Στιγμώνες

Στιγμώνες


Μπαί­νεις στο στρα­τό­πε­δο Κό­δρα από τη νό­τια με­ριά, από τη νο­τιο­δυ­τι­κή ίσως, από ένα άνοιγ­μα στον αχρη­στευ­μέ­νο συρ­μά­τι­νο φρά­χτη, απ’ όπου ξε­κι­νά ένα στε­νό χω­μά­τι­νο μο­νο­πά­τι ανά­με­σα στα ψη­λά, πρά­σι­να ακό­μη χόρ­τα. Στον δρό­μο πί­σω σου τρέ­χουν αυ­το­κί­νη­τα με πο­λύ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα βιά­ζο­ντας τον αέ­ρα, έτσι δεν κα­θυ­στε­ρείς κα­θό­λου. Στην άλ­λη με­ριά του δρό­μου λι­γο­στοί άν­θρω­ποι από δια­φο­ρε­τι­κές ηλι­κί­ες περ­πα­τούν γρή­γο­ρα ή τρέ­χουν, κά­νο­ντας την κα­θη­με­ρι­νή τους άσκη­ση στο κου­ρα­σμέ­νο, μα­ρα­μέ­νο δεύ­τε­ρο έτος της παν­δη­μί­ας. Εί­ναι το δεύ­τε­ρο μι­σό του Μάρ­τιου, η μέ­ρα εί­ναι κά­πως ψυ­χρή όταν κρύ­βε­ται ο ήλιος στον μι­σο­συν­νε­φια­σμέ­νο ου­ρα­νό. Η με­ριά εκεί­νη του τε­ρά­στιου, πα­ρα­τη­μέ­νου πε­δί­ου που τώ­ρα δια­σχί­ζεις εί­ναι ανη­φο­ρι­κή, σχη­μα­τί­ζει μια με­γά­λη σε εύ­ρος και μή­κος κα­μπύ­λη που μα­ζί με τις μι­κρές αλ­λά πυ­κνές συ­στά­δες δέ­ντρων, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ελιές και αχλα­διές, προς τα αρι­στε­ρά κρύ­βει την πό­λη, ενώ πέ­ρα από την κο­ρυ­φή της, στον ορί­ζο­νται φαί­νε­ται μό­νο το πιο με­γά­λο βου­νό της Θεσ­σα­λο­νί­κης, ο Χορ­τιά­της. Το έδα­φος εί­ναι κι εδώ σκε­πα­σμέ­νο με πρά­σι­νο χορ­τά­ρι, πιο χα­μη­λό, αλ­λά λό­γω τού και­ρού δεν έχουν εμ­φα­νι­στεί λου­λού­δια ακό­μη, εκτός από κά­ποιες μι­κρές λα­ψά­νες, με­ρι­κούς γά­λαν­θους και κά­ποια ακό­νι­τα που δύ­σκο­λα δια­κρί­νο­νται. Ακό­μη δεν έχου­νε βγει οι στα­φυ­λο­υ­̈­άκι­νθοι, οι πα­πα­ρού­νες και οι μαρ­γα­ρί­τες. Ανε­μώ­νες δεν έχεις ακό­μη δει σε όλο τον χώ­ρο του Κό­δρα. Μια αγρια­χλα­διά που φέ­τος δεν την πρό­λα­βες αν­θι­σμέ­νη εί­ναι πρά­σι­νη τώ­ρα, μό­νη χω­ρίς τις μέ­λισ­σες και τις πε­τα­λού­δες, αλ­λά κα­θό­λου δεν θα την έλε­γες χα­ρού­με­νη ή θλιμ­μέ­νη. Ίσως σα­στι­σμέ­νη. Από πέ­ρα μα­κριά, από τη δε­ξιά με­ριά όπου εί­ναι τα κα­φε­τιά κου­φά­ρια των στρα­τώ­νων πλη­σιά­ζει μια ηλι­κιω­μέ­νη γυ­ναί­κα με τον σκύ­λο της που τρέ­χει γύ­ρω της λυ­μέ­νος. Εί­ναι η στιγ­μή που δεν σε βα­ραί­νει η υγρή και πο­ρώ­δης σκλη­ρό­τη­τα αυ­τών των ιδιόρ­ρυθ­μων, αλ­λό­κο­των και­ρών, δεν σε τρα­βά από τα πό­δια μέ­σα στο χώ­μα, από τα μαλ­λιά μέ­σα στη θά­λασ­σα, από τις σκέ­ψεις σου μέ­σα σε μια κό­λα­ση ανοη­σί­ας, θρα­σύ­τη­τας και φι­λαυ­τί­ας. Τώ­ρα εί­ναι η απει­ρο­ε­λά­χι­στη στιγ­μή της δι­κής σου με­γά­λης, άπει­ρης ανε­με­λιάς, χω­ρίς πέ­ρας και χω­ρίς, το πιο κα­λό απ’ όλα σκέ­φτε­σαι, πεί­ρα. Η στιγ­μή που πράγ­μα­τι ακούς και πράγ­μα­τι σε ακού­ει όποιος άν­θρω­πος εί­ναι συ­ντο­νι­σμέ­νος μα­ζί σου. Απο­λύ­τως κα­νέ­νας.



Από­σπα­σμα από το αφή­γη­μα Στιγ­μώ­νες, προ­αι­σθή­μα­τα και αι­σθή­μα­τα κο­σμο­γο­νί­ας (υπό δια­μόρ­φω­ση για τις εκ­δό­σεις Σαιξ­πη­ρι­κόν.)


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: