«Μόνο όταν κάτι φανταστικό με ξεναγεί σε αυτό που είναι ο κόσμος»

«Μόνο όταν κάτι φανταστικό με ξεναγεί σε αυτό που είναι ο κόσμος»

Η τρύπα με τις κουμπότρυπες

————————————————————————

Σειρά σημειωμάτων για πρόσφατα εκδοθέντα ποιητικά και πεζογραφικά επιχειρεί να καταδυθεί στο κάθε έργο χωριστά, ωσάν αυτό να ήταν μαύρη τρύπα, δηλαδή, συγκεκριμένο σημείο στον χωροχρόνο, όπου η βαρύτητα είναι τόσο ισχυρή που ούτε καν το φως δεν μπορεί να εξέλθει, γιατί η ύλη που βρίσκεται εκεί συγκεντρωμένη έχει συμπιεστεί σε ένα ελάχιστο διάστημα. Για να κατορθωθεί η κατάδυση στο εκάστοτε «λογοτεχνικό έργο-τρύπα», αξιοποιείται σε κάθε περίπτωση και ένα διαφορετικό «θεωρητικό βιβλίο-κουμπί», προκειμένου να φωτιστεί το πυκνό υλικό που μαςπεριβάλλει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης-κατάδυσης, χωρίς να στερηθούμε το παραμικρό από την αναγκαία σκοτεινή πυκνότητα που το διακρίνει.

————————————————————————

Σημείωμα για το βιβλίο της Δήμητρας Αγγέλου «Ημερολόγια μελισσιού» (Εκδόσεις Σμίλη, 2020) με τη βοήθεια των «Κριών» του Ζακ Ντεριντά

Το πα­ρόν κεί­με­νο δεν έχει σκο­πό να απο­κρύ­ψει πως η αφε­τη­ρία του εί­ναι η ει­δι­κή συ­γκί­νη­ση που προ­κα­λεί στην γρά­φου­σα ο ιδιαί­τε­ρος ποι­η­τι­κός πυ­ρή­νας της Δή­μη­τρας Αγ­γέ­λου. Πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την ποί­η­σή της από τα πρώ­τα βή­μα­τα –από το βι­βλίο Στά­ζουν Με­σά­νυ­χτα (εκδ. Με­λά­νι 2013) για το οποίο έλα­βε το βρα­βείο «Μα­ρία Πο­λυ­δού­ρη»–, θε­ώ­ρη­σα πως το τέ­ταρ­το βι­βλίο της, Ημε­ρο­λό­για Με­λισ­σιού, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι έδα­φος ικα­νό για να βο­σκή­σουν, να γεί­ρουν και να αρά­ξουν οι Κριοί, του Ζακ Ντε­ρι­ντά, πα­ρα­δο­μέ­νοι σε έναν «διά­λο­γο ατέρ­μο­να», όπου, «με­τα­ξύ δύο απεί­ρων, το ποί­η­μα» (εκδ. Ίν­δι­κτος 2008, μτ­φρ. Χρυ­σού­λα Αγκυ­ρα­νο­πού­λου, επί­με­τρο Γιώρ­γος Βέλ­τσος).

μάζεψα τα λάθη σου κι έφτιαξα ένα μέρος
που αγαπήθηκε τόσο πολύ
ώστε δεν μπόρεσε να συγχωρεθεί από κανέναν

Γρά­φει, λοι­πόν, ο Ντε­ρι­ντά πως «το ποί­η­μα προσ­διο­ρί­ζει δί­χως άλ­λο τον μό­νο ται­ρια­στό τό­πο στην εμπει­ρία της γλώσ­σας, δη­λα­δή ενός ιδιώ­μα­τος που μο­νί­μως προ­κα­λεί την με­τά­φρα­ση και άρα επι­κα­λεί­ται μια με­τά­φρα­ση που ανα­λαμ­βά­νει να κα­τα­φέ­ρει το αδύ­να­το, να κά­νει το αδύ­να­το δυ­να­τό, κα­τά τη διάρ­κεια ενός ανή­κου­στου γε­γο­νό­τος». Τα ποι­ή­μα­τα της Αγ­γέ­λου, πο­λύ μι­κρά, με­γα­λύ­τε­ρα, πολ­λά, αλ­λά και όλα σαν ένα, μας δί­νουν πρό­σβα­ση σε έναν εσώ­τε­ρο πνευ­μα­τι­κό κό­σμο που ρι­σκά­ρει να μέ­νει μό­νι­μα ανοι­κτός και εφη­με­ρεύ­ων, εμπνέ­ο­ντας τον αντί­στοι­χο δι­κό μας να ξε­κλει­δώ­σει και να δια­λε­χθεί μα­ζί του. Επι­ση­μαί­νει ο Ντε­ρι­ντά, πως «μι­λά­με συ­χνά και με υπέρ­με­τρη ευ­κο­λία για τον εσω­τε­ρι­κό μο­νό­λο­γο. Κά­ποιος εσω­τε­ρι­κός διά­λο­γος προη­γεί­ται απ’ αυ­τόν και τον κα­θι­στά δυ­να­τό». Η ποί­η­ση της Αγ­γέ­λου, θαυ­μα­στή για το γε­γο­νός πως σπα­νί­ως χά­νει την συ­γκέ­ντρω­ση στο κέ­ντρο της, στα­θε­ρά συ­νε­πής στο να απο­φεύ­γει την ‘θε­ω­ρία για την θε­ω­ρί­α’ και εμ­μέ­νο­ντας σώ­μα –στην «ζω­ώ­δη ζωή», όπως το θέ­τει ο Ντε­ρι­ντά, κα­τορ­θώ­νει να πραγ­μα­τώ­σει την ξε­νά­γη­ση που υπό­σχε­ται ο στί­χος από τα «Ημε­ρο­λό­για με­λισ­σιού» ο οποί­ος απο­τε­λεί και τον τί­τλο του πα­ρό­ντος ση­μειώ­μα­τος: να μας ξε­να­γή­σει πει­στι­κά σε έναν κό­σμο απο­λύ­τως πραγ­μα­τι­κό, με την ακρί­βεια των αι­σθη­μά­των που μό­νο το φα­ντα­στι­κό θα μπο­ρού­σε να απο­δώ­σει.

ο γυάλινος άγγελος έμπηξε το φτερό του στην πλάτη μου
ο μαύρος άγγελος μού έδειξε τον αφαλό του
ο κόκκινος άγγελος κρεμάστηκε τυλίγοντας γύρω από
      τον λαιμό την ίδια του τη φλέβα
ο λευκός άγγελος με έβαλε να χαϊδέψω τον ουρανίσκο του
ο έκπτωτος άγγελος εισάκουσε τις προσευχές μου
ήρθε και μου έκανε την ένεση από λουλούδια

Ζακ Ντεριντά
Ζακ Ντεριντά

Στους Κριούς (που συ­ναρ­τώ­νται με το «ζώο θυ­σί­ας», με την έν­νοια κέ­ρας, με το σύμ­βο­λο του ζω­δια­κού κύ­κλου, και τό­σα άλ­λα) ο Ντε­ρι­ντά επι­χει­ρεί να τι­μή­σει την μνή­μη του Χάνς-Γκέ­οργκ Γκά­ντα­μερ, παίρ­νο­ντας ως αφορ­μή το ποί­η­μα του Πά­ουλ Τσέ­λαν –που τό­σο αγα­πού­σε ο Γκά­ντα­μερ– «Μέ­γας, διά­πυ­ρος θό­λος», και ψη­λα­φώ­ντας το με με­γά­λη προ­σο­χή και τρυ­φε­ρά χέ­ρια. Μέ­σα στις πο­λύ δυ­να­τές υπο­θέ­σεις που πραγ­μα­τεύ­ε­ται ο Ντε­ρι­ντά εν προ­κει­μέ­νω, εί­ναι εκεί­νη της ευ­λο­γί­ας: «Η ευ­λο­γία», γρά­φει, «δεν εί­ναι δε­δο­μέ­νη, την ανα­ζη­τού­με, μας την έχουν απο­σπά­σει. Ασκεί μια ερω­τη­τι­κή πί­ε­ση (…). Κά­ποιο χέ­ρι θα κρα­τού­σε ακό­μα κρυμ­μέ­νο το μή­νυ­μα της ευ­λο­γί­ας. Το χέ­ρι που ευ­λο­γεί μας προ­τρέ­πει να δια­βά­σου­με, αλ­λά μας κα­λεί και να δια­βά­σου­με αυ­τό που εκεί­νη ξε­κλέ­βει από την ανά­γνω­ση. Δί­νει και ταυ­τό­χρο­να αφαι­ρεί την έν­νοια του μη­νύ­μα­τος, δια­τη­ρεί αλ­λά και πα­ρα­κρα­τεί την ίδια ευ­λο­γία». Στους στί­χους που ακο­λου­θούν, οι με­τα­μορ­φώ­σεις συ­ντε­λού­νται αναμ­φι­σβή­τη­τα. Κά­ποιος λε­πτο­δεί­κτης επι­ση­μαί­νει πως «δεν αρ­κούν», αλ­λά η «διά­λε­κτος θαυ­μά­των», υπαρ­κτό­τα­τη, πα­ρα­μέ­νει ενερ­γή και εκ­φρά­ζει τό­σο το φα­νε­ρό όσο και το κρυμ­μέ­νο μή­νυ­μα της ευ­λο­γί­ας. Η ποι­ή­τρια γνω­ρί­ζει πως «ήρ­θε η ώρα» για την γλώσ­σα που εί­ναι απα­λή, μα όχι λεία – η ευ­λο­γία δεν έρ­χε­ται από γα­λή­νια θά­λασ­σα, αλ­λά από «κύ­μα­τα σπα­σμέ­να».                                      

ήρθε η ώρα
γονατίζει η νύχτα
γίνεται αρσενικός καμπούρης
εγώ γίνομαι αγόρι και τον κατουράω όρθια
έχει πολλές πληγές, καλό του κάνω
η ώρα είναι τέσσερις και μισή
η σιωπή του με γδέρνει εξ επαφής
το δέρμα συναινεί σε μια διάλεκτο θαυμάτων
η μεταμόρφωση, μου λέει ο λεπτοδείκτης, δεν αρκεί
βγαίνω στη βεράντα ένα μήνα πριν
ο Αύγουστος γλείφει τις πατούσες μου
η γλώσσα του είναι απαλή, είναι από κύματα σπασμένα
δεν είναι γλώσσα γάτας
ο καμπούρης που είναι η νύχτα τώρα προσεύχεται
το αγόρι που έγινα εξακολουθεί να τον κατουράει
από το βάθος του χειμώνα ακούγεται μουσική

Ο Γκά­ντα­μερ ξε­κα­θα­ρί­ζει ότι «το ίδιο το ποί­η­μα δεν πρό­κει­ται να απο­φα­σί­σει τί­πο­τα» και ο Ντε­ρι­ντά, προ­χω­ρώ­ντας αυ­τή την πα­ρα­δο­χή, ανα­φέ­ρει πως «από τα μύ­χια της μο­να­ξιάς του και δια­μέ­σου της άμε­σης δυ­σα­να­γνω­σι­μό­τη­τάς του, το ποί­η­μα μπο­ρεί πά­ντα να μι­λά-αυ­τό-το ίδιο για τον εαυ­τό του (…). Αυ­τή η αυ­το­α­να­φο­ρά πα­ρα­μέ­νει ένα κά­λε­σμα προς το άλ­λο, ακό­μα και στο άλ­λο, το απρό­σι­το εντός του (…). Ακό­μα και εκεί όπου το ποί­η­μα υπο­δει­κνύ­ει την δυ­σα­να­γνω­σι­μό­τη­τα, τη δι­κή του δυ­σα­να­γνω­σι­μό­τη­τα, δη­λώ­νει συν τοις άλ­λοις και τη δυ­σα­να­γνω­σι­μό­τη­τα του κό­σμου». Άρα­γε, για την Αγ­γέ­λου, το όμορ­φο που αυ­το­κα­τα­σπα­ρά­ζε­ται συ­να­ντιέ­ται με το, ανέγ­γι­χτο από τη χα­ρά («οι αγροί της θλί­ψης μου ήταν παρ­θέ­νοι»), πε­δίο της λύ­πης; Άρα­γε, η πε­τα­λού­δα που τρώ­ει τα φτε­ρά της, ανα­γεν­νιέ­ται, πα­ρα­δί­δε­ται στον θά­να­το, αμ­φι­σβη­τεί την με­τα­μόρ­φω­σή της ή αρ­νεί­ται να με­τα­φέ­ρει κά­ποιο μή­νυ­μα; Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, πριν ακό­μη και από μέ­λισ­σες, με πε­τα­λού­δες θα επέ­λε­γα να πα­ρο­μοιά­σω τα ποι­ή­μα­τά της: Δια­βά­ζο­ντάς τα, μα­γνη­τί­ζο­μαι από τις ει­κό­νες τους και ανα­ρω­τιέ­μαι αν ήρ­θαν να μου πα­ρα­δώ­σουν κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο, ή αν –το πι­θα­νό­τε­ρο– η πο­ρεία που δια­γρά­φουν με τα φτε­ρά τους, θα με οδη­γή­σει σε συν­δέ­σεις που θα φέ­ρουν πιο κο­ντά σε εμέ­να ένα νό­η­μα που χρειά­ζο­μαι, αλ­λά δί­χως την κί­νη­σή τους στον χώ­ρο μου, θα ήταν αδύ­να­το να εντο­πί­σω.

είδα μια πεταλούδα να τρώει τα φτερά της
γέμισε το στόμα μου σάλια
θυμήθηκα την εποχή
που οι αγροί της θλίψης μου
ήταν παρθένοι

Ο Τσέ­λαν γρά­φει: «Πα­ρέρ­χε­ται ο κό­σμος και πρέ­πει πά­νω μου να σε φέ­ρω». Και λέ­ει ο Ντε­ρι­ντά: «Εί­μαι μό­νος στον κό­σμο εκεί που δεν υπάρ­χει πια κό­σμος. Η κα­λύ­τε­ρα: εί­μαι μό­νος στον κό­σμο όσο οφεί­λω τον εαυ­τό μου σε σέ­να, που εξαρ­τά­σαι από μέ­να, που φέ­ρω και πρέ­πει να ανα­λά­βω ενώ­πιος ενω­πίω, χω­ρίς τρί­τους, με­σί­τη ή με­σο­λα­βη­τή, χω­ρίς επί­γειο ή εγκό­σμιο έδα­φος, την ευ­θύ­νη στην οποία οφεί­λω να απα­ντή­σω μπρο­στά σου για χά­ρη σου. (…) Φέ­ρω το ποί­η­μα, ση­μαί­νει μπαί­νω στη φο­ρά του, το φέ­ρω στον άλ­λο, δί­νω στον άλ­λον να το φέ­ρει». Ο Ντε­ρι­ντά ονο­μά­ζει ποι­η­τή όποιον «αφή­νει να πε­ρά­σουν συμ­βά­ντα γρα­φής, τα οποία δί­νουν ένα νέο σώ­μα στην ου­σία της γλώσ­σας (…)». Αυ­τό το άφη­μα δεν εί­ναι διό­λου αυ­το­νό­η­το. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την το­πο­θε­σία των ποι­η­μά­των της Δή­μη­τρας Αγ­γέ­λου, στα­θε­ρά ανά­με­σα στον κριό που θυ­σιά­ζε­ται και στον κριό που εφορ­μά και επι­τί­θε­ται σ’ όλες τις κα­τευ­θύν­σεις τυ­φλω­μέ­νος από τον πό­νο που προ­κα­λεί ο εαυ­τός και ο κό­σμος∙ στον κριό επί γης, με σάρ­κα και «ζω­ώ­δη ζωή», και στον κριό εκεί ψη­λά στον ου­ρα­νό, στην άκρη του πα­ντός∙ στον κριό «με­τα­ξύ του κό­σμου και του τέ­λους του κό­σμου»∙ τε­λι­κά, ανά­με­σα στον κριό που αρ­νεί­ται και στε­ρεί­ται τον κό­σμο, και σε εκεί­νον που ορα­μα­τί­ζε­ται τον κό­σμο. Οι μέ­λισ­σες στα Ημε­ρο­λό­για με­λισ­σιού δια­γρά­φουν αλ­λό­κο­τες σπεί­ρες – στρέ­φο­νται, πε­ρι­στρέ­φο­νται, δια­στρέ­φο­νται, όπως ακρι­βώς και το σώ­μα του κέ­ρα­τος. Ακό­μα και η ανα­μέ­τρη­σή τους με τον θά­να­το έχει τό­ση και τέ­τοια έντα­ση που, κα­θώς στέ­κο­νται «στην άκρη του γκρε­μού σαν ήλιος», ναι, οι μέ­λισ­σες, θνη­τές πά­ντο­τε, συ­να­ντούν τους αι­νιγ­μα­τι­κούς κριούς, και με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε «κριούς-σφίγ­γες», γρά­φο­ντας φλέ­γου­σες τα ημε­ρο­λό­για του με­λισ­σιού, αυ­τό-ιστο­ρώ­ντας το, και άρα εμπο­δί­ζο­ντάς το –εμπο­δί­ζο­ντας τον κό­σμο, εμπο­δί­ζο­ντας, τε­λι­κά, τη ζωή– απ’ τον αφα­νι­σμό.

αποχαιρέτισα όλα μου τα παιδιά κι ασφάλισα τις πόρτες
    του δωματίου
μιμούμαι αυτόχειρες υπεύθυνους και ικανούς
στέκομαι στην άκρη του γκρεμού σαν ήλιος
υπνωτισμένος από την επικείμενη πτώση
με κούρασε η ορθοστασία της πτώσης που λεν ζωή
θα επινοήσω για μένα μια άλλη
θα της δώσω ένα όνομα που θα μπορώ να αγαπώ

και

δεν θα είναι θάνατος αυτό

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: