«Έχω εκφράσεις διπλές»: Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης

Επι­μέ­λεια: Παυ­λί­να Μάρ­βιν
————
Συ­νο­μι­λη­τής: Βα­σί­λης Λα­μπρό­που­λος


Με τί­τλο μια φρά­ση της Ζω­ής Κα­ρέλ­λη («Πορ­τραί­το», 1952) η πα­ρού­σα σει­ρά σύ­ντο­μων δο­κι­μια­κών κει­μέ­νων επι­χει­ρεί να στρέ­ψει την προ­σο­χή στο πολ­λα­πλό ερευ­νη­τι­κό βλέμ­μα σύγ­χρο­νων ποι­η­τριών και ποι­η­τών από την Ελ­λά­δα που κα­τα­πιά­νο­νται επί μα­κρόν όχι μό­νο με το λο­γο­τε­χνι­κό τους έρ­γο αλ­λά ταυ­τό­χρο­να με επι­στή­μες και άλ­λες τέ­χνες. Συ­γκε­κρι­μέ­να, πολ­λά από τα βι­βλία ποί­η­σης που κυ­κλο­φό­ρη­σαν ήδη από τις αρ­χές του 21ου αιώ­να εί­ναι γραμ­μέ­να από συγ­γρα­φείς που έχουν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει συ­στη­μα­τι­κές σπου­δές με­γά­λης ποι­κι­λί­ας, σε όλο το φά­σμα των επι­στη­μών και των τε­χνών. Στα κεί­με­να που ακο­λου­θούν (στο πα­ρόν και σε επό­με­να τεύ­χη), εί­κο­σι ποι­ή­τριες και ποι­η­τές μι­λούν για την σχέ­ση της επι­στη­μο­νι­κής τους πο­ρεί­ας με το λο­γο­τε­χνι­κό τους έρ­γο και την δια­μόρ­φω­ση της ποι­η­τι­κής τους πο­ρεί­ας.

ΣΥΜ­ΜΕ­ΤΕ­ΧΟΥΝ :

Γιάν­νης Δού­κας, Λέ­νια Ζα­φει­ρο­πού­λου, Πα­να­γιώ­της Ιω­αν­νί­δης,

Χά­ρης Ψαρ­ράς, Πα­τρί­τσια Κο­λαϊ­τη, Ιω­άν­να Λιού­τσια, Τό­νια Τζι­ρί­τα Ζα­χα­ρά­του, Λέ­να Καλ­λέρ­γη, Νί­κος Ερη­νά­κης, Ελέ­νη Τζα­τζι­μά­κη, Πέ­τρος Γκο­λί­τσης, Φοί­βη Γιαν­νί­ση, Ορ­φέ­ας Απέρ­γης, Κων­στα­ντί­νος Πα­πα­χα­ρά­λα­μπος, Να­τα­λία Κα­τσού, Όλ­γα Πα­πα­κώ­στα, Θο­δω­ρής Χιώ­της, Πα­να­γιώ­της Αρ­βα­νί­της, Άν­να Γρί­βα


«Έχω εκφράσεις διπλές»: Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης

Μάτια στο σβέρκο

———————


Όταν ήμουν νέ­ος, έτει­να να δια­χω­ρί­ζω με­τα­ξύ τους, στο κτη­μα­το­λό­γιο της ύπαρ­ξής μου, όσες αντι­με­τώ­πι­ζα ως δια­κρι­τές πε­ριο­χές του ψυ­χι­σμού και της ασχο­λί­ας μου, ακό­μη κι όταν μοι­ρά­ζο­νταν το ίδιο πε­δίο, τον έντε­χνο, δη­λα­δή, λό­γο: άλ­λη θα ήταν η έδρα του ποι­η­τή, άλ­λη του φι­λο­λό­γου∙ του ανα­γνώ­στη, άλ­λη που αφή­νε­ται στην ευ­χα­ρί­στη­σή του, άλ­λη που μα­θη­τεύ­ει στα κεί­με­να των όσων προη­γή­θη­καν, άλ­λη που αξιο­λο­γεί, πε­ριερ­γά­ζε­ται, κρα­τώ­ντας ση­μειώ­σεις. Ίσως γι’ αυ­τό και να τι­τλο­φό­ρη­σα Στα μέ­σα σύ­νο­ρα την πρώ­τη μου ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή (Πό­λις, 2011), εκεί ακρι­βώς το­πο­θε­τώ­ντας την, στη με­θό­ριο γραμ­μή ανά­με­σα στις χω­ρι­στές επι­κρά­τειες που έβλε­πα εντός μου. Χρειά­στη­κε να πε­ρά­σει και­ρός για ν’ αντι­λη­φθώ το­προ­φα­νές: ακό­μη κι αν εί­ναι δια­κρι­τές οι πε­ριο­χές, από την ίδια συ­γκρό­τη­ση εκ­πο­ρεύ­ο­νται, στην ίδια εκ­βάλ­λουν – ή, μάλ­λον, για να ’ναι η με­τα­φο­ρά μου ακρι­βέ­στε­ρη, από τις τε­χνη­τές λί­μνες της συ­γκρό­τη­σης αρ­δεύ­ου­με τ’ αγρο­τε­μά­χια της ασχο­λί­ας. Άλ­λη, εντε­λώς, υπό­θε­ση, ασφα­λώς, οι καρ­ποί που θα προ­κύ­ψουν­και τα ζι­ζά­νια που κα­ρα­δο­κούν.
Όχι χω­ρίς πα­ρα­κάμ­ψεις και με­τε­ω­ρι­σμούς, κα­τε­ξο­χήν ερευ­νη­τι­κός μου χώ­ρος υπήρ­ξε η κλα­σι­κή φι­λο­λο­γία. Με συ­νε­πή­ρε και με γο­ή­τευ­σε ο κό­σμος που δια­μόρ­φω­σαν στις ακτές της Ανα­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου οι κα­τα­κτή­σεις του Αλε­ξάν­δρου και των Ρω­μαί­ων, ένας κό­σμος που τον φα­ντά­στη­κα με την παι­γνιώ­δη ρευ­στό­τη­τα και τη βου­ε­ρή πο­λυ­χρω­μία του, με τους όρους, δη­λα­δή, μιας πα­γκο­σμιό­τη­τας ευοί­ω­νης, και που με­λέ­τη­σα το βλέμ­μα του στραμ­μέ­νο προς τα πί­σω, μά­τια στο σβέρ­κο, ν’ αντλεί επί­μο­να, με αγά­πη υπο­σκά­πτο­ντας, με γνώ­ση αλ­λη­θω­ρί­ζο­ντας, απ’ την κοι­νή δε­ξα­με­νή των αρ­χε­τύ­πων και των αφη­γή­σε­ων, του βί­ου και του μύ­θου.
Ζώ­ντας πα­ράλ­λη­λα, όπως όλοι μας, στο υπό δια­μόρ­φω­ση οι­κο­σύ­στη­μα της ψη­φια­κής συν­θή­κης, μου ήταν ολωσ­διό­λου αδύ­να­το ν’ αγνο­ή­σω την κα­θο­ρι­στι­κή επί­δρα­σή του σε κά­θε οπτι­κή, προ­ο­πτι­κή και με­θο­δο­λο­γία.Ασχο­λή­θη­κα, ως εκ τού­του, και με τις πρα­κτι­κές εκεί­νες, μέ­σα, ερ­γα­λεία και τε­χνι­κές, που εί­ναι γνω­στές ως ψη­φια­κές αν­θρω­πι­στι­κές επι­στή­μες (DigitalHumanities). Κοι­νή συ­νι­στα­μέ­νη των εν­δια­φε­ρό­ντων μου η ομη­ρι­κή μυ­θο­πλα­σία και οι με­τεμ­ψυ­χώ­σεις της∙ συ­ναί­ρε­ση κι ανά­πτυ­ξή τους η δι­δα­κτο­ρι­κή μου δια­τρι­βή στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Γκόλ­γου­εϊ με θέ­μα τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα στο Ύστε­ρο Έπος και την ψη­φια­κή της ανα­πα­ρά­στα­ση.
Σε όσα ως ερευ­νη­τής προ­τί­μη­σα, μπο­ρώ να εντο­πί­σω και τον ποι­η­τι­κό μου εαυ­τό. Κι ας εί­ναι ο κό­σμος άλ­λος,

η –ού­τως ή άλ­λως, ασύμ­με­τρη– πα­γκο­σμιό­τη­τα τό­σο διερ­ρηγ­μέ­νη,
η κά­θε βουή της απει­λή,
κα­νο­νι­κό­τη­τά μας η αστά­θεια και η κρί­ση,
επι­σφα­λές, όσο πο­τέ άλ­λο­τε, το μέλ­λον

(ή, ακρι­βώς, για όλα αυ­τά):

την τρέ­χου­σα εμπει­ρία υπερ­βαί­νο­ντας,
συλ­λέ­γο­ντας τεκ­μή­ρια
και δια­σω­στι­κά αν­θο­λο­γώ­ντας τα,
αντλώ­ντας απ’ την απτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπου ζού­με,
κι από την άυ­λη, εκεί που πλοη­γού­μα­στε– κι από τις δυο αυ­τές αλη­θι­νές,κι από τις δυο που φέ­ρουν μέ­σα τους, στρώ­μα­τα γε­ω­λο­γι­κά, το στίγ­μα του αν­θρώ­που και του κό­σμου του.
Λο­γο­τε­χνία,
το βλέμ­μα απα­ρη­γό­ρη­το πα­ρη­γο­ρη­τι­κό,
ν’ ανα­ζη­τά στα πράγ­μα­τα το ιστο­ρι­κό τους βά­θος,
ν’ ανα­γνω­ρί­ζει προη­γού­με­να,
να εντο­πί­ζει ταυ­τί­σεις και συγ­γέ­νειες,
ν’ αρ­θρώ­νει έναν χαι­ρε­τι­σμό δια­χρο­νι­κό, εξί­σου, κι άχρο­νο,
να εξα­κρι­βώ­νει, υπο­ση­μειώ­νο­ντας,
και να κουρ­νιά­ζει κά­τω από τα ρά­φια, με τις σε­λί­δες μέ­σα στις σε­λί­δες, το βλέμ­μα μου στραμ­μέ­νο προς τα πί­σω, μά­τια στο σβέρ­κο,
λο­γο­τε­χνία τα κρυμ­μέ­να τι­μαλ­φή.

Γιάν­νης ΔΟΥ­ΚΑΣ


«Έχω εκφράσεις διπλές»: Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης

Δυσί κυρίοις δουλεύειν - δυο τέχνες με άσπονδη συγγένεια

———————

Το κλα­σι­κό τρα­γού­δι και η ποί­η­ση, με ρώ­τη­σε τις προ­άλ­λες ο συ­νά­δελ­φος ποι­η­τής Γιάν­νης Δού­κας, δεν εί­ναι πα­ρό­μοια πράγ­μα­τα; Αφού το τρα­γού­δι εί­ναι με­λο­ποι­η­μέ­νη ποί­η­ση. Πα­ρό­μοια δου­λειά δεν κά­νεις και στα δυο;
Πάω να απα­ντή­σω κα­τα­φα­τι­κά αλ­λά αμέ­σως μου ‘ρχε­ται στον νου αυ­τό το πα­ρά­δο­ξο που μου συμ­βαί­νει συ­χνά: ότι αφού ζε­στα­θώ και με­λε­τή­σω μια-δυο ώρες τρα­γού­δι, με­τά δεν εί­ναι κα­θό­λου εύ­κο­λο να γρά­ψω. Και το αντί­θε­το. Αν πέ­σω στον βυ­θό της γρα­φής, εί­ναι δύ­σκο­λο να ανα­δυ­θώ στα γρή­γο­ρα για ένα δυ­να­μι­κό και θε­α­μα­τι­κό serfing στον αφρό. Τι εί­δους ασυμ­βα­τό­τη­τα εί­ναι αυ­τή;
Κά­νω ζέ­στα­μα. Το σώ­μα ανε­βά­ζει στρο­φές και η φω­νή κα­τα­λαμ­βά­νει τους χώ­ρους της.
Η δυ­να­μι­κή χρή­ση της ανα­πνο­ής, των μυών και των ηχεί­ων του σώ­μα­τος εί­ναι το όχη­μα που με οδη­γεί με φό­ρα μέ­σα από το σλά­λομ της παρ­τι­τού­ρας με στό­χο να πα­ρα­κο­λου­θή­σει ο ακρο­α­τής τις πε­ρι­πέ­τειες αλ­λά και τα συ­ναι­σθη­μα­τι­κά σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα αυ­τής της κούρ­σας.
Το απο­τέ­λε­σμα για μέ­να εί­ναι έκ­κρι­ση πολ­λών ορ­μο­νών, απ’ αυ­τές που εκ­κρί­νο­νται όταν αθλεί­σαι δυ­να­μι­κά. Οι ορ­μό­νες με κά­νουν να θέ­λω να συ­νε­χί­σω απ’ άπει­ρον, φέρ­νουν ένα αί­σθη­μα τόλ­μης, ευ­ε­ξί­ας και (ας ελ­πί­σου­με ήπιου) αυ­το­θαυ­μα­σμού. Τον αυ­το­θαυ­μα­σμό του αθλη­τή που κά­τι κα­τά­φε­ρε. Έναν κα­θα­ρά σω­μα­τι­κό εν­θου­σια­σμό που λει­τουρ­γεί ως καύ­σι­μο για το όχη­μά μου.

Εί­ναι πε­ρί­ερ­γο αλ­λά όταν το σώ­μα και ο ψυ­χι­σμός βρί­σκο­νται σ’ αυ­τήν την ευ­ε­ξία του αθλη­τή με­τά από με­λέ­τη, δεν έχω κα­θό­λου κα­λά χαρ­τιά στο γρά­ψι­μο.
Για να γρά­ψω έχω ανά­γκη μια εντε­λώς ου­δέ­τε­ρη αφε­τη­ρία. Η σκέ­ψη και οι συ­νειρ­μοί εί­ναι τώ­ρα το όχη­μα που θα πε­ρι­πλα­νη­θεί ελεύ­θε­ρα, μπαί­νο­ντας ακό­μα και σε σκο­τει­νά, δύ­σβα­τα ή ημι­συ­νει­δη­τά μο­νο­πά­τια. Τι θέ­ση έχει εδώ η αδιά­σει­στη αυ­το­πε­ποί­θη­ση του δε­ξιο­τέ­χνη, η βε­βαιό­τη­τα του “εί­μαι ικα­νός” και του “διε­ξέρ­χο­μαι επι­τυ­χώς τον κίν­δυ­νο”; Στο γρά­ψι­μο χρειά­ζο­μαι έναν μάλ­λον πιο διά­τρη­το εαυ­τό που θα πε­ρι­πλα­νη­θεί, συ­χνά μά­ταια ή άσκο­πα, που θα πα­ρα­τή­σει κα­θ’ οδόν τα λα­μπρά του ερ­γα­λεία εδώ κι εκεί και θα τα ξα­να­ση­κώ­σει από κά­τω λί­γο στρα­πα­τσα­ρι­σμέ­να. Ακό­μα και η αυ­το­αμ­φι­σβή­τη­ση, που μέ­σα στα αυ­στη­ρά χρο­νι­κά όρια και στις τε­χνι­κές προ­κλή­σεις της performance απα­γο­ρεύ­ε­ται διά ρο­πά­λου, μπο­ρεί όσο γρά­φω να μπαι­νο­βγαί­νει στο δω­μά­τιο και να κά­νει κα­μιά χρή­σι­μη δου­λειά: Να ρί­χνει ας πού­με στο τζά­κι με­ρι­κές από εκεί­νες τις κα­λές προ­θέ­σεις που φτιά­χνουν κα­κά έρ­γα ή κα­μιά έξυ­πνη ιδέα που εγώ λυ­πά­μαι να τη θυ­σιά­σω, λες κι έχει ψυ­χή.
Ναι, δια­φέ­ρουν τα δυο αθλή­μα­τα, το σώ­μα και ο εγκέ­φα­λος βρί­σκο­νται στο κα­θέ­να απ’ αυ­τά σε άλ­λο modus. Στο τρα­γού­δι εί­σαι θέ­α­μα, υπε­ρε­νέρ­γεια, τόλ­μη και συ­μπυ­κνω­μέ­νο αί­σθη­μα. Στο γρά­ψι­μο εί­σαι μια αέ­ναη δια­δρο­μή ανά­με­σα στην εν­δο­σκό­πη­ση και την εξαγ­γε­λία. Μια δια­δρο­μή έστω λί­γων βη­μά­των μέ­σα στο ίδιο δω­μά­τιο, από τον κα­θρέ­φτη, στο μι­κρο­σκό­πιο κι απ’ τον μι­κρο­σκό­πιο στον πα­γκό­σμιο χάρ­τη, από τα πα­λιά βι­βλία στον θό­ρυ­βο του δρό­μου και πά­λι πί­σω.
Όπως κά­θε πα­ρα­στα­τι­κή τέ­χνη, το τρα­γού­δι δεν κρύ­βει το θρά­σος του.
Το ποί­η­μα κρύ­βει την έπαρ­ση του εφευ­ρέ­τη κά­τω από τους ενά­ρε­τους κό­πους και την υπο­μο­νή του ερευ­νη­τή.

Πα­ρ’ όλα αυ­τά ο Γιάν­νης έχει δί­κιο. Οι δυο τέ­χνες μοιά­ζουν σε τού­το: στο ότι απαι­τούν όλη σου την προ­σω­πι­κό­τη­τα, όλη την απο­θή­κη των γνώ­σε­ων, των εμπει­ριών, των αι­σθη­μά­των και των επι­θυ­μιών σου για να τρα­φούν και να αφή­σουν ένα ανα­γνω­ρί­σι­μο απο­τύ­πω­μα.
Ποί­η­ση και μου­σι­κή, δυο τέ­χνες που δεν οφεί­λουν φό­ρο υπο­τε­λεί­ας στην αλη­θο­φά­νεια, που τους έχει ανα­τε­θεί να μι­λή­σουν για το ανα­φές και το άφα­το, σε εξα­πο­λύ­ουν, ελεύ­θε­ρο από τη δου­λεία της πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας και ως εκ τού­του γυ­μνό μπρο­στά στο κοι­νό.


Λέ­νια ΖΑ­ΦΕΙ­ΡΟ­ΠΟΥ­ΛΟΥ




«Έχω εκφράσεις διπλές»: Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης

Λεπτομερής παρατήρηση, διανοητική πειθαρχία

———————

Σπού­δα­σα βιο­χη­μεία και μο­ρια­κή βιο­λο­γία. Θα μπο­ρού­σα εξί­σου –αν όχι και προ­σφυ­έ­στε­ρα στα εν­δια­φέ­ρο­ντά μου και στην κλί­ση μου– να έχω σπου­δά­σει γλωσ­σο­λο­γία ή ιστο­ρία της τέ­χνης. (Έχο­ντας επι­λέ­ξει την ποί­η­ση από πο­λύ νε­α­ρή ηλι­κία, δεν επι­θυ­μού­σα να σπου­δά­σω φι­λο­λο­γία.) Σμί­γο­ντας βιο­λο­γία και ποί­η­ση, θα μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρά­νει κά­ποιος πως με είλ­κε η με­λέ­τη της ζω­ής: τό­σο στο μι­κρο­σκο­πι­κό επί­πε­δό της, όσο και με τον ολι­στι­κό­τε­ρο τρό­πο της ποί­η­σης.
Πι­θα­νώς η με­λέ­τη των κυτ­τά­ρων και των βιο­μο­ρί­ων να με δί­δα­ξε την λε­πτο­με­ρή πα­ρα­τή­ρη­ση και την ψυ­χρή κα­τα­γρα­φή χω­ρίς, εν πρώ­τοις, πρό­θε­ση ερ­μη­νεί­ας. Μό­νο με­τά την συλ­λο­γή των στοι­χεί­ων, θα έλ­θει η από­πει­ρα σύν­θε­σής τους. Και μό­νο με­τά την σύν­θε­ση, θα εξε­τα­σθεί η συμ­φω­νία τους με την αρ­χι­κή υπό­θε­ση ερ­γα­σί­ας, ή θα δια­πι­στω­θεί η ανά­γκη επε­ξερ­γα­σί­ας μιας νέ­ας θε­ω­ρί­ας που να τα πε­ρι­λαμ­βά­νει και να τους απο­δί­δει μια θέ­ση σύμ­φω­νη με την αρ­χι­κή τους πα­ρα­τή­ρη­ση, χω­ρίς να τα βιά­ζει ή να τα αγνο­εί.
Μό­νο με­τά την συλ­λο­γή λέ­ξε­ων και φρά­σε­ων, δο­κι­μά­ζε­ται (πά­λι και πά­λι) το χτί­σι­μο του ποι­ή­μα­τος. Και μό­νο με­τά την κα­τα­σκευή του, ελέγ­χε­ται η θέ­ση του εντός της τρέ­χου­σας ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας: τό­σο της προ­σω­πι­κής, όσο και της ευ­ρύ­τε­ρης (ελ­λη­νό­γλωσ­σης και όχι μό­νο), και μά­λι­στα ως από­λη­ξη­ςμιας ιστο­ρι­κής δια­δρο­μής (της «πα­ρά­δο­σης»). Και αξιο­λο­γεί­ται η θέ­ση του ποι­ή­μα­τος ανά­με­σα σε­άλ­λα­ποι­ή­μα­τα (π.χ. ενός σχε­δια­ζό­με­νου βι­βλί­ου). Τό­τε εν­δέ­χε­ται να δια­πι­στω­θεί η ανά­γκη δη­μιουρ­γί­ας ενός νέ­ου πλέγ­μα­τος σχέ­σε­ων: όταν πλέ­ον τα ίδια τα ποι­ή­μα­τα υπα­γο­ρεύ­ουν άλ­λες συν­δέ­σεις με­τα­ξύ τους. (Πα­ρο­μοί­ως, μό­νο με­τά την προ­σε­κτι­κή συλ­λο­γή ανα­γνω­στι­κών στοι­χεί­ων μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει η κρι­τι­κός στην διε­ρεύ­νη­ση ενός σχή­μα­τος που να τα αξιο­ποιεί χω­ρίς να τα πε­ρι­φρο­νεί προ­σπα­θώ­ντας να τα υπο­τά­ξει σε μια προ-επι­λεγ­μέ­νη θε­ω­ρία.)
Ει­κά­ζω επί­σης πως η πει­ρα­μα­τι­κή μέ­θο­δος των θε­τι­κών επι­στη­μών, κα­θώς και οι οι­κεί­ες τους ανα­λυ­τι­κές και συν­θε­τι­κές επε­ξερ­γα­σί­ες, που αφε­νός προ­ϋ­πο­θέ­τουν την διά­κρι­ση των ση­μα­ντι­κών από τα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα, αφε­τέ­ρου δεν επι­τρέ­πουν να πα­ρα­με­λη­θεί –πό­σο μάλ­λον να αγνοη­θεί– το πα­ρα­μι­κρό, με άσκη­σαν σε μια δια­νοη­τι­κή πει­θαρ­χία χρή­σι­μη στην ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία. Δη­λα­δή στο πλά­σι­μο ενός έρ­γου – πλά­σι­μο που εντέ­λει μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με κα­τα­σκευή όπου η ση­μα­σία κά­θε στοι­χεί­ου (οσο­δή­πο­τε ασυ­νεί­δη­τα γεν­νη­μέ­νου) εί­ναι σο­φά υπο­λο­γι­σμέ­νη, και λι­γό­τε­ρο με ένα νε­φε­λώ­δες, αυ­το­φυ­ές μόρ­φω­μα (ένα δώ­ρο κά­ποιας στιγ­μιαί­ας «έμπνευ­σης»). Η δε ση­μα­σία αυ­τής της δια­νοη­τι­κής πει­θαρ­χί­ας στην κρι­τι­κή έρ­γων, την οποία επί­σης ασκώ, μου φαί­νε­ται ακό­μα προ­φα­νέ­στε­ρη.

Τέ­λος –ιδιαι­τέ­ρως πα­ρα­κι­νη­μέ­νος από μια πρό­σφα­τη πα­ρα­τή­ρη­ση της ποι­ή­τριας και μου­σι­κο­λό­γου Στέλ­λας Βο­σκα­ρί­δου– αντι­λαμ­βά­νο­μαι πως η εν­γέ­νει μι­κρή ή μη βα­ρύ­νου­σα, ή πά­ντως μη προ­φα­νής, πα­ρου­σία της με­τα­φο­ράς στην ποί­η­σή μου, ίσως έχει κοι­νή την πη­γή της με την πί­στη στην αυ­τα­ξία της πα­ρα­τή­ρη­σης και της κα­τα­γρα­φής, μα και την πί­στη στην κυ­ριο­λε­ξία, στην λι­τό­τη­τα, και στην σα­φή­νεια που απαι­τού­νται από τις θε­τι­κές επι­στή­μες. Πί­στη που η τέ­χνη μοι­ρά­ζε­ται, και πί­στη στη­ριγ­μέ­νη στην βε­βαιό­τη­τα πως αυ­τές οι ιδιό­τη­τες, όταν συν­δυα­στούν με διά­κρι­ση, οδη­γούν σε ένα φαι­νό­με­νο –υλι­κό και πνευ­μα­τι­κό ταυ­τό­χρο­να: το ποί­η­μα– που αντη­χεί με ποι­κί­λους τρό­πους και προς διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις, συ­γκι­νώ­ντας μας με έντα­ση και πο­λυ­πλο­κό­τη­τα ίσες ή και ανώ­τε­ρες από αυ­τές που επι­τυγ­χά­νει η με­τα­φο­ρά.


Πα­να­γιώ­της ΙΩ­ΑΝ­ΝΙ­ΔΗΣ


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: