Περί αγάπης για την ποίηση και τα ποιήματα: Ένα ποίημα

Jean Francois De Troy: «Aλληγορία της Ποίησης» (1733) λάδι σε καμβά
Jean Francois De Troy: «Aλληγορία της Ποίησης» (1733) λάδι σε καμβά




Στη νεκρή μητέρα μου που δε θυμάμαι

Υπήρξε, αυτή της οποίας το όνομα υπήρξε ή υπάρχει,
αυτή που δεν υπάρχει, υπάρχει


Αν υπέ­θε­τα ότι με άκου­γε να λέω ότι μου αρέ­σει η ποί­η­ση, ότι μου αρέ­σει που η ποί­η­ση και τα ποι­ή­μα­τα υπάρ­χουν, οι συλ­λο­γι­σμοί για το αν αυ­τή και αυ­τά υπήρ­χαν πά­ντα ή επι­νο­ή­θη­καν κά­ποια στιγ­μή και από τό­τε εξε­λί­χθη­καν, έστω και αρ­γά, μια αρ­γή επι­νό­η­ση κα­τά κά­ποιον τρό­πο, όπως τό­σο πολ­λά άλ­λα, ανό­μοια φαι­νό­με­να. Ή αν ήταν ένα πα­σι­φα­νές στοι­χείο ή συμ­βάν πά­ντα, και αν οι άν­θρω­ποι το γνώ­ρι­ζαν, γνώ­ρι­ζαν την ποί­η­ση και το ίδιο το ποί­η­μα, τις δο­μές, τις μορ­φές και τα μέ­τρα του, γνώ­ρι­ζαν την ανά­γκη μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης στιγ­μής που δεν εί­ναι σε επα­φή ή έχει απο­συν­δε­θεί από τον κό­σμο της ή εντεί­νει αυ­τήν την απλή και συγ­χρό­νως πε­ρί­πλο­κη σχέ­ση με τον κό­σμο, στο­χά­ζε­ται τον κό­σμο, τη σχέ­ση και τη στιγ­μή την ίδια. Μια στιγ­μή που δεν σκέ­φτε­ται τό­σο όσο θαυ­μά­ζει, ανα­ρω­τιέ­ται, γιορ­τά­ζει, απει­κο­νί­ζει αυ­τό το άγ­γιγ­μα ή αυ­τή την απο­στα­σιο­ποί­η­ση, κα­τέ­χει τη γνώ­ση όλων αυ­τών και την ικα­νό­τη­τα να τα πρά­ξει, κα­τέ­χει τη γλώσ­σα και τη μορ­φή που τα κά­θι­στούν δυ­να­τά. Αγα­πώ με αγά­πη που βγαί­νει από την καρ­διά την τε­λε­τουρ­γία της ποί­η­σης, η οποία εί­ναι ένα ποί­η­μα από μό­νη της, το φαι­νό­με­νο ή το συμ­βάν της ποί­η­σης ενό­σω συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει κό­σμο, ενώ συγ­χρό­νως απο­κα­λύ­πτει πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­σμο και διά­κο­σμο, επε­κτεί­νε­ται, δη­μιουρ­γεί νέ­ες δια­κο­σμή­σεις, δεν πε­ριο­ρί­ζει πο­τέ τον κό­σμο, πο­τέ δεν έχει πρό­θε­ση να το κά­νει, ένα συμ­βάν που εί­ναι το ακα­τά­παυ­στο άνοιγ­μα του κό­σμου και η κα­τά­φα­ση αυ­τού του ανοίγ­μα­τος. Και πα­ρό­λο που χαί­ρο­μαι που για πολ­λούς λό­γους, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από αυ­τούς προ­φα­νείς, δεν απο­τε­λούν ένα πράγ­μα, αγα­πώ την ποί­η­ση και το ποί­η­μα ως ένα πράγ­μα, και με αγά­πη ονο­μά­ζω ποί­η­μα οτι­δή­πο­τε μπο­ρώ να πε­ρι­γρά­ψω ως ποί­η­ση:

«Αυ­τό εί­ναι κα­θα­ρή ποί­η­ση.»

«Πράγ­μα­τι, και επί­σης εί­ναι ένα ποί­η­μα.»

«Ποιος το έγρα­ψε;»

«Η ίδια η ποί­η­ση, η στιγ­μή κα­τά την οποία η ποί­η­ση αυ­τή συμ­βαί­νει και πα­ρου­σιά­ζε­ται, το ίδιο της το συμ­βάν.»

Η μορ­φή την οποία παίρ­νει η ποί­η­ση, η μορ­φή ενός ποι­ή­μα­τος (η μορ­φή που υπερ­βαί­νει τους στί­χους και τις στρο­φές της) με βρί­σκει ως εναρ­μο­νι­σμός, ως στιγ­μιαία συ­γκρα­τη­μέ­νη δο­μή μιας απο­κά­λυ­ψης, ενο­ρα­τι­κή σύλ­λη­ψη της φευ­γα­λέ­ας στιγ­μής, της ίδιας της φευ­γα­λε­ό­τη­τας, η οποία δεν πα­ρα­πλα­νά πο­τέ. Εί­ναι ένας κό­σμος στη με­τα­κο­σμη­τι­κή του στιγ­μή, μια αντι­λη­πτή πτυ­χή της ανοι­χτό­τη­τας. Νο­μί­ζω ότι δεν υπάρ­χει λό­γος να μι­λά­με για κά­τι οξύ­μω­ρο ή πα­ρά­δο­ξο. Οποια­δή­πο­τε πε­ρι­γράμ­μα­τα της ποι­η­τι­κής μορ­φής ή του ποι­η­τι­κού σχή­μα­τος που απευ­θύ­νε­ται σε μέ­να ση­μα­το­δο­τούν, επα­νε­νερ­γο­ποιούν και εντα­τι­κο­ποιούν την πα­ρου­σία της ανοι­χτό­τη­τας, του χώ­ρου της, εδώ, και του χρό­νου της, τώ­ρα. Υπάρ­χουν εξαι­τί­ας αυ­τής της ανοι­χτό­τη­τας και μό­νο. Μια ανοι­χτό­τη­τα που υπάρ­χει τό­σο έξω, όσο και μέ­σα στη λέ­ξη και τη διά­νοια, και ως τέ­τοια μπο­ρεί να επη­ρε­ά­σει τη λυ­ρι­κή αντί­λη­ψη και το ποί­η­μα και να ενι­σχύ­σει την απρο­ϋ­πό­θε­τη αγά­πη μου για την απρο­ϋ­πό­θε­τη ποί­η­ση και για τα απρο­ϋ­πό­θε­τα ποι­ή­μα­τα.

Και επο­μέ­νως, το θέ­μα μου δεν αφο­ρά μό­νο τον λυ­ρι­σμό, την ποί­η­ση και τα ποι­ή­μα­τα, αφο­ρά επί­σης την αγά­πη για όλα αυ­τά, τον τρό­πο που η αγά­πη αυ­τή επη­ρε­ά­ζει την καρ­διά μου πε­ρισ­σό­τε­ρο από ό,τι επη­ρε­ά­ζει τις ιδέ­ες μου, τον τρό­πο, πι­στεύω, που επη­ρε­ά­ζει την ίδια μου τη σκέ­ψη, τη στιγ­μή που αντι­λαμ­βά­νο­μαι, που συ­νει­δη­το­ποιώ την ποί­η­ση. Μια κα­τα­φα­τι­κή στιγ­μή στην απο­κα­λυ­πτι­κή της αυ­το­διεύ­ρυν­ση με τον διά-με­τά-κό­σμο μέ­σα της.

Για την αγά­πη αυ­τή στην καρ­διά και από την καρ­διά, για το απρο­σμέ­τρη­το βά­θος της, θα ήθε­λε αυ­τή τό­σο ανυ­πό­μο­να και τό­σο ήρε­μα να με ακού­ει να μι­λώ, για το πώς η αγά­πη μι­λά και εκ­φρά­ζε­ται προς, εντός και μέ­σα από την ποί­η­ση και το ποί­η­μα. «Δεν έχω τί­πο­τε να πω για την αγά­πη», δη­λώ­νει ο Ντε­ρι­ντά (Kirby Dick και Ziering Kofman, Derrida: Screenplay and essays on the film, Manchester UP 2005, 79), ο οποί­ος ευ­τυ­χώς στην επό­με­νη σε­λί­δα επε­ξη­γεί τον όρο, μι­λά για την «καρ­διά της αγά­πης» και στο­χά­ζε­ται την αγά­πη ως «την κί­νη­ση της καρ­διάς». Η αγά­πη ως καρ­διά και η καρ­διά ως αγά­πη, αγά­πη μέ­σα στην καρ­διά και καρ­διά μέ­σα στην αγά­πη.

Και έτσι, η αγά­πη μου για το ποί­η­μα εί­ναι επί­σης η καρ­διά του ποι­ή­μα­τός μου, η καρ­διά μου κι­νεί το ποί­η­μα, θέ­τει την ποί­η­ση σε κί­νη­ση, η ποί­η­ση εί­ναι η αγά­πη στην καρ­διά μου. Εί­ναι μια ανοι­χτή καρ­διά και μια ανοι­χτή αγά­πη. Όσο πιο απτή γί­νε­ται η ανοι­χτό­τη­τα του ποι­ή­μα­τος, τό­σο πιο συ­γκι­νη­τι­κή και βα­θύ­τε­ρη εί­ναι αυ­τή η αγά­πη. Εί­ναι μια αγά­πη στην καρ­διά της ποί­η­σης, έστω και αν η καρ­διά του ποι­ή­μα­τος μας δια­φεύ­γει πά­ντα. Ο Ντε­ρι­ντά, που πι­στεύ­ει στην αγά­πη και την ασκεί (ένας φί­λος της σο­φί­ας ως φι­λό­σο­φος που εί­ναι), στο σύ­ντο­μο κεί­με­νό του (ένα εί­δος καρ­διάς δο­κι­μί­ου, μια καρ­διά σε ένα σώ­μα από ερω­τή­σεις) «Che cos’è la poesia?» (Peggy Kamuf (επ.), A Derrida reader: Between the blinds. Μτφ. δο­κι­μί­ου Peggy Kamuf. Harvester Wheatsheaf 1991, 221-237) συ­ζη­τά, ή μάλ­λον δη­λώ­νει (ή ίσως τρα­γου­δά από την καρ­διά του: ο Timothy Clark έχει δεί­ξει με αξιο­θαύ­μα­στο τρό­πο πώς το δο­κί­μιο του Ντε­ρι­ντά θα μπο­ρού­σε να εί­χε γρα­φτεί ως «ωδή». Και, σε λί­γο, ανα­λύ­ο­ντας την «Ωδή στην Ψυ­χή» του Κητς, γρά­φει για την «κί­νη­ση» του ποι­ή­μα­τος ως δώ­ρο αγά­πης» – στο δο­κί­μιό του «By heart: A reading of Derrida’s ‘Che cos’è la poesia?’ through Keats and Celan», Oxford Literary Review

15, 1, 2012, 53 and 55) ότι απο­κα­λεί «ποί­η­μα αυ­τό ακρι­βώς το πράγ­μα που δι­δά­σκει την καρ­διά, που εφευ­ρί­σκει την καρ­διά» (A Derrida reader, 231). Εί­ναι μια καρ­διά που χτυ­πά τό­σο για μια «αγνή εσω­τε­ρι­κό­τη­τα» (A Derrida reader, 231), εντός του ποι­ή­μα­τος, όσο και για την εξω­τε­ρι­κό­τη­τα που αντι­προ­σω­πεύ­ει η ετε­ρό­τη­τα, που προ­σφέ­ρει η γλώσ­σα, με την οποία το ποί­η­μα, σαν «σκαν­τζό­χοι­ρος», ρί­χνε­ται «στους δρό­μους και στα χω­ρά­φια, ένα πράγ­μα πέ­ρα ​​από τις γλώσ­σες, ακό­μη και αν κά­ποιες φο­ρές συμ­βαί­νει να θυ­μά­ται τον εαυ­τό του μέ­σα στη γλώσ­σα, όταν μα­ζεύ­ε­ται, κου­λου­ριά­ζε­ται σε μια μπά­λα γύ­ρω από τον εαυ­τό του, απει­λεί­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο από πο­τέ στο κα­τα­φύ­γιό του: πι­στεύ­ει ότι υπε­ρα­σπί­ζε­ται τον εαυ­τό του, και χά­νε­ται» (A Derrida reader, 229). Βέ­βαια η αρ­νη­τι­κό­τη­τα στις πε­ρι­γρα­φές και στην ανά­πτυ­ξη των επι­χει­ρη­μά­των χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να απε­λευ­θε­ρω­θεί το ποί­η­μα από την αρ­νη­τι­κό­τη­τα της με­τα­φυ­σι­κής που το πε­ρι­κλεί­ει: «Το ποί­η­μα μπο­ρεί να κου­λου­ριά­ζε­ται σε μια μπά­λα, αλ­λά το κά­νει για να στρέ­ψει τα αιχ­μη­ρά του ση­μεία προς τα έξω.» Αυ­τή η αρ­νη­τι­κό­τη­τα εί­ναι επί­σης ένας «δαί­μο­νας της καρ­διάς», ο οποί­ος «δεν συ­σπει­ρώ­νε­ται πο­τέ, αλ­λά μάλ­λον χά­νε­ται». Και λί­γο πριν εί­χα­με ήδη δια­βά­σει:


Θα αποκαλείτε ποίημα από εδώ και στο εξής ένα συγκεκριμένο πάθος για το μοναδικό σημείο, την υπογραφή που επαναλαμβάνει τη διασπορά της, κάθε φορά πέραν του λόγου, μη ανθρώπινο, ελάχιστα οικόσιτο, που δεν είναι δυνατόν να το επανοικειοποιηθεί η οικογένεια του υποκειμένου: ένα μεταστραμμένο ζώο, κουλουριασμένο σε μπάλα, στραμμένο προς το άλλο και προς τον εαυτό του… (A Derrida reader, 235.)

Η αγά­πη, όμως, για τον Ντε­ρι­ντά υπερ­βαί­νει το πε­ρι­κύ­κλω­μα της με­τα­φυ­σι­κής: «Αγα­πώ επει­δή το άλ­λο εί­ναι το άλ­λο, επει­δή ο χρό­νος του δεν θα γί­νει πο­τέ δι­κός μου […] Μπο­ρώ να αγα­πή­σω το άλ­λο μό­νο εντός του πά­θους αυ­τού του αφο­ρι­σμού. Το οποίο δεν συμ­βαί­νει, δεν προ­κύ­πτει ως ατυ­χία, κα­κή τύ­χη ή αρ­νη­τι­κό­τη­τα. Έχει τη μορ­φή της πιο στορ­γι­κής κα­τά­φα­σης…» («Aphorism Countertime», Derek Attridge (επ.), Jacques Derrida: Acts of literature, Routledge 1992, 420–421). Ωστό­σο, ενώ η αγά­πη, η καρ­διά και η ποί­η­ση κα­τα­φά­σκο­νται από τον Ντε­ρι­ντά, η αρ­νη­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι πο­λύ μα­κριά. Αντί­θε­τα, εί­ναι πά­ντα πα­ρού­σα και ενερ­γή, δη­μιουρ­γεί­ται από το άλ­λο, υπο­νο­μεύ­ο­ντας έτσι οποια­δή­πο­τε ήρε­μη από­λαυ­ση της αγά­πης, της ευ­φο­ρί­ας της. Η αί­σθη­ση που «θα μπο­ρού­σε κα­νείς να πε­ρι­γρά­ψει ως ερω­τι­κή ευ­φο­ρία», για την οποία κά­νει λό­γο ο Ντε­ρι­ντά (Attridge, 421), εί­ναι αδια­χώ­ρι­στη από τη με­λαγ­χο­λία που προ­κα­λεί η πα­ρου­σία του απρό­σι­του, ανέ­φι­κτου άλ­λου. Πι­στεύω ότι αυ­τό εί­ναι που επι­τρέ­πει στον Ντε­ρι­ντά να μι­λά εδώ για την ευ­φο­ρία με έναν πλά­γιο, υπο­θε­τι­κό, δυ­νη­τι­κό τρό­πο: «θα μπο­ρού­σε». Δεν αγα­πά­με, θα ισχυ­ρι­ζό­ταν ίσως ο Ντε­ρι­ντά, και δεν μπο­ρού­με να αγα­πή­σου­με με άμε­σο τρό­πο, στο εδώ και τώ­ρα όπου συμ­βαί­νει η ποί­η­ση. Η με­λαγ­χο­λία που βγαί­νει από το άλ­λο ή σχε­τί­ζε­ται με αυ­τό επι­σκιά­ζει την ευ­φο­ρία της ανοι­χτό­τη­τας στην καρ­διά του ποι­ή­μα­τος, την άμε­ση αγά­πη για την ποί­η­ση, το ίδιο το απρο­ϋ­πό­θε­το στην απρο­ϋ­πό­θε­τη κί­νη­ση της καρ­διάς. Για τον Ντε­ρι­ντά εί­ναι το άλ­λο, όχι η ανοι­χτό­τη­τα που ξε­κλει­δώ­νει και εν­σω­μα­τώ­νει την άβυσ­σο του πα­ρό­ντος. «Για τον Ντε­ρι­ντά», κα­τα­λή­γει ο Κλαρκ, «το ποι­η­τι­κό προ­έρ­χε­ται από το άλ­λο» (Clark, 71). Και έτσι, μό­νο ως ανοι­χτό­τη­τα απο­λαμ­βά­νω αυ­τό που ο Ντε­ρι­ντά απο­κα­λεί «επι­θυ­μία» του «από­λυ­του μη-από­λυ­του», με την οποία «ανα­πνέ­εις την απαρ­χή του ποι­η­τι­κού» (A Derrida reader, 229–31). Μια από­λαυ­ση, μια ευ­χά­ρι­στη κα­τά­φα­ση που πά­ντα κα­τοι­κεί στην αδυ­να­τό­τη­τα και στην τα­ραγ­μέ­νη πα­ρου­σία του άλ­λου, αλ­λά ανα­πνέ­ει πέ­ρα ​​από αυ­τή στο «εδώ και τώ­ρα του ποι­ή­μα­τος», όπως το απο­κα­λεί ο Πά­ουλ Τσέ­λαν από μια άλ­λη οπτι­κή γω­νία, η οποία πε­ρι­γρά­φει την από­στα­ση με­τα­ξύ του ποι­ή­μα­τος και του άλ­λου, στην ομι­λία του Ο Με­σημ­βρι­νός (Paul Celan, Ο Με­σημ­βρι­νός και άλ­λα πε­ζά, μτφ. Γιώρ­γος Σα­γκριώ­της, Άγρα 2006, 107). Μια από­λαυ­ση που προ­έρ­χε­ται από την καρ­διά της αγά­πης, την καρ­διά της ανοι­χτό­τη­τας που χτυ­πά πα­ντού, οπο­τε­δή­πο­τε, μια καρ­διά που αντι­λαμ­βά­νε­ται τον σκαν­τζό­χοι­ρο ως τη συσ­σώ­ρευ­ση αμέ­τρη­των γε­μά­των αγά­πη καρ­διών.

Εί­μαι πο­λύ ευ­χά­ρι­στα σί­γου­ρος ότι δεν εί­μαι ο μό­νος που νιώ­θω με­γά­λη από­λαυ­ση όταν δια­βά­ζω το μο­νό­στι­χο ποί­η­μα του Ντε­ρι­ντά, «Petite fuite alexandrine (vers toi)»: «Prière à desceller d’une ligne de vie» («Μι­κρή φυ­γή σε αλε­ξαν­δρι­νό στί­χο (προς εσέ­να)»: «Δέ­η­ση απο­σφρα­γι­στι­κή μιας γραμ­μής ζω­ής»). Στον στί­χο μπο­ρού­με να ακού­σου­με δια­φο­ρε­τι­κές καρ­διές να χτυ­πούν στην ανοι­χτό­τη­τα των λέ­ξε­ων και της σύν­θε­σής του, όπως ο Michael Naas, κα­τα­φά­σκο­ντας την «χα­ρού­με­νη κα­τά­φα­ση» του Ντε­ρι­ντά, έχει δεί­ξει στο δο­κί­μιο του «Lifeline»:


Πόσες φορές στη ζωή του ο Ντεριντά είπε, Oui, j’accepte; Πόσες φορές υπέγραψε με μια τέτοια κατάφαση, και πόσες από αυτές τις καταφάσεις, πόσες από αυτές τις κρύπτες, περιμένουν κάπου να διαβαστούν, επιβεβαιωμένες και προσυπογραμμένες; Πόσες σειρές, πόσες καταφάσεις, πόσες προσευχές υπάρχουν; Πόσα δώρα και πόσες ευλογίες; Πόσα «ίχνη στην ιστορία της γαλλικής γλώσσας»; Και τώρα, αν και πολύ διαφορετικά, στη δική μας; (Derrida From Now On. Fordham UP 2008, 225.)

Ο στί­χος του Ντε­ρι­ντά λοι­πόν με τα «πολ­λά δώ­ρα» του εί­ναι ένα ποί­η­μα που και λέ­ει ένα παι­χνι­διά­ρι­κο ναι και, συγ­χρό­νως (το πιο ση­μα­ντι­κό), φτά­νει πέ­ρα ​​από τις προ­σπά­θειες του Τζόρ­τζιο Αγκά­μπεν να δη­μιουρ­γή­σει μια δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ανά­με­σα στην ποί­η­ση και την πε­ζο­γρα­φία, δί­νο­ντας τον απο­φα­σι­στι­κό ρό­λο στην κί­νη­ση του δια­σκε­λι­σμού και στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος:

Η συνειδητοποίηση της σημασίας της αντίθεσης μεταξύ του μετρικού καταμερισμού και του σημασιολογικού καταμερισμού έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές να δηλώσουν τη θέση (την οποία συμμερίζομαι) σύμφωνα με την οποία η πιθανότητα του διασκελισμού αποτελεί το μόνο κριτήριο για τη διάκριση της ποίησης από την πεζογραφία. Γιατί τι είναι ο διασκελισμός αν όχι η αντίθεση ενός μετρικού ορίου σε ένα συντακτικό όριο, μιας προσωδιακής παύσης σε μια σημασιολογική παύση; «Ποίηση» θα είναι τότε το όνομα που δίνεται στον λόγο, στον οποίο αυτή η αντίθεση είναι, τουλάχιστον στην πράξη, δυνατή· «πεζογραφία» θα είναι το όνομα του λόγου, στον οποίο αυτή η αντίθεση δεν μπορεί να λάβει χώρα. («The end of the poem», The end of the poem: Studies in poetics, μτφ. Daniel Heller-Roazen, Stanford UP 1999, 109.)

Το ποί­η­μα του Ντε­ρι­ντά δη­μο­σιεύ­τη­κε ως «μο­νό­στι­χο», και πε­ρι­γρά­φε­ται ως «αλε­ξαν­δρι­νό» (ο Naas μας δί­νει μια πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή ανά­λυ­ση του τί­τλου και εξε­τά­ζει πει­στι­κά τις δια­φο­ρε­τι­κές ερ­μη­νεί­ες του στί­χου), αλ­λά θα εί­χε κά­ποια αντίρ­ρη­ση ο Ντε­ρι­ντά αν της τον δια­βά­σω ως πε­ζο­γρά­φη­μα ή ως μέ­ρος ενός με­γα­λύ­τε­ρου κει­μέ­νου που έχει πα­ρα­λη­φθεί; Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση το μο­νό­στι­χο με το να στέ­κε­ται μό­νο του, με το που δεν εί­ναι σε θέ­ση να εί­ναι ένας στί­χος, να απαρ­τί­ζει ένα ποί­η­μα κα­τά τον Αγκά­μπεν, εντυ­πω­σιά­ζε­ται και αντι­στέ­κε­ται στη θε­ω­ρία του, ενώ ως ένας τε­λι­κός στί­χος από μό­νος του κα­θι­στά το σύ­νο­λο της θε­ω­ρί­ας για τον δια­σκε­λι­σμό εντε­λώς πε­ριτ­τή. Εί­ναι δυ­να­τόν να έχου­με ένα ποί­η­μα που εί­ναι απαλ­λαγ­μέ­νο από την «δυ­να­τό­τη­τα του δια­σκε­λι­σμού» (The end of the poem, 112), απαλ­λαγ­μέ­νο από την αγκα­μπε­νι­κή απει­λή να χά­σει το δι­καί­ω­μά του να απο­κα­λεί­ται ποί­η­ση.

Η θε­ω­ρία του Αγκά­μπεν για τον δια­σκε­λι­σμό εί­ναι προ­βλη­μα­τι­κή και με άλ­λους τρό­πους. Ενώ μπο­ρού­με να τη φα­ντα­στού­με στην πρά­ξη σε οποιο­δή­πο­τε μο­νό­στι­χο πριν ή με­τά τη δια­τύ­πω­σή της, ή σε οποια­δή­πο­τε άλ­λη ποι­η­τι­κή μορ­φή, και θα μπο­ρού­σα­με φυ­σι­κά να τη βρού­με πο­λύ χρή­σι­μη στη συ­ζή­τη­ση του λυ­ρι­κού ρυθ­μού σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις με­τρι­κής ποί­η­σης, η θε­ω­ρία «προ­κα­λεί σύγ­χυ­ση» και για άλ­λους λό­γους από αυ­τούς που ανα­φέ­ρει ο Αγκά­μπεν (όπως δια­βά­ζου­με στην προ­α­να­φερ­θεί­σα σε­λί­δα: «Αυ­τό προ­κύ­πτει απλώς από το ασή­μα­ντο γε­γο­νός ότι δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει κα­νέ­νας δια­σκε­λι­σμός στον τε­λευ­ταίο στί­χο του ποι­ή­μα­τος. Αυ­τό το γε­γο­νός εί­ναι σί­γου­ρα ασή­μα­ντο: ωστό­σο έχει συ­νέ­πειες οι οποί­ες προ­κα­λούν τό­ση σύγ­χυ­ση όσο εί­ναι απα­ραί­τη­τες. Για­τί εάν η ποί­η­ση ορί­ζε­ται ακρι­βώς από τη δυ­να­τό­τη­τα του δια­σκε­λι­σμού, τό­τε ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος ενός ποι­ή­μα­τος δεν εί­ναι στί­χος.»)

Μία πρό­κλη­ση μου πα­ρου­σιά­ζε­ται τώ­ρα, η οποία στην σο­φι­στι­κή της πε­ρι­πλά­νη­ση δεί­χνει να πε­ριέ­χει ένα κόκ­κο βα­ρύ­τη­τας. Εάν ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος ενός ποι­ή­μα­τος δεν εί­ναι στί­χος, εάν δεν συμ­με­τέ­χει στη με­τρι­κή ροή του ποι­ή­μα­τος, δε­δο­μέ­νου ότι δεν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα δια­σκε­λι­σμού, αν εί­ναι ένα πε­ζό κεί­με­νο, τό­τε αυ­τό θα πρέ­πει να επη­ρε­ά­ζει τον προη­γού­με­νο στί­χο, τον προ­τε­λευ­ταίο, στε­ρώ­ντας του, και αυ­τού, τη δυ­να­τό­τη­τα δια­σκε­λι­σμού, ανα­στέλ­λο­ντας τη με­τρι­κή του κί­νη­ση. Και αν συμ­βαί­νει αυ­τό, ο προ­τε­λευ­ταί­ος στί­χος θα πρέ­πει να επη­ρε­ά­ζει τον προ-προ­τε­λευ­ταίο, και αυ­τό μέ­χρι πί­σω στην αρ­χή του ποι­ή­μα­τος. Οποια­δή­πο­τε πε­ραι­τέ­ρω συ­ζή­τη­ση για τον ειρ­μό της σκέ­ψης του Αγκά­μπεν πά­νω σε αυ­τό το θέ­μα γί­νε­ται όλο και πιο εν­δια­φέ­ρου­σα για μέ­να. Για πα­ρά­δειγ­μα, το γε­γο­νός ότι το ποί­η­μα θα μπο­ρού­σε να με­τα­τρα­πεί σε πε­ζο­γρά­φη­μα, ενώ θα πα­ρα­μέ­νει ποί­η­μα.

Ο Αγκά­μπεν ανα­πτύσ­σει το επι­χεί­ρη­μά του σχε­τι­κά με το ερώ­τη­μα αν «ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος ει­σβάλ­λει στον πε­ζό λό­γο» προ­σε­κτι­κά και δυ­να­μι­κά συγ­χρό­νως. Αυ­τό που φαί­νε­ται να ισχύ­ει για αυ­τόν εί­ναι «ως εάν για την ποί­η­ση το τέ­λος να υπο­νο­ού­σε μια κα­τα­στρο­φή και απώ­λεια ταυ­τό­τη­τας τό­σο ανε­πα­νόρ­θω­τη ώστε να απαι­τεί την ανά­πτυ­ξη πο­λύ με­τρη­τι­κών και ση­μα­σιο­λο­γι­κών μέ­σων» (The end of the poem, 112). Δεν μας δί­νε­ται μια πα­ρά­θε­ση αυ­τών των μέ­σων προς το πα­ρόν, επει­δή το «ου­σια­στι­κό εί­ναι ότι οι ποι­η­τές φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζουν το γε­γο­νός ότι εδώ υπάρ­χει κά­τι σαν απο­φα­σι­στι­κή κρί­ση για το ποί­η­μα, μια γνή­σια crise de verse, στην οποία δια­κυ­βεύ­ε­ται η ίδια η ταυ­τό­τη­τα του ποι­ή­μα­τος» (The end of the poem, 113). Στη συ­νέ­χεια ο Αγκά­μπεν πε­ρι­γρά­φει ένα δια­φο­ρε­τι­κό τέ­λος. Αυ­τό το κά­νει δί­νο­ντάς μας με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα αυ­τού που απο­κα­λεί «δια­τά­ρα­ξη του τε­λευ­ταί­ου στί­χου», τα οποία προ­έρ­χο­νται από τους Μαρ­σέλ Προυστ και Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν, και αφο­ρούν το «τέ­λος του ποι­ή­μα­τος», το οποίο «συ­χνά» έχει «φθη­νή και επι­πλέ­ον άθλια ποιό­τη­τα», λες και (το «λες και» εί­ναι μια υπο­θε­τι­κή δο­μή που ο Αγκά­μπεν και πά­λι χρη­σι­μο­ποιεί εδώ) αυ­τά αντι­προ­σω­πεύ­ουν κά­τι γε­νι­κό:


Λες και το ποίημα ως τυπική δομή δεν θα τελείωνε και δεν θα μπορούσε να τελειώσει, λες και η δυνατότητα του τέλους είχε αποσυρθεί ριζικά από αυτό, αφού το τέλος θα σήμαινε μια ποιητική αδυνατότητα: την ακριβή σύμπτωση του ήχου και του νοήματος. Στο σημείο στο οποίο ο ήχος κινδυνεύει να καταστραφεί στην άβυσσο του νοήματος, το ποίημα αναζητά καταφύγιο στην αναστολή του δικού του τέλους σε μια δήλωση, θα λέγαμε, της κατάσταση έκτακτης ποιητικής ανάγκης. (The end of the poem, 113.)

Εδώ πρό­κει­ται για μια πε­ρί­πτω­ση που το ποί­η­μα μπο­ρεί να τε­λειώ­νει με τρό­πο που δεν εί­ναι συμ­βα­τι­κός («τυ­πι­κός»), έχου­με ένα άλ­λο εί­δος τέ­λους, στο οποίο το ποί­η­μα, τε­λειώ­νο­ντας από­το­μα, δεν τε­λειώ­νει με έναν στί­χο δί­χως δια­σκε­λι­σμό, έναν πε­ζό στί­χο, ή μια σει­ρά «που δεν εί­ναι στί­χος». Έτσι, με την επι­λο­γή αυ­τή, το τέ­λος του δια­τη­ρεί τον ήχο του και απαλ­λάσ­σε­ται το νό­η­μά του. Από τη μια με­ριά το ποί­η­μα, όπως εί­χε ήδη πε­ρι­γρά­ψει ο Αγκά­μπεν, μπο­ρεί να τε­λειώ­σει τυ­πι­κά, και επο­μέ­νως δεν έχου­με σύμ­πτω­ση ήχου και νο­ή­μα­τος, κα­θώς ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος στε­ρεί­ται δια­σκε­λι­σμού. Από την άλ­λη, σύμ­φω­να με την οποία το τυ­πι­κό τέ­λος έχει «απο­συρ­θεί», ο ήχος δεν μπο­ρεί να «κα­τα­στρα­φεί», κα­θώς δια­χω­ρί­ζε­ται με αυ­τόν τον τρό­πο από το νό­η­μα. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση κα­τα­λή­γου­με σε «ποι­η­τι­κή αδυ­να­τό­τη­τα: την ακρι­βή σύμ­πτω­ση του ήχου και του νο­ή­μα­τος». Υπάρ­χουν δύο δια­φο­ρε­τι­κές λοι­πόν «δια­τα­ρά­ξεις», δύο εί­δη πε­ρί­πλο­κου, σε κρί­ση, τέ­λους του ποι­ή­μα­τος, δύο δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη ποι­η­μά­των. Και όλα τα πα­ρα­δείγ­μα­τα που ανα­φέ­ρει ο Αγκά­μπεν τε­λειώ­νουν με την «άβυσ­σο του νο­ή­μα­τος». Πρέ­πει επί­σης να ση­μειώ­σου­με ότι η αδυ­να­τό­τη­τα που πε­ρι­γρά­φει ο Αγκά­μπεν εδώ δεν πρέ­πει να σχε­τί­ζε­ται με την αρ­νη­τι­κό­τη­τα της ίδιας της γλώσ­σας, το άλυ­το πρό­βλη­μα της με­τα­φυ­σι­κής. Δεν μπο­ρεί να σχε­τί­ζε­ται, αφού αυ­τή η αρ­νη­τι­κό­τη­τα πρέ­πει να ισχύ­ει για όλους τους στί­χους, όχι μό­νο για τον τε­λευ­ταίο.

Και σύ­ντο­μα μας δί­νε­ται ένα τρί­το, για μέ­να εξί­σου υπέ­ρο­χα πε­ρί­πλο­κο, εί­δος τέ­λους, ή μάλ­λον μια νέα αρ­χή με­τά το τέ­λος, ή μια επέ­κτα­ση του τέ­λους. Ένα τέ­λος που οδη­γεί ή εμπε­ριέ­χει «σιω­πή» και «πτώ­ση» (η υπέ­ρο­χη πε­ρι­πλο­κή αφο­ρά το ότι αυ­τό ισχύ­ει για όλα τα ποι­ή­μα­τα και για τα πά­ντα, για οποιο­δή­πο­τε τέ­λος, κα­θώς και για κά­θε μέ­ση και οποια­δή­πο­τε αρ­χή): «Τι εί­ναι αυ­τή η πτώ­ση στη σιω­πή του ποι­ή­μα­τος; Τι εί­ναι η ομορ­φιά [που βρί­σκει ο Δά­ντης], η οποία πέ­φτει; Και τι απο­μέ­νει από το ποί­η­μα με­τά την κα­τα­στρο­φή του;». Για­τί κα­τα­στρο­φή όμως, αρ­νη­τι­κό­τη­τα και βία που αυ­τή συ­νε­πά­γε­ται ή στην οποία πα­ρα­πέ­μπει; Για­τί να μην βρού­με την ομορ­φιά στη σιω­πή, όπως γρά­φει ο Δά­ντης; Αφού θέ­τει με­ρι­κές ερω­τή­σεις σχε­τι­κά με την «έντα­ση» στην ποί­η­ση ανά­με­σα στις ση­μειω­τι­κές και τις ση­μα­σιο­λο­γι­κές πτυ­χές του ποι­ή­μα­τος, σχε­τι­κά με τη δυ­να­τό­τη­τα στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος μιας ένω­σης με­τα­ξύ ήχου και του νο­ή­μα­τος, ή «αντί­θε­τα», μιας διά­στα­σης «για πά­ντα» με­τα­ξύ τους στο βαθ­μό που το ποί­η­μα αφή­νει «πί­σω του κε­νό χώ­ρο μό­νο», ο Αγκά­μπεν κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι τα πά­ντα «πε­ρι­πλέ­κο­νται από το γε­γο­νός ότι στο ποί­η­μα δεν υπάρ­χουν, αυ­στη­ρά μι­λώ­ντας, δύο σει­ρές ή στί­χοι σε πα­ράλ­λη­λη τρο­χιά. Αντί­θε­τα, υπάρ­χει μό­νο ένας στί­χος που δια­περ­νά­ται από το ση­μα­σιο­λο­γι­κό ρεύ­μα και το ση­μειω­τι­κό ρεύ­μα συγ­χρό­νως», από μια «δια­φο­ρά» που στε­ρεί «το χώ­ρο του ποι­ή­μα­τος» από «τη δυ­να­τό­τη­τα μιας διαρ­κούς συμ­φω­νί­ας με­τα­ξύ ήχου και νο­ή­μα­τος» (The end of the poem, 114). Αυ­τή η «συμ­φω­νία», ωστό­σο, εί­ναι μή­πως ένα αδιαμ­φι­σβή­τη­το στοι­χείο και του πε­ζού λό­γου, για πα­ρά­δειγ­μα, ή των κα­θη­με­ρι­νών σκέ­ψε­ων και ομι­λιών; Ο Αγκά­μπεν επε­ξη­γεί ότι αυ­τή η «αντί­θε­ση με­τα­ξύ του ση­μειω­τι­κού και του ση­μα­σιο­λο­γι­κού» στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος λαμ­βά­νει χώ­ρα ενώ αυ­τό «πέ­φτει» και τη στιγ­μή που «ο ήχος φαί­νε­ται ότι για πά­ντα έχει πα­ρα­δο­θεί στο νό­η­μα και το νό­η­μα έχει επι­στρέ­ψει για πά­ντα στον ήχο».

Βέ­βαια όμως μό­νο «φαί­νε­ται» ότι έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα, το ποί­η­μα δια­τη­ρεί την έντα­ση του σχί­σμα­τος ανά­με­σα στον ήχο και το νό­η­μα. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το ποί­η­μα δεν κα­τα­λή­γει στο τέ­λος σε μια σί­γου­ρη για τον εαυ­τό της αρ­μο­νία, μια μη προ­βλη­μα­τι­κή συ­νερ­γα­σία με­τα­ξύ ήχου και νο­ή­μα­τος. Αυ­τό που δια­πι­στώ­νου­με εί­ναι η «δι­πλή έντα­ση» της γλώσ­σας που «δεν εξα­φα­νί­ζε­ται σε μια τε­λι­κή κα­τα­νό­η­ση. Αντ’ αυ­τού κα­ταρ­ρέ­ει στη σιω­πή, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, σε μια ατε­λεί­ω­τη πτώ­ση». Μπο­ρού­με, ωστό­σο, αντί να κα­ταρ­ρεύ­σου­με στη σιω­πή, στη βία της κα­τάρ­ρευ­σης της ίδιας, απλά να ει­σέλ­θου­με στη σιω­πή, να κα­λο­δε­χτού­με τις κα­τα­πραϋ­ντι­κές ή τις κρυ­φές ακό­μη υπο­σχέ­σεις της, να πε­ρά­σου­με με άνε­ση μέ­σα της. Θα μπο­ρού­σε βέ­βαια να εί­ναι αυ­τό που εν­νο­εί ο Αγκά­μπεν στην επό­με­νη πρό­τα­ση: «Το ποί­η­μα απο­κα­λύ­πτει έτσι τον στό­χο της πε­ρή­φα­νης στρα­τη­γι­κής του: να επι­τρέ­ψει τε­λι­κά στη γλώσ­σα να εκ­φρα­στεί, χω­ρίς να πα­ρα­μέ­νει άρ­ρη­τη σε αυ­τό που λέ­γε­ται». Μας επι­τρέ­πει αυ­τή η σκέ­ψη να στο­χα­στού­με τη σιω­πή σαν ένα εί­δος ανοι­χτό­τη­τας πριν από την αρ­νη­τι­κό­τη­τα της γλώσ­σας; Μπο­ρού­με να πα­ρα­μεί­νου­με σιω­πη­λοί μέ­σα στην έντα­ση στην οποία η γλώσ­σα απο­κα­λύ­πτε­ται, «σε αυ­τό που λέ­γε­ται»; Ίσως αυ­τό να εν­νο­εί ο Αγκά­μπεν όταν κά­νει την προ­σε­κτι­κή σκέ­ψη ότι λι­γό­τε­ρη έντα­ση με­τα­ξύ νο­ή­μα­τος και ήχου, κα­θώς και λι­γό­τε­ρη σκέ­ψη και πε­ρισ­σό­τε­ρη φι­λο­σο­φία στην ποί­η­ση μπο­ρεί να εί­ναι προς όφε­λός της: «Όσο για την ποί­η­ση, θα μπο­ρού­σε κα­νείς να πει [...] ότι απει­λεί­ται από υπερ­βο­λι­κή έντα­ση και σκέ­ψη. Ή μάλ­λον, πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον Βίτ­γκεν­σταϊν, ότι η ποί­η­ση πρέ­πει πραγ­μα­τι­κά να φι­λο­σο­φεί μό­νο» (The end of the poem, 115). Θέ­τει όλο το πα­ρά­θε­μα αυ­τό σε πα­ρέν­θε­ση, σαν να μην έχει πολ­λή ση­μα­σία, ή σαν μια γρή­γο­ρη σκέ­ψη που δεν μπο­ρού­σε να αντέ­ξει σε μια πιο προ­σε­κτι­κή ανά­γνω­ση.

Ίσως η φι­λο­σο­φία εδώ να εί­ναι ένα εί­δος ποί­η­σης και η ποί­η­ση ένα εί­δος φι­λο­σο­φί­ας, και αμ­φό­τε­ρα πο­λύ κο­ντά σε αυ­τό που ο Αγκά­μπεν γρά­φει για την κρι­τι­κή, η οποία


γεννιέται τη στιγμή που η τομή [«μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας, μεταξύ της ποιητικής λέξης και της στοχαστικής λέξης»] φτάνει στο ακραίο της σημείο. Βρίσκεται εκεί που, στον δυτική πολιτισμό, η λέξη έρχεται αποκολλημένη από τον εαυτό της· και δείχνει, στην κοντινή ή στη μακρινή μεριά αυτού του διαχωρισμού, προς μια ενιαία ιδιότητα για την έκφραση. Εκ των έξω, αυτή η κατάσταση της κριτικής μπορεί να εκφραστεί με τον τύπο σύμφωνα με τον οποίο ούτε αναπαριστά ούτε γνωρίζει, αλλά γνωρίζει την αναπαράσταση. Στην ιδιοποίηση χωρίς επίγνωση ​​και στην επίγνωση ​​χωρίς απόλαυση η κριτική αντιτάσσει την απόλαυση του τι δεν μπορούμε να κατέχουμε και την κατοχή αυτού που δεν μπορεί να απολαύσουμε. (Stanzas: Word and phantasm in western culture, μτφ. Ronald L. Martinez, U of Minnesota P 1993, xvi και xvii.)

Εί­ναι πι­θα­νό η το­μή που γέν­νη­σε την κρι­τι­κή και η κρι­τι­κή η ίδια να φέ­ρουν μέ­σα τους, σε μια «ενιαία» κρύ­πτη, τό­σο την ποί­η­ση όσο και τη φι­λο­σο­φία, και όλα αυ­τά να απο­τε­λούν μέ­ρος ενός «τό­που», μιας πλα­τω­νι­κής χώ­ρας, την οποία πρέ­πει να την ανα­λο­γι­στού­με «όχι ως κά­τι χω­ρι­κό, αλ­λά ως κά­τι πιο πρω­ταρ­χι­κό από τον χώ­ρο». Στην ανοι­χτό­τη­τα αυ­τού του τό­που, όπου «αυ­τό που δεν υπάρ­χει, κα­τά μία έν­νοια θα υπάρ­χει, και αυ­τό που υπάρ­χει, κα­τά μία έν­νοια δεν θα υπάρ­χει» (Stanzas, xviii), έχου­με όλες τις κα­λές πι­θα­νό­τη­τες να συ­να­ντή­σου­με το «κεί­με­νο δί­χως κεί­με­νο» του Ντε­ρι­ντά, τον λό­γο δί­χως λό­γο που λαμ­βά­νει χώ­ρα εδώ και τώ­ρα. Εί­ναι σαν η ποί­η­ση να προ­τρέ­πει τη γλώσ­σα να εκ­φρά­ζε­ται αγνο­ώ­ντας και υπερ­βαί­νο­ντας την αρ­νη­τι­κό­τη­τά της, ως εάν η με­λαγ­χο­λία τής «πιο αβυσ­σα­λέ­ας εμπει­ρί­ας» (Giorgio Agamben, Language and death: The place of negativity, μτφ. Karen E. Pinkus και Michael Hardt, U of Minnesota P 1991, 96) στην ποί­η­ση να βιώ­νε­ται ως ευ­φο­ρία, μια ενερ­γή ευ­φο­ρία στην επι­φά­νεια μιας πραγ­μα­τι­κής στιγ­μής σε ένα πραγ­μα­τι­κό μέ­ρος.

Υπό αυ­τήν την έν­νοια ο ποι­η­τής δεν μπο­ρεί να εί­ναι το παι­δί για το οποίο ο Αγκά­μπεν μι­λά στο κεί­με­νό του «Η ιδέα του μο­να­δι­κού». Αυ­τό εί­ναι το παι­δί που δέ­χε­ται τη «μά­ταιη υπό­σχε­ση για νό­η­μα στη γλώσ­σα» και


το οποίο, ομολογώντας την κενότητά της, επιλέγει την αλήθεια και επιλέγει να θυμάται αυτή την κενότητα και να τη γεμίζει. Αλλά στο σημείο αυτό η γλώσσα στέκει μπροστά του, τόσο μόνη, τόσο εγκαταλειμμένη στον εαυτό της που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να επιβάλει: «la poésie ne s’impose plus, elle s’expose», γράφει ο Τσέλαν, στα γαλλικά τη φορά αυτή, σε ένα μεταθανάτιο κείμενο. Η κενότητα των λέξεων εδώ γεμίζει πραγματικά την καρδιά. (Idea of prose, μτφ. Michael Sullivan και Sam Whitsitt, State U of New York P 1995, 49.)

Ας μι­λή­σου­με όμως για τον ποι­η­τή του οποί­ου η καρ­διά εί­ναι γε­μά­τη με ποί­η­ση, λέ­ξεις, γλώσ­σα, έν­νοιες στην ευ­φο­ρία του εδώ και του τώ­ρα. Ας αφή­σου­με τον ποι­η­τή να εί­ναι αυ­τός «που με τη λέ­ξη πα­ρά­γει ζωή» δί­χως να απο­σύ­ρε­ται «και από τη ζω­ντα­νή εμπει­ρία του ψυ­χο­σω­μα­τι­κού ατό­μου και από το βιο­λο­γι­κό άρ­ρη­το του εί­δους» (The end of the poem, 93). Ας αφή­σου­με την ποί­η­ση και τη ζωή να δια­πο­τί­σουν η μία την άλ­λη, όχι στο εκ­φρα­στι­κό ερ­γα­λείο της γλώσ­σας, όπως γρά­φει ο Αγκά­μπεν, αλ­λά στο χτύ­πη­μα της στορ­γι­κής καρ­διάς που κα­τα­φά­σκει το δι­κό της βου­η­τό και κα­τα­φά­σκε­ται από αυ­τό. Η ποί­η­ση εί­ναι πά­ντα κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από τη γλώσ­σα, εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από τη ζωή, κα­θώς η ζωή εί­ναι πά­ντα κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον εαυ­τό της και κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον θά­να­το ως τέ­λος. Όπως η ζωή, η ποί­η­ση αυ­ξά­νε­ται πά­ντα και πα­ντού από τους ασύμ­με­τρους δια­σκε­λι­σμούς μιας «καρ­διάς του τέ­νις» [μπά­λα σε σχή­μα καρ­διάς], η οποία «ανα­πη­δά τυ­χαία πα­ντού» (Vasilis Papageorgiou, Here, and here: Essays on affirmation and tragic awareness, Cambridge Scholars Publishing 2010, 94), από τους απρό­βλε­πτους δρα­σκε­λι­σμούς της πε­ρι­πλα­νώ­με­νης μπά­λας [σε σχή­μα καρ­διάς] που δεν εί­ναι ένας «κου­λου­ρια­σμέ­νος» σκαν­τζό­χοι­ρος (A Derrida reader, 223), αλ­λά μάλ­λον το ξε­τύ­λιγ­μα του βή­μα­τος στο επέ­κει­να, για το οποίο κά­νει τό­σο συ­χνά λό­γο ο Μπλαν­σό και το οποίο αντη­χεί και κά­νει δρα­σκε­λι­σμούς στην ανοι­χτό­τη­τα του εδώ και τώ­ρα της ποί­η­σης και της ζω­ής, εμπο­τί­ζο­ντας, ενη­με­ρώ­νο­ντας, συ­ντο­νί­ζο­ντας με λε­πτό­τη­τα τις κι­νή­σεις της καρ­διάς. Τό­σο πολ­λές οι φο­ρές που η ει­κό­να της «μπά­λας» κυ­λά μέ­σα στο δο­κί­μιο του Ντε­ρι­ντά και πώς «κά­θε φο­ρά» έρ­χε­ται κα­τευ­θεί­αν από τον χώ­ρο «πέ­ραν του λό­γου» (A Derrida reader, 235).

Μπο­ρού­με εύ­κο­λα να επι­βε­βαιώ­σου­με ότι αυ­τό το «πέ­ραν» εί­ναι εδώ, ότι και για τον Ντε­ρι­ντά πρό­κει­ται για έναν λό­γο δί­χως λό­γο, ένα μέ­ρος της «απρο­ϋ­πό­θε­τη[ς] κα­τά­φα­ση[ς] της ζω­ής», για την οποία μι­λά στο τε­λευ­ταίο του κεί­με­νο, την τε­λευ­ταία του συ­νέ­ντευ­ξη. Το επέ­κει­να εί­ναι το «ναι» της πρά­ξης της απο­δό­μη­σης που λαμ­βά­νει χώ­ρα σε μια «επι­βί­ω­ση» που εί­ναι «ζωή πέ­ραν της ζω­ής, η ζωή πα­ρα­πά­νω από τη ζωή». Μπο­ρού­με να αγα­πά­με το ποί­η­μα σαν μια κα­τα­φα­τι­κή, γε­μά­τη αγά­πη ανοι­χτό­τη­τα που όχι μό­νο εί­ναι μια καρ­διά που χτυ­πά, αλ­λά και η ανά­σα του επέ­κει­να στο τώ­ρα, κα­θώς και η ανά­σα του τώ­ρα στο επέ­κει­να. Ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος του ποι­ή­μα­τος ως τέ­λος ή ως πε­ζός λό­γος, οποιοσ­δή­πο­τε στί­χος του ποι­ή­μα­τος, όπως κά­θε στιγ­μή της ζω­ής, η σιω­πή και η άβυσ­σος πριν, μέ­σα και πέ­ρα ​​από την ποί­η­ση και τη ζωή τι­μούν την ευ­φο­ρία στην τρα­γι­κή συ­νεί­δη­ση ​​που εί­ναι αδια­χώ­ρι­στη από το εδώ και τώ­ρα με τον τρό­πο που το πε­ρι­γρά­φει ο Ντε­ρι­ντά στα τε­λευ­ταία του λό­για: «Πο­τέ δεν κα­τα­τρύ­χο­μαι τό­σο πο­λύ από την ανα­γκαιό­τη­τα του θνή­σκειν όσο στις στιγ­μές της ευ­τυ­χί­ας και της από­λαυ­σης. Για μέ­να, το να απο­λαμ­βά­νεις και να θρη­νείς τον θά­να­το που πα­ρα­μο­νεύ­ει εί­ναι το ίδιο πράγ­μα.» (Jacques Derrida, Μα­θαί­νο­ντας να ζεις εν τέ­λει, μτφ. Βαγ­γέ­λης Μπι­τσώ­ρης, Άγρα 2006, 61-62.)

Η ποί­η­ση του Άσμπε­ρυ γιορ­τά­ζει τη ζωή αυ­τή, την αδιά­κο­πη βουή της, γιορ­τά­ζει τον φι­λό­σο­φο του Βίτ­γκεν­σταϊν, την ανοι­χτό­τη­τα όχι μό­νο πριν από τη γλώσ­σα αλ­λά και μέ­σα στη γλώσ­σα, μέ­σα στο ίδιο το νό­η­μα, πέ­ρα ​​από την αρ­νη­τι­κό­τη­τα ή την κα­θα­ρό­τη­τά του, εί­ναι η αϋ­πνία που η κί­νη­ση της καρ­διάς και η κί­νη­ση της ανά­σας, στη διά-με­τά-κο­σμη­τι­κή τους δρα­στη­ριό­τη­τα, γνω­ρί­ζουν με τρό­πο τρα­γι­κό και φρο­ντί­ζουν. Η ποί­η­ση και η ζωή για το Άσμπε­ρυ δεν ενώ­νο­νται στη γλώσ­σα, αλ­λά σε μια ενερ­γή ανοι­χτό­τη­τα, μια ενερ­γή κα­τά­φα­ση που επε­κτεί­νε­ται σαν κό­σμος, στο πώς που εί­ναι και το τι του κό­σμου, οι συ­νε­χώς με­τα­βαλ­λό­με­νοι εναρ­μο­νι­σμοί του. Εί­ναι λοι­πόν μια ρα­γι­σμέ­νη καρ­διά πέ­ρα ​​από οποια­δή­πο­τε πα­ρη­γο­ριά, ανοι­χτή και απρο­στά­τευ­τη, και μια άνι­ση ανά­σα πέ­ρα ​​από κά­θε έλεγ­χο, οι οποί­ες κι­νούν την ποί­η­ση και τη ζωή, εί­ναι η με­λαγ­χο­λία τους που δη­μιουρ­γεί την ευ­φο­ρία τους, μια «τρα­γι­κή» ευ­φο­ρία, για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τα λό­για του Άσμπε­ρυ στο μα­κρύ ποί­η­μά του «Ένα κύ­μα» (A Wave, Viking P 1984, 69). Εί­ναι μια αγά­πη που δεν κοι­μά­ται πο­τέ και εί­ναι ευ­τυ­χι­σμέ­νη γι’ αυ­τό, εί­ναι η αγά­πη από, μέ­σα στην και για την άστε­γη καρ­διά. Να λοι­πόν το ποί­η­μα του «Άστε­γη καρ­διά», αι­νιγ­μα­τι­κό, ανη­συ­χη­τι­κό και γε­μά­το ευ­φο­ρία:


Όταν σκέφτομαι την τελείωση του έργου, όταν σκέφτομαι το τελειωμένο έργο, μια μεγάλη θλίψη με κατακλύζει, μια θλίψη παραδόξως σαν χαρά. Οι περιστάσεις της δημιουργίας μπαίνουν στην άκρη, η ζωή του έργου καταλαμβάνει τον χώρο, σαν ενοικιαστής σε νοικιασμένο σπίτι. Πού είσαι τώρα, άστεγη καρδιά; Πιασμένη σ’ έναν μεντεσέ, ή κρυμμένη πίσω από μια γυψοσανίδα, όπως οι ανώνυμοι πρόγονοί σου, τώρα που τους έχουν δώσει ονόματα; Καλύτερα να μη πολυσκεφτόμαστε την κατάστασή μας, αλλά η διαμονή σ’ αυτήν είναι βαθιά αναζωογονητική. Σαν ένας μπουφές καλυμμένος με καράφες και φρούτα. Όπως ένας κυψελοειδής χαρταετός σε σχέση μ’ έναν χαρταετό. Το εσωτερικό του σκοντάμματος. Ο δρόμος προς την ανάσα. Η γελοιογραφία στον μαυροπίνακα. (Quick Question, Carcanet P 2013, 42.)


Και εδώ δια­βά­ζου­με πώς ένας άστε­γος πλά­νης στο εδώ τώ­ρα του ανοι­χτού κό­σμου δια­βά­ζει το ποί­η­μα:


Ποια είναι και τίνος, και πού βρίσκεται η άστεγη καρδιά; Και είναι αυτή που πλημμυρίζει από χαρά επειδή είναι άστεγη, επειδή το έργο έχει τελειώσει και τώρα κάνει τη δική του ζωή στον δικό του χώρο, όσο κι αν δεν είναι εντελώς δικός του; Η καρδιά κάπου διαμένει ωστόσο, και η διαμονή αυτή της δίνει νέα δύναμη και νέα ζωή. Μια διαμονή σε μέρος άστεγο αλλά ευφορικό, όπου δεν χρειάζεται να κυριαρχούν σκέψεις, καλύτερα να μη παραμένει σε τέτοιες κανείς όταν είναι μέρος τέτοιας χαράς, τέτοιου γενναιόδωρου τραπεζιού με ποτά και φρούτα, όταν μπορεί ακόμη και να είναι ένας διαφορετικός χαρταετός, ένας χαρταετός μεγαλύτερων αεροδυναμικών επιδόσεων, όταν είναι εδώ τώρα, αφού το σκόνταμμα τα προϋποθέτει, τα απαιτεί και τα δύο αυτά. Μια δύσκολη κατάσταση και μια θλίψη σαν ανάσα μέσα σε ένα σκόνταμμα, όπως σκοντάφτει ακολουθώντας την ανάσα του στα ύψη ο κυψελοειδής αετός με τις γωνίες του και τους άστεγους εσωτερικούς του όγκους που αντιστέκονται στον ουρανό ή παίζουν μαζί του, ένα μέσα με πλευρές ανοιχτές, ένα εδώ διαμπερές, απύθμενο, σαν ένα έργο, ένα γεγονός που αφημένο στο άπειρο ξεδίπλωμα της στιγμής αυτής δημιουργεί χαρά, ένας μπουφές καλυμμένος με τέτοια πράγματα που μπορούν να κάνουν την διαμονή στο εδώ απολαυστική. Και να προκαλέσουν γέλιο, τότε ίσως, σε όποιον έρχεται αντιμέτωπος με ό,τι τελεσίδικο και αδιαμφισβήτητο ανα- γράφεται στον μαυροπίνακα. Η ανάσα εδώ και εδώ, εδώ και μόλις δυο βήματα μπροστά μου πάντα, το τώρα και το εδώ σε κίνηση, την ίδια στιγμή, από το γίγνεσθαι στο είναι ασταμάτητα, στα πεζοδρόμια και στις διαβάσεις της Charlestown, ένα σκόνταμμα στη φαινομενική ακινησία του άπειρου διάκοσμου, το σκόνταμμα σαν σκίρτημα του άπειρου, ίσως η στιγμή, τώρα, που το εξωτερικό γίνεται εσωτερικό και αυτός μέρος αυτού του εσωτερικού, η στιγμή που ο χαρταετός ριγεί και αποκτά πτυχές και διαύλους. Η παρούσα και η μόλις ηγούμενη ανάσα της αϋπνίας, η άχνα που αφήνει πίσω της και γύρω της, η αϋπνία σαν ένα ακατάπαυστο σκόνταμμα, οι μυχοί στις τρίπτυχες αφηγήσεις του Βαλτινού, τα αναπνευστικά κενά στους ειρμούς του, στις ρωγμές των γεγονότων όπου παίρνει ανάσες ο κόσμος, ενώ συνεχώς αυτοδιακοσμείται μέσα στην αδιάκοπη συρροή μελαγχολίας και ευφορίας. Η άστεγη καρδιά στο εσωτερικό του σκοντάμματος προστατεύεται, κοιμάται, παρατηρεί εκ των έσω όλα τα πράγματα, όλες τις παραμέτρους που αφορούν το σκόνταμμα, τις αιτίες, τις συνέπειές του, τους ρυθμούς και τις κατευθύνσεις του. Πού καταλήγει το σκόνταμμα; Πού τον βγάζει η σημερινή του περιδιάβαση; Δεν είναι ο ίδιος ένας κυψελοειδής χαρταετός ενώ βρίσκεται στο εσωτερικό ενός κυψελοειδούς χαρταετού; Κάνει τούμπες στον αέρα, απρόοπτες στροφές ήρεμες ή βίαιες, ο χαρταετός, η άστεγη καρδιά και ο άστεγος και άυπνος κόσμος αναπνέουν ή ακολουθούν την ίδια τους την ανάσα. Η απόλαυση με κάθε βήμα γίνεται μεγαλύτερη, οι λεπτομέρειες της πραγματικότητας γύρω του τον υπνωτίζουν, τον μετεωρίζουν σαν όνειρα μέσα σε όνειρα. Τα παστέλ χρώματα πάνω στις φθαρμένες ξύλινες προσόψεις, οι φτωχοί κάτοικοί τους, ψωμί και ελιές για κάθε γεύμα για κάποιους, οι κλειστές βεράντες δυο σκαλιά πάνω από το έδαφος, τα μεγαλόσωμα κοράκια στη σκεπή του γκρίζου Αγίου Φραγκίσκου, η σιωπή της άδειας μικρής πόλης, η στιλπνότητα της γαλήνης, όπου το διαρκές σκόνταμμα, σαν να είναι ο δικός του Concord River, τον παρασέρνει στο εσωτερικό ενός λάθους τυχαίου ή καλά υπολογισμένου. Ο πλάνης που υπολογίζει χωρίς να υπολογίζει, που στηρίζεται στο τυχαίο, που υπολογίζει στις συμπτώσεις, στις πτώσεις των σκονταμμάτων, υπολογίζει στο ανυπολόγιστο, στη μεταμόρφωση της θλίψης του σε τέρψη, του σκοντάμματος σε ανάλαφρο βηματισμό καθώς απολαμβάνει την επαφή με το έδαφος και την ανύψωση από αυτό, όλη του η ύπαρξη είναι ένα ποίημα σαν σκόνταμμα, το εσωτερικό του βήματος καθώς ανοίγεται στον άγνωστο τόπο. Του ήταν πάντα ευχάριστη και οικεία η ποίηση του Άσμπερυ, ένα απρόσμενο εσωτερικό ασταμάτητων σκονταμμάτων, μια ασταμάτητη διάνοιξη άκεντρων περιχώρων, άνισων και ασύμμετρων, παράλληλων και συρρεόντων οδών, ένα εσωτερικό μιας απεριόριστης ανοιχτωσιάς, το εδώ του τη στιγμή εκείνη, όπου πέφτει πάνω στην ευφροσύνη των φρούτων και των χαρταετών, σαν τα πουλιά του Θόρω, στον ουρανό, που ταράσσεται από τρελές στροφές και περιστροφές, από αναδύσεις και καταδύσεις, ένα υπερδραστήριο σκόνταμμα σαν την αϋπνία που ξεφεύγει από τον λόγο, που διαχέεται άμορφη και εύπλαστη έξω από τις ρωγμές του, που είναι λόγος δίχως λόγο, άστεγος, η ευφορία του άστεγου λόγου, η αϋπνία στο εσωτερικό που, την ίδια στιγμή, είναι και το εξωτερικό του Big Bang, ό,τι έχει μείνει έξω από την έκρηξη, η σκιά της στον κόσμο που τη γέννησε, κόσμοι και κόσμοι, ο ένας μέσα στον άλλο, έξω από τον άλλο, μέσα και έξω από τον άλλο, ένα ασύλληπτο, άστεγο, κοσμητικό σκόνταμμα. Και αυτός εδώ στη γωνία τώρα της Bunker Hill με την Elm Street, ο άγνωστος, ίσως και ανύπαρκτος, άστεγος σαν καρικατούρα που σκοντάφτει μέσα στις ευδαιμονικές απορίες του, ένα είδωλο στον μαυροπίνακα μόνο, η αυτοειρωνεία της τραγικής συνείδησής του. (Βασίλης Παπαγεωργίου, Αϋπνία, Σαιξπηρικόν 2018, 33-36.)

Αγα­πώ το ότι η ποί­η­ση και τα ποι­ή­μα­τα υπάρ­χουν ως ένα άστε­γο ποιεῖν, μια ατέρ­μο­νη δη­μιουρ­γία, πα­ρα­γω­γή και διεκ­πε­ραί­ω­ση στην πα­ρού­σα στιγ­μή εδώ, δί­χως από­στα­ση από τον εαυ­τό της εκτός από την αυ­τε­πί­γνω­σή της. Υπάρ­χουν δη­μιουρ­γή­μα­τα και κά­τι που δη­μιουρ­γεί τα δη­μιουρ­γή­μα­τα, κά­τι ενερ­γό στην πα­θη­τι­κό­τη­τά του, όπως η ίδια η ποί­η­ση. Το ποί­η­μα φέ­ρει, μι­λά και απο­λαμ­βά­νει την ποί­η­σή του. Και πράτ­το­ντας αυ­τό δεν έχει τον χρό­νο ή, το πιο ση­μα­ντι­κό, την ανά­γκη για ένα σπί­τι, εκτός από την ανοι­χτό­τη­τα του εδώ και τώ­ρα ακρι­βώς στη μέ­ση ενός συμ­βά­ντος το οποίο δη­μιουρ­γεί και από το οποίο παίρ­νει το σπί­τι του, διά­πλα­το, με ρα­γι­σμέ­νη καρ­διά και ευ­φο­ρι­κό. Εί­ναι αυ­τή που εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νη για μέ­να, στραμ­μέ­νη προς εμέ­να, μπρο­στά από μέ­να, μέ­σα μου.


(Μτ­φρ. από το αγ­γλι­κό: «On the love of poetry and poems: A poem», Scriptum, τόμ. 6, τχ. 2, 2018.)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: