Γαλήνη

Γαλήνη

Γυ­ναί­κα και ο άντρας κά­θο­νται αντι­κρυ­στά στο κα­φέ με τη θά­λασ­σα στο βά­θος και συ­ζη­τούν με φω­νή χα­μη­λή και αρ­γή. Η γυ­ναί­κα σκέ­φτε­ται τα πά­ντα εκτός από τα πά­ντα, μι­λά για τα πά­ντα εκτός από τα πά­ντα. Μι­λά σαν να μην ανή­κει στον κό­σμο στον οποίο βρί­σκε­ται, μι­λά όμως για τον κό­σμο αυ­τόν με μια αί­σθη­ση ανε­ξή­γη­της πλη­ρό­τη­τας, ανα­πνέ­ει τον αέ­ρα του, αλ­λά εί­ναι ένας αέ­ρας που έρ­χε­ται από πο­λύ μα­κριά, μι­λά αφή­νο­ντας αυ­τό το μα­κριά να δια­χέ­ε­ται στον ρυθ­μό της φω­νής της, της ανά­σας της, στον τρό­πο που κοι­τά και φο­ρά το σώ­μα της, που κά­που κά­που σιά­ζει το φό­ρε­μά της, ένα πρα­σι­νω­πό λι­νό και ρι­χτό, πο­λύ αέ­ρι­νο.

ΑΥ­ΤΟΣ
Περ­πά­τη­σες; Πή­ρες τα­ξί;

ΑΥ­ΤΗ
Περ­πά­τη­σα. Δυ­στυ­χώς. Ευ­τυ­χώς.

ΑΥ­ΤΟΣ
Κά­νεις πά­λι το ίδιο. Πά­λι λες το ίδιο. Και πά­λι με τον ίδιο τό­νο. Ένα μίγ­μα απελ­πι­σί­ας και ευ­φο­ρί­ας.

ΑΥ­ΤΗ
Ξε­κί­νη­σα με την ελ­πί­δα πως η μέ­ρα θα εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή. Ότι θα με αφή­σει να τη χα­ρώ περ­πα­τώ­ντας.

ΑΥ­ΤΟΣ
Η από­λαυ­ση με τα πό­δια να πα­τούν αρ­γά πά­νω στη γη. Και από τη γη να σε υψώ­νουν στον ου­ρα­νό.

ΑΥ­ΤΗ
Η πό­λη αυ­τή, όπως όλη η χώ­ρα, θα πα­ρα­μεί­νει για πο­λύ και­ρό, για πολ­λούς και­ρούς, ένα πα­ρά­δο­ξο. Φαί­νε­ται ότι θα συ­νε­χί­ζει να δια­λύ­ε­ται με τον δι­κό της ανέ­με­λο τρό­πο.

ΑΥ­ΤΟΣ
Και με άγνοια για το πώς δια­λύ­ε­ται ο υπό­λοι­πος κό­σμος. Δεν αφου­γκρά­ζε­ται.

ΑΥ­ΤΗ
Εδώ ζού­με σ’ ένα πα­ράλ­λη­λο σύ­μπαν. Ένα που σε απορ­ρυθ­μί­ζει, σε απο­κο­σμί­ζει με το που έχει ξη­με­ρώ­σει. Κά­θε πρωί θέ­λω να βγω και δι­στά­ζω. Δεν μπο­ρώ να περ­πα­τή­σω ή να πάω με το πο­δή­λα­το ανε­μπό­δι­στα και δί­χως να χά­σω την ηρε­μία μου. Ού­τε βέ­βαια και με τη συ­γκοι­νω­νία. Άλ­λω­στε αυ­τή σχε­δόν δεν υπάρ­χει τώ­ρα. Την έχουν λε­η­λα­τή­σει και κα­τα­στρέ­ψει από χρό­νια. Δεν μπο­ρείς να χα­ρείς ή να αξιο­ποι­ή­σεις όπως θέ­λεις την πό­λη, τη φύ­ση, το σώ­μα σου, τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο σου. Τους συ­ναν­θρώ­πους σου. Σε θλί­βει και σε συν­θλί­βει και με­τά σε κα­τα­θλί­βει η διά­χυ­τη αγέ­νεια και η μι­κρο­ε­γκλη­μα­τι­κό­τη­τα, ο κα­θη­με­ρι­νός μι­κρο­χου­λι­γκα­νι­σμός, η απα­ξί­ω­ση αρ­χών, ήθους νό­μων, αξιο­πρέ­πειας. Η κα­τα­στρο­φή της φύ­σης, των δρό­μων, των πε­ζο­δρο­μί­ων. Η απά­θεια και η επι­θε­τι­κό­τη­τα, η άγνοια της συγ­γνώ­μης. Οποια­δή­πο­τε ώρα. Τα βρά­δια ή τις μέ­ρες του λο­κντά­ουν εί­ναι χει­ρό­τε­ρα κα­θώς γε­μί­ζουν τα πε­ζο­δρό­μια από παρ­κα­ρι­σμέ­να αυ­το­κί­νη­τα. Και οι αρ­χές εί­ναι ανί­κα­νες, ανί­δε­ες, αδιά­φο­ρες. Η βα­ναυ­σό­τη­τα αυ­τή σε βρί­σκει νυ­χθη­με­ρόν. Δεν λέω τι γί­νε­ται μέ­σα σε τέσ­σε­ρις τοί­χους. Λέω τι γί­νε­ται έξω, στους δρό­μους της πό­λης και στη φύ­ση της.

ΑΥ­ΤΟΣ
Αυ­τά στο με­τα­ξύ ετοι­μά­ζο­νται μέ­σα σε τέσ­σε­ρις τοί­χους. Στην καρ­διά της κα­τοι­κί­ας.

ΑΥ­ΤΗ
Εί­μαι εξα­ντλη­μέ­νη από αυ­τή την ανε­ξή­γη­τη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Που εί­ναι γε­μά­τη κα­κό ήθος, γε­μά­τη κα­κία, γε­μά­τη από μια συ­μπα­γή, σκο­τει­νή κα­κία. Κα­τά­μαυ­ρη. Απαί­σια όπως η βρό­μα που βγαί­νει από τους κά­δους, ιδιαί­τε­ρα τις Κυ­ρια­κές και τις γιορ­τές. Χώ­ρια τα δέ­ντρα και οι κο­λό­νες στα πε­ζο­δρό­μια, τα οποία δεν έχουν σκε­φτεί καν να διευ­ρύ­νουν. Τα αυ­το­κί­νη­τα και οι μη­χα­νές που ανε­βαί­νουν ανά­πο­δα στους πε­ζό­δρο­μους και κιν­δυ­νεύ­εις να σε χτυ­πή­σουν, κα­θώς ανα­γκα­στι­κά βα­δί­ζεις στην άσφαλ­το. Που παρ­κά­ρουν ανά­πο­δα και σε μπερ­δεύ­ουν, με κίν­δυ­νο να μην ξέ­ρεις ποια κα­τεύ­θυν­ση ισχύ­ει για να προ­στα­τευ­τείς. Ή κιν­δυ­νεύ­εις να πέ­σεις, επει­δή κό­βουν δέ­ντρα και αφή­νουν με­γά­λες τρύ­πες στο πε­ζο­δρό­μιο ή το κού­τσου­ρό τους. Δεν φυ­τεύ­ουν άλ­λα, δεν το έχω δει. Και όταν βρέ­χει γλι­στρούν τα πε­ζο­δρό­μια από τη βρο­μιά που τα κα­λύ­πτει ή από τα πε­σμέ­να φύλ­λα που σπά­νια ή πο­τέ δεν μα­ζεύ­ουν. Και τα νε­ρά τρέ­χουν ορ­μη­τι­κά και δεν μπο­ρείς να δια­σχί­σεις τους δρό­μους. Αυ­το­κί­νη­τα σε κα­τα­βρέ­χουν και πά­ντα κορ­νά­ρουν αναί­τια και πά­ντα σε πνί­γουν σε καυ­σα­έ­ρια και σα­μα­τά από πα­λιές μη­χα­νές, σπι­νά­ρουν χω­ρίς λό­γο και στριγ­γλί­ζουν. Τα αστι­κά λε­ω­φο­ρεία και τα φορ­τη­γά κά­θε εί­δους εί­ναι τα χει­ρό­τε­ρα με τις πα­λιές ντί­ζελ μη­χα­νές.

ΑΥ­ΤΟΣ
Δεν δο­κι­μά­ζο­νται αναί­τια αν­θρώ­πι­νες αντο­χές. Δια­λύ­ο­νται.

ΑΥ­ΤΗ
Σαν να μην δο­κι­μά­ζο­νται στο με­τα­ξύ από πιο σο­βα­ρά, πιο επι­τα­κτι­κά πράγ­μα­τα. Και τα πράγ­μα­τα αυ­τά δο­κι­μά­ζο­νται επι­πλέ­ον από αυ­τή την μι­κρο­πρε­πή κα­θη­με­ρι­νή τα­λαι­πω­ρία και διά­βρω­ση. Δεν μπο­ρώ να πε­ρι­πλα­νη­θώ και να συλ­λο­γι­στώ, να πλη­σιά­σω τη σο­βα­ρό­τη­τα της σκέ­ψης μου.

ΑΥ­ΤΟΣ
Οι τα­κτι­κές των πλα­νή­των δεν ισχύ­ουν σή­με­ρα εδώ. Να στο­χα­στείς κα­θώς πε­ρι­πλα­νιέ­σαι πα­ρα­μέ­νει μια μά­ταιη προ­σπά­θεια και στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πό­λεις στην Ελ­λά­δα.

ΑΥ­ΤΗ
Το όχι και ο ακα­τα­νό­η­τος λό­γος ύπαρ­ξής του κα­ρα­δο­κούν έξω. Σαν μού­χλα, σαν ιός, σαν ερυ­σί­βη ή βαμ­βα­κί­α­ση που δεν μπο­ρείς να εξο­ντώ­σεις. Στέ­κε­ται στο λαι­μό σου και σε πνί­γει. Η κα­τα­στρο­φή εί­ναι πολ­λα­πλή. Φυ­σι­κή. Πο­λι­τι­κή. Ηθι­κή. Κοι­νω­νι­κή. Σω­μα­τι­κή. Γε­ω­γρα­φι­κή. Οι­κο­νο­μι­κή. Πνευ­μα­τι­κή. Ψυ­χο­λο­γι­κή. Της φα­ντα­σί­ας. Των αι­σθη­μά­των. Άμε­ση και έμ­με­ση. Στιγ­μιαία και ακα­ριαία. Εδώ τώ­ρα. Και όλα αυ­τά μέ­σα σε μια απτή αγά­πη. Και δεν ξέ­ρω αν η κα­τα­στρο­φή αυ­τή εί­ναι η πα­ρέν­θε­ση στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας ή η αγά­πη. Δεν μου δί­νε­ται η δυ­να­τό­τη­τα να το στο­χα­στώ ή να το νιώ­σω, να το διαι­σθαν­θώ.

ΑΥ­ΤΟΣ
Ξε­κι­νάς τη μέ­ρα σου με κα­τά­φα­ση και αμέ­σως γκρε­μί­ζε­σαι στην άρ­νη­ση. Θα ήταν ωραίο να μπο­ρού­σες να την πα­ρα­κάμ­ψεις σαν δέ­ντρο.

ΑΥ­ΤΗ
Στην ευ­ρύ­τε­ρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το κα­κό αυ­τό εί­ναι τε­τριμ­μέ­νο. Θε­ω­ρεί­ται ασή­μα­ντο από αυ­τούς που το επι­βάλ­λουν ή έστω το επι­τρέ­πουν. Μέ­χρι να σε βρει ακα­ριαία. Και σε βρί­σκει. Μας βρί­σκεις όλους. Φτά­νει από πα­ντού γύ­ρω σου. Και το σώ­μα δεν εί­ναι αυ­τό που σκέ­φτε­σαι άμε­σα, το πό­σο κα­τα­βάλ­λε­ται και αρ­γο­πε­θαί­νει στο πε­ρι­βάλ­λον αυ­τό. Αυ­τό που σε δια­λύ­ει, εμέ­να, άμε­σα εί­ναι που δεν μπο­ρείς να σκε­φτείς. Και δεν μπο­ρείς και να μη σκε­φτείς. Έτσι αιω­ρεί­σαι, εγώ, ανά­με­σα σε απο­σπά­σμα­τα σκέ­ψε­ων, σε κου­ρά­ζει η προ­σπά­θεια να συ­γκρα­τή­σεις να νή­μα­τα των νοη­μά­των. Χά­νεις διαρ­κώς τον τό­νο της σκέ­ψης. Εί­σαι μέ­σα σε ένα χά­σι­μο. Στις μέ­ρες του lockdown το χά­σι­μο αυ­τό εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρο, κα­θώς οι δρό­μοι εί­ναι άδειοι σχε­δόν από αν­θρώ­πους. Σου επι­τρέ­πει να εστιά­ζεις σε αυ­τό, και αυ­τό σου επι­τί­θε­ται πιο εύ­κο­λα. Και στη στε­νο­χώ­ρια της αστι­κής κα­τά­πτω­σης προ­στί­θε­ται η στε­νο­χώ­ρια για τις επι­πτώ­σεις του ιού. Άμε­σες, με­σο­πρό­θε­σμες, μα­κρο­πρό­θε­σμες.

ΑΥ­ΤΟΣ
Η πε­ρι­πλά­νη­ση εί­ναι λει­τουρ­γία που θέ­λει ένα εί­δος πο­λύ­πλευ­ρης αφο­σί­ω­σης. Κά­θε φο­ρά δη­μιουρ­γεί­ται μια πρώ­τη σε­λί­δα. Η αί­σθη­ση μιας αρ­χής γε­μί­ζει τη μέ­ρα.

ΑΥ­ΤΗ
Δεν κα­τα­λα­βαί­νω από πού πη­γά­ζουν όλα τα στοι­χεία αυ­τού μί­σους, οι κη­λί­δες της πα­ρα­τη­μέ­νης απελ­πι­σί­ας που κα­λύ­πτουν την πό­λη. Αλ­λά εί­ναι και ευ­λο­γία που τα ίδια αυ­τά στοι­χεία που ανα­γκά­ζουν με­γά­λες εκτά­σεις στο κέ­ντρο ή από­κε­ντρα να πα­ρα­μέ­νουν για χρό­νια πα­ρα­τη­μέ­νες αφή­νουν τη φύ­ση στην ησυ­χία της για να αγριεύ­ει την άνοι­ξη και να πολ­λα­πλα­σιά­ζει έντο­μα και μι­κρά ζώα.

ΑΥ­ΤΟΣ
Πού χτυ­πά­ει η καρ­διά σε μια πό­λη σαν αυ­τή;

ΑΥ­ΤΗ
Πρέ­πει να προ­σποιού­με ότι ζω, ότι θέ­λω να συ­νε­χί­ζω να ζω, ενώ το μό­νο που θέ­λω εί­ναι να απο­συρ­θώ σε μια πυ­κνή σκιά, σε μια βα­θιά κρύ­πτη, να ακο­λου­θή­σω ένα ατέ­λειω­το μο­νο­πά­τι. Αό­ρα­τη, απρό­σι­τη.

ΑΥ­ΤΟΣ
Η πα­ρού­σα στιγ­μή και το στίγ­μα εκ­κί­νη­σης συ­νε­χώς αλ­λά­ζει σε μια γα­λή­νη. Τί­πο­τε δεν συμ­βαί­νει. Τα πά­ντα συμ­βαί­νουν.

ΑΥ­ΤΗ
Σου μι­λούν, ποιοι, οι ση­με­ρι­νοί πο­λι­τι­κοί της χώ­ρας, με μια φυ­σι­κό­τη­τα που εί­ναι ψεύ­τι­κη. Σε βλέ­πουν σαν ξέ­νο, σαν εχθρό. Έχουν ιδιο­ποι­η­θεί μια ανω­τε­ρό­τη­τα που νο­μί­ζει ότι πεί­θει με με­λε­τη­μέ­νη, πλα­στή, άνε­ση. Κά­ποιος τους τη δί­δα­ξε, για­τί οι ίδιοι δεν εί­ναι ικα­νοί να την δη­μιουρ­γή­σουν και να την ενερ­γο­ποι­ή­σουν.

ΑΥ­ΤΟΣ
Η στιγ­μή δη­μιουρ­γεί μια από­στα­ση ανά­με­σα στον κό­σμο και τη ζωή σου. Κα­τα­λή­γεις για λί­γο εκεί και πα­ρα­τη­ρείς κα­λύ­τε­ρα τον πε­ρί­γυ­ρό σου. Πριν επι­στρέ­ψεις στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, στη στιγ­μή που δια­νύ­εις, που ανα­συ­ντάσ­σεις. Αιω­ρεί­σαι κα­θώς πε­ρι­πλα­νιέ­σαι, επι­στρέ­φεις στην καρ­διά του ορ­γα­σμού που δεν έχεις αφή­σει πο­τέ.

ΑΥ­ΤΗ
Το και­ρό αυ­τόν όλα πιο προ­σω­ρι­νά από πο­τέ. Και για μέ­να πιο σχε­δια­σμέ­να στον πε­ριο­ρι­σμό τους. Πώς φα­ντά­ζο­μαι το αύ­ριο; Όλα τό­τε πιο τυ­χαία. Πιο απρο­σχε­δί­α­στα.

ΑΥ­ΤΟΣ
Όταν η ύπαρ­ξη εμπο­τί­ζε­ται από απου­σία, η πε­ρι­πλά­νη­ση ταυ­τί­ζε­ται, χω­ρίς καν προ­σπά­θεια, με την ύπαρ­ξη. Κα­τα­βύ­θι­ση τό­τε στην ύπαρ­ξη μέ­σω πε­ρι­πλά­νη­σης και αντί­στρο­φα. Τα πό­δια στη γη, το κε­φά­λι στον αέ­ρα. Οι άπια­στες σκέ­ψεις εί­ναι γί­νο­νται απτές, γε­μί­ζουν ύλη, γε­μί­ζουν με την υφή της ύλης.

ΑΥ­ΤΗ
Όταν πε­ρι­πλα­νιέ­μαι και βρί­σκω τον δι­κό μου ρυθ­μό και όχι αυ­τόν που επι­βάλ­λει ο χώ­ρος, με απορ­ρο­φά η δύ­να­μη μιας αφο­σί­ω­σης που δεν έχει αντι­κεί­με­νο. Και το μυ­στή­ριο ενός αι­νίγ­μα­τος που δεν έχει σχέ­ση με κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο. Η φρο­ντί­δα μιας αγά­πης που προ­έρ­χε­ται από την ελευ­θε­ρία της ξε­νι­κό­τη­τας. Κά­τι έρ­χε­ται αδιά­κο­πα προς έμε­να και κά­τι φεύ­γει αδιά­κο­πα από μέ­να. Και τί­πο­τε δεν θέ­λει κά­τι από μέ­να. Μό­νο όταν περ­πα­τώ το νιώ­θω αυ­τό. Όχι όταν προ­σπα­θώ να βα­δί­ζω προ­σε­χτι­κά μη με χτυ­πή­σουν επι­κίν­δυ­νοι οδη­γοί ή όταν τα πε­ζο­δρό­μια εί­ναι γε­μά­τα πα­γί­δες.

ΑΥ­ΤΟΣ
Εί­σαι μέ­σα σε μια πα­ρέν­θε­ση, σε κά­τι που εί­ναι ανοι­χτό πα­ρ’ όλα αυ­τά, κά­τι που επη­ρε­ά­ζει ό,τι προη­γεί­ται και ό,τι ακο­λου­θεί. Σαν μια ανά­σα που νιώ­θει τον ανα­σα­σμό της, μια στιγ­μή που νιώ­θει να διαρ­κεί, να εμπο­τί­ζε­ται.

ΑΥ­ΤΗ
Η πό­λη αυ­τή πα­ρά­γει άρ­νη­ση και δεί­χνει σαν να θρέ­φε­ται από το κα­κό. Σαν να της εί­ναι άγνω­στη η στιγ­μή που θα μπο­ρού­σε να τη λυ­τρώ­σει. Έχει ανοί­ξει τον ασκό της πα­ρέν­θε­σης.

Ο άντρας εί­ναι πα­ρών, εί­ναι εδώ, την ακού­ει, την προ­σέ­χει, δια­βά­ζει τις κι­νή­σεις των χε­ριών της, τις με­τα­το­πί­σεις του φο­ρέ­μα­τός της, προ­σπα­θεί να μη δια­τα­ρά­ξει το βλέμ­μα της, τις ανα­πά­ντε­χες στρο­φές της σκέ­ψης της, την ορ­μή της σκέ­ψης αυ­τής με το επι­κό της ύψος. Της μι­λά όσο πιο προ­σω­πι­κά μπο­ρεί. Όσο πιο γή­ι­να μπο­ρεί. Κά­θο­νται και δεί­χνουν να θέ­λουν να μεί­νουν εκεί για πά­ντα, σαν να ήταν εκεί πά­ντα. Ή σαν να μη μπο­ρούν να κου­νη­θούν από το κά­θι­σμά τους.


Γαλήνη
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: