Η ανάσα της αϋπνίας

Εμμανουέλ Λεβινάς, «Πάουλ Τσέλαν, από το είναι στο άλλο». Μταφρ. – Επίμετρο: Θωμάς Συμεωνίδης, εκδ. Σαιξπηρικόν

Ο Πάουλ Τσέλαν
Ο Πάουλ Τσέλαν

Το μι­κρό δο­κί­μιο του Λε­βι­νάς πά­νω στους συλ­λο­γι­σμούς του Τσέ­λαν για την ποί­η­ση (κυ­ρί­ως αυ­τούς στο κεί­με­νο Ο Με­σημ­βρι­νός) και τους τρό­πους που η ποί­η­ση συ­νο­μι­λεί με άλ­λους αν­θρώ­πους και άλ­λα όντα, με άλ­λες πε­ρι­στά­σεις και άλ­λα φαι­νό­με­να δη­μο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φο­ρά το 1972. Το 1976 συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε στον τό­μο δο­κι­μί­ων Noms Propres και το 2003 δη­μο­σιεύ­τη­κε σε αυ­τό­νο­μο βι­βλίο με σχέ­δια του Alexandre Hollan και πρό­λο­γο του Αν­ρί Μι­σώ από τις εκ­δό­σεις Fata Morgana. Αυ­τό το βι­βλίο μας προ­σφέ­ρουν τώ­ρα οι εκ­δό­σεις Σαιξ­πη­ρι­κόν στα ελ­λη­νι­κά σε πο­λύ κα­λή με­τά­φρα­ση και με κα­τα­το­πι­στι­κό επί­με­τρο του Θω­μά Συ­με­ω­νί­δη.
Στο δο­κί­μιό του ο Λε­βι­νάς ανα­στο­χά­ζε­ται την πο­ρεία του ποι­ή­μα­τος προς τον «άλ­λο», την οποία ο Τσέ­λαν πε­ρι­γρά­φει στον Με­σημ­βρι­νό: «το ποί­η­μα που μι­λού­σε για μέ­να, μι­λά­ει για αυ­τό που αφο­ρά έναν άλ­λο· έναν ρι­ζι­κά άλ­λο· ήδη μι­λά­ει με έναν άλ­λο, με έναν άλ­λο που ο ίδιος θα ήταν κο­ντά, που θα ήταν ρι­ζι­κά κο­ντά... Πη­γαί­νει απευ­θεί­ας στη συ­νά­ντη­ση με αυ­τόν τον ´άλ­λο´, ήδη εί­μα­στε μα­κριά – έξω, ήδη μέ­σα στο φως της ου­το­πί­ας... Η ποί­η­ση μας υπερ­βαί­νει. Καί­ει τους εν­διά­με­σους σταθ­μούς μας.»
Το άλ­λο, οι άλ­λοι κα­τά τον Λε­βι­νάς επι­φέ­ρουν, ευ­ερ­γε­τι­κά για την ποί­η­ση και το ποί­η­μα, την αϋ­πνία στο εσω­τε­ρι­κό της ταυ­τό­τη­τας, στη συ­νεί­δη­σή της, την απλώ­νουν «στο κρε­βά­τι του Εί­ναι», η οποία με τη σει­ρά της δια­τη­ρεί άγρυ­πνη την ευ­θύ­νη προς το δια­φο­ρε­τι­κό και προς αυ­τό που χω­ρί­ζε­ται από τον εαυ­τό του. Μέ­σα στο Εί­ναι, μέ­σα στον κό­σμο, μέ­σα στον τό­πο του κό­σμου το ποί­η­μα «πη­γαί­νει» προς έναν «μη τό­πο, από εδώ προς την ου­το­πία»: «Εκτο­πι­σμός έξω από την κο­σμι­κό­τη­τα του κό­σμου…». Και στον Λε­βι­νάς και στον Τσέ­λαν υπάρ­χει μια μι­κρή ή τε­ρά­στια (εξαρ­τά­ται από τη φι­λο­σο­φι­κή και ηθι­κή στά­ση μας και τη θέ­λη­σή μας) από­στα­ση ανά­με­σα στο εγώ και το άλ­λο, ανά­με­σα στην ταυ­τό­τη­τα και τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, ανά­με­σα στον κό­σμο και τον μη κό­σμο, η οποία πρέ­πει να δια­νυ­θεί. Κα­τά τον Τσέ­λαν η πο­ρεία αυ­τή, ανέ­φι­κτη αλ­λά συγ­χρό­νως ανα­γκαία («Το ποί­η­μα θέ­λει να με­τα­βεί σε ένα Άλ­λο, έχει ανά­γκη αυ­τό το άλ­λο» και «Μι­λώ ασφα­λώς πε­ρί του ποι­ή­μα­τος που δεν υπάρ­χει!», γρά­φει ο Τσέ­λαν, μτφ. Γιώρ­γου Σα­γκριώ­τη) και – ου­δα­μώς πα­ρα­δό­ξως – δια­νυ­τέα, εί­ναι κυ­κλι­κή, εί­ναι «ο δρό­μος της «ανά­σας» και του Με­σημ­βρι­νού.

Θα μπο­ρού­σα­με εδώ εν­δε­χο­μέ­νως (προ­σε­κτι­κοί πά­ντα όπως ο ίδιος ο Τσέ­λαν στον Με­σημ­βρι­νό, όταν επα­να­λαμ­βά­νει πό­σο αυ­τά που στο­χά­ζε­ται ακο­λου­θούν την αβε­βαιό­τη­τα ενός «ίσως») να ανα­λο­γι­στού­με το εδώ του ποι­ή­μα­τος ως έναν κό­σμο, μια κο­σμη­τι­κή διά­τα­ξη, έναν διά­κο­σμο που κα­ταρ­γεί την από­στα­ση ανά­με­σα στο ποί­η­μα και το άλ­λο, όπου το ποί­η­μα πα­ρα­μέ­νει άυ­πνο στην ανοι­χτό­τη­τα της ενερ­γώς κα­τα­φα­τι­κής του πα­ρου­σί­ας. Θα μπο­ρού­σα­με ίσως να αντι­λη­φθού­με αυ­τόν τον διά­κο­σμο ως πλέγ­μα που προη­γεί­ται του άλ­λου, που προη­γεί­ται της σχέ­σης με το άλ­λο. Θα μπο­ρού­σα­με ίσως να πλη­σιά­σου­με το άλ­λο ως άγνω­στη (μη-)απαρ­χή της αβύσ­σου, το άλ­λο ως κά­τι ή ως τον τρό­πο που το κά­τι αυ­τό ενερ­γο­ποιεί­ται ως τρο­πι­κό­τη­τα, μια με­τα­κο­σμη­τι­κή απε­ρα­ντο­σύ­νη που δια­περ­νά και μά­λι­στα συ­νι­στά το εδώ τώ­ρα, την ακα­τά­παυ­στη αϋ­πνία του, την ανά­σα της.
Για τον Λε­βι­νάς η αϋ­πνία εί­ναι μια αβυσ­σώ­δης μή­τρα με ένα πυ­ρή­να που με­τα­τρέ­πε­ται σε πα­ρου­σία, παίρ­νει μορ­φή και γί­νε­ται συ­νεί­δη­ση, μια προ­ϋ­πό­θε­ση, μια «ανοι­χτό­τη­τα» με το κε­νό της προς πλή­ρω­ση. Ο Λε­βι­νάς μας προ­τρέ­πει ίσως να προ­χω­ρή­σου­με και να κά­νου­με το άλ­λο απρό­σκο­πτα άμε­σο, να το εν­σω­μα­τώ­νου­με πα­ντε­λώς αδια­με­σο­λά­βη­το, να νιώ­θου­με την αϋ­πνία πά­ντα ενερ­γή, ώστε εντός της να μην υπάρ­χει ού­τε ύπνος ού­τε ξύ­πνη­μα, και όπου η ταυ­τό­τη­τα ήδη εί­ναι ανυ­πό­στα­το κα­τα­σκεύ­α­σμα. Η αϋ­πνία έτσι δεν εί­ναι το κε­νό, για το οποίο κά­νει λό­γο ο Λε­βι­νάς. Δεν εί­ναι επί­σης πλη­ρό­τη­τα, πα­ρά μό­νο μια με­τα­κο­σμη­τι­κή τρο­πι­κό­τη­τα, μια ύφαν­ση.
Για την ύφαν­ση και την τρο­πι­κό­τη­τα μας έχει ήδη μι­λή­σει ο Λε­βι­νάς, ο οποί­ος πε­ρι­γρά­φει τη συ­νά­ντη­ση του ποι­η­τι­κού κει­μέ­νου του Τσέ­λαν με την «άλ­λη του φω­νή», συ­νά­ντη­ση της οποί­ας η «πα­ρά­δο­ξη συ­νο­χή» «δεν ει­́ναι αυ­τή ενός δια­λο­́γου, αλ­λά μιας ύφα­νσης σύ­μφ­ωνα με μια αντι­́στ­ιξη που θε­με­λιω­́νει – πα­ρά την άμ­εση με­λω­δι­κή τους ενο­́τ­ητα – τον ιστό των ποι­η­μα­́των του», ενώ στο τέ­λος του δο­κι­μί­ου του ρω­τά απα­ντη­τι­κά: «Δεν προ­τεί­νει», ο Τσέ­λαν, «την ίδια την ποί­η­ση ως μία ανή­κου­στη τρο­πι­κό­τη­τα του δια­φο­ρε­τι­κά από το Εί­ναι;» Ο Λε­βι­νάς στη διά­λε­ξή του για την αϋ­πνία (7-5-1976) γρά­φει για μια τρο­πι­κό­τη­τα που δεν εί­ναι πα­ρά αυ­τή της επα­γρύ­πνη­σης, η οποία ως δρα­στη­ριό­τη­τα δί­χως αντι­κεί­με­νο εκ­δη­λώ­νε­ται στην ανοι­χτό­τη­τα που εί­ναι η αϋ­πνία. Η αϋ­πνία αυ­τή ανα­στα­τώ­νει, ανα­τρέ­πει οτι­δή­πο­τε ανα­παύ­ε­ται εντός της ταυ­τό­τη­τας.
Αυ­τή την από­στα­ση από την αϋ­πνία στην ταυ­τό­τη­τα και μέ­σω της αΰ­πνί­ας στο άλ­λο την κα­λύ­πτουν κα­τά τον Τσέ­λαν «τα ει­λι­κρι­νή χέ­ρια», αυ­τά «μιας μο­να­δι­κής θνη­τής ψυ­χής», τα οποία «γρά­φουν αλη­θι­νά ποι­ή­μα­τα». Και ο ποι­η­τής κα­τα­λή­γει: «Δεν βλέ­πω κα­μία κα­τ’ αρ­χήν δια­φο­ρά με­τα­ξύ χει­ρα­ψί­ας και ποι­ή­μα­τος» (μτφ. Γ. Σ.). Το ανέ­φι­κτο, η ου­το­πία, το άπει­ρο και κά­θε άρ­νη­ση που συ­νε­πά­γο­νται τα υπερ­βαί­νει η τε­λι­κή κα­τά­φα­ση της καρ­διάς που, πέ­ρα από κά­θε «ίσως», βρί­σκε­ται πί­σω από κά­θε χέ­ρι, η ανά­σα που δεν στα­μα­τά, ο Με­σημ­βρι­νός που συ­να­ντά την απαρ­χή του: «Κυ­ρί­ες και κύ­ριοι, βρί­σκω κά­τι το οποίο με πα­ρη­γο­ρεί κά­πως για το ότι με εσάς πα­ρό­ντες περ­πά­τη­σα αυ­τόν τον αδύ­να­το δρό­μο, αυ­τόν τον δρό­μο του αδυ­νά­του» (μτφ. Γ. Σ.).

Με την κα­τα­φα­τι­κή αυ­τή κί­νη­ση κλεί­νει και ο Λε­βι­νάς το μι­κρό κεί­με­νό του (αρι­στο­τέ­χνης της σύ­ντο­μης και πυ­κνής δο­κι­μια­κής δο­μής και μορ­φής επί­σης, όπως και ο Μω­ρίς Μπλαν­σό και ο πιο σύγ­χρο­νός μας Τζόρ­τζιο Αγκά­μπεν). Η «ανα­ζή­τη­ση» του Τσέ­λαν, γρά­φει ο Λε­βι­νάς, «αφιε­ρώ­νε­ται με τη μορ­φή ποι­η­́μ­ατος στον άλ­λο: ένα άσμα υψώ­νε­ται μέ­σα στη δω­ρεά, μέ­σα στο ένα-για-τον-άλ­λο, μέ­σα στη ση­μα­σία τής ίδιας τής ση­μα­σιο­δό­τη­σης. Ση­μα­σιο­δό­τη­ση πιο πα­λιά και από την οντο­λο­γία και τη σκέ­ψη του Εί­ναι και που προ­υ­̈π­οθ­έτει γνώ­ση και επι­θυ­μία, φι­λο­σο­φία και λί­μπι­ντο».
Στην αβρό­τη­τα και πρα­ό­τη­τα της αϋ­πνί­ας εδώ τώ­ρα ίσως να μπο­ρέ­σου­με να απαλ­λα­γού­με για πά­ντα από την άρ­νη­ση που επα­νει­λημ­μέ­να έχει κα­τα­στρέ­ψει τον κό­σμο. Την αγω­νία στην ανά­σα του Πά­ουλ Τσέ­λαν κα­θώς και το φι­λο­σο­φι­κό και ηθι­κό άνοιγ­μα του Εμ­μα­νου­έλ Λε­βι­νάς προς το άλ­λο, προς τους άλ­λους αν­θρώ­πους τα έχου­με πά­ντα πρω­ταρ­χι­κή ανά­γκη, αλ­λά στις μέ­ρες μας που η αν­θρω­πό­τη­τα και πά­λι δο­κι­μά­ζε­ται από παν­δη­μία και ρα­τσι­στι­κή βία που φα­νε­ρώ­νουν την ακό­μη ανε­ξά­λει­πτη πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση και πε­ρι­φρό­νη­ση του άλ­λου απο­ζη­τού­με ακό­μη πιο επει­γό­ντως την κα­τα­φα­τι­κή του δύ­να­μη. Το βι­βλίο αυ­τό εί­ναι ανε­κτί­μη­το δώ­ρο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: