ­λα λό­για, εί­ναι οι εμπει­ρί­ες ενός αν­θρώ­που που ξα­να­πλά­θο­νται στο πα­ρόν.
Το βι­βλίο της Αν­θού­λας Δα­νι­ήλ, κυ­κλο­φό­ρη­σε εσχά­τως από τις εκ­δό­σεις Βακ­χι­κόν, με πρό­λο­γο του Πρέ­σβη επί τι­μή Γιώρ­γου Βέη.
Η ίδια βε­βαιώ­νει ότι μπο­ρού­σε να το κυ­κλο­φο­ρή­σει ως “Προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία”, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι “ο χρό­νος υπα­κού­ει σε ένα συ­νε­χές φλας μπακ για να φέ­ρει στο πα­ρόν ό,τι ανή­κει στο πα­ρελ­θόν”.
Το βι­βλίο της, λοι­πόν, μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ότι ανή­κει στην κα­τη­γο­ρία των λο­γο­τε­χνι­κών αυ­το­βιο­γρα­φιών, διό­τι όντως εί­ναι και δεν εί­ναι απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, όπως αυ­τά μας εί­ναι γνω­στά.
Τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, των αγω­νι­στών του ’21 ή της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, στα οποία ο γρά­φων έχει εμπει­ρία κα­τα­γρα­φής πά­νω από τριά­ντα μαρ­τυ­ρί­ες, έχουν χα­ρα­κτή­ρα προ­σω­πι­κών αφη­γή­σε­ων σε πρώ­το πρό­σω­πο και τα γε­γο­νό­τα έχουν αφη­γη­μα­τι­κό άξο­να εξε­λι­κτι­κό, από το πα­ρελ­θόν στο πα­ρόν.
Ο τρό­πος γρα­φής, όμως, της Αν­θού­λας Δα­νι­ήλ εί­ναι πρω­τό­τυ­πος, δια­φέ­ρει και στα δύο. Η ίδια, απο­κα­λύ­πτο­ντας το τι δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται στο βι­βλίο αυ­τό, μας πα­ρα­θέ­τει: “επέ­λε­ξα να μι­λάω μό­νο για ό,τι με βγά­ζει στο φως, από όποιο μο­νο­πά­τι. Και τα μο­νο­πά­τια εί­ναι όσα και τα στοι­βαγ­μέ­να βι­βλία στις βι­βλιο­θή­κες μου, οι ται­νί­ες, τα θέ­α­τρα, οι μου­σι­κές συν­θέ­σεις και το όμορ­φο το­πίο της Ελ­λά­δας” (σ. 358).
Και όντως, στο συ­ντρι­πτι­κό μέ­ρος του βι­βλί­ου χρη­σι­μο­ποιεί την τε­χνι­κή του Ομή­ρου για τον Οδυσ­σέα: “Πολ­λών αν­θρώ­πων ίδεν άστεα και νό­ον έγνω”. Ανα­φέ­ρε­ται, δη­λα­δή, ο Όμη­ρος στις πε­ρι­πέ­τειες της ζω­ής και της ψυ­χής που γνώ­ρι­σε ο ήρω­άς του. Το ίδιο και η συγ­γρα­φέ­ας μας, πε­ρι­γρά­φει το πε­ριε­χό­με­νο του νου και της ψυ­χής της, ως κα­τά­θε­ση. Θα το απο­δί­δα­με δια­φο­ρε­τι­κά, αν μας το επι­τρέ­πει η ίδια, με το στί­χο του λαϊ­κού μας βάρ­δου, του Κα­ζαν­τζί­δη (αν και δεν της αρέ­σουν τα λαϊ­κά, πα­ρά μό­νο η από­δο­σή τους από τον Ντα­λά­ρα): “Η ζωή μου όλη εί­ναι…”.
Εί­ναι, όπως το λέ­ει η ίδια: “σαν σε όνει­ρο ζω και ξα­να­ζώ και ανα­ζη­τώ και επι­στρέ­φω. Με τρα­βού­νε σαν μα­γνή­της ό,τι σπού­δα­σα και ό,τι πρό­σθε­τα σ’ αυ­τό που σπού­δα­σα” (σ. 59). Με ένα τρό­πο και δια­δι­κα­σία: “ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο χρό­νο, τον κερ­δί­ζω”, έτσι ώστε “η ζωή της όλη” εί­ναι τα σπου­δά­σμα­τά της.
Με­λε­τώ­ντας προ­σε­κτι­κά το βι­βλίο, μπο­ρού­με να πα­ρα­κο­λου­θή­σο­με και να ανα­λύ­σο­με πε­ρισ­σό­τε­ρο “τα μο­νο­πά­τια” της στους διά­φο­ρους το­μείς του δι­κού της επι­στη­τού.
Το ένα “μο­νο­πά­τι” εί­ναι του βι­βλί­ου, όσα, δη­λα­δή, λο­γο­τε­χνι­κά και λοι­πά διά­βα­σε και ει­δι­κό­τε­ρα τα ποι­η­τι­κά.
Το άλ­λο “μο­νο­πά­τι” εί­ναι όσα άκου­σε, κυ­ρί­ως ρα­διο­φω­νι­κά, όσα εί­δε, θε­α­τρι­κά και όπε­ρες, ή συ­να­ντά στο “Άγιο” Ίντερ­νετ, (όπως το απο­κα­λεί) και σε Τέ­χνες, σε τό­πους και σε μου­σεία, σε βιο­γρα­φί­ες-πορ­τραί­τα σπου­δαί­ων προ­σω­πι­κο­τή­των.
Μέ­σα σ’ αυ­τό το πλή­θος των εμπει­ριών, η προ­σω­πι­κή της ζωή εντός του κει­μέ­νου εί­ναι αρ­κε­τά πε­ριο­ρι­σμέ­νη και πρέ­πει επι­με­λώς να την ανα­ζη­τή­σει ο ανα­γνώ­στης. Εί­ναι, δη­λα­δή, ελά­χι­στη.
Συ­νε­πώς, ο επι­πό­λαιος ή ο βια­στι­κός ανα­γνώ­στης κιν­δυ­νεύ­ει να σχη­μα­τί­σει τη λαν­θα­σμέ­νη εντύ­πω­ση ότι, δή­θεν, με το πλή­θος των βιω­μά­των επι­χει­ρεί η συγ­γρα­φέ­ας να κά­νει επί­δει­ξη γνώ­σε­ων. “Άπε­χε της βλα­σφη­μί­ας!”. Όσοι γνω­ρί­ζουν, όμως, τη ζωή και το έρ­γο της θα δια­πι­στώ­σουν, κα­θώς και ο προ­σε­κτι­κός ανα­γνώ­στης, ότι όλο το υπό­λοι­πο υλι­κό του βι­βλί­ου της εί­ναι ο τρό­πος ζω­ής της. Το ερώ­τη­μα που τί­θε­ται τώ­ρα εί­ναι το για­τί επέ­λε­ξε τον τρό­πο αυ­τό, για να χει­ρι­στεί το θέ­μα των γνω­στι­κών και βιω­μα­τι­κών ανα­μνή­σε­ών της, των πρά­ξε­ών της.

Επι­χει­ρώ­ντας να διε­ρευ­νή­σου­με την αι­τία, κα­λόν εί­ναι να προ­σφύ­γου­με στην ίδια, για να επα­να­φέ­ρου­με στη μνή­μη τον τρό­πο που βί­ω­νε τη δι­δα­σκα­λία της σε μα­θη­τές στη Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Εκ­παί­δευ­ση και στα επι­μορ­φω­τι­κά σε­μι­νά­ρια των κα­θη­γη­τών.
Γρά­φει, λοι­πόν, ότι: “το μά­θη­μα “δι­χή βοη­θη­τέ­ον” και να πα­ρι­στά­νε­ται και να δι­δά­σκε­ται, αλ­λά με ένα τρό­πο που να δεί­χνει ότι εί­ναι δρά­μα, έχει δρά­ση, κί­νη­ση, μου­σι­κή, χο­ρό. Δεν εί­ναι μό­νο λέ­ξεις –μαύ­ρα ρί­γη– στο χαρ­τί” (σ. 129).
Εί­ναι, συ­νε­πώς, ένας τρό­πος πλου­ρα­λι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης, από πολ­λές πλευ­ρές, που ξε­κί­νη­σε από τον Φά­νη Κα­κρι­δή, επί Υπουρ­γί­ας Τρί­τση, αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, για τα άτυ­χα πει­ρα­μα­τι­κά βι­βλία των Αρ­χαί­ων Ελ­λη­νι­κών στη Γ΄ Λυ­κεί­ου, κα­θώς και των νέ­ων βι­βλί­ων και του τρό­που δι­δα­σκα­λί­ας των Νέ­ων Ελ­λη­νι­κών και της Γλωσ­σι­κής Δι­δα­σκα­λί­ας στο Γυ­μνά­σιο και το Λύ­κειο.
Στη συ­ντα­κτι­κή ομά­δα και την ενη­μέ­ρω­ση των βι­βλί­ων συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν και η Αν­θού­λα Δα­νι­ήλ. Τη θυ­μό­μα­στε, προ­σω­πι­κά, στο τέ­λος της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, μα­ζί με τους αξέ­χα­στους Νί­κο Γρη­γο­ριά­δη και Δη­μή­τρη Σκλα­βε­νί­τη, στην Κρή­τη, ει­δι­κό­τε­ρα στο Ηρά­κλειο. Ήταν νε­ο­διο­ρι­σμέ­νη, απα­στρά­πτου­σα φυ­σιο­γνω­μι­κά και με ένα λό­γο που συ­νήρ­πα­ζε στα σε­μι­νά­ρια κα­τά την πλου­ρα­λι­στι­κή πα­ρου­σί­α­ση των νέ­ων βι­βλί­ων, με ποι­κί­λο υλι­κό και από πολ­λές πλευ­ρές, από­ψεις και τρό­πους.
Ήταν μια επο­χή επα­να­στα­τι­κή, για με­θό­δους και προ­σεγ­γί­σεις των φι­λο­λο­γι­κών μα­θη­μά­των που επι­χει­ρή­θη­καν και από άλ­λους χα­ρι­σμα­τι­κούς συγ­γρα­φείς των βι­βλί­ων, όπως τον Γιώρ­γο Πα­γα­νό και τον Κώ­στα Μπα­λά­σκα, τον Φα­νού­ρη Βώ­ρο που ει­σή­γα­γε τη δι­δα­σκα­λία της “Ιστο­ρί­ας από ει­κό­νες και πη­γές".
Πριν να προ­χω­ρή­σου­με να γνω­ρί­σου­με τον τρό­πο και το πε­ριε­χό­με­νο του βι­βλί­ου, που άπτε­ται των πα­ρα­πά­νω, ας ανα­ζη­τή­σου­με τον αφη­γη­μα­τι­κό άξο­νά του. Γε­νι­κώς, ακο­λου­θεί πο­ρεία από το χθες στο πα­ρόν, με ανα­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν και προ­χω­ρή­μα­τα τε­λι­κώς προς τα εμπρός. Η ίδια ομο­λο­γεί ότι “το κύ­μα της αφή­γη­σης με πά­ει μια στα βα­θιά του χρό­νου, μια στα ρη­χά, μια μέ­σα, μια έξω, μια πί­σω, μια μπρος”.
Ως προς τη γλώσ­σα, δια­πι­στώ­νου­με ότι χρη­σι­μο­ποιεί γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα ποι­η­τι­κό, πολ­λές φο­ρές, λο­γο­τε­χνι­κό, λό­γω της ευ­ρυ­μά­θειάς της και τις σπου­δές στη Λο­γο­τε­χνία, ιδί­ως της ποί­η­σης, με υπό­βα­θρο στέ­ρεο φι­λο­λο­γι­κό. Γλώσ­σα, που σε ορι­σμέ­να ση­μεία δια­θέ­τει μια ζω­ντα­νή προ­φο­ρι­κό­τη­τα.
Απευ­θυ­νό­με­νη, λό­γου χά­ρη, στον ιδε­α­τό ανα­γνώ­στη, ανοί­γει διά­λο­γο μα­ζί του, πε­ρί του Ερ­μή: “Ε, αυ­τός ήταν θε­ός, θα μου πεις” (σ. 356). Σε άλ­λο ση­μείο ανοί­γει συ­ζή­τη­ση με τον εαυ­τό της, ρω­τώ­ντας και απα­ντώ­ντας: “Τι εί­ναι ο άν­θρω­πος; Το σύ­νο­λο των εμπει­ριών του και των πρά­ξε­ών του δεν εί­ναι;”.
Αλ­λού, σχο­λιά­ζο­ντας την ται­νία του Λαρς Φον Τρί­ερ Δα­μά­ζο­ντας τα κύ­μα­τα, που τε­λι­κώς, βέ­βαια, δεν της άρε­σε, θέ­τει τα ανα­πά­ντη­τα ρη­το­ρι­κά ερω­τή­μα­τα: “Για­τί όλες οι γυ­ναί­κες εί­ναι ή χή­ρες ή τα­λαι­πω­ρη­μέ­νες μη­τέ­ρες ή πόρ­νες; Για­τί τα αντρι­κά πρό­σω­πα, ακό­μα και των μι­κρών αγο­ριών, εί­ναι διά­βο­λοι μα­σκα­ρε­μέ­νοι; Για­τί η γυ­ναί­κα πρέ­πει πά­ντα να εί­ναι στο θυ­σια­στή­ριο;” (σ. 132).
Με τον τρό­πο αυ­τό, ταυ­το­χρό­νως, παίρ­νει θέ­ση, μη κραυ­γα­λέα, για την κα­τά­στα­ση της γυ­ναί­κας στο σύγ­χρο­νο κό­σμο και συ­νεκ­δο­χι­κά για τα δι­καιώ­μα­τά της.
Αλ­λού, πά­λι, εξαι­τί­ας μιας κου­κου­βά­γιας στο εξο­χι­κό της, ρω­τά τον υπο­τι­θέ­με­νο συ­νο­μι­λη­τή- ανα­γνώ­στη: “Σας πή­γε ο νους σ’ αυ­τό που σκέ­φτο­μαι; Η κου­κου­βά­για ΝΑ­ΑΑ με­γά­λη και τ’ αλο­γά­κι να­αα μι­κρό” (σ. 328).
Σ’ άλ­λο ση­μείο διε­ρω­τά­ται: “Ε, και; Μια φο­ρά φτά­νει;” (σ. 329).
Αλ­λού, απο­λο­γεί­ται χα­ρι­τω­μέ­να: “Ποί­η­ση, ω Αγία μου, συγ­χώ­ρε­σέ με, και συ ποι­η­τή αν σε πα­ρερ­μη­νεύω” (σ. 339).
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της τε­χνι­κής της συγ­γρα­φέ­ως μας εί­ναι, τέ­λος, ότι ορι­σμέ­νες φο­ρές χρη­σι­μο­ποιεί απο­φθεγ­μα­τι­κό λό­γο. Ανα­φε­ρό­με­νη στον έμπο­ρο της Βε­νε­τί­ας και στη συ­μπε­ρι­φο­ρά των Αθη­ναί­ων στους Μη­λί­ους απο­φαί­νε­ται: “Υβρι­στές εί­ναι όλοι όσοι έχουν εξου­σία και αλα­ζο­νεία μα­ζί” (σ. 238). Αλ­λού, γρά­φει: “Εί­μα­στε ό,τι υπήρ­ξα­με αλ­λά και ό,τι στην πο­ρεία δια­μορ­φω­νό­μα­στε, πο­τέ ίδιοι, αλ­λά πά­ντα και ίδιοι και αλ­λιώ­τι­κοι” (σ. 247). Σε άλ­λο ση­μείο δια­πι­στώ­νει επι­γραμ­μα­τι­κά γνω­μι­κά ότι "τα ωραία εί­ναι ωραία αλ­λά και απα­τη­λά" (σ. 278) ή πως “τί­πο­τα δεν εί­ναι πα­ντο­τι­νό και ο έρω­τας το συ­ντο­μό­τε­ρο όλων” (σ. 118) .
Στο θέ­μα του γλωσ­σι­κού ύφους, θα προ­σθέ­τα­με ότι με­ρι­κές φο­ρές τολ­μά να αυ­το­σαρ­κά­ζε­ται, γε­γο­νός που φα­νε­ρώ­νει εσω­τε­ρι­κή επάρ­κεια, πνευ­μα­τι­κή και ψυ­χι­κή ισορ­ρο­πία, αλ­λά και να ει­ρω­νεύ­ε­ται τον Κρέ­ο­ντα στην Επί­δαυ­ρο, που “περ­πα­τά­ει σαν να έχει λου­μπά­γκο και στη μέ­ση και στο μυα­λό”! (σ. 134).
Πριν να έρ­θου­με να προ­σεγ­γί­σου­με ακρο­θι­γώς τα εί­δη των εν­δια­φε­ρό­ντων που την απα­σχό­λη­σαν, πρέ­πει να ει­πω­θεί ότι κά­θε το­μέ­ας της ζω­ής ή κα­λύ­τε­ρα των εν­δια­φε­ρό­ντων και πρά­ξε­ών της μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει θέ­μα ξε­χω­ρι­στής προ­σέγ­γι­σης. Το πλή­θος των πα­ρα­θε­μά­των και ανα­φο­ρών, των απο­σπα­σμά­των της ποί­η­σης, ελ­λη­νι­κής και ξέ­νης, θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λέ­σει μια επαρ­κή ποι­η­τι­κή αν­θο­λο­γία. Οι ανα­λύ­σεις, επί­σης, για το θέ­α­τρο, την κλα­σι­κή μου­σι­κή, το τρα­γού­δι, μπο­ρούν να γί­νουν ει­δι­κές με­λέ­τες, όπως και ο γλα­φυ­ρός, πλού­σιος τρό­πος πα­ρου­σί­α­σης των τα­ξι­διω­τι­κών εντυ­πώ­σε­ων της, εντός και εκτός Ελ­λά­δος.

Πριν να ανα­φέ­ρου­με, όσον ένε­στι, στοι­χεία από τα πα­ρα­πά­νω θέ­μα­τα, ας στα­θού­με σε δύο πα­ρά­γο­ντες που κα­θό­ρι­σαν τη ζωή της συγ­γρα­φέ­ως.
Ο ένας εί­ναι οι γο­νείς της, με την αυ­στη­ρό­τη­τα της επο­χής, που κα­θό­ρι­σαν τη ζωή της ως παι­δί και ως νέα. Γρά­φει, λοι­πόν, σχε­τι­κά, ότι “από τη φτια­ξά μου, που τα χρω­στάω στους γο­νείς μου, ήθε­λα να μα­θαί­νω και όχι να αμ­φι­σβη­τώ αυ­τό που ξέ­ρουν οι άλ­λοι”. “Ου τοι συ­νέ­χθειν αλ­λά συμ­φι­λείν έφυν”, εί­πε η Αντι­γό­νη και τα συμ­φρα­ζό­με­να της πε­ρί­στα­σης, δεν γεν­νή­θη­κα να αμ­φι­σβη­τώ αλ­λά να απο­δέ­χο­μαι, αλ­λά όχι πά­ντα. Άκου­γα προ­σε­κτι­κά για να δω το κά­τι που εί­χε πει ο άλ­λος, ακό­μη κι αν το ήξε­ρα” (σ. 125). Οποία αντί­θε­σις, λοι­πόν, με τον αυ­θά­δη και πα­ντο­γνώ­στη, τον σύγ­χρο­νο Νε­ο­έλ­λη­να!
Το άλ­λο στοι­χείο εί­ναι “η πα­τρι­κή βι­βλιο­θή­κη”, κα­θώς και τα δι­κά της βι­βλία, που διά­βα­ζε και ξα­να­διά­βα­ζε, από μα­θή­τρια, τα δια­βα­σμέ­να και ήταν η κα­θη­με­ρι­νή της δια­σκέ­δα­ση, η πα­ρέα, μα­ζί με τη μου­σι­κή.
Ως προς την πλημ­μυ­ρί­δα της ποί­η­σης και το πλή­θος των ποι­η­τών, θα κά­νου­με χρή­ση της ομο­λο­γί­ας της, σχε­τι­κά με την ποί­η­ση του Ελύ­τη “με την οποία ασχο­λή­θη­κα με πά­θος” (σ. 284). Για την ίδια, ο Ελύ­της εί­ναι “ο Αρ­χάγ­γε­λος ο αεί δε­ξιά μου” (σ. 287), “ξυ­πνώ και κοι­μά­μαι με Ελύ­τη” (σ. 289), κα­θώς βρί­σκε­ται “ο Ελύ­της πα­ντού μπρο­στά μου”. Μα­ζί με τον Ελύ­τη εκ­φρά­ζει την αγά­πη της και για τον άλ­λο με­γά­λο μας ποι­η­τή, τον Σε­φέ­ρη, αλ­λά και τον Κα­ρυω­τά­κη, τον Κα­βά­φη, τον Κάλ­βο, δε­κά­δες άλ­λους ποι­η­τές και πε­ζο­γρά­φους.
Θα εί­ναι μα­ταιο­πο­νία να σχη­μα­τί­σου­με κα­τά­λο­γο ονο­μά­των και πε­ρι­κο­πών από Έλ­λη­νες και ξέ­νους ποι­η­τές που χρη­σι­μο­ποιεί για να κά­νει λό­γο για τον “χρό­νο” πλάι στο ρα­διό­φω­νο που αφιέ­ρω­σε.
Ως προς τη μου­σι­κή, ξε­κί­νη­σε “από μα­θή­τρια του Δη­μο­τι­κού πλάι στο ρα­διό­φω­νο” (σ.141) και συ­νέ­χι­σε με το Τρί­το Πρό­γραμ­μα και ως φοι­τή­τρια με τις όπε­ρες στη Λυ­ρι­κή Σκη­νή και τους δί­σκους.
Σή­με­ρα, απο­λαμ­βά­νει τη μου­σι­κή από τον “Άγιο” Υπο­λο­γι­στή της και την πλού­σια δι­σκο­θή­κη κλα­σι­κής μου­σι­κής. Από πα­λιά, άκου­γε και άκου­γε ξα­νά και απο­στή­θι­ζε τα μου­σι­κά έρ­γα, ενώ βε­βαιώ­νει ότι “δεν μου αρέ­σα­νε οι μά­γκες και ο βα­ρύς καη­μός” (σ. 364), εκτός, όπως ανα­φέ­ρα­με, από τις σύγ­χρο­νες εκτε­λέ­σεις του Ντα­λά­ρα.
Το τρα­γού­δι, π.χ. στο ρα­διό­φω­νο, όταν ήταν παι­δί, “sur le port d' Avignon "την έφερ­νε στον Πι­κά­σο, στον Ξέρ­ξη, τον Καί­σα­ρα, τους Δει­πνο­σο­φι­στές, τον Μέ­ναν­δρο, στους “γε­φυ­ρι­σμούς” και στην ται­νία του κι­νη­μα­το­γρά­φου “Bridge”. Εί­ναι τό­σες οι γνώ­σεις της για τα κλα­σι­κά μου­σι­κά έρ­γα ώστε δεν αρ­κεί­ται, ανα­φέ­ρε­ται και στους δη­μιουρ­γούς, επι­χει­ρεί πά­νω στις ίδιες τις συν­θέ­σεις μου­σι­κο­λο­γι­κές ανα­λύ­σεις, ανα­φε­ρό­με­νη ακό­μα και σε με­μο­νω­μέ­νους μου­σι­κούς φθόγ­γους των έρ­γων.
Στο ει­δι­κό, μά­λι­στα, κε­φά­λαιο "Σι­νε­μά - Όπε­ρα - Θέ­α­τρο", κά­νει λό­γο για τη Λυ­ρι­κή Σκη­νή των φοι­τη­τι­κών της χρό­νων και ξε­χω­ρι­στά κά­νει μνεία της πρώ­της εμπει­ρί­ας που εί­χε, όταν εί­δε τον Κου­ρέα της Σε­βίλ­λης (σ. 236) .
Στο θέ­α­τρο και τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, τα έρ­γα που έβλε­πε, εκτός από μου­σι­κο­λο­γι­κές ανα­λύ­σεις και σκη­νο­θε­τι­κές, χρη­σι­μο­ποιεί πα­ραλ­λη­λι­σμούς με θέ­μα­τα της λο­γο­τε­χνί­ας, σύγ­χρο­νης ή αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής. Στην ιπ­πο­δρο­μία, λ.χ., του κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού έρ­γου Μπεν Χουρ, με μα­ε­στρία πα­ρα­θέ­τει εκεί­νην του Ορέ­στη που ιστο­ρεί­ται στην Ηλέ­κτρα ή και σε πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής με όμοιο θέ­μα.

Αλ­λού εξο­μο­λο­γεί­ται ότι “ο κι­νη­μα­το­γρά­φος ήταν το καρ­φί που κρέ­μα­γα τα μα­θή­μα­τά μου ή και το ανά­πο­δο” (σ. 160). Τον ίδιο πα­ραλ­λη­λι­σμό επι­χει­ρεί, σε άλ­λο ση­μείο, σχε­τι­κά με την αγά­πη που τρέ­φει για τον κι­νη­μα­το­γρά­φο: “Μου άρε­σαν οι κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές αλή­θειες ακό­μα και οι ψεύ­τι­κες ή τα αλη­θι­νά κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά ψέ­μα­τα. Κά­πως το λέ­ει ο Πι­κά­σο: “Η τέ­χνη εί­ν’ ένα ψέ­μα που δί­νει σάρ­κα και οστά στην αλή­θεια”.
Στην ται­νία Άρω­μα γυ­ναί­κας, ο Αλ Πα­τσί­νο, τυ­φλός όντας, χο­ρεύ­ει αι­σθη­σια­κά με την όμορ­φη νέα. Με πα­ρεκ­βά­σεις, λοι­πόν, και συ­νεκ­δο­χι­κά πα­ραλ­λη­λί­ζει τη σκη­νή αυ­τή με την Αν­δρο­μά­χη που απο­χαι­ρε­τά τον Έκτο­ρα. Ομοί­ως, με αντί­στοι­χες σκη­νές στον Λέ­ο­ναρντ Κο­έν, στον Ξαν­θού­λη, στον Ρω­μαίο και Ιου­λιέ­τα, τον Φά­ουστ και Μαρ­γα­ρί­τα, στο έρ­γο Ελ Σιντ, στην ποί­η­ση του Νι­κη­φό­ρου Βρετ­τά­κου και του Λευ­τέ­ρη Πα­πα­δό­που­λου.
Η τε­χνι­κή αυ­τή της Αν­θού­λας Δα­νι­ήλ τη­ρεί­ται σε όλες τις μορ­φές και κα­τη­γο­ρί­ες των γνω­στι­κών αντι­κει­μέ­νων και εμπει­ριών της.
Ως προς το θέ­α­τρο, επε­δί­ω­κε να δει το έρ­γο που παι­ζό­ταν στα αθη­ναϊ­κά θέ­α­τρα, ει­δι­κά στο Ηρώ­δειο, όσες φο­ρές παι­ζό­ταν κα­τά την ίδια σε­ζόν. Στην Επί­δαυ­ρο, μά­λι­στα, επε­δί­ω­κε και δεν έχα­νε, ού­τε και τώ­ρα χά­νει, έρ­γο που ανε­βαί­νει.
Δια­βε­βαιώ­νει δε ότι, φοι­τή­τρια και κα­θη­γή­τρια, “στην Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στη­νό­μουν στην ου­ρά για να πά­ρω ει­σι­τή­ριο για τις θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις, τις συμ­φω­νι­κές ορ­χή­στρες και τα επι­φα­νή μπα­λέ­τα που έρ­χο­νταν από το εξω­τε­ρι­κό”.
Ήταν τό­ση η από­λαυ­ση, ώστε “τα ευ­τυ­χι­σμέ­να κα­λο­καί­ρια τα με­τρού­σα με το πό­σες πα­ρα­στά­σεις εί­δα στο Ηρώ­δειο και στην Επί­δαυ­ρο. Κι αν έβλε­πα πολ­λές ήμουν ευ­τυ­χής” (σ. 345). Το ίδιο συ­νέ­βαι­νε και συμ­βαί­νει και με το Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής, “τό­σο που, αν φτά­σει η ώρα να μην έχω να φάω, θα πάω στο Μέ­γα­ρο να ζη­τια­νεύω ήχους” (σ. 350).
Αυ­τή η από­λυ­τη αφιέ­ρω­ση στα λο­γο­τε­χνι­κά και καλ­λι­τε­χνι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντά της, χω­ρίς να σπα­τα­λά άλ­λον χρό­νο για άλ­λα πράγ­μα­τα, φέρ­νει στο νου τον Κα­ζαν­τζά­κη που ζη­τού­σε, ζη­τιά­νευε από τον κά­θε άν­θρω­πο να του δώ­σει μια ώρα για τα δι­κά του εν­δια­φέ­ρο­ντα.
Η αρ­χαιο­γνω­σία της, επί­σης, η γνώ­ση της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τεί­ας κα­τα­πλήσ­σει τον ανα­γνώ­στη, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι πα­ρα­θέ­τει πλειά­δα απο­σπα­σμά­των από τον Όμη­ρο, τον Σο­φο­κλή, τον Ζή­νω­να, γε­νι­κώς από τους αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς, για να στη­ρί­ξει, να τεκ­μη­ριώ­σει το θέ­μα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται ή την προ­σω­πο­γρα­φία που επι­χει­ρεί, όπως: της Μα­ρί­ας Κάλ­λας, του Δη­μή­τρη Χορν, του Μπάι­ρον, του Ρί­τσαρντ Μπάρ­τον, της Ελέ­νης Μπού­κου­ρη, του Ζαν Ζε­νέ και τό­σων άλ­λων, “ων ουκ έστιν αριθ­μός”.
Τα τα­ξί­δια της, τέ­λος, στην Ελ­λά­δα και το εξω­τε­ρι­κό εί­χαν πά­ντα μορ­φω­τι­κό σκο­πό και πε­ριε­χό­με­νο. Εδει­χνε, μά­λι­στα, μνη­μειώ­δη αδια­φο­ρία και απο­στρο­φή για τον του­ρι­σμό της απλής φω­το­γρά­φη­σης ή του βί­ντεο και για την αγο­ρά, κα­τά τη διάρ­κειά του, προ­ϊ­ό­ντων κα­τα­νά­λω­σης και μό­δας. Όλα τα τα­ξί­δια, εκτός τα εκ­παι­δευ­τι­κά, εί­χαν σχέ­ση με τα πρό­σω­πα, τους τό­πους και τα αντι­κεί­με­να, τα έρ­γα τέ­χνης που αγα­πού­σε. Ομο­λο­γεί ότι “ήθε­λα να πάω να δω από κο­ντά τους τό­πους που εί­χα δει στα έρ­γα. Ήθε­λα να πάω να δω πού ήταν η Τροία, να κά­νω το τα­ξί­δι του Οδυσ­σέα” (σ. 162). Στη Σκιά­θο, να περ­πα­τή­σει στα γκρε­μνά που βά­δι­σε ο Πα­πα­δια­μά­ντης, για να φτά­σει στο ερη­μο­κλή­σι της κο­ρυ­φής.
Όλο το έρ­γο της δια­κρί­νε­ται και από τη δι­κή της ευαι­σθη­σία, με λο­γο­τε­χνι­κή υφή δο­σμέ­νο, ιδί­ως ποι­η­τι­κό­τη­τα. Το επι­λο­γι­κό κε­φά­λαιο, μά­λι­στα, με τί­τλο “Addio del passato”, εί­ναι λυ­ρι­κό και άκρως συ­ναι­σθη­μα­τι­κό.
Η πρώ­τη πα­ρά­γρα­φος εί­ναι απο­χαι­ρε­τι­σμός σε όσους αγα­πά και δια­τυ­πώ­νε­ται εν εί­δει αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κού επι­γράμ­μα­τος: “Addio, αγα­πη­μέ­νοι, perdonate mi, και όπως εί­πε ο Aνα­κρέ­ων “πολ­λά φα­γών, πολ­λά πιών, πολ­λά κα­κ’ ει­πών αν­θρώ­ποις, εν­θά­δε κεί­μαι...” η Αν­θού­λα η Αθη­νο­κο­ριν­θία”.
Και τε­λειώ­νει με ανα­κε­φα­λαί­ω­ση όσων με ψυ­χή απέ­θε­σε: “Τε­λειώ­νω τη γρα­φή αυ­τήν, με όλον τον Ελύ­τη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νο στον αμ­φι­βλη­στροει­δή μου και στην ψυ­χή μου... εγώ θα φύ­γω με λέ­ξεις και ει­κό­νες που πή­ρα­νε υπό­στα­ση και νιώ­θω ζέ­στη, φο­ρώ το φω­τει­νό που­κά­μι­σο, ανε­βαί­νω τα σκα­λιά, κοι­τά­ζω τη θά­λασ­σα από ψη­λά, θα μπω στο βαρ­κά­κι, σαν εκεί­νο το κο­ρί­τσι στην ταρ­τά­να του Πι­ρα­ντέ­λο, εκεί­νο το κο­ρί­τσι που τρέ­χουν τα δά­κρυά του στα μά­γου­λά του, που λέ­ει “όχι” αλ­λά εν­νο­εί “ναι”, δεν θέ­λει να παί­ξει στην ελα­φρό­πε­τρα αλ­λά θέ­λει. Και τε­λι­κά πά­ει και πε­τά­ει από ψη­λά σαν άγ­γε­λος κα­τρα­κυ­λώ­ντας προς τη θά­λασ­σα…”.
Αφού φο­ρέ­σει το δι­κό της, φω­τει­νό που­κά­μι­σο, ενώ ο Υμνω­δός, αντι­θέ­τως, αι­τεί­ται “χι­τώ­να μοι πα­ρά­σχου φω­τει­νόν”, γνω­ρί­ζει ότι η ώρα, ο χρό­νος ο αμεί­λι­κτος περ­νά, αλ­λά “εγώ, λέ­ει, δεν θέ­λω να κοι­μη­θώ”. Επι­θυ­μεί την “ένα­στρη νύ­χτα” ή το φεγ­γά­ρι που γέρ­νει από την άλ­λη με­ριά του ου­ρα­νού και την κοι­τά­ει, πα­ρα­μέ­νο­ντας “στην ίδια θέ­ση πά­ντα, εκεί που εγώ το πε­ρι­μέ­νω…”
Κλεί­νει με ένα ποι­η­τι­κό κρε­σέ­ντο, με ένα “δι’ ευ­χών”, θα λέ­γα­με, του με­γά­λου Ποι­η­τή που αγα­πά με “πά­θος” και με ένα συ­μπί­λη­μα λέ­ξε­ων και ει­κό­νων που κου­βα­λά στην ψυ­χή της.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Αν­θού­λας Δα­νι­ήλ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: