«Ο Πίτερ Παν, κι αν πέθανε, πετάει»

————————————————————————

Σει­ρά ση­μειω­μά­των για ποι­η­τι­κά και πε­ζο­γρα­φι­κά έρ­γα που εκ­δό­θη­καν πρό­σφα­τα, επι­χει­ρεί να κα­τα­δυ­θεί στο κά­θε ένα χω­ρι­στά, ωσάν αυ­τό να ήταν μαύ­ρη τρύ­πα, δη­λα­δή, συ­γκε­κρι­μέ­νο ση­μείο στον χω­ρο­χρό­νο, όπου η βα­ρύ­τη­τα εί­ναι τό­σο ισχυ­ρή που ού­τε καν το φως δεν μπο­ρεί να εξέλ­θει, για­τί η ύλη που βρί­σκε­ται εκεί συ­γκε­ντρω­μέ­νη έχει συ­μπιε­στεί σε ένα ελά­χι­στο διά­στη­μα. Για να κα­τορ­θω­θεί η κα­τά­δυ­ση στο εκά­στο­τε «λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο-τρύ­πα», αξιο­ποιεί­ται σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση και ένα δια­φο­ρε­τι­κό «θε­ω­ρη­τι­κό βι­βλίο-κου­μπί», προ­κει­μέ­νου να φω­τι­στεί το πυ­κνό υλι­κό που μα­ςπε­ρι­βάλ­λει κα­τά τη διάρ­κεια της ανά­γνω­σης-κα­τά­δυ­σης, χω­ρίς να στε­ρη­θού­με το πα­ρα­μι­κρό από την ανα­γκαία σκο­τει­νή πυ­κνό­τη­τα που το δια­κρί­νει.


«Ο Πίτερ Παν, κι αν πέθανε, πετάει»

Το τέ­ταρ­το βι­βλίο του Γιάν­νη Δού­κα, η θή­βα μέμ­φις, μας αφη­γεί­ται ήδη από το εντυ­πω­σια­κό του εξώ­φυλ­λο, πριν ακό­μη το ξε­φυλ­λί­σου­με: Όπως δια­βά­ζου­με, πρό­κει­ται για «φω­το­γρα­φία του Νιλς Στρίντ­μπεργκ (1872-1897) από την απο­στο­λή του αε­ρό­στα­του Örnen {Αε­τός} στην Αρ­κτι­κή. Τα φιλμ εντο­πί­στη­καν το 1930 μα­ζί με τις σο­ρούς των εξε­ρευ­νη­τών και τις ημε­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές τους. Εδώ ει­κο­νί­ζο­νται οι συ­ντα­ξι­διώ­τες του φω­το­γρά­φου, με­τά την ανα­γκα­στι­κή τους προ­σγεί­ω­ση τον Ιού­λιο του 1897. Και οι τρεις πέ­θα­ναν τον Οκτώ­βριο του ίδιου έτους στο νη­σί Κβι­τέ­για του Αρ­χι­πε­λά­γους Σβά­μπαλρντ, μά­ταια επι­χει­ρώ­ντας να επι­στρέ­ψουν σε κα­τοι­κη­μέ­νες πε­ριο­χές». Σε ποιον ανή­κει η αρ­χαία όσο και σύγ­χρο­νη χώ­ρα, η θή­βα μέμ­φις, που απο­τε­λεί και τον τί­τλο του βι­βλί­ου; Σε όλους τους κα­τοί­κους που τη δια­μορ­φώ­νουν, θα τολ­μού­σα­με να πού­με, μα και στον ίδιο τον αφη­γη­τή της, ο οποί­ος την ίδια στιγ­μή που τη δη­μιουρ­γεί, την ιστο­ρεί και την εξε­ρευ­νά. Στο δο­κί­μιο του Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν Ο Αφη­γη­τής (Εκ­δό­σεις Νή­σος 1999, με­τά­φρα­ση Φώ­τη Τερ­ζά­κη), ο σπου­δαί­ος φι­λό­σο­φος διε­ρευ­νά δια­στά­σεις της ταυ­τό­τη­τας αλ­λά και της ερ­γα­σί­ας του αφη­γη­τή, κα­τα­θέ­το­ντας σκέ­ψεις πά­νω στο έρ­γο του ρώ­σου συγ­γρα­φέα του 19ου αιώ­να, Νι­κο­λάι Λε­σκώφ. Επι­ση­μαί­νει, λοι­πόν, ο Μπέν­για­μιν: «(…) Η εμπει­ρία έχει χά­σει την αξία της. Και φαί­νε­ται σαν αυ­τή να πέ­φτει απύθ­με­να. Κά­θε μα­τιά που ρί­χνου­με στην εφη­με­ρί­δα δεί­χνει ότι η εμπει­ρία έχει φτά­σει σε και­νούρ­για κα­τά­πτω­ση, και ότι όχι μό­νο η ει­κό­να του εξω­τε­ρι­κού κό­σμου αλ­λά και εκεί­νη του ηθι­κού κό­σμου έχουν υπο­στεί μέ­σα σε μια νύ­χτα αλ­λα­γές τις οποί­ες προη­γου­μέ­νως κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί (…).Κά­θε πρωί φτά­νουν ως εμάς τα νέα από όλη τη γη, και ωστό­σο εί­μα­στε φτω­χοί σε αξιο­ση­μεί­ω­τες ιστο­ρί­ες. Και τού­το επει­δή κα­νέ­να γε­γο­νός δεν φτά­νει πλέ­ον σ’ εμάς που να μην εί­ναι ήδη δι­υ­λι­σμέ­νο μέ­σ’ από εξη­γή­σεις. Με άλ­λα λό­για, τί­πο­τα σχε­δόν απ’ όσα συμ­βαί­νουν σή­με­ρα δεν απο­βαί­νει σε όφε­λος της αφή­γη­σης∙ σχε­δόν τα πά­ντα ερ­γά­ζο­νται για την πλη­ρο­φο­ρία. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η μι­σή τέ­χνη της αφή­γη­σης συ­νί­στα­ται στο να κρα­τά­ει κα­νείς μια ιστο­ρία ελεύ­θε­ρη από εξη­γή­σεις κα­θώς την ανα­πα­ρά­γει». Ο Δού­κας, χω­ρίς ου­δέ­πο­τε να επι­στρα­τεύ­ει επε­ξη­γή­σεις, δη­μιουρ­γεί και συ­γκε­ντρώ­νει σε τού­το το άρ­τια αρ­χι­τε­κτο­νη­μέ­νο βι­βλίο, αξιο­ση­μεί­ω­τες, αξιο­δι­ή­γη­τες ιστο­ρί­ες. Οι ποι­η­τι­κές αφη­γή­σεις του συ­νυ­φαί­νο­νται συ­χνό­τε­ρα από φαι­νο­με­νι­κά ετε­ρό­κλη­τα μα απο­λύ­τως συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά με­τα­ξύ τους δε­δο­μέ­να, δί­νο­ντας εν τέ­λει φω­νή σε πρό­σω­πα και συν­θή­κες που, πα­ρό­τι μπο­ρεί να μας εί­ναι κα­ταρ­χήν, ως έναν βαθ­μό, γνώ­ρι­μα, κά­θε ποί­η­μα φτά­νει στο τέ­λος του έχο­ντας φω­τί­σει για τον ανα­γνώ­στη μια πτυ­χή τους ανύ­παρ­κτη ή εξο­ρι­σμέ­νη, ως τού­τη τη στιγ­μή, στη σκιά.

Ελά­χι­στα ποι­η­τι­κά βι­βλία χρειά­ζο­νται ή πε­ρι­λαμ­βά­νουν πρό­λο­γο, και μά­λι­στα τό­σο πυ­κνό και ανα­γκαίο όσο αυ­τόν που υπο­γρά­φε­ται από τον ίδιο τον συγ­γρα­φέα εν προ­κει­μέ­νω: «Κα­τά τον Μι­σέλ-Ρολφ Τρουι­γιό, «οι σιω­πές ει­σέρ­χο­νται στη δια­δι­κα­σία της ιστο­ρι­κής πα­ρα­γω­γής σε τέσ­σε­ρις κρί­σι­μες στιγ­μές: τη στιγ­μή της δη­μιουρ­γί­ας δε­δο­μέ­νων (δη­μιουρ­γία των πη­γών)∙ τη στιγ­μή της συ­νά­θροι­σης δε­δο­μέ­νων (δη­μιουρ­γία των αρ­χεί­ων)∙ τη στιγ­μή της ανά­κτη­σης δε­δο­μέ­νων (δη­μιουρ­γία αφη­γή­σε­ων)∙ και τη στιγ­μή της ανα­δρο­μι­κής ση­μα­σί­ας (δη­μιουρ­γία της ιστο­ρί­ας στον ύστα­το βαθ­μό». Συ­νο­δεύ­ο­ντας τις σιω­πές, η θή­βα μέμ­φις θα φι­λο­δο­ξού­σε να ει­σέλ­θει στο πε­ρι­θώ­ριο των τεσ­σά­ρων αυ­τών στιγ­μών. Εκτυ­λίσ­σε­ται στα χρό­νια που ο Έμ­τσο Τρα­βέρ­σο απο­κα­λεί ευ­ρω­παϊ­κό εμ­φύ­λιο πό­λε­μο (1914-45). Όπως, εξάλ­λου, ισχυ­ρί­ζε­ται ο Γιό­α­κιμ Κάλ­κα, «συ­χνά έχει πε­ρισ­σό­τε­ρο νό­η­μα να προ­σεγ­γί­ζου­με μια επο­χή εστιά­ζο­ντας σε μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή φυ­σιο­γνω­μία από τα πε­ρι­θώ­ρια, πα­ρά σε μια εξέ­χου­σα μεί­ζο­να προ­σω­πι­κό­τη­τα». Πα­ρα­μέ­νει συ­γκυ­ρια­κή προ­σω­πι­κή πι­να­κο­θή­κη. Πη­γή των δε­δο­μέ­νων υπήρ­ξαν τα σχε­τι­κά λήμ­μα­τα της Βι­κι­παι­δεί­ας, όχι μό­νο επει­δή πρό­κει­ται για το κα­θο­ρι­στι­κό­τε­ρο εγκυ­κλο­παι­δι­κό κεί­με­νο της δι­κής μας επο­χής, σε όρους μέ­σου, μορ­φής και πρό­σβα­σης, αλ­λά και κα­θώς απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο διαρ­κούς επε­ξερ­γα­σί­ας, έρ­γο εν εξε­λί­ξει, αδιά­κο­πα ρευ­στό». Ο Δού­κας ρι­σκά­ρει να παί­ξει με την πλη­ρο­φο­ρία όπως πα­ρέ­χε­ται στον πλέ­ον κοι­νό­χρη­στο τό­πο, την Βι­κι­παι­δεία, προ­κει­μέ­νου να δη­μιουρ­γή­σει πρω­τό­τυ­πη αφή­γη­ση που ─συν­δέ­ο­ντας, με υπαρ­ξια­κούς όρους, το επα­νε­πι­νοη­μέ­νο πα­ρελ­θόν των πρω­τα­γω­νι­στών του βι­βλί­ου με το πα­ρόν των ανα­γνω­στών του─ επι­δρά και εντυ­πώ­νε­ται. Για κά­θε ‘ποί­η­μα-αφή­γη­ση’ βρί­σκου­με στο τέ­λος του βι­βλί­ου, στο πα­ράρ­τη­μα «Αφορ­μές» ένα ση­μεί­ω­μα για τη σύν­θε­ση της πλη­ρο­φο­ρί­ας, που μας ενη­με­ρώ­νει για τα δε­δο­μέ­να από τα οποία προ­έ­κυ­ψε το ποί­η­μα, χω­ρίς να προ­δί­δει τι εί­δους συ­γκολ­λη­τι­κό υλι­κό επέ­τρε­ψε τις ισχυ­ρές συν­δέ­σεις με­τα­ξύ τους. Το δεύ­τε­ρο ποί­η­μα της συλ­λο­γής, ο αυ­το­χαρ­το­παί­ζων, αφορ­μά­ται από την πε­ρί­πτω­ση του Τσί­κο Μαξ, όταν το 1909 στη Νέα Υόρ­κη, πε­ντα­πλα­σια­σμέ­νος με τη χρή­ση κα­τό­πτρων, φω­το­γρα­φή­θη­κε να χαρ­το­παί­ζει με τον εαυ­τό του.

ο αυ­το­χαρ­το­παί­ζων

στη ρά­χη
μιας θα­λάσ­σιας χε­λώ­νας
κά­θε­ται, μει­διά
και χαρ­το­παί­ζει
ο πολ­λα­πλός μο­νά­χος
εαυ­τός του

βλέ­πει ση­μα­δε­μέ­νη
τρά­που­λα στην τσέ­πη
κι έν’ άσφαι­ρο πι­στό­λι
στο συρ­τά­ρι


σα γί­νει γυ­ρο­λό­γος,
κά­θε βρά­δυ
θα πρέ­πει κι άλ­λο πιά­νο
να κουρ­δί­ζει,
με ξέ­νη προ­φο­ρά
συ­νεν­νο­εί­ται,
ενό­σω από πά­νω του
τ’ αδέλ­φια,
με κεί­νον απα­ράλ­λα­χτα,
πε­τά­νε, τι φύλ­λο έχει
βλέ­πουν,
μαρ­τυ­ρά­νε

Φα­ντά­ζο­μαι τον ποι­η­τή-αφη­γη­τή, πολ­λα­πλα­σια­σμέ­νο με την χρή­ση φα­ντα­σια­κών κα­τό­πτρων, να ερ­γά­ζε­ται πα­ράλ­λη­λα και ταυ­τό­χρο­να σε δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία του χω­ρο­χρό­νου, προ­κει­μέ­νου να συλ­λέ­ξει και να συν­θέ­σει το υλι­κό των αφη­γή­σε­ων, ως «πολ­λα­πλός μο­νά­χος εαυ­τός» που χαρ­το­παί­ζει μέ­χρι να τον ικα­νο­ποι­ή­σει το απο­τέ­λε­σμα, και πά­λι από την αρ­χή, ενώ ταυ­τό­χρο­να συ­νο­μι­λεί με τα χαρ­τιά του, κα­θώς και με τους άλ­λους εαυ­τούς-συ­μπαί­κτες, στη γλώσ­σα του κα­θε­νός τους. Ο Μπέν­για­μιν στον Αφη­γη­τή, πα­ρα­θέ­τει Valery και συ­γκε­κρι­μέ­να το σχό­λιό του για κά­ποιον καλ­λι­τέ­χνη που δού­λευε ιδιαί­τε­ρες μορ­φές πά­νω σε με­τα­ξω­τά υφά­σμα­τα: «Η καλ­λι­τε­χνι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση μπο­ρεί να φτά­σει σχε­δόν σε μυ­στι­κά βά­θη. Τα αντι­κεί­με­να που πα­ρα­τη­ρεί, χά­νουν τ’ όνο­μά τους. Φως και σκιά σχη­μα­τί­ζουν τε­λεί­ως ιδιαί­τε­ρα συ­στή­μα­τα∙ θέ­τουν πο­λύ ατο­μι­κά ερω­τή­μα­τα που δεν εξαρ­τώ­νται από κα­μιά γνώ­ση και δεν απορ­ρέ­ουν από κα­μιά πρα­κτι­κή, αλ­λά αντλούν την αξία τους και την ύπαρ­ξή τους απο­κλει­στι­κά από ορι­σμέ­νες συγ­χορ­δί­ες ανά­με­σα στην ψυ­χή, στο μά­τι και στο χέ­ρι κά­ποιου ο οποί­ος γεν­νή­θη­κε για να τα συλ­λά­βει εσω­τε­ρι­κά και να τα φέ­ρει στο φως». Η ψυ­χή, το μά­τι και το χέ­ρι του αφη­γη­τή-χαρ­το­παί­κτη, συ­νερ­γά­ζο­νται προ­κει­μέ­νου να διαι­σθαν­θούν, να δουν όντως, αλ­λά και να αφη­γη­θούν και να παί­ξουν την ιστο­ρία ηρώ­ων που γνω­ρί­ζου­με, όπως δεν ξα­να­παί­χτη­κε. Κά­πως έτσι συμ­βαί­νει και με την πε­ρί­πτω­ση του Πί­τερ Παν:

Ο τετράχρονος Βάλτερ Μπένγιαμιν πάνω σε γαϊδουράκι
Ο τετράχρονος Βάλτερ Μπένγιαμιν πάνω σε γαϊδουράκι


ο πί­τερ παν, κι αν πέ­θα­νε

ο ια­κώβ πα­λεύ­ει
στον κα­θρέ­φτη

τον άγ­γε­λο να δει στον εαυ­τό του,
χλω­ρό λα­μπρό κορ­μό∙

πέ­φτει το μά­τι
σ’ αυ­τό που δεν εγ­γί­ζε­ται

στη φύ­ση τον έδε­σαν σκοι­νιά,
με την πα­λά­μη ανά­στα­τη

σε ρά­χη βε­νε­τία,
σπον­δυ­λι­κά τα δύ­σκο­λα

βι­βλία, ζω­ής που κα­τα­βάλ­λει
τον έρω­τα – κι απόρ­θη­τος κα­νείς

αν τη σα­λώ­μη γέν­να­γαν αγό­ρι
κι εμπό­λε­μη εντό­πι­ζαν στο χάρ­τη

σπάρ­τη προ­σκο­πι­κή, αν γνώ­ρι­ζαν
πώς μπαί­νουν νό­μοι φό­ροι

στο σώ­μα και επι­βάλ­λο­νται, αν ήταν
ακό­μη εν­διά­με­σο το φύ­λο

ή ζή­λο αν έδει­χνε γυ­μνό,
κι αν δεν ξα­πλώ­νει με τον λο­γο­κρι­τή,

η μό­νη δια­φυ­γή του τα σύμ­μα­χα πυ­ρά

τη φλάν­δρα αμοι­βαία
του προ­συμ­φω­νη­μέ­νου του θα­νά­του

αγί­νω­τος τη γύ­ρε­ψε,
εκεί όπου νε­κρός και ιε­ρέ­ας

στην ίδια ακο­λου­θία ξε­ψυ­χούν
κι απ’ την αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση του γέ­νους

στον γάν­τζο της ζω­ής,
ο κρε­μα­σμέ­νος,

με τον κρυμ­μέ­νο διά­βο­λο
δι­δά­σκει, τους δυο χα­μέ­νους γιους

θα κα­λο­μά­θει πώς να βυ­θο­σκο­πούν
σε νέα βά­θη

ο πή­τερ παν, κι αν πέ­θα­νε,
πε­τά­ει

Βάλτερ Μπένγιαμιν
Βάλτερ Μπένγιαμιν


Και δια­βά­ζου­με για τις αφορ­μές του συ­γκε­κρι­μέ­νου ποι­ή­μα­τος: «Ο Τό­μας Μαν κα­τα­γρά­φει την ερω­τι­κή του έλ­ξη για τον δε­κα­τριά­χρο­νο γιο του, Κλά­ους (1920). Αρ­χί­ζει η κυ­κλο­φο­ρία του ομο­φυ­λο­φι­λι­κού πε­ριο­δι­κού Der Eigene { Ο Μο­να­δι­κός } από τον Άντολφ Μπραντ (1986). Ο Μάικλ Λου­έ­λιν Ντέι­βις, έμπνευ­ση για τον χα­ρα­κτή­ρα του Πί­τερ Παν, πνί­γε­ται μα­ζί με τον φί­λο και πι­θα­νό ερα­στή του Ρού­περτ Μπάξ­τον στον Τά­με­ση, λί­γο έξω από την Οξ­φόρ­δη (1921)». Γρά­φει και ο Μπέν­για­μιν στον Αφη­γη­τή: «Μια γε­νιά που ακό­μα πή­γαι­νε στο σχο­λείο με τη δη­μό­σια άμα­ξα, τώ­ρα στά­θη­κε κά­τω από τον ανοι­χτό ου­ρα­νό, σε ένα το­πίο όπου τί­πο­τα δεν εί­χε μεί­νει αμε­τά­βλη­το εκτός από τα σύν­νε­φα, και κά­τω απ’ αυ­τά, σ’ ένα δυ­να­μι­κό πε­δίο ρευ­μά­των κα­τα­στρο­φής και εκρή­ξε­ων, το μι­κρού­λι και εύ­θραυ­στο αν­θρώ­πι­νο σώ­μα». Ο Πί­τερ Παν ως ευά­λω­το σώ­μα ιστο­ρεί­ται εδώ με ιδιαί­τε­ρη τρυ­φε­ρό­τη­τα. Η ύπαρ­ξή του όπως την αφη­γεί­ται το ποί­η­μα, βυ­θο­σκο­πη­μέ­νη σε νέα βά­θη, κιν­δυ­νεύ­ει θα­νά­σι­μα, όμως ού­τε ο κίν­δυ­νος ού­τε ο θά­να­τος στε­ρούν από τον ήρωα και από όσους τον πι­στεύ­ουν τα φτε­ρά: Το νε­ραϊ­δό­παι­δο που δεν με­γα­λώ­νει πο­τέ, ο ακού­ρα­στος μι­κρός ξι­φο­μά­χος των παι­δι­κών μας χρό­νων με τα εντυ­πω­σια­κά χα­ρί­σμα­τα και την ανε­ξά­ντλη­τη φα­ντα­σία, δεν θα μπο­ρού­σε πα­ρά να εί­ναι ένα άκρως ευά­λω­το πλά­σμα, αφού, πώς αλ­λιώς θα γι­νό­ταν να ζει στο έπα­κρο δια­τη­ρώ­ντας αλώ­βη­τη την ευαι­σθη­σία αλ­λά και τη σπί­θα που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι κρύ­βου­με ή και χά­νου­με τό­σο γρή­γο­ρα με­γα­λώ­νο­ντας;
Έχο­ντας γρά­ψει τού­τες τις γραμ­μές, και αφό­του μοι­ρά­στη­κα με χα­ρά το ση­μεί­ω­μά μου με τον Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη για να φι­λο­ξε­νη­θεί στο 28ο τεύ­χος του Χάρ­τη, έλα­βα με εν­θου­σια­σμό δι­κό του μή­νυ­μα, που κα­θι­στού­σε τον ευά­λω­το πή­τερ παν της δι­κής μου ανά­γνω­σης, λι­γό­τε­ρο μο­νά­χο του: Γρά­φει ο Πα­λα­μάς στη συλ­λο­γή Ίαμ­βοι και ανά­παι­στοι (1897): «Η αρ­χαία ψυ­χή ζει μέ­σα μας/αθέ­λη­τα κρυμ­μέ­νη /ο Μέ­γας Παν δεν πέ­θα­νε, /όχι ο Παν δεν πε­θαί­νει!». Και ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος γρά­φει στο Αρ­γώ ή Πλους αε­ρο­στά­του (1964-1965): «Ο Μέ­γας Παν δεν πέ­θα­νε! Ο Μέ­γας Παν δεν πε­θαί­νει!». Ο Πα­ντε­λής Μπου­κά­λας, σε άρ­θρο του στην Κα­θη­με­ρι­νή το 2001, σχο­λιά­ζει πως ένα χω­ρίο στο έρ­γο του Πλου­τάρ­χου Περὶ τῶν ἐκλε­λε­λοι­πό­των χρη­στη­ρί­ων, θα μπο­ρού­σε να έχει υπάρ­ξει κα­θο­ρι­στι­κό για τους στί­χους αμ­φό­τε­ρων των ποι­η­τών, και συ­γκε­κρι­μέ­να το ση­μείο όπου «Παν ο μέ­γας τέ­θνη­κεν». Μα και η αγ­γλί­δα ποι­ή­τρια Ελί­ζα­μπεθ Μπά­ρετ Μπρά­ου­νιγκ, σε με­τά­φρα­ση του Άρη Μπερ­λή, όπως πα­ρα­τί­θε­ται στο ίδιο άρ­θρο του Μπου­κά­λα, έγρα­ψε: «Η θλι­βε­ρή κραυ­γή ση­κώ­θη­κε/ και έσβη­σε μα­κρό­συρ­τη στον αέ­ρα/ με­λαγ­χο­λι­κή κι απε­γνω­σμέ­νη./ Και άκου­σα τα λό­για που εί­πε:/ Πέ­θα­νε ο Παν. Απέ­θα­νε ο μέ­γας Παν,/ ο Παν, ο Παν απέ­θα­νε.» Ανα­φέρ­θη­κα πριν λί­γο στον εν­θου­σια­σμό μου, εν­νο­ώ­ντας την ώρα της απο­κά­λυ­ψης του πό­σο συ­ναρ­πα­στι­κό εί­ναι πως η ποί­η­ση του και­ρού μας δέ­νε­ται με μα­κρά και δια­φο­ρε­τι­κά νή­μα­τα νο­ή­μα­τος και ιστο­ρί­ας. Τα νή­μα­τα αυ­τά, ο ποι­η­τής-αφη­γη­τής, πά­ντο­τε, εί­τε τα γνω­ρί­ζει εί­τε τα αγνο­εί, τα φέ­ρει. Και εί­ναι συ­ναρ­πα­στι­κό, αφε­νός για­τί μέ­σα από την ποί­η­ση του Δού­κα, η ιστο­ρία, εν προ­κει­μέ­νω, της επε­ξερ­γα­σί­ας του μύ­θου του αθά­να­του θε­ού Πα­νός, περ­νά­ει στην επε­ξερ­γα­σία του αθά­να­του πα­ντο­τι­νού παι­διού-μι­κρού θε­ού, Πή­τερ Παν, ενός ανα­ντι­κά­τα­στα­του συμ­βό­λου της γε­νιάς μας. Με τον τρό­πο αυ­τό, η ιστο­ρία συ­νε­χί­ζε­ται, αλ­λά στρε­φό­μα­στε και με κα­θα­ρό­τε­ρο βλέμ­μα στο πα­ρελ­θόν της: «Πα­τέ­ρας» του Πή­τερ Παν δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι άλ­λος από τον θεό Πά­να, με ό,τι αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται. Αφε­τέ­ρου, συ­ναρ­πά­ζει το να αντι­λη­φθού­με την ου­σία της αφή­γη­σης, όπως την πε­ρι­γρά­φει έξο­χα ο Μπέν­για­μιν: «Η αφή­γη­ση εί­ναι η τέ­χνη του να επα­να­λαμ­βά­νει κα­νείς ιστο­ρί­ες, και αυ­τή η τέ­χνη χά­νε­ται αν οι ιστο­ρί­ες δεν κρα­τιού­νται πλέ­ον στη μνή­μη. Χά­νε­ται, για­τί κα­νείς πλέ­ον δεν γνέ­θει και δεν υφαί­νει ενώ τις ακού­ει προ­σε­κτι­κά. (…) Αυ­τό εί­ναι λοι­πόν το δί­χτυ που μέ­σα του ανα­παύ­ε­ται το χά­ρι­σμα της αφή­γη­σης. Κι έτσι αυ­τό σή­με­ρα λύ­νε­ται απ' όλες τις άκρες του, αφού πριν από χι­λιά­δες χρό­νιά πλέ­χτη­κε στο πε­ρι­βάλ­λον των αρ­χαιό­τε­ρων χει­ρο­τε­χνι­κών μορ­φών». Εξε­ρευ­νώ­ντας και εξι­στο­ρώ­ντας πρω­το­φα­νείς ιστο­ρί­ες για διά­ση­μους, με­τα­ξύ άλ­λων, ήρω­ες που «έζη­σαν» μέ­χρι το τέ­λος του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου αλ­λά μας αφο­ρούν ως σή­με­ρα αδια­λεί­πτως, ο Γιάν­νης Δού­κας κα­τορ­θώ­νει κά­τι ακό­μη, που σχε­τί­ζε­ται όχι μό­νο με την ποί­η­ση και με τη σύν­δε­ση των νη­μά­των νο­ή­μα­τος και ιστο­ρί­ας που συ­ζη­τά­με, αλ­λά και με τον νέο φω­τι­σμό της ιστο­ρί­ας, τον οποίο θα ερευ­νή­σου­με ακρι­βώς πα­ρα­κά­τω, αφού δια­βά­σου­με ένα ακό­μη ποί­η­μα.

εγώ ‘μαι η κυ­ρία ντα­λο­γου­έι

απ’ τα υπό­γεια
έρ­χε­ται το σή­μα
και μέ­σ’ απ’ το τη­λέ­φω­νο
στο σπί­τι του θε­α­τή
ως φως του ερη­μί­τη
η νύ­χτα εγ­γα­στρί­μυ­θη
σα­ρώ­νει τριά­ντα τις γραμ­μές
και με­τα­δί­δει
ως τα με­σαία κύ­μα­τα,
υπο­βάλ­λει ει­κό­να και φω­νή
μιας κε­φα­λής αν­δρεί­κε­λου,
κρί­νει τον εφευ­ρέ­τη
στη με­λέ­τη και το κα­μέ­νο χέ­ρι του,
γρα­νί­τη που υπο­κι­νεί τα κρύ­σταλ­λα,
διευ­θύ­νει την τά­ξη των πραγ­μά­των,
την ει­ρή­νη λα­λεί
μέ­χρι το ερ­γα­στή­ρι του πι­λο­ποιού:
κόλ­λα και βου­λο­κέ­ρι, ρα­πτι­κή

και φώ­τα πο­δη­λά­του

φο­βή­θη­κε το σώ­μα σω­μα­τείο,
χορ­δές φω­νη­τι­κές
και νό­μους
τρί­πτυ­χους, απα­ρά­βα­τους∙
κι ας απερ­γούν πολ­λοί,
σιω­πή του δέ­κτη:
η εντο­λή πα­χύρ­ρευ­στη
σα θεία λει­τουρ­γία
θ’ ακου­στεί

μα­κά­ρι, λέ­ει, να γρα­φεί:
φά­ροι σβη­στοί,
εχθροί στ’ αε­ρο­σκά­φη,
στις τσέ­πες πέ­τρες,
έρ­γα τα δη­μό­σια,
σφι­χτά φι­λιά διώ­ρο­φα,
κι επά­νω στην πα­λά­μη
γραμ­μές σβη­στές,
σαν επι­χω­μα­τώ­σεις
σε πο­τά­μι


ο προ­σε­χής αυ­τό­χει­ρας
στη μνή­μη
ορ­γά­νω­σε κη­δεία,
εί­ναι δι­κός της
σαν αι­νιγ­μα­τι­κός
λα­θρα­να­γνώ­στης,
κα­κέ­κτυ­πος
πα­λαί­μα­χος
νε­κρός,
κι ας πά­ει στο πάρ­τυ

συρ­ρέ­ει
στον προ­θά­λα­μο
το πλή­θος,
τους δέ­χε­ται
και λέ­ει

«εγώ ‘μαι,
εγώ
εγώ ‘μαι
η κυ­ρία ντα­λο­γου­έι»

Σχε­τι­κά με τις αφορ­μές που λει­τούρ­γη­σαν ως βά­ση για το ποί­η­μα, δια­βά­ζου­με πως Ο Τζον Λό­γκι Μπερντ κα­τα­σκευά­ζει μια συ­σκευή προ­δρο­μι­κή της τη­λε­ό­ρα­σης και με­τα­δί­δει για πρώ­τη φο­ρά κι­νού­με­νη ει­κό­να από από­στα­ση στα 1926. Την ίδια χρο­νιά, Ο Τζον Ριθ εμπλέ­κε­ται, ως γε­νι­κός διευ­θυ­ντής του BBC, στη με­ρο­λη­πτι­κή κά­λυ­ψη της γε­νι­κής απερ­γί­ας στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο (1926) ενώ, το 1925, κυ­κλο­φο­ρεί Η Κυ­ρία Ντά­λο­γου­ει της Βιρ­τζί­νια Γουλφ. Εν προ­κει­μέ­νω, ο ποι­η­τής-αφη­γη­τής, όπως λέ­ει ο Μπέν­για­μιν, «(…) σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση εί­ναι ένας άν­θρω­πος που ξέ­ρει να συμ­βου­λεύ­ει τον ανα­γνώ­στη. Αν όμως σή­με­ρα το «ξέ­ρει να συμ­βου­λεύ­ει» αρ­χί­ζει να ηχεί κά­πως ξε­πε­ρα­σμέ­νο, εί­ναι για­τί η ίδια η ανα­κοι­νω­σι­μό­τη­τα της εμπει­ρί­ας φθί­νει. Συ­νε­πώς δεν μπο­ρού­με να συμ­βου­λεύ­σου­με ού­τε τον εαυ­τό μας ού­τε τους άλ­λους. Τε­λι­κά, η συμ­βου­λή εί­ναι λι­γό­τε­ρο μια απά­ντη­ση σε ένα ερώ­τη­μα απ’ ότι μια πρό­τα­ση που αφο­ρά τη συ­νέ­χι­ση μιας ιστο­ρί­ας (η οποία μό­λις ξε­τυ­λί­γε­ται)». Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη τό­σο τις αφορ­μές όσο και τη «συμ­βου­λή» του αφη­γη­τή προς τον ανα­γνώ­στη σχε­τι­κά με την ιστο­ρία που αέ­ναα ξε­τυ­λί­γε­ται, βά­ζω με τον νου μου πως η θή­βα μέμ­φις, πέ­ρα από ανά­γνω­σμα πυ­κνό και ανα­πά­ντε­χο, απο­τε­λεί ξε­χω­ρι­στή πε­ρί­πτω­ση έρ­γου προς με­λέ­τη για την κα­τα­νό­η­ση της σχέ­σης ανά­με­σα στην ποί­η­ση και στην ιστο­ρία. Ο Γιάν­νης Δού­κας, γνω­ρί­ζο­ντας κα­λά πως «απ’ τα υπό­γεια/έρ­χε­ται το σή­μα», εφο­δια­σμέ­νος με όλα τα απα­ραί­τη­τα ερ­γα­λεία του αφο­σιω­μέ­νου ποι­η­τή-αφη­γη­τή που «αφή­νει το φι­τί­λι της ζω­ής να καί­γε­ται στην ήρε­μη φλό­γα της αφή­γη­σής του», ‘κό­βει’ την τρά­που­λα επι­λέ­γο­ντας κρί­σι­μα δε­δο­μέ­να που ιστο­ρή­θη­καν λι­γό­τε­ρο ή πο­τέ∙ δη­μιουρ­γεί ο ίδιος νέα αρ­χεία και πη­γές, συ­στή­νο­ντάς μας εκ νέ­ου την ιστο­ρία ως διαρ­κή δυ­να­τό­τη­τα επα­να­σύν­δε­σής μας με τον κό­σμο, και την ποί­η­ση ως συ­γκολ­λη­τι­κό υλι­κό με­τα­μόρ­φω­σης της ιστο­ρί­ας, προς όφε­λος ενός κό­σμου πιο ευαί­σθη­του, πιο πρό­θυ­μου και θαρ­ρα­λέ­ου, ώστε να γί­νουν και να συ­ζη­τη­θούν οι απα­ραί­τη­τες βυ­θο­σκο­πή­σεις σε όλο το εύ­ρος της κλί­μα­κας των όντων.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: