Θα έρθω μια νύχτα


Π   Ρ   Ο   Σ   Ω   Π   Α

ΓΥΝΑΙ­ΚΑ και ΑΝΤΡΑΣ απροσ­διο­ρί­στου ηλι­κί­ας.
Αντρι­κή φω­νή στην ΤΗΛΕ­Ο­ΡΑ­ΣΗ.

Τη­λε­ό­ρα­ση σχε­δόν στο κέ­ντρο της σκη­νής, στραμ­μέ­νη πλά­για προς τα δε­ξιά. Ένας κα­να­πές και μια πο­λυ­θρό­να μπρο­στά της.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Θα έρ­θω μια νύ­χτα. Θα έρ­θω μέ­σα στο σκο­τά­δι. Θα έρ­θω την ώρα που κοι­μά­στε. Και δεν θα εί­μαι μό­νος. Δεν θα εί­μαι μό­νος. Μό­νοι θα εί­στε εσείς. Μό­νοι και απρο­στά­τευ­τοι στο βα­θύ σκο­τά­δι της νύ­χτας.

Γυ­ναί­κα
Εί­ναι θέ­μα λε­πτής δια­χεί­ρι­σης.

Άντρας
Ποιο πράγ­μα εί­ναι θέ­μα λε­πτής δια­χεί­ρι­σης σή­με­ρα;

Γυ­ναί­κα
Όλα τα πράγ­μα­τα. Τα πά­ντα.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Εί­στε μι­κρά παι­διά και τρέ­χε­τε για προ­στα­σία στους με­γά­λους της Ευ­ρώ­πης και της Αμε­ρι­κής. Δεν θα σας σώ­σει κα­νέ­νας απ’ αυ­τούς όμως. Θα σας αγνο­ή­σουν στην κρί­σι­μη στιγ­μή. Στην κρί­σι­μη στιγ­μή θα εί­στε μό­νοι. Μό­νοι μέ­σα στη νύ­χτα. Και τό­τε θα έρ­θω. Θα έρ­θω μέ­σα στη νύ­χτα και δεν θα εί­μαι μό­νος.

Άντρας
Κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο έχεις στον νου σου. Κά­τι ση­με­ρι­νό.

Γυ­ναί­κα
Ίσως μια φυ­γή. Ίσως εί­ναι και­ρός για μια φυ­γή.

Άντρας
Δεν εί­μα­στε σε μια διαρ­κή φυ­γή ού­τως ή άλ­λως;

Γυ­ναί­κα
Τώ­ρα σκέ­φτο­μαι μια συ­γκε­κρι­μέ­νη φυ­γή.

Άντρας
Κο­ντι­νή ή μα­κρι­νή; Σύ­ντο­μης ή με­γά­λης διάρ­κειας;

Γυ­ναί­κα
Το έχου­με συ­ζη­τή­σει αυ­τό και άλ­λο­τε. Και όχι μια φο­ρά μό­νο.

Άντρας
Να φύ­γου­με από την πό­λη;

Τη­λε­ό­ρα­ση
Το θρά­σος σας εί­ναι με­γά­λο και δεν μπο­ρού­με να το ανε­χτού­με. Δεν μπο­ρού­με να ανε­χτού­με κα­νέ­να θρά­σος από κα­νέ­ναν. Ού­τε με­γά­λο, ού­τε μι­κρό. Από πού αντλεί­τε τέ­τοιο θρά­σος; Ποιος νο­μί­ζε­τε θα σας γλι­τώ­σει όταν δεν θα εί­μα­στε σε θέ­ση να το ανε­χτού­με άλ­λο;

Γυ­ναί­κα
Ναι, από την πό­λη και από τους αν­θρώ­πους.

Άντρας
Αυ­τό δεν εί­ναι θέ­μα λε­πτής δια­χεί­ρι­σης. Εί­ναι θέ­μα με­γά­λης δια­χεί­ρι­σης. Σκλη­ρής δια­χεί­ρη­σης.

Γυ­ναί­κα
Μέ­χρι να κα­τα­λή­ξου­με σε μια ορι­στι­κή από­φα­ση η λε­πτό­τη­τα εί­ναι αυ­τή που θα κρί­νει.

Άντρας
Και προ­τι­μάς πά­ντα βου­νό από θά­λασ­σα;

Γυ­ναί­κα
Ναι, βου­νό. Το εί­χες προ­τι­μή­σει και συ. Το εί­χα­με συ­ζη­τή­σει.

Άντρας
Κο­ντά σε βου­νό ή πά­νω σε βου­νό;

Γυ­ναί­κα
Στους πρό­πο­δες. Με θέα το βου­νό από τη μια με­ριά και τον κά­μπο από την άλ­λη.

Άντρας
Σκέ­φτε­σαι ένα ψη­λό βου­νό;

Γυ­ναί­κα
Όχι πο­λύ ψη­λό. Ένα βου­νό να μπο­ρώ να το ανε­βαί­νω συ­χνά. Να μη προ­κα­λεί δέ­ος.

Άντρας
Όχι τον Όλυ­μπο τό­τε σί­γου­ρα.

Γυ­ναί­κα
Όχι τον Όλυ­μπο. Όχι τέ­τοια ύψη.

Άντρας
Όχι θεϊ­κά ύψη. Όχι τα Πιέ­ρια όρη.

Γυ­ναί­κα
Μα­κριά απ’ αυ­τά.

Άντρας
Θα νοι­κιά­σου­με αυ­το­κί­νη­το και θα πά­με να δού­με κά­ποια μέ­ρη στα βό­ρεια.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Δεν απει­λού­με κα­νέ­ναν εμείς. Αγα­πά­με την ει­ρή­νη και θέ­λου­με να μας αγα­πά­νε οι γεί­το­νές μας. Τώ­ρα δεί­χνε­τε με κά­θε τρό­πο ότι δεν μας αγα­πά­τε, ότι μας επι­βου­λεύ­ε­στε. Πα­ρα­τη­ρού­με συ­νε­χώς ύπου­λες, κρυ­φές και ανοι­χτά εχθρι­κές κι­νή­σεις ενα­ντί­ον μας. Μι­λά­τε για μέ­ρα και ότι εσείς δρά­τε στο φως του ήλιου. Εί­ναι όμως η επι­θε­τι­κή, η συ­γκρου­σια­κή τα­κτι­κή σας αυ­τή. Μας απει­λεί­τε κα­τά­φο­ρα και απρο­κά­λυ­πτα. Εμείς μι­λά­με για σκο­τά­δι, για νύ­χτα. Θα έρ­θου­με μια νύ­χτα. Θα εί­μα­στε οι νυ­χτε­ρι­νοί επι­σκέ­πτες που δεν πε­ρι­μέ­νε­τε.

Γυ­ναί­κα
Βό­ρεια και βο­ρειο­δυ­τι­κά. Και βο­ρειο­α­να­το­λι­κά.

Άντρας
Όχι σε κά­ποιο νη­σί;

Γυ­ναί­κα
Ίσως και σε κά­ποιο με­γά­λο νη­σί.

Άντρας
Όχι νό­τια;

Γυ­ναί­κα
Ίσως και νό­τια.

Άντρας
Να αρ­χί­σου­με από βο­ρειο­δυ­τι­κά ίσως.

Γυ­ναί­κα
Ναι, εί­ναι πιο μα­κριά από τη θά­λασ­σα.

Άντρας
Να αφή­σου­με τη στιγ­μή να απο­φα­σί­σει.

Γυ­ναί­κα

Ναι, τη στιγ­μή, το στίγ­μα του χώ­ρου και του χρό­νου. Πού βρι­σκό­μα­στε τό­τε; Τι κά­νου­με;

Άντρας
Θα δεί­ξει η συσ­σώ­ρευ­ση των στιγ­μών τη στιγ­μή εκεί­νη.

Γυ­ναί­κα
Ένα μι­κρό μέ­ρος στο βου­νό εί­ναι ό,τι πιο κα­λό μπο­ρώ να φα­ντα­στώ τώ­ρα. Ό,τι πιο κα­λό επι­θυ­μώ μου εί­χες πει και συ πριν από και­ρό ήδη.

Άντρας
Θα πρέ­πει να προ­ε­τοι­μά­σου­με τους δι­κούς μας και τους φί­λους μας σι­γά σι­γά.

Γυ­ναί­κα
Δεν θα εί­ναι τό­σο δύ­σκο­λο. Εί­ναι κά­τι που πε­ρι­μέ­νουν. Το έχουν διαι­σθαν­θεί με τρό­πο έντο­νο νο­μί­ζω.

Άντρας
Ναι, κά­πως έντο­νο. Θέ­λεις και άλ­λο κα­φέ; Δεν έχει μεί­νει.

Γυ­ναί­κα
Αν θέ­λεις και συ. Δεν θέ­λω να συ­νε­χί­σω μό­νη.

Άντρας
Πάω να ετοι­μά­σω. Θα τον κά­νω λι­γό­τε­ρο δυ­να­τό τη φο­ρά αυ­τή.

Βγαί­νει παίρ­νο­ντας την κα­νά­τα τού κα­φέ μα­ζί του.

Γυ­ναί­κα
(Φω­νά­ζει.) Θα μπο­ρούν να μας επι­σκέ­πτο­νται όπο­τε θέ­λουν.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Θα σας επι­σκε­φτού­με στα βά­θη της νύ­χτας. Στο πυ­κνό σκο­τά­δι του ύπνου σας. Θα γί­νου­με η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του εφιάλ­τη σας. Θα τρέ­χε­τε να ανε­βεί­τε στα βου­νά, όσο πιο ψη­λά μπο­ρεί­τε, αλ­λά δεν θα προ­λά­βε­τε. Θα σας κα­τα­πιεί η νύ­χτα που θα φέ­ρου­με μα­ζί μας.

Γυ­ναί­κα
(Φω­νά­ζει.) Νο­μί­ζεις ότι θα έρ­χο­νται;

Άντρας
(Από έξω.) Η δι­κή τους στιγ­μή θα το δεί­ξει. Ξέ­ρουν ότι τους αγα­πά­με, και αυ­τούς και τη συ­ντρο­φιά τους.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Δεν εί­ναι από­φα­ση της στιγ­μής. Εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νο από τη μοί­ρα. Εί­ναι θέ­σφα­το και γι’ αυ­τό επι­τα­κτι­κό, από­λυ­το. Μας απει­λεί­τε και θα αμυν­θού­με. Ό,τι κά­νε­τε και ό,τι λέ­τε μας απει­λεί και απαι­τεί την αντί­δρα­σή μας. Η νύ­χτα εί­ναι με το μέ­ρος μας. Τα άστρα και το φεγ­γά­ρι εί­ναι με το μέ­ρος μας. Θα έρ­θου­με μια νύ­χτα που θα έχουν κρυ­φτεί για χά­ρη μας.

Γυ­ναί­κα
Θα έρ­χο­νται και θα πη­γαί­νου­με κι εμείς σ’ αυ­τούς.

Άντρας
(Επι­στρέ­φει με φρέ­σκο κα­φέ.) Θα μπο­ρού­σα­με να μεί­νου­με και εδώ πού εί­μα­στε. Δεν εί­ναι άσχη­μα.

Γυ­ναί­κα
Δεν εί­ναι κα­θό­λου άσχη­μα. Λέ­γα­με να αλ­λά­ξου­με προ­ο­πτι­κή.

Άντρας
Νο­μί­ζω το έλε­γες πιο πο­λύ εσύ.

Γυ­ναί­κα
Ναι, ίσως, αλ­λά δεν δια­φώ­νη­σες πο­τέ. Και νο­μί­ζω ότι εί­χα εκ­φρά­σει κά­τι που διαι­σθα­νό­μουν. Κά­τι που ερ­χό­ταν από σέ­να.

Άντρας
Διαι­σθα­νό­σουν τα αι­σθή­μα­τά μου;

Γυ­ναί­κα
Ναι, και όλη τη στά­ση σου γε­νι­κά.

Άντρας
Που ίσως όμως ήταν μια αντί­δρα­ση στη δι­κή σου στά­ση. Ίσως ήταν η έκ­φρα­ση της δι­κής μου διαί­σθη­σης.

Γυ­ναί­κα
Σε προ­κά­λε­σα εγώ να με προ­κα­λέ­σεις;

Άντρας
Από κά­ποιον ήρ­θε η πρό­κλη­ση.

Γυ­ναί­κα
Ή από κά­τι.

Άντρας

Συμ­φω­νώ ού­τως ή άλ­λως για την αλ­λα­γή της προ­ο­πτι­κής. Και δεν εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα της αλ­λα­γής που μας έφε­ρε κο­ντά; Που μας κρα­τά μα­ζί;

Γυ­ναί­κα
Και που θα μας κρα­τή­σει και χώ­ρια ελ­πί­ζω.

Άντρας
Α, ναι και αυ­τό.

Γυ­ναί­κα
Θα μέ­νω μό­νη μου εκεί όπο­τε θέ­λω. Και εσύ μό­νος σου όπο­τε θέ­λεις.

Άντρας
Και θα μπο­ρού­σες πά­ντα να έρ­θεις ένα βρά­δυ που δεν θα σε πε­ρι­μέ­νω.

Γυ­ναί­κα
Μια νύ­χτα σκο­τει­νή και θυ­ελ­λώ­δη.

Άντρας
Θέ­λω να βγω και να πάω κά­που να αγο­ρά­σω του­λί­πες. Και δεν ξέ­ρω πού να τις βρω, και αν θα τις βρω σε τι κα­τά­στα­ση θα εί­ναι και πό­σο θα κο­στί­ζουν.

Γυ­ναί­κα
Πο­τέ δεν βρί­σκεις εύ­κο­λα του­λί­πες στην Ελ­λά­δα. Ακό­μη και μέ­σα στον χει­μώ­να.

Άντρας
Θέ­λεις πράγ­μα­τι να μεί­νεις μό­νη σου;

Γυ­ναί­κα
Εί­μαι συ­χνά μό­νη μου και όταν εί­μαι μα­ζί σου.

Άντρας
Δεν εί­ναι το ίδιο πράγ­μα.

Γυ­ναί­κα
Ναι, δεν εί­ναι. Όχι, δεν εί­ναι. Όταν εί­ναι ένα ναι, εί­ναι ό,τι επι­θυ­μώ. Όταν πρό­κει­ται για ένα όχι όμως. Ναι, του­λί­πες. Σου έμα­θα εγώ να τις αγα­πάς.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Ο θε­ός σας δεν θα σας σώ­σει τη νύ­χτα που θα έρ­θου­με. Ού­τε οι θε­οί σας. Η μυ­θο­λο­γία σας δεν μας συ­γκι­νεί. Ού­τε ο πο­λι­τι­σμός σας. Ο χρό­νος και η ιστο­ρία εί­ναι με το μέ­ρος μας. Η μοί­ρα εί­ναι με το μέ­ρος μας. Ο αιώ­νας αυ­τός εί­ναι δι­κός μας. Το με­γα­λείο των αιώ­νων που θα ακο­λου­θή­σουν εί­ναι δι­κό μας.

Άντρας
Η κα­τά­φα­ση εί­ναι μια φυ­σι­κή διά­στα­ση, δεν εί­ναι;

Γυ­ναί­κα
Πά­λι γα­βγί­ζει ο σκύ­λος των απέ­να­ντι. Πά­λι τον έκλει­σαν έξω στο μπαλ­κό­νι.

Άντρας
Η τα­χύ­τη­τα της κα­τά­φα­σης εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη από την τα­χύ­τη­τα του φω­τός και της βα­ρύ­τη­τας.

Γυ­ναί­κα
Ξέ­ρω κα­λά ποιοι εί­ναι αλ­λά δεν ξέ­ρω πώς να τους το πω χω­ρίς να τους προ­σβά­λω.

Άντρας
Μια τα­χύ­τη­τα που δεν μπο­ρεί να με­τρη­θεί, που ενώ κι­νεί­ται εί­ναι σαν να μην έχει αφή­σει τη στιγ­μή. Ναι, δεν την αφή­νει κα­θό­λου. Την έχει αφή­σει, έχει προ­λά­βει να κά­νει τον γύ­ρω του κό­σμου, όλων των κό­σμων, και έχει ήδη επι­στρέ­ψει εκεί από όπου εί­χε ξε­κι­νή­σει. Από κει που ξε­κι­νά. Ξε­κί­νη­μα και επι­στρο­φή συ­μπί­πτουν.

Γυ­ναί­κα
Για τον λό­γο αυ­τό πα­ρα­μέ­νει ανε­ξή­γη­τη η αγά­πη μου για τις του­λί­πες. Για τον λό­γο αυ­τό με αγά­πη­σαν πρώ­τα αυ­τές πριν τις αγα­πή­σω εγώ. Πριν καν σκε­φτώ να τις αγα­πή­σω.

Άντρας
Και τώ­ρα δεν τις βρί­σκου­με όταν τις θέ­λου­με.

Γυ­ναί­κα
Δεν βρί­σκου­με αυ­τό που αγα­πά­με.

Άντρας
Δεν μας έβρι­σκε όταν μας ήθε­λε. Δεν ήμα­σταν εκεί γι’ αυ­τόν.

Γυ­ναί­κα
Ήταν από μι­κρός ανε­ξάρ­τη­τος. Τον με­γα­λώ­σα­με να εί­ναι ανε­ξάρ­τη­τος.

Άντρας
Ίσως ήμα­σταν εμείς οι ανε­ξάρ­τη­τοι. Οι υπερ­βο­λι­κά ανε­ξάρ­τη­τοι. Οι απο­μο­νω­μέ­νοι. Οι εντε­λώς απο­κομ­μέ­νοι. Νο­μί­ζω έτσι μας έβλε­πε. Έτσι μας αι­σθα­νό­ταν. Έτσι μας διαι­σθα­νό­ταν.

Γυ­ναί­κα
Ήμουν πά­ντα κο­ντά του μέ­σα μου. Θα έπρε­πε να το ξέ­ρει.

Άντρας
Ήμα­σταν πε­ρισ­σό­τε­ρο κο­ντά με­τα­ξύ μας. Ήμα­σταν απορ­ρο­φη­μέ­νοι ο ένας από τον άλ­λο.

Γυ­ναί­κα
Δεν μπό­ρε­σα να δια­βά­σω τα άφω­να λό­για στο πρό­σω­πό του. Στα χέ­ρια του. Τις σιω­πη­λές εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις του.

Άντρας
Η λύ­πη τώ­ρα αυ­τή εί­ναι άλ­λη νύ­χτα. Μια λύ­πη που δεν μπο­ρεί να την εκ­φρά­σει κα­μιά ει­κό­να, κα­μιά με­τα­φο­ρά. Που έρ­χε­ται όπως εί­ναι. Μια λύ­πη που με βρί­σκει με την τα­χύ­τη­τα του φω­τός και της βα­ρύ­τη­τας. Μια λύ­πη που με ξυ­πνά πριν από την κα­τά­φα­ση ακό­μη. Που έχει εμπο­τί­σει την κα­τά­φα­ση.

Γυ­ναί­κα
Να μπο­ρού­σα να τις έβρι­σκα πα­ντού, όπως σε άλ­λα μέ­ρη. Στα σου­περ­μάρ­κετ, στα βεν­ζι­νά­δι­κα. Μι­κρά μπου­κέ­τα σε δια­φο­ρε­τι­κά χρώ­μα­τα. Οι κί­τρι­νες και οι κόκ­κι­νες του­λί­πες που προ­τι­μώ εξορ­κί­ζουν τη λύ­πη για λί­γο. Τη στιγ­μή της επι­λο­γής. Τη στιγ­μή που απλώ­νω το χέ­ρι μου να τις βγά­λω από το δο­χείο, όπου στέ­κο­νται και με κοι­τούν.

Άντρας
Ήξε­ρε ότι ήσουν πά­ντα κο­ντά του. Ήξε­ρε που τον αγα­πού­σες. Τον αγα­πού­σες υπερ­βο­λι­κά.

Γυ­ναί­κα
Ποια μέ­ρα, ποια στιγ­μή τον πή­ρε μα­ζί της. Πό­τε ήταν εκεί μα­ζί μας, μπρο­στά μας και δεν τον βλέ­πα­με;

Τη­λε­ό­ρα­ση
Θα έρ­θου­με μια νύ­χτα και θα εί­ναι η νύ­χτα της αλή­θειας. Και η αλή­θεια εί­ναι μία. Η μό­νη αλη­θι­νή αλή­θεια εί­ναι αυ­τή που κα­τέ­χω εγώ. Που εκ­προ­σω­πώ εγώ. Εγώ εί­μαι η αλή­θεια.

Άντρας
Όλο το βά­θος και η ανά­τα­ση της σκέ­ψης, όλη η ευ­φο­ρία στην ψυ­χή, σε κά­θε αί­σθη­μα και προ­αί­σθη­μα δεν θα επι­στρέ­ψουν με τη φυ­γή μας. Αλ­λά θα σε ακο­λου­θή­σω όπου θέ­λεις. Θα σε ακο­λου­θή­σω ως τα πέ­ρα­τα του κό­σμου. Θα σε ακο­λου­θή­σω στον θά­να­το.

Γυ­ναί­κα
Όλη αυ­τή η χα­ρά να ξέ­ρεις ότι όσο η στιγ­μή έρ­χε­ται, όσο φεύ­γει και δεν επι­στρέ­φει, όσο έχει βά­θος αστα­θές, τό­σο τα αι­σθή­μα­τα μπο­ρούν να εί­ναι στα­θε­ρά, έρ­χο­νται και δεν φεύ­γουν αν δεν τα διώ­ξου­με. Μέ­νουν ακλό­νη­τα και γί­νο­νται όλο και πιο βα­θιά, πιο έντο­να, πιο χα­λα­ρά στη μο­νι­μό­τη­τά τους. (Παύ­ση.) Εί­σαι πά­ντα πί­σω από οτι­δή­πο­τε κά­νω. Εί­σαι μέ­σα σε οτι­δή­πο­τε σκέ­φτο­μαι και κά­νω.

Άντρας
Δεν ήμουν πά­ντα πρό­θυ­μος όπως εσύ. Δεν έδει­χνα τον εν­θου­σια­σμό που θα έπρε­πε. Εσύ διά­βα­ζες τη στιγ­μή κα­λύ­τε­ρα από μέ­να.

Γυ­ναί­κα
Δεν εί­μαι σί­γου­ρη τώ­ρα ότι τον έβλε­πα πά­ντα. Ότι όταν ήταν μπρο­στά μου και του έλε­γα ναι, ότι τον έβλε­πα. Τον κοι­τού­σα, αλ­λά τον έβλε­πα πραγ­μα­τι­κά; Και αυ­τός προ­σποιού­νταν ότι τον έβλε­πα. Ήθε­λε να πι­στεύ­ει ότι τον έβλε­πα. Εσύ δεν προ­σποιού­σουν πο­τέ.

Άντρας
Δεν προ­σποιού­νταν. Δεν το έκα­νε πο­τέ αυ­τό. Δεν το εί­χε μέ­σα του. Δεν ήταν στον χα­ρα­κτή­ρα του, όπως κα­λά ξέ­ρεις. Δε­χό­ταν ότι του έδι­νες με αυ­θόρ­μη­τη χα­ρά.

Γυ­ναί­κα
Ναι, ήξε­ρε να δέ­χε­ται. Ήξε­ρε να εί­ναι αυ­θόρ­μη­τος.

Άντρας
Ήθε­λε να φύ­γει. Αυ­τό ήταν. Να φύ­γει για πά­ντα. Εί­χε μέ­σα του ένα κε­νό που δεν μας το φα­νέ­ρω­νε και που δεν το υπο­ψια­στή­κα­με.

Γυ­ναί­κα
Το υπο­ψια­στή­κα­με. Όχι, όχι, ανα­βάλ­λα­με συ­νε­χώς όχι μό­νο να το διε­ρευ­νή­σου­με, αλ­λά και να το υπο­ψια­στού­με. Να απο­δε­χτού­με την υπο­ψία.

Άντρας
Και τώ­ρα θέ­λεις να φύ­γεις και συ.

Γυ­ναί­κα
Όχι με τον ίδιο τρό­πο. Όχι με ένα τέ­λος. Με ένα ορι­στι­κό τέ­λος. Ή με ένα οδυ­νη­ρό τέ­λος.

Άντρας
Με ένα μη τέ­λος.

Γυ­ναί­κα

Ναι, με μια αλ­λα­γή.

Άντρας
Η φυ­γή έχει πά­ντα ένα τέ­λος μέ­σα της. Ένα σκλη­ρό τέ­λος.

Γυ­ναί­κα
Εσύ ήσουν και εί­σαι πά­ντα φευ­γά­τος. Εί­σαι σε μια διαρ­κή φυ­γή από τη στιγ­μή που σε γνώ­ρι­σα. Πά­ντα εί­χα και έχω τον φό­βο ότι μια μέ­ρα δεν θα επι­στρέ­ψεις. Και σκέ­φτη­κες ότι τον ίδιο φό­βο μπο­ρεί να εί­χε και ο γιος σου;

Άντρας
Ω, ναι, το σκέ­φτη­κα και το σκέ­φτο­μαι κά­θε μέ­ρα. Όλες οι στιγ­μές της μέ­ρας μου εί­ναι δια­πο­τι­σμέ­νες από τη σκέ­ψη αυ­τή.

Γυ­ναί­κα
Ίσως θέ­λω να φύ­γω πριν φύ­γεις εσύ. Πριν εξα­φα­νι­στείς. Δεν θα το άντε­χα. Όπως δεν αντέ­χω τώ­ρα τον χα­μό του παι­διού.

Άντρας
Δεν θα φύ­γω. Και δεν θα φύ­γεις. Και θα συ­νε­χί­σου­με μα­ζί να μην αντέ­χου­με. Εί­ναι ένα ακλό­νη­το αί­σθη­μα, μια ακλό­νη­τη κα­τά­στα­ση μέ­σα σε όλον αυ­τόν τον χα­μό, σε αυ­τό το ψέ­μα, την αδια­φο­ρία που μας βρί­σκει από πα­ντού. Στη μέ­ση της μέ­ρας. Μέ­σα στο άπλε­το φως της.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Θα έρ­θω μέ­σα στη νύ­χτα και θα συ­νε­χί­σω να έρ­χο­μαι μέ­σα στη νύ­χτα ακό­μη και σαν εσω­τε­ρι­κός σας εχθρός. Νο­μί­ζε­τε ότι αυ­τό εί­ναι οξύ­μω­ρο, ότι εσω­τε­ρι­κός εχθρός δεν υπάρ­χει. Θα υπάρ­χει όταν θα έχω γί­νει ένα με τη φύ­ση σας. Θα γί­νω ο νυ­χτε­ρι­νός σας εφιάλ­της. Θα με βλέ­πε­τε ακό­μη και με τα μά­τια ανοι­χτά, ακό­μη και μέ­σα στο φως της μέ­ρας που για σας θα εί­ναι ζο­φε­ρό.

Γυ­ναί­κα
Έχω μια ιδέα.

Άντρας
Και ποια εί­ναι τη φο­ρά αυ­τή;

Γυ­ναί­κα
Θα φτιά­ξω τις δι­κές μας του­λί­πες.

Άντρας
Θα τις φυ­τέ­ψεις στο μπαλ­κό­νι ή στο σπί­τι στο βου­νό;

Γυ­ναί­κα
Θα φτιά­ξω του­λί­πες από ύφα­σμα.

Άντρας
Ω, θα ήθε­λα πο­λύ να κά­θο­μαι και να σε πα­ρα­κο­λου­θώ να ρά­βεις.

Τη­λε­ό­ρα­ση
Θα έρ­θω μια νύ­χτα πά­νω από τα κε­φά­λια σας, θα σας τα ανοί­ξω και θα σας πά­ρω την ελευ­θε­ρία της σκέ­ψης. Θα έρ­θω μέ­σα στο σκο­τά­δι και θα κά­νω κά­τι ακό­μη πιο ζο­φε­ρό. Θα σας ανα­γκά­σω να στα­μα­τή­σε­τε να σκέ­φτε­στε. Έχε­τε χά­σει τα λο­γι­κά σας από και­ρό. Παί­ζε­τε με τη φω­τιά όταν μπο­ρεί­τε, εσείς, και λέ­τε ότι υπάρ­χει κοι­νή λο­γι­κή. Μό­νο η δι­κή μου λο­γι­κή υπάρ­χει. Δεν υπάρ­χει κοι­νό κα­λό. Μι­λά­τε σαν τρο­μο­κρά­τες όταν μι­λά­τε για το κοι­νό κα­λό. Εί­στε ανί­κα­νοι για ηθι­κή, εί­στε γε­νι­κά ανί­κα­νοι για τα πά­ντα. Ού­τε η ψυ­χο­θε­ρα­πεία θα σας έσω­ζε τώ­ρα πια. Θα σας ξε­ρι­ζώ­σω τη σκέ­ψη. Θα σας ξε­ρι­ζώ­σω τη γλώσ­σα. Θα σας αφή­σω μέ­σα σε μια ερε­βώ­δη βου­βα­μά­ρα. Ακό­μη και τώ­ρα, τη στιγ­μή αυ­τή μπο­ρώ να κά­νω τη μέ­ρα νύ­χτα για σας. Μπο­ρώ να απλώ­σω το ζο­φε­ρό μου χέ­ρι και να σκε­πά­σω την καρ­διά σας. Να την ξε­ρι­ζώ­σω.

Γυ­ναί­κα
Θα βγω να συ­να­ντή­σω κά­ποιον άν­θρω­πο που ξέ­ρει από κλω­στές και υφά­σμα­τα.

Άντρας
Θα λεί­ψεις όλη τη μέ­ρα φα­ντά­ζο­μαι.

Γυ­ναί­κα
Ίσως δεν χρεια­στεί να βγω καν. Εί­δα μια αγ­γε­λία στο eBay. Κά­ποιος στη Γαλ­λία που­λά­ει πα­λιά ια­πω­νι­κά κι­μο­νό. Ίσως πα­ραγ­γεί­λω κά­ποια.

Άντρας
Θα κά­νεις με­τα­ξω­τές του­λί­πες με αυ­τά;

Γυ­ναί­κα
Σε διά­φο­ρα χρώ­μα­τα.

Άντρας
Θα μπο­ρού­σες να ξε­κι­νή­σεις μια νέα στα­διο­δρο­μία.

Γυ­ναί­κα
Και τώ­ρα που το σκέ­φτο­μαι θα μπο­ρού­σα να κά­νω του­λί­πες από το λι­νό σα­κά­κι που του εί­χα ρά­ψει όταν ήταν ακό­μη στο λύ­κειο.

Άντρας
Μη τολ­μή­σεις να το πει­ρά­ξεις αυ­τό.

Γυ­ναί­κα
Ήξε­ρα πως θα το πεις αυ­τό. Γι’ αυ­τό το εί­πα.

Άντρας
Το ξέ­ρω.

Γυ­ναί­κα
Και το σπί­τι στο βου­νό.

Άντρας
Ναι.

Γυ­ναί­κα
Κά­τι μι­κρό.

Άντρας
Και από­με­ρο.

Γυ­ναί­κα
Ναι, ένα από­με­ρο μι­κρό σπί­τι.

Άντρας
Κά­τι σαν κα­λύ­βα.

Γυ­ναί­κα
Μό­νο η σκιά του δά­σους έξω και λί­γα άγρια ζώα.

Τ  Ε  Λ  Ο  Σ

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: