Τέσσερα ποιήματα

Τέσσερα ποιήματα

Κά­ποιοι νιώ­θουν βρο­χή

Κά­ποιοι νιώ­θουν βρο­χή. Κά­ποιοι νιώ­θουν την τα­ρα­χή του σκα­θα­ριού
στον δι­κό του χώ­ρο φά­ντα­σμα, όταν ο φλοιός του δέ­ντρου
ξε­κολ­λά. Κά­ποιοι νιώ­θουν κά­τι μο­σχο­μύ­ρι­στο. Κοι­μού­νται γέρ­νο­ντας
ο ένας πά­νω στον άλ­λο στο ουι­σκέ­νιο σκο­τά­δι, μό­λις που εί­ναι εκεί.
Όταν αυ­τό κα­ταρ­ρέ­ει, κά­ποιοι νιώ­θουν τον σε­λη­νο­σκό­τει­νο αέ­ρα
να ρί­χνει τους κόκ­κους του στις διά­στι­κτα κα­τα­χιο­νι­σμέ­νες
πλα­γιές. Μι­κρο­σκο­πι­κές λάμ­ψεις πά­γου από τη βα­λα­νι­διά,
κτύ­πος από μπό­τες που έρ­χε­ται και φεύ­γει, η γραμ­μή της προ­σευ­χής
που μπο­ρείς ν’ ακο­λου­θή­σεις από τον λυ­κο­φω­τι­σμέ­νο άνε­μο ως τη χιο­νι­σμέ­νη
κου­κου­βά­για που με­τα­φέ­ρει. Κά­ποιοι νιώ­θουν το φως του ήλιου
ως μέ­σα στα αι­μο­φό­ρα αγ­γεία κά­τω απ’ το δέρ­μα
κι εύ­χο­νται να υπήρ­χαν λι­γό­τε­ρα να χά­σουν.
Γνω­ρί­ζο­ντας πώς θα μπο­ρού­σε να ήταν ξε­θω­ρια­σμέ­να σφε­ντά­μια
μι­σο­κοι­μού­νται σαν δεύ­τε­ρος ύπνος πά­νω απ’ τις ιδιο­συ­γκρα­σί­ες μας.
Μή­πως φα­ντά­ζο­μαι ότι υπάρ­χει ένα μέ­ρος τό­σο ασφα­λές που δεν μπο­ρεί
να κα­ταρ­ρεύ­σει; Κά­ποιοι νιώ­θουν τα πο­τά­μια να με­τα­το­πί­ζο­νται,
μπλε φλέ­βες που δια­σχί­ζουν το χώ­μα, λες και οι κα­μι­νά­δες ήταν μα­κρύ
όνει­ρο με εκ­πνο­ές. Ο λύ­γκας αφή­νει τα πό­δια του
να χαϊ­δεύ­ουν το έδα­φος στο χιό­νι και τις μπό­ρες.
Τ’ αγριο­λού­λου­δα σκορ­πί­ζο­νται σε ζε­στές απο­χρώ­σεις ως
τη στιγ­μή που τα ξε­ρι­ζώ­νουν. Μπο­ρείς να πε­ρι­μέ­νεις
πριν ξε­κολ­λή­σεις απ’ τον αστρά­γα­λο τις κολ­λη­τσί­δες,
μπο­ρείς να πε­ρι­μέ­νεις ώσπου ο Ερ­μής
το άστρο ν’ απο­μα­κρύ­νει, νω­ρίς, τη νύ­χτα και τις μαύ­ρες
πε­ριο­χές της. Και ν’ ανα­ρω­τη­θείς. Για­τί άλ­λοι νιώ­θουν
μέ­σα στο κα­τά­πυ­κνο σκο­τά­δι αυ­τό το βα­θυ­κόκ­κι­να χρω­μα­τι­σμέ­νο
άστρο. Για­τί το μό­νο που έχεις εί­ναι δια­πλη­κτι­σμοί και καρ­φώ­μα­τα.
Για­τί η γη δεν κα­τα­φέρ­νει να έρ­θει να σε βρει.


Πα­ραλ­λα­γές σε μια έκ­στα­ση

Κοκ­κι­νο­λαί­μη­δες στις λεύ­κες,
κά­θο­νται ήσυ­χα ενό­σω έρ­χε­ται το λε­πτό χιό­νι.
Ο ήλιος σαν να τους πλημ­μυ­ρί­ζει με αί­μα.
Έχουν βο­λευ­τεί στα άδεια κλα­διά
κα­θώς οι φα­νοί θυ­έλ­λης τρι­ζο­βο­λούν στα άκρα σου,
ένα κόκ­κι­νο βρά­δυ δια­σχί­ζει αιω­ρού­με­νο τον ου­ρα­νό και με­τά πέ­φτει
και ξε­φτί­ζει στο σώ­μα σου για να μεί­νει μα­ζί σου,
ενώ κι­νεί­σαι και χα­μο­γε­λάς και εκ­φρά­ζεις από­ψεις.
Και με­τά ο κορ­μός μιας γυ­ναί­κας λευ­κός στην αυ­γή –
Η πλού­σια κούρ­νια τους εί­ναι δι­κή σου, δεν υπάρ­χει τί­πο­τε που πρέ­πει
να πε­ρι­μέ­νεις ή ν’ ανα­κτή­σεις, όπως ζε­στοί αγροί
που αρ­με­νί­ζουν προς ένα αό­ρα­το φεγ­γά­ρι.
Κά­ποιος εξα­σκεί­ται σε πέ­τρι­νη αυ­το­κυ­ριαρ­χία
και αντι­πραγ­μα­τεύ­ε­ται μέ­ρες ήρε­μου και­ρού,
σαν τον άν­θρω­πο στο όνει­ρο που κα­τα­λα­βαί­νει την απα­ντη­τι­κή
βα­ρύ­τη­τα των μα­τιών – ρω­τάς πά­ρα πολ­λά.
Τα που­λιά όμως δεν εί­ναι ανεύ­θυ­να.
Κά­θε λε­πτό οι πα­χιές μορ­φές τους γε­μί­ζουν ήλιο
κι εγώ μα­θη­τεύω στην ανυ­πο­κρι­σία τους.
Τα σώ­μα­τά τους, συ­μπα­γή, πε­ρι­φέ­ρο­νται πά­νω στ’ αστα­θή κλα­διά –
δεν παίρ­νουν τί­πο­τε και δεν δια­τη­ρούν.
Δεν εί­ναι σκι­σμέ­να χαρ­τιά στις δια­δό­σεις του ανέ­μου,
οι μι­κρές τους ρά­χες κα­φε­τιά λι­βά­δια που βα­στούν τα βρο­ντο­σύν­νε­φα.
Μέ­σα στα σώ­μα­τά τους τί­πο­τε δεν πέ­φτει στο χώ­μα και πε­θαί­νει.

Στοι­χειώ­δες

Προ­σκό­μι­σα όσα ήξε­ρα για τον κό­σμο στην κα­θη­με­ρι­νή μου ζωή
και με απο­γο­ή­τευ­σαν. Προ­σκό­μι­σα άσκο­πα ατυ­χή­μα­τα
και μια εξα­χρεί­ω­ση ξε­φύ­τρω­σε μέ­σα στο σα­γό­νι.
Προ­σκό­μι­σα επί­σης ό,τι εί­χα μά­θει για αγά­πη,
έναν αέ­ρα γρή­γο­ρης ει­σό­δου και εξό­δου, μια πί­στη σε προ­βλή­μα­τα
και επι­θυ­μία. Θα βγά­λουν κά­που,
μου εί­παν, και μου εί­παν να δια­τη­ρώ ακλό­νη­τη την ευ­πρέ­πεια,
να πα­ρα­μέ­νω στο προ­σκή­νιο και να έχω αυ­το­πε­ποί­θη­ση. Μου εί­παν
ότι τα λό­για του επό­με­νου χρό­νου πε­ρι­μέ­νουν μια άλ­λη φω­νή.
Έχεις όμως σκλη­ρό στό­μα για να σου μι­λώ
και αν κά­νω τον κα­τά­λο­γο δεν θα εί­ναι αξιό­πι­στος.
Θα πε­ρι­λαμ­βά­νει αγριε­μέ­να ​​που­λιά, ψεύ­τι­κες πη­γές,
λί­γες λα­δό­λα­μπες που πρέ­πει ν’ ανά­ψουν γρή­γο­ρα.
Και από­βρα­δο επί­σης και αγριό­χορ­τα κι έναν ύπνο που επι­τρέ­πει
την πα­ντε­λή λη­σμο­νιά του αβο­ή­θη­του αιώ­να μας.
Δεν εί­ναι φυ­σι­κός κό­σμος αυ­τός, και αν υπάρ­χουν
ανα­κάμ­ψεις απ’ τη σύγ­χυ­ση, περ­νούν σαν βρο­χές.  
Δεν πε­ρι­μέ­νω απ’ τους κοκ­κι­νο­λαί­μη­δες πα­ρη­γο­ριά· ού­τε πι­στεύω
ότι φτά­νο­ντας στο τέ­λος εί­ναι σαν να ξε­κι­νώ απ’ την αρ­χή.
Αν δεν εί­μα­στε ικα­νοί για συ­ντρό­φευ­ση, μπο­ρού­με και οι δυο
του­λά­χι­στον ν’ αγ­γί­ξου­με το κουαρ­τέ­το στο εσω­τε­ρι­κό της βρα­διάς,
το χιό­νι στο εσω­τε­ρι­κό της ιτιάς, την αι­νιγ­μα­τι­κή συγ­γέ­νεια
του πά­γου με τον ου­ρα­νό. Εκεί που περ­πα­τού­σα όμως
εί­δα κο­ρά­κια να κομ­μα­τιά­ζουν μορ­φές πά­νω στον δρό­μο,
ένα τε­τρά­γω­νο από ηλιό­φως ν’ ανα­λά­μπει στη στέ­γη.
Πά­ρε το χέ­ρι μου, έστω και δω μό­νο και όχι στον χρό­νο
που μας μέ­νει να πε­ρά­σου­με μα­ζί.
Θα στα­θού­με και θα βλέ­που­με τα πιο ευαί­σθη­τα στοι­χεία της φύ­σης
να δια­σχί­ζουν, δευ­τε­ρό­λε­πτο προς δευ­τε­ρό­λε­πτο, την αδυ­σώ­πη­τη γει­το­νιά.
Θα γεί­ρω πά­νω σου, σε σέ­να που μ’ έχεις αγα­πή­σει με τον τρό­πο σου,
γνω­ρί­ζο­ντας πού εί­σαι και για το τι νοιά­ζε­σαι.

Πε­ρι­κάρ­διο

Δεν εί­μαι μό­νη, όπως νό­μι­ζα ότι ήμουν, όπως νό­μι­ζα
ότι και η μέ­ρα ήταν, η ώρα στην οποία μπή­κα, το πρωί
όταν ένιω­σα τη νύ­χτα να πε­τά απ’ το στή­θος μου, όπου οι προσ­δο­κί­ες εί­χαν
χα­λα­ρώ­σει, και να κλεί­νε­ται στον εαυ­τό της, κα­τα­λα­βαί­νο­ντας, όπως νό­μι­ζα
ότι εί­χα κα­τα­λά­βει κι εγώ,
ότι το έδα­φος θ’ αντι­στε­κό­ταν στα πό­δια μου και δεν θα τ΄ άφη­νε
να σπά­σουν ού­τε θα τ’ άφη­νε να εξα­πο­λυ­θούν στον αέ­ρα όπως η καρ­διά μου με
τον μυ της θα μπο­ρού­σε να εξα­πο­λυ­θεί από το σώ­μα που την πε­ρι­βάλ­λει,
σαν κά­ποια που, ακου­μπώ­ντας ένα χέ­ρι στην ωμο­πλά­τη,
ένιω­σε μια ζωή να κι­νεί­ται στο εσω­τε­ρι­κό μιας ώρας και μια μέ­ρα
να ξε­φεύ­γει από τη μέ­ρα την ώρα που σή­μαι­νε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από αδυ­να­μία,
πε­ρισ­σό­τε­ρο από φό­βο, και πέ­τα­ξε ίσια μέ­σα στα βά­θη των
προσ­δο­κιών, στην αγκα­λιά σου, εκεί που ήσουν, μπρο­στά μου, πε­ρι­μέ­νο­ντάς
με, με τον τρό­πο που το σώ­μα πά­ντα πε­ρι­μέ­νει την καρ­διά να νιώ­σει
ότι έχει στέ­γη, ότι την έχουν ανά­γκη, ότι δεν θα πλη­γω­θεί.

Τέσσερα ποιήματα

Η Αμε­ρι­κα­νί­δα Joanna Klink (Άιο­βα 1969) εί­ναι βρα­βευ­μέ­νη ποι­ή­τρια και από το 2000 ως πρό­σφα­τα υπήρ­ξε κα­θη­γή­τρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής στο πα­νε­πι­στή­μιο της Μο­ντά­να. Έχει δη­μο­σιεύ­σει τέσ­σε­ρις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και τον και­ρό αυ­τό γρά­φει ένα βι­βλίο για τον Πά­ουλ Τσέ­λαν. Τα ποι­ή­μα­τα που πα­ρου­σιά­ζου­με εδώ εί­ναι από τις συλ­λο­γές Raptus (Penguin 2010) και Excerpts from a Secret Prophecy (Penguin 2015).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: