Δημήτρης Δημητριάδης, χώρα, σώματα, λέξεις

Dd1

Η χώ­ρα τώ­ρα, εί­τε πρό­κει­ται για έναν ηρα­κλεί­τειο διά­κο­σμο εί­τε για μια ευ­ρι­πί­δεια άνο­δο πο­τα­μών, εί­τε για έναν πλα­τω­νι­κά ασύλ­λη­πτο τό­πο εί­τε για συμ­βάν της ντερ­ρι­νταϊ­κής ενερ­γής δια­φο­ράς, εί­τε για ένα νι­τσεϊ­κό μο­νο­πά­τι στο δά­σος εί­τε ένα χαϊ­ντε­γκε­ρια­νό ξέ­φω­το στο ίδιο δά­σος, εί­τε για ένα σώ­μα χω­ρίς όρ­γα­να εί­τε για ένα σώ­μα με όρ­γα­να σε απο­σύν­θε­ση, εί­τε για ένα με­τα­φυ­σι­κό τό­πο, την ιε­ρό­τη­τα μιας κρύ­πτης εί­τε εί­ναι η εκτε­θει­μέ­νη φύ­ση του αν­θρώ­που, εί­τε εί­ναι η μη απο­δο­χή της φύ­σης αυ­τής και δεν μπο­ρού­με τό­τε να μι­λά­με για φύ­ση ού­τε για άν­θρω­πο εί­τε πρό­κει­ται για κοι­νή λο­γι­κή σε μια δη­μο­κρα­τία που φρο­ντί­ζει, εί­τε πρό­κει­ται για φι­λο­σο­φία ή τέ­χνη που ίσως κά­πο­τε μας δώ­σουν την πιο ανοι­χτή και απε­λευ­θε­ρω­τι­κή δη­μο­κρα­τία ή αντι­στρό­φως, εί­τε η χώ­ρα εί­ναι μα­κριά εί­τε κο­ντά, εί­τε μας πε­ρι­βάλ­λει εί­τε την πε­ρι­βάλ­λου­με, εί­τε πε­θαί­νει κα­νείς σε αυ­τή εί­τε εί­ναι αδύ­να­τον να πε­θά­νει κα­νείς σε αυ­τήν, εί­τε αυ­τή πε­θαί­νει η ίδια εί­τε εί­ναι αδύ­να­τον να πε­θά­νει, υπερ­βαί­νο­ντας τον θά­να­το και κά­θε φυ­σι­κό και με­τα­φυ­σι­κό όριο ή τέ­λος, η χώ­ρα σαν να θέ­λει να ανα­πνεύ­σει, να γα­λη­νέ­ψει, να αφου­γκρα­στεί τον εαυ­τό της στην τρα­γι­κή ευ­φο­ρία του τώ­ρα, εδώ.

Ναι, διαβάζοντας τον Δημητριάδη, η Ελλάδα μπορεί να φαντάζει ως ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω, και ίσως, στον τρόμο και το σκοτάδι του εφιάλτη, το καταφέρω αν γίνω εγώ ένας μεγαλύτερος εφιάλτης για την Ελλάδα, από τον οποίο πρέπει να ξυπνήσει αυτή.

Το μά­τια­σμα της υπερ­βο­λι­κής απελ­πι­σί­ας και η μα­τιά της απελ­πι­στι­κής υπερ­βο­λής ίσως σβή­σουν για πά­ντα την πι­θα­νή στιγ­μή της αφύ­πνι­σης από τον συ­χνά επα­νερ­χό­με­νο εφιάλ­τη που γί­νε­ται η Ελ­λά­δα. Ένας εφιάλ­της που επι­τί­θε­ται ανη­λε­ώς και ο οποί­ος δέ­χε­ται αντε­πί­θε­ση το ίδιο ανη­λε­ώς. Θα πρέ­πει ίσως να βρε­θεί μια νέα λέ­ξη για την κα­τά­στα­ση αυ­τή, τις δυ­νά­μεις που δη­μιουρ­γούν τον εφιάλ­τη αυ­τόν, που τον τρο­φο­δο­τούν και τον δια­χέ­ουν σε διά­φο­ρες μορ­φές, σε δια­φο­ρε­τι­κές εντά­σεις, που τον ανα­κυ­κλώ­νουν με τέ­τοια αδια­φο­ρία για οποια­δή­πο­τε στιγ­μή, πτυ­χή, συμ­βάν. Ναι, δια­βά­ζο­ντας τον Δη­μη­τριά­δη, η Ελ­λά­δα μπο­ρεί να φα­ντά­ζει ως ένας εφιάλ­της από τον οποίο προ­σπα­θώ να ξυ­πνή­σω, και ίσως, στον τρό­μο και το σκο­τά­δι του εφιάλ­τη, το κα­τα­φέ­ρω αν γί­νω εγώ ένας με­γα­λύ­τε­ρος εφιάλ­της για την Ελ­λά­δα, από τον οποίο πρέ­πει να ξυ­πνή­σει αυ­τή. Αν η υπερ­βο­λή μου υπερ­βεί την υπερ­βο­λή της. Μια εφιαλ­τι­κή, απο­πνι­χτι­κή, απύθ­με­νη στιγ­μή και ο πα­νι­κο­βλη­μέ­νος, απο­τυ­φλω­μέ­νος λό­γος της. 

Dd2
Dd3

Προς τη δύ­ση με μια επί­μο­νη ενα­ντί­ω­ση κα­τά της δύ­σης του μο­ντερ­νι­σμού, με έναν αντι­μο­ντερ­νι­σμό μέ­σα στον χώ­ρο του μο­ντερ­νι­σμού, ένα μα­νιώ­δη αντι­μο­ντερ­νι­σμό που ακα­τά­παυ­στα αυ­το­ο­ριο­θε­τεί­ται, αυ­το­ε­φευ­ρί­σκε­ται, αυ­το­ε­πι­βε­βαιώ­νε­ται, στρέ­φε­ται ενά­ντια στον εαυ­τό του και απρό­σμε­να επι­λέ­γει τις στιγ­μές που τον ει­ρω­νεύ­ε­ται και τον αναι­ρεί, που γί­νε­ται ηχώ γλώσ­σας και­νής και φαι­νο­με­νι­κά, φε­να­κι­κά εκ­κε­νω­μέ­νης. Στιγ­μές που υπερ­βαί­νει τον εαυ­τό του, τον (αντι)μο­ντερ­νι­σμό του. Ένα δόγ­μα που κο­νιορ­το­ποιεί­ται από ένα άλ­λο δόγ­μα ή που απο­κα­λύ­πτει την αυ­τα­πά­τη που το υπο­βα­θρώ­νει. Η δύ­ση όμως εί­ναι πά­ντα η ανα­το­λή, η ατέρ­μο­νη, ασά­λευ­τη και σα­λε­μέ­νη ανα­το­λή της γλώσ­σας, της δη­μο­κρα­τί­ας του λό­γου και του επέ­κει­νά του. Ένα σύν­νε­φο ή ένα δια­στη­μό­πλοιο πε­ρι­μέ­νει την ανα­χώ­ρη­ση. 

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Δη­μή­τρη Δη­μη­τριά­δη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: