Περί ύψους και γελοιότητας στη μετάφραση

Περί ύψους και γελοιότητας στη μετάφραση

Και έτσι τώ­ρα τη στιγ­μή αυ­τή, αυ­τή τη μέ­ρα, όπως και όλες τις άλ­λες, μό­νο ως πρά­ξη κα­τά­φα­σης με εν­δια­φέ­ρει η με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων, και για τον λό­γο αυ­τό οι όροι υψη­λό και γε­λοίο προ­σεγ­γί­ζο­νται εδώ ως τρό­πος κα­λύ­τε­ρης υπο­βά­θρω­σης και πε­ραι­τέ­ρω καλ­λιέρ­γειας αυ­τής της κα­τά­φα­σης. Έχω πε­ρι­γρά­ψει αλ­λού (σκέ­ψεις πε­ρί με­τα­φρα­στι­κού ύψους θα έλε­γα) την κα­τά­φα­ση αυ­τή σε σχέ­ση με τον «ξέ­νιο λό­γο», ο οποί­ος εί­ναι […] ένας φι­λό­ξε­νος λό­γος που πά­ντα λέ­ει ναι σε ξέ­νους και επι­σκέ­πτες, που κα­λω­σο­ρί­ζει όλους τους ξέ­νους ως φι­λο­ξε­νού­με­νους μα­ζί με την απο­δο­μη­σι­μό­τη­τά τους, την ικα­νό­τη­τά τους, την τά­ση και την επι­θυ­μία τους να απο­δο­μη­θούν. Ένας λό­γος που ταυ­τό­χρο­να εί­ναι φι­λο­ξε­νού­με­νος σε έναν άλ­λο φι­λό­ξε­νο λό­γο: ο προς με­τά­φρα­ση και ο με­τα­φρά­ζων λό­γος εί­ναι φι­λό­ξε­νοι ο ένας στο σπί­τι του άλ­λου – όπως εί­ναι φι­λό­ξε­νοι προς στον εαυ­τό τους στο δι­κό τους σπί­τι […] Η με­τά­φρα­ση ως ακρι­βής από­δο­ση δεν εί­ναι πο­τέ δυ­να­τή, αναμ­φι­σβή­τη­τα, όπως οποια­δή­πο­τε έκ­φρα­ση ή από­πει­ρα να απο­δώ­σου­με οτι­δή­πο­τε. Όμως η με­τά­φρα­ση μιας φι­λό­ξε­νης γλώσ­σας εί­ναι μια κα­λο­δε­χού­με­νη και κα­λώς υπο­δε­χό­με­νη δυ­να­τό­τη­τα συ­νύ­παρ­ξης με μια άλ­λη φι­λό­ξε­νη γλώσ­σα.

Πέ­φτω πά­ντα πά­νω σε ένα απροσ­δό­κη­το πα­ρά την ανέ­κα­θεν οι­κειό­τη­τα και κα­τά τα φαι­νό­με­να ανε­με­λιά του ση­μείο, στο οποίο το γε­λοίο και το υψη­λό συ­γκλί­νουν όταν με­τα­φρά­ζω ένα ποί­η­μα και την ίδια στιγ­μή στο­χά­ζο­μαι την ίδια την πρά­ξη της με­τά­φρα­σης, την υλι­κό­τη­τα των εμπλε­κο­μέ­νων λέ­ξε­ων και την ιδιό­τη­τα των συ­μπλε­κο­μέ­νων εν­νοιών, την ενι­κό­τη­τα των δια­φο­ρών τους, τον τρό­πο που συν­δυά­ζο­νται και δο­μού­νται στη ροή και τη ρύ­μη του ποι­ή­μα­τος στις δια­φο­ρε­τι­κές του γλώσ­σες, το πλαί­σιο μέ­σα στο οποίο και το ποί­η­μα και οι γλώσ­σες αυ­τές έχουν ανα-δη­μιουρ­γη­θεί, ενώ συγ­χρό­νως συμ­βάλ­λουν ώστε το πλαί­σιο αυ­τό, δυ­νά­μει απε­ριό­ρι­στο, να ανα-δη­μιουρ­γεί­ται ακα­τά­παυ­στα. Εί­ναι το ση­μείο όπου, ή όταν, ως με­τα­φρα­στής δε­σμεύ­ο­μαι ότι εί­μαι νη­φά­λιος και προς την από­δο­ση ενός νο­ή­μα­τος και προς την ακα­τα­μά­χη­τη επί­γνω­ση ότι εί­ναι γε­λοίο να επι­μέ­νω ότι έχει από μέ­να επι­τευ­χθεί ή ότι εί­ναι πο­τέ και για οποιον­δή­πο­τε δυ­να­τή η πλή­ρης αντι­στοι­χία ανά­με­σα στο προς με­τά­φρα­ση και το με­τα­φρά­ζον κεί­με­νο. Ωστό­σο, πα­ρά την επί­γνω­ση της ανα­πό­φευ­κτης αυ­τής γε­λοιό­τη­τας (ή την τά­ση κά­ποιων για γε­λοιο­ποί­η­ση, την προ­σπά­θεια δη­λα­δή δια­πο­τι­σμού της κα­τά­φα­σης με το ανέ­φι­κτο, και μά­λι­στα με με­γά­λη επι­μο­νή), η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση από μέ­ρους μου ότι έχει πραγ­μα­το­ποι­η­θεί μια από­δο­ση που δί­νει την αί­σθη­ση ότι εί­ναι συ­νε­κτι­κά, άνε­τα και πει­στι­κά αυ­το­νό­η­τη και ετε­ρο­νό­η­τη συγ­χρό­νως, επει­δή η δυ­να­μι­κή του πρω­τό­τυ­που έχει δια­τη­ρη­θεί, έχει κά­τι από την υφή του υψη­λού μέ­σα της, κά­τι από τη με­τάρ­σια πνοή του, τους αέ­ρη­δές του.

Και οι δύο αυ­τές προ­ο­πτι­κές του ση­μεί­ου, και οι δύο πλευ­ρές του συν­δέ­ο­νται κα­τά τη με­τα­φρα­στι­κή μου πρά­ξη άμε­σα, αλ­λά με την κα­τά­φα­ση μό­νο να βλέ­πει προς τα πά­νω, ψη­λά. Το γε­λοίο δί­νει έμ­φα­ση στην αρ­νη­τι­κό­τη­τα του ανέ­φι­κτου υπο­χω­ρώ­ντας (δεν του πα­ρέ­χε­ται άλ­λη δυ­να­τό­τη­τα από μέ­να) κά­τω από μια πυ­κνή σκιά όπου ανα­παύ­ε­ται βα­θιά, ενώ στην απλω­σιά που δη­μιουρ­γεί­ται απο­κα­λύ­πτε­ται ο κό­σμος ως διά-κό­σμος και με­τά-κό­σμος, ως διαρ­ρύθ­μι­ση τρό­πων, ροή τρο­πο­ποι­ή­σε­ων που δεν μπο­ρούν να εγκλω­βι­στούν σε οποιον­δή­πο­τε κα­θο­ρι­σμό. Το υψη­λό στην απλω­σιά αυ­τή δεν εί­ναι απο­τέ­λε­σμα μιας τέ­λειας σύλ­λη­ψης, αλ­λά του κα­λω­σο­ρί­σμα­τος της δυ­να­μι­κής των νοη­μά­των, των χροιών της γλώσ­σας τους στη νέα γλώσ­σα, της δη­μιουρ­γί­ας μιας νέ­ας δυ­να­μι­κής που εί­ναι γεν­ναιό­δω­ρη προς την αρ­χι­κή γλώσ­σα, τό­σο που στην απέ­ρα­ντη άπλα του υψη­λού μια οι­κεία άνε­ση αφα­νί­ζει κα­λύ­πτο­ντάς το απα­λά το ίδιο το συμ­βάν της με­τα­φρα­στι­κής συ­νά­ντη­σης. Ο όρος τρα­γι­κή ει­ρω­νεία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και τις δύο πτυ­χές, και το γε­λοίο και το υψη­λό. Το υπο­νο­ού­με­νο αλ­λά («όλα υπέ­ρο­χα, αλ­λά…») όμως, που εδώ ει­σά­γει την άρ­νη­ση και το δέ­ος του απε­ριό­ρι­στου, της αβύσ­σου και του πα­ρά­λο­γου που δια­κα­τέ­χει κά­θε προ­σπά­θεια εύ­ρε­σης κά­ποιας ακρί­βειας, γί­νε­ται ένα προ­νοη­τι­κό και ευ­νοϊ­κό και, και έτσι πά­ραυ­τα ένα ναι.

Ο τρό­πος τώ­ρα που οι δύο όροι απο­κλί­νουν ή ίσως υπο­χρε­ώ­νο­νται από μέ­να να απο­κλί­νουν: Θα μπο­ρού­σα να αντι­λη­φθώ το γε­λοίο ως αυ­τό που προ­κα­λεί γέ­λιο, χλευα­σμό, κο­ροϊ­δία, πε­ρι­φρό­νη­ση; Και θα μπο­ρού­σα να θε­ω­ρή­σω υψη­λό ό,τι δη­μιουρ­γεί αί­σθη­ση αξιο­πρέ­πειας, σε­βα­σμού, ανύ­ψω­σης; Το φά­σμα από τα βά­θη της μιας πλευ­ράς έως τα βά­θη της άλ­λης εί­ναι απρο­σμέ­τρη­το. Και αφο­ρά όλα τα δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα ενός κει­μέ­νου και της γλώσ­σας του: το υλι­κό, το εν­νοια­κό και το λει­τουρ­γι­κό. Στην πε­ρί­πτω­σή μου εδώ τώ­ρα, η ποί­η­ση νο­εί­ται ως η δυ­να­μι­κή που συ­μπυ­κνώ­νει ή επε­κτεί­νει ρυθ­μι­κά ιδιο­συ­γκρα­σια­κούς ήχους και νο­ή­μα­τα, κρί­νο­ντας έτσι τη μο­να­δι­κή, την ενι­κή υφή του ποι­ή­μα­τος. (Πρέ­πει να προ­σθέ­σω εδώ ότι αυ­τή η δυ­να­μι­κή στην πρά­ξη της με­τά­φρα­σης δεν εί­ναι μια δια­νοη­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα μό­νο. Εί­ναι και μια φυ­σι­κή. Δια­φο­ρε­τι­κά σώ­μα­τα επι­δρούν το ένα στο άλ­λο: το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα, τα σώ­μα­τα της γλώσ­σας, του χώ­ρου, του χαρ­τιού ή της οθό­νης, του φω­τός ή του σκο­τα­διού της μέ­ρας ή της νύ­χτας.)

Το ση­μείο μου εί­ναι ήδη στη χώ­ρα της κα­τά­φα­σης, στη χώ­ρα του λό­γου δί­χως λό­γο, δια­νύ­ει και δια­νύ­ε­ται από τη χώ­ρα αυ­τή, τον διά-με­τά-κό­σμο της, όπου πε­ρι­δια­βά­ζει το υψη­λό με τη γε­λοία, λε­πτή, σχε­δόν αό­ρα­τη σκιά πί­σω του. Μα­ζί δη­μιουρ­γούν εγ­γύ­τη­τα και μια ιδιαί­τε­ρη από­στα­ση: το γε­λοίο μου δί­νει την αί­σθη­ση ότι εί­ναι κά­που μα­κριά, το διαι­σθά­νο­μαι ως αδιά­νυ­το και αδια­νό­η­το, ανό­η­το για να εί­μαι ει­λι­κρι­νής, ίχνος στο εδώ τώ­ρα του ποι­ή­μα­τος. Το υψη­λό εί­ναι όμως πά­ντα γεν­ναιό­δω­ρα ενερ­γό εδώ την ενερ­γή αυ­τή στιγ­μή και πά­ντα πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κό από το υψη­λό του Λογ­γί­νου και των ρο­μα­ντι­κών, του Καντ, του Χάι­ντε­γκερ και του Μπέν­για­μιν, για τους οποί­ους το ανέ­φι­κτο, απρό­σι­το και απο­κρυ­πτι­κό ήταν κά­πο­τε μέ­ρος του, σε και­ρούς στους οποί­ους θα μπο­ρού­σα να ει­κά­σω ότι ήταν το γε­λοίο που δη­μιουρ­γού­σε ή εξαρ­τιό­νταν από αμε­σό­τη­τα, εγ­γύ­τη­τα και οι­κειό­τη­τα. Και έτσι τώ­ρα τη στιγ­μή αυ­τή κά­τι με δέ­χε­ται, κά­τι δέ­χο­μαι, κά­τι διά-με­τά-κο­σμεί­ται σε ένα ανά­γλυ­φο, ψαυ­στό ύψος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: