H Παναγία των παιδικών μου χρόνων, ολοταχώς προς το μέρος μου

[ Η τρύ­πα με τις κου­μπό­τρυ­πες ]
———————————————

Σει­ρά ση­μειω­μά­των για ποι­η­τι­κά και πε­ζο­γρα­φι­κά έρ­γα που εκ­δό­θη­καν πρό­σφα­τα, επι­χει­ρεί να κα­τα­δυ­θεί στο κά­θε ένα χω­ρι­στά, ωσάν αυ­τό να ήταν μαύ­ρη τρύ­πα, δη­λα­δή, συ­γκε­κρι­μέ­νο ση­μείο στον χω­ρο­χρό­νο, όπου η βα­ρύ­τη­τα εί­ναι τό­σο ισχυ­ρή που ού­τε καν το φως δεν μπο­ρεί να εξέλ­θει, για­τί η ύλη που βρί­σκε­ται εκεί συ­γκε­ντρω­μέ­νη έχει συ­μπιε­στεί σε ένα ελά­χι­στο διά­στη­μα. Για να κα­τορ­θω­θεί η κα­τά­δυ­ση στο εκά­στο­τε «λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο-τρύ­πα», αξιο­ποιεί­ται σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση και ένα δια­φο­ρε­τι­κό «θε­ω­ρη­τι­κό βι­βλίο-κου­μπί», προ­κει­μέ­νου να φω­τι­στεί το πυ­κνό υλι­κό που μα­ςπε­ρι­βάλ­λει κα­τά τη διάρ­κεια της ανά­γνω­σης-κα­τά­δυ­σης, χω­ρίς να στε­ρη­θού­με το πα­ρα­μι­κρό από την ανα­γκαία σκο­τει­νή πυ­κνό­τη­τα που το δια­κρί­νει.

Φωτογραφία από την ταινία «Γυναίκα στους Αμμόλοφους» (Woman in the Dunes / Suna no Onna), του Hiroshi Teshigahara (1964)
Φωτογραφία από την ταινία «Γυναίκα στους Αμμόλοφους» (Woman in the Dunes / Suna no Onna), του Hiroshi Teshigahara (1964)

Σημείωμα για την νουβέλα της Ούρσουλας Φωσκόλου «Η Παναγία των εντόμων» (Κίχλη 2020) με τη βοήθεια του δοκιμίου «Το εγκώμιο της σκιάς» του Junichiro Tanizaki (Άγρα 1992)

Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της Ούρ­σου­λας Φω­σκό­λου, Η Πα­να­γία των εντό­μων, ισχυ­ρο­ποιεί το ιδιαί­τε­ρο συγ­γρα­φι­κό της απο­τύ­πω­μα, εξε­ρευ­νώ­ντας τε­λε­τουρ­γι­κά τη σχέ­ση του εαυ­τού με το πα­ρελ­θόν του, του προ­φα­νούς και του αφα­νούς, του αν­θρώ­πι­νου αλ­λά και του φά­σμα­τος πέ­ρα από το αν­θρώ­πι­νο, που δύ­σκο­λα προσ­διο­ρί­ζε­ται ή πε­ρι­γρά­φε­ται ρη­τά. Το λε­πτο­δου­λε­μέ­νο κεί­με­νο ξε­κι­νά το τα­ξί­δι του στους δια­δρό­μους του Μου­σεί­ου Φυ­σι­κής Ιστο­ρί­ας, χτί­ζο­ντας στα­δια­κά μιαν εσω­τε­ρι­κή έντα­ση που θα αντι­στοι­χού­σε σε με­τα­φυ­σι­κή εμπει­ρία, για να πε­ρά­σει στην εξαρ­τη­τι­κή, από­λυ­τη σχέ­ση ενός άν­δρα με τον παι­δι­κό του έρω­τα, την μία και μο­να­δι­κή Πα­να­γία της ζω­ής και των ονεί­ρων του. Με διαρ­κείς εναλ­λα­γές στην αφή­γη­ση, η συγ­γρα­φέ­ας στή­νει έναν κό­σμο τολ­μη­ρό, υπό την έν­νοια πως τολ­μά να φω­τί­σει σχε­δόν απο­κλει­στι­κά ανο­μο­λό­γη­τα πε­δία της αν­θρώ­πι­νης μνή­μης και επι­θυ­μί­ας. Στο έρ­γο της Φω­σκό­λου τί­πο­τα δεν εί­ναι εξω­στρε­φές, αστρα­φτε­ρό, ή ελ­κυ­στι­κό με τρό­πο κοι­νό. Ο Τα­νι­ζά­κι ολο­κλη­ρώ­νει Το εγκώ­μιο της σκιάς (1933) ─το οποίο κυ­κλο­φο­ρεί στα ελ­λη­νι­κά στην εξαι­ρε­τι­κή με­τά­φρα­ση του Πα­να­γιώ­τη Ευαγ­γε­λί­δη από τα ια­πω­νι­κά─ ση­μειώ­νο­ντας τα πα­ρα­κά­τω: «Ασφα­λώς, ο σκο­πός όλων αυ­τών που έγρα­ψα εί­ναι η ιδέα πως κά­που, όπως ας πού­με στη λο­γο­τε­χνία και τις τέ­χνες, πα­ρα­μέ­νει κά­ποιος δρό­μος όπου γί­νε­ται να αντι­σταθ­μι­στούν αυ­τές οι απώ­λειες. Αυ­τά που ήδη χά­σα­με απ’ τον κό­σμο της σκιάς, θέ­λω να προ­σπα­θή­σω να τα ανα­κα­λέ­σω του­λά­χι­στον μέ­σα στη σφαί­ρα της λο­γο­τε­χνί­ας. Στο πα­λά­τι που λέ­γε­ται λο­γο­τε­χνία, τα υπό­στε­γα θέ­λω να εί­ναι βα­θιά και οι τοί­χοι σκο­τει­νοί∙ θα σπρώ­ξω κά­θε­τι που χτυ­πά­ει στο μά­τι μες στο σκο­τά­δι, θα προ­σπα­θή­σω να απο­γυ­μνώ­σω τα εσω­τε­ρι­κά από κά­θε άχρη­στη δια­κό­σμη­ση. Δεν θέ­λω να ‘ναι όλα τα σπί­τια έτσι, αλ­λά θα ήταν κα­λά να υπήρ­χε έστω κι ένα μό­νο τέ­τοιο σπί­τι. Όπου για δο­κι­μή να μπο­ρού­με να σβή­σου­με τα φώ­τα, να δού­με πώς θα ‘ναι επι­τέ­λους χω­ρίς αυ­τά.─» Η Ούρ­σου­λα Φω­σκό­λου μας ξε­να­γεί στον κό­σμο ενός μου­σεί­ου που θα μπο­ρού­σα­με να ερ­μη­νεύ­σου­με ως τό­πο μνή­μης και ιστο­ρί­ας του αν­θρώ­που που δεν ξε­χνά πως εί­ναι ζώο, αξιο­ποιώ­ντας διαρ­κώς το φως και το σκο­τά­δι, με­τα­φο­ρι­κά και κυ­ριο­λε­κτι­κά, προ­κει­μέ­νου να κα­τα­δεί­ξει και πως το ακρι­βώς ίδιο αντι­κεί­με­νο μνή­μης απο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή υπό­στα­ση ανα­λό­γως του φω­τει­νού ή σκο­τει­νού ση­μεί­ου που επι­λέ­γου­με να το το­πο­θε­τή­σου­με μέ­σα μας: Πό­σο κο­ντά στην επι­φά­νεια της ύπαρ­ξής αντέ­χου­με να φέ­ρου­με την αλή­θεια της επι­θυ­μί­ας;

Το μου­σείο εί­ναι δρο­σε­ρό και λί­γο σκο­τει­νό. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εκ­θέ­μα­τα φω­τί­ζο­νται από κί­τρι­νες λά­μπες, κρυμ­μέ­νες σε εσο­χές της ορο­φής, ενώ τα με­γά­λα ζώα στέ­κο­νται στο ημί­φως. Δε­ξιά και αρι­στε­ρά στον κύ­ριο διά­δρο­μο, μπρο­στά από τις με­γά­λες προ­θή­κες, υπάρ­χει ένα πο­λύ χο­ντρό μπρού­τζι­νο κά­γκε­λο. Δια­τρέ­χει σχε­δόν ολό­κλη­ρη την αί­θου­σα κι υπο­θέ­τω πως μπο­ρεί κα­νείς να πε­ρι­δια­βά­σει το μου­σείο χω­ρίς να το αφή­σει στιγ­μή από τα χέ­ρια του.  
Αγ­γί­ζω πού και που το μπρού­τζι­νο κά­γκε­λο, ανα­κου­φί­ζο­ντας προ­σω­ρι­νά τις ζε­στές μου πα­λά­μες, κι έπει­τα απο­μα­κρύ­νο­μαι, για να κοι­τά­ξω τα εκ­θέ­μα­τα από από­στα­ση. Πα­ρα­τη­ρώ τα ίχνη των χε­ριών μου να υγραί­νουν στιγ­μιαία το κρύο μέ­ταλ­λο κι έπει­τα να στε­γνώ­νουν και να εξα­φα­νί­ζο­νται.

Προ­σπα­θώ να θυ­μη­θώ πό­σα χρό­νια έχουν πε­ρά­σει από την τε­λευ­ταία φο­ρά.

  «Τι εί­ναι αυ­τό;» ρω­τού­σα. «Κι αυ­τό;»

  Όταν στα­μα­τού­σα­με μπρο­στά στις προ­θή­κες, κρα­τού­σα σφι­χτά το χέ­ρι της μα­μάς πε­ρι­μέ­νο­ντας την απά­ντη­ση.

  «Έχει και αν­θρώ­πους;»

Όλα έμοια­ζαν φω­τει­νά και αστρα­φτε­ρά, ενί­ο­τε λί­γο τρο­μα­κτι­κά από το ύψος μου, αλ­λά ασκού­σαν πά­νω μου τρο­με­ρή γοη­τεία. Γύ­ρω από κά­θε έκ­θε­μα υπήρ­χε, θυ­μά­μαι, ένα κόκ­κι­νο βε­λού­δι­νο σχοι­νί, από τις άκρες του οποί­ου κρέ­μο­νταν χρυ­σα­φέ­νια κρόσ­σια και μια λευ­κή ετι­κέ­τα «Μην εγ­γί­ζε­τε».
Όταν κα­νείς δεν έβλε­πε, άπλω­να το χέ­ρι, χάι­δευα τη στιλ­πνή γού­να των ζώ­ων και ανα­τρί­χια­ζα ολό­κλη­ρος.

Ο πρω­τα­γω­νι­στής της Πα­να­γί­ας των εντό­μων παίρ­νει ένα αδια­νό­η­το ρί­σκο: Τολ­μά να αγ­γί­ξει, αθέ­α­τα, επι­κίν­δυ­να μα και απο­λύ­τως πραγ­μα­τι­κά, το αδιαμ­φι­σβή­τη­το, άυ­λο μα και σάρ­κι­νο πρό­σω­πο της επι­θυ­μί­ας του. Σε έναν σύγ­χρο­νο κό­σμο που κα­τα­κλύ­ζε­ται από ει­κό­νες και στε­ρεί­ται τα νο­ή­μα­τα, η συγ­γρα­φέ­ας υπε­ρα­σπί­ζε­ται την καρ­διά της επι­θυ­μί­ας χω­ρίς ωραιο­ποι­ή­σεις, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας κά­θε στιγ­μή την σκλη­ρή, επι­ζή­μια διά­στα­ση της ανα­ζή­τη­σης και της εκ­πλή­ρω­σής της. Πα­ρό­τι η ιστο­ρία εκτυ­λίσ­σε­ται στον δυ­τι­κό κό­σμο, η σπου­δή στην λε­πτο­μέ­ρεια, η εσω­τε­ρι­κό­τη­τα, η έμ­φα­ση στις σκιές των πραγ­μά­των και η ιδιαί­τε­ρη προ­σή­λω­ση στο να απο­δο­θεί ο φω­τι­σμός που αρ­μό­ζει σε κά­θε επι­φά­νεια και πε­ρί­στα­ση, πα­ρα­πέ­μπουν σε μια σκό­πι­μη και αξιο­ση­μεί­ω­τη οι­κειο­ποί­η­ση της ανα­το­λί­τι­κης πα­ρά­δο­σης και των συν­δέ­σε­ων που η τε­λευ­ταία συ­νε­πά­γε­ται με την σφαί­ρα του μυ­στη­ρια­κού, του ιε­ρού, του μα­γι­κού. Γρά­φει ο Τα­νι­ζά­κι: «Στα σκεύη από λά­κα, υπάρ­χει μια από­λαυ­ση σε κεί­νο το διά­στη­μα, από τη στιγ­μή που ση­κώ­νου­με το σκέ­πα­σμα μέ­χρι που τα φέρ­νου­με στο στό­μα μας, τό­τε που τα μά­τια βυ­θί­ζο­νται στην καρ­διά του σκο­τει­νού βυ­θού του σιω­πη­λού και κα­τα­στα­λαγ­μέ­νου υγρού, αυ­τού που το χρώ­μα του δεν δια­φέ­ρει απ’ αυ­τό του σκεύ­ους. Δεν μπο­ρεί κα­νείς να δια­κρί­νει τι βρί­σκε­ται μέ­σα στα σκο­τει­νά βά­θη της κού­πας, αλ­λά αι­σθά­νε­ται στην πα­λά­μη του τον ευ­γε­νι­κό παλ­μό του ζω­μού, ενώ στα χεί­λη της κού­πας το υγρό ξε­λα­γα­ρί­ζει και ση­κώ­νε­ται ο ατμός του ζε­στού νε­ρού, αυ­τός που κου­βα­λά­ει τη μυ­ρω­διά αυ­τή που πριν ακό­μα βά­λου­με το υγρό στο στό­μα μας, μας κά­νει να απο­ξε­χνιό­μα­στε σε μια προ­αί­σθη­ση γεύ­σης. Τι άβυσ­σος χω­ρί­ζει την αί­σθη­ση αυ­τής της στιγ­μής απ’ την αντί­στοι­χη εκεί­νη, όταν η σού­πα έρ­χε­ται σερ­βι­ρι­σμέ­νη με τον δυ­τι­κό τρό­πο, σ’ ένα ασπρι­δε­ρό ρη­χό μπωλ. Η πρώ­τη εί­ναι μια μυ­στα­γω­γία, μια στιγ­μή που θα μπο­ρού­σα­με να την απο­κα­λέ­σου­με εκ­στα­τι­κή. (…) Όταν κά­θο­μαι μπρο­στά σ’ ένα κύ­πελ­λο της σού­πας, αφή­νο­ντας τον ακα­θό­ρι­στο, σαν κά­ποιου εντό­μου μα­κρι­νού, ήχο, να πο­τί­ζει την ακοή φτά­νο­ντας μέ­χρι τα τρί­σβα­θά μου, όταν η προ­αί­σθη­ση της γεύ­σης χαϊ­δεύ­ει τη σκέ­ψη μου, αι­σθά­νο­μαι πά­ντα αιχ­μά­λω­τος μιας μυ­στι­κής συ­γκέ­ντρω­σης». Σε έναν κό­σμο που τρέ­χει διαρ­κώς, μέ­ρα και νύ­χτα, η συγ­γρα­φέ­ας μας επι­βάλ­λει απο­λαυ­στι­κά, μέ­σα από την βρα­δεία αφο­μοί­ω­ση που απαι­τεί η ανά­γνω­ση των σε­λί­δων του βι­βλί­ου της, να στα­θού­με. Να αφου­γκρα­στού­με ό,τι θα ήταν αδύ­να­το να πα­ρα­τη­ρη­θεί μέ­σα στη βια­σύ­νη μας να φέ­ρου­με σε πέ­ρας αυ­τό που έχου­με κα­τα­νο­ή­σει ως ζωή, μι­μού­με­νοι τις ζω­ές και τα βή­μα­τα των άλ­λων.

Χρειά­στη­κε να σκύ­ψω λί­γο το κε­φά­λι για να μπω. Ο φω­τι­σμός εί­ναι τό­σο χα­μη­λός, που από έν­στι­κτο ψη­λα­φί­ζω τον τοί­χο δε­ξιά μου, ανα­ζη­τώ­ντας κά­ποιο δια­κό­πτη. Λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα αρ­γό­τε­ρα, τα μά­τια μου συ­νη­θί­ζουν και αρ­χί­ζω να ξε­χω­ρί­ζω τους όγκους. Το βλέμ­μα μου τρα­βούν αμέ­σως τα κο­ρά­λια που δια­κρί­νο­νται στο βά­θος. Στέ­κο­νται όρ­θια, σαν υπερ­με­γέ­θεις πα­λά­μες ή σαν δα­ντε­λω­τοί σκε­λε­τοί αλ­λό­κο­σμων πλα­σμά­των, μπρο­στά σε μια υπο­βρύ­χια τοι­χο­γρα­φία. Πιο πο­λύ από θά­λασ­σα, η γω­νιά με τα κο­ράλ­λια θυ­μί­ζει το έδα­φος ενός απά­τη­του πλα­νή­τη.
Από κά­ποιο ση­μείο ψη­λά ακού­γο­νται ήχοι κυ­μά­των. Πά­νω από το κε­φά­λι μου ανα­κα­λύ­πτω ένα ζευ­γά­ρι ηχεία, μαύ­ρα και γε­μά­τα σκό­νη, με στρογ­γυ­λή πρό­σο­ψη κι ένα δί­χτυ ψι­λό, που στις άκρες του μοιά­ζει φα­γω­μέ­νο από κά­ποιο έντο­μο. Κλεί­νω με­ρι­κές φο­ρές τα μά­τια κι αρ­χί­ζω να λι­κνί­ζο­μαι αρ­γά, ανε­παί­σθη­τα, σαν να ‘χω βυ­θι­στεί σε μια τε­ρά­στια αγκα­λιά που προ­σπα­θεί να με κοι­μί­σει. Έστι, κα­θώς συμ­βάλ­λει και ο διαρ­κής βόμ­βος του εξα­ε­ρι­σμού της αί­θου­σας, νο­μί­ζω για λί­γο πως βρί­σκο­μαι στο αμπά­ρι ενός τε­ρά­στιου πλοί­ου, κα­τοι­κη­μέ­νου από εκα­το­ντά­δες κοι­μι­σμέ­να ζώα. Με κά­θε κυ­μα­τι­σμό η κα­ρί­να του τρί­ζει ελα­φρά, σαν πα­λιά ξύ­λι­νη πόρ­τα στον αέ­ρα.

Επι­ση­μαί­νει, επί­σης, ο Τα­νι­ζά­κι πως «εί­ναι όρος ανα­γκαί­ος κά­ποιος βαθ­μός ημί­φω­τος, από­λυ­τη κα­θα­ριό­τη­τα και ησυ­χία, τέ­τοια που να μπο­ρεί ν’α­κού­γε­ται και το βού­ι­σμα ενός κου­νου­πιού» και λέ­ει ακό­μα ότι «εμείς οι Ανα­το­λί­τες δη­μιουρ­γού­με ομορ­φιά με το να κά­νου­με να ξε­πη­δούν σκιές από πα­ντού». Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας την ανά­γνω­ση της «Πα­να­γί­ας των εντό­μων», όλες μας οι αι­σθή­σεις έχουν ενερ­γο­ποι­η­θεί με γνω­στό αλ­λά και ανοί­κειο τρό­πο. Τα βαλ­σα­μω­μέ­να ζώα, τα θρη­σκευ­τι­κά σύμ­βο­λα, ο δη­μό­σιος χώ­ρος, τα κά­θε λο­γής αντι­κεί­με­να που πα­ρου­σιά­ζο­νται μπρο­στά μας, απο­κτούν μια ταυ­τό­τη­τα πέ­ρα από την συ­νη­θι­σμέ­νη: Εκεί­νη που δη­μιουρ­γεί­ται από το νή­μα νο­ή­μα­τος της πρω­το­πρό­σω­πης αφή­γη­σης, αλ­λά κι εκεί­νη που δη­μιουρ­γού­με εμείς οι ανα­γνώ­στες, σαν άλ­λοι πρω­τα­γω­νι­στές μιας πα­ράλ­λη­λης ιστο­ρί­ας που κα­νείς δεν έχει αφη­γη­θεί ακό­μη, όμως υπάρ­χει. Εί­ναι αδύ­να­το να ακού­σου­με κα­θα­ρά την ιστο­ρία της «Πα­να­γί­ας των εντό­μων» αν δεν εμπι­στευ­θού­με πρώ­τα απ’ όλα τη σιω­πή. Τα έντο­μα απο­κλεί­ε­ται να κα­τορ­θώ­σουν ακου­στούν σε έναν κό­σμο θο­ρυ­βώ­δη. Η ου­σιώ­δης λε­πτο­μέ­ρεια που δί­νει χρώ­μα και σχή­μα στην αφή­γη­ση δεν υφί­στα­ται μέ­σα στην φα­σα­ρία. Η Φω­σκό­λου δη­μιουρ­γεί ένα ιδιό­τυ­πο κλί­μα σιω­πής, φω­τός και σκιάς που επι­τρέ­πει στην προ­σω­πι­κή ιστο­ρία επι­θυ­μί­ας του κα­θε­νός μας να υπάρ­ξει μέ­σα από το βι­βλίο της, και το κα­θι­στά επαρ­κώς επι­δρα­στι­κό, ώστε να εξα­κο­λου­θή­σει να μας απα­σχο­λεί με το πέ­ρας της ανά­γνω­σης.

Πιο δε­ξιά, ανά­με­σα σε κού­τες και πλα­στι­κές σα­κού­λες που δεν ξέ­ρω πια τι πε­ριέ­χουν, ξε­προ­βάλ­λει λι­τό  και σκο­νι­σμέ­νοτο ξύ­λι­νο

γο­να­τι­στή­ριο. Από το δερ­μά­τι­νο μα­ξι­λα­ρά­κι του δια­κρί­νε­ται μο­νά­χα μια άκρη, έτσι όπως εί­ναι θαμ­μέ­νο κά­τω από μια στοί­βα ρε­τά­λια. Το σπρώ­χνω με το πό­δι, ώσπου το κλη­ρο­δό­τη­μα της θεί­ας Ρό­ζας μου απο­κα­λύ­πτε­ται γέ­ρι­κο και σα­ρα­κο­φα­γω­μέ­νο, όμως οι­κείο στην όψη και στο άγ­γιγ­μα. Ένα λε­πτό στρώ­μα κί­τρι­νης σκό­νης έχει σκορ­πί­σει στο πά­τω­μα γύ­ρω του, σαν φω­το­στέ­φα­νο που μα­ρά­θη­κε κι έπε­σε.
Οι κλει­δώ­σεις μου κά­νουν αλ­λε­πάλ­λη­λα «κρακ», κα­θώς γο­να­τί­ζω με το πρό­σω­πο στον τοί­χο και τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να μπρο­στά μου, πά­νω στο ξύ­λι­νο ρα­φά­κι. Το ανά­γλυ­φο κε­φά­λι της Παρ­θέ­νου, κρε­μα­σμέ­νο ακρι­βώς απέ­να­ντι, με κοι­τά. Το πρό­σω­πό της, ολό­λευ­κο και λί­γο ρό­δι­νο στις πα­ρειές, πλαι­σιώ­νε­ται από ένα χρυ­σό στε­φά­νι που ‘χει ξε­θω­ριά­σει κα­τά τό­πους. Μοιά­ζει να ξε­προ­βάλ­λει δι­στα­χτι­κά από τον τοί­χο, κα­θώς ο γύ­ψος της έχει απο­κτή­σει με τα χρό­νια ένα κα­φε­τί χρώ­μα, ίδιο με τα ντου­βά­ρια του σπι­τιού μου.

Ένα λε­πτο­δου­λε­μέ­νο φιλ­ντι­σέ­νιο ρο­δά­ριο κρέ­με­ται γύ­ρω απ’ τον λαι­μό της. Το χαϊ­δεύω σαν να περ­νώ τα δά­χτυ­λά μου μέ­σα από μια μα­κριά τού­φα μαλ­λιών.

«Χαί­ρε, Μα­ρία κε­χα­ρι­τω­μέ­νη…»

Οι πρώ­τες λέ­ξεις σκορ­πί­ζουν σαν μι­κρο­σκο­πι­κοί κρύ­σταλ­λοι στην ησυ­χία του δω­μα­τί­ου.

Παίρ­νω το ρο­δά­ριο στα χέ­ρια μου. Με τον δεί­κτη και τον αντί­χει­ρα σφίγ­γω κά­θε χά­ντρα. Την πε­ριερ­γά­ζο­μαι σαν να ψά­χνω στις αυ­λα­κώ­σεις της μια απά­ντη­ση.


Ο Τα­νι­ζά­κι επι­μέ­νει: «Στ’ αλή­θεια, η ομορ­φιά του για­πω­νέ­ζι­κου δω­μα­τί­ου εξαρ­τά­ται από­λυ­τα και γεν­νιέ­ται από την εναλ­λα­γή αμυ­δρού φω­τός και σκιάς, κι έξω απ’ αυ­τό δεν υπάρ­χει τί­πο­τε άλ­λο. (…) Για μας τί­πο­τε άλ­λο έξω απ’ αυ­τές τις πλά­γιες αδύ­να­μες ακτί­νες φω­τός δεν εί­ναι στοι­χείο ομορ­φιάς για το δω­μά­τιο». Η συ­νά­ντη­ση λέ­ξε­ων και ει­κό­νων στο έρ­γο της Φω­σκό­λου μας θυ­μί­ζει πως πα­ρό­τι τα μυ­στι­κά του σύ­μπα­ντος εί­ναι δύ­σκο­λο να χω­ρέ­σουν σ’ ένα βι­βλίο, κά­θε ιστο­ρία εί­ναι αλη­θι­νή μό­νο αν την αφη­γη­θού­με με τον ξε­χω­ρι­στό τρό­πο που της ανα­λο­γεί. Θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον να σκε­φτού­με, όπως μας προ­τεί­νει εμ­μέ­σως και η συγ­γρα­φέ­ας, πό­σο δια­φο­ρε­τι­κή θα ακου­γό­ταν η ιστο­ρία της σε ένα δελ­τίο ει­δή­σε­ων, με την έμ­φα­ση που δί­νε­ται εκεί σε μια κα­τη­γο­ρία γε­γο­νό­των, πα­ρα­κάμ­πτο­ντας όλες τις σκιά­σεις και τους φω­τι­σμούς που συν­δέ­ο­νται με τα εσω­τε­ρι­κά γε­γο­νό­τα — την τό­σο κρί­σι­μη αλ­λά και αθέ­α­τη διά­στα­ση της αλή­θειας, που η λο­γο­τε­χνία δεν λη­σμο­νεί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: