Ένα αστείο βιβλίο που δεν αστειεύεται

Γιάννης Πάσχος, «Φοβού τα βρέφη», Περισπωμένη 2020

Ένα αστείο βιβλίο που δεν αστειεύεται

Διά­βα­σα το βι­βλίο του Γιάν­νη Πά­σχου Φο­βού τα βέ­φη και το ξα­να­διά­βα­σα. Το κεί­με­νό του από άπο­ψη μορ­φής εί­ναι ατί­θα­σο. Εί­ναι μια αφή­γη­ση, μια υπέ­ρο­χη λο­γο­τε­χνι­κή σύν­θε­ση, μια αλ­λη­γο­ρία (όχι εί­δος λο­γο­τε­χνί­ας, πε­ρισ­σό­τε­ρο τρό­πος έκ­φρα­σης), που ο Πά­σχος κα­τα­ξιώ­νει και ανα­βαθ­μί­ζει με την πλη­ρό­τη­τα του λο­γο­τε­χνι­κού του ύφους και την πε­ριρ­ρέ­ου­σα που δη­μιουρ­γεί με αυ­τό). Αλ­λη­γο­ρία όπου κυ­ριαρ­χεί το στοι­χείο μιας φα­ντα­σί­ας πρω­τό­τυ­πης για τα δε­δο­μέ­να της με­τα­μο­ντέρ­νας επο­χής. Μια αλ­λη­γο­ρία, όπου η γο­νι­μό­τη­τα της φα­ντα­σί­ας του και η τε­λειό­τη­τα της γλώσ­σας που χρη­σι­μο­ποιεί θυ­μί­ζει εκεί­νον τον συγ­γρα­φέα του δεύ­τε­ρου αιώ­να μ.Χ, από τα Σα­μό­σα­τα της Συ­ρί­ας, τον Λου­κια­νό. Στη μο­ντέρ­να και δη τη με­τα­μο­ντέρ­να επο­χή, καλ­λιερ­γεί­ται η επι­στη­μο­νι­κή φα­ντα­σία, σε γε­νι­κές γραμ­μές θα έλε­γα, εί­τε για να δια­σκε­δά­σει, εί­τε για να τρο­μο­κρα­τή­σει τον/την ανα­γνώ­στη/τρια ή για να δεί­ξει αδυ­να­μί­ες του αν­θρώ­που να προ­σαρ­μο­στεί στις απαι­τή­σεις των και­ρών, όπως κά­νουν οι τρεις συγ­γρα­φείς τρό­μου που ανα­φέ­ρο­νται στο βι­βλίο, όπως κά­νει ο Άγ­γλος ζω­γρά­φος που ανα­φέ­ρε­ται επί­σης στο «δω­μά­τιο της αδια­κρι­σί­ας», ο Φράν­σις Μπέι­κον.
Κεί­με­νο, λοι­πόν ανέ­ντα­χτο, όπως εί­ναι κι ο συγ­γρα­φέ­ας. Επι­στή­μο­νας, λο­γο­τέ­χνης, ποι­η­τής, ζω­γρά­φος που δεν έχει ανά­γκη από χρώ­μα­τα και χρω­στή­ρα. Με τα «βρέ­φη» του (και με τα άλ­λα έρ­γα του βέ­βαια) απλώ­νε­ται από τη μια ιδιό­τη­τα στην άλ­λη, συγ­χω­νεύ­ο­ντας γνώ­σεις και βιώ­μα­τα που αφή­νουν όποιον/α δια­βά­ζει έρ­γο του, κα­τά­πλη­κτο από θαυ­μα­σμό, όπως και μέ­να βέ­βαια. Όσο για την τε­χνο­τρο­πία με την οποία εκ­φρά­ζε­ται: Εκεί κι αν το ανέ­ντα­χτο δεν τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει! Συγ­γρα­φέ­ας. Ρο­μα­ντι­κός. Ρε­α­λι­στής. Εξ­πρε­σιο­νι­στής, μο­ντέρ­νος, με­τα­μο­ντέρ­νος και ταυ­τό­χρο­να σε­βα­σμός και αγά­πη στην πα­ρά­δο­ση· με τέ­τοια μα­ε­στρία, που πραγ­μα­τι­κά σε αφή­νει άναυ­δο από ευ­χά­ρι­στη απο­ρία.
Κι αυ­τή η θαυ­μά­σια και θαυ­μα­στή συ­νεύ­ρε­ση συ­χνά σε με­τα­φέ­ρει σε μο­νο­πά­τια ποι­η­τι­κά με λό­γο πε­ζό, όπως για πα­ρά­δειγ­μα, στο ση­μείο το οποίο με συ­γκί­νη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο από πο­λύ: Στο «Μα­γει­ρέψ­τε τα σπλά­χνα σας – άρι­στα 10» (σ. 23). Ο αφη­γη­τής του μι­λά­ει για την μι­σο­πε­θα­μέ­νη, εδώ και αιώ­νες, για­γιά του, που «μό­νο το Πά­σχα ανα­σταί­νε­ται για λί­γο...» για να νευ­ριά­σει, να βα­σα­νί­σει και ξα­να­πέ­φτει νε­κρή, τά­χα­τες... Και η κα­τα­κλεί­δα: Με ενο­χλεί, αλ­λά την έχω συ­νη­θί­σει και την αγα­πώ, «εκεί­νη μου έμα­θε τα πρώ­τα γράμ­μα­τα». Την αγα­πά τό­σο πο­λύ τη μι­σο­πε­θα­μέ­νη (από τα χτυ­πή­μα­τα του χρό­νου, θα έλε­γα) για­γιά-πα­ρά­δο­ση που ακο­λου­θεί ακό­μη, ενώ έχει δια­νύ­σει χι­λιό­με­τρα με­λέ­της, εξέ­λι­ξης και προ­ό­δου, τη γρα­φή την πο­λυ­το­νι­κή που του δί­δα­ξε. Oμο­λο­γία και δια­φά­νεια σκέ­ψης που νο­μί­ζω ότι σπα­νί­ζει στα σύγ­χρο­να λο­γο­τε­χνι­κά πο­νή­μα­τα.

Πολ­λές οι συγ­γρα­φι­κές αρε­τές που δια­κρί­νο­νται στο Φο­βού τα βρέ­φη. Να μι­λή­σω για την ευ­χέ­ρεια με την οποία ο Πά­σχος χει­ρί­ζε­ται τη Γλώσ­σα... Και να ανα­φέ­ρω έν­νοιες που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την τε­λειό­τη­τά της, την οποία ανέ­φε­ρα εν­δει­κτι­κά. Ένα κεί­με­νο εξή­ντα οκτώ μό­νο σε­λί­δων αλ­λά δύ­σκο­λο. Δεν εί­ναι η Γλώσ­σα που του δί­νει αυ­τό το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Αντί­θε­τα, στην εκ­φο­ρά των λέ­ξε­ων και τη δια­τύ­πω­ση των φρά­σε­ων δια­κρί­νεις σα­φή­νεια και διαύ­γεια με ξε­χω­ρι­στή ομορ­φιά και ευ­γέ­νεια. Αλ­λού βρί­σκε­ται η δυ­σκο­λία.
Ακό­μη και στις πιο ακραί­ας φρί­κης στιγ­μές, ή ακό­μη κι όταν χρη­σι­μο­ποιεί λέ­ξεις... (του «χύ­δην όχλου», λέ­γα­νε κά­πο­τε), όπως «γα­μώ το»: «Για­τί πε­θά­να­τε, γα­μώ το, ποιος σας κο­ρόι­δε­ψε τό­σο πο­λύ και τον πι­στέ­ψα­τε». Εκεί­νο το σχε­δόν επιρ­ρη­μα­τι­κό «γα­μώ το», με­γε­θύ­νει το πα­ρά­πο­νο, προ­σθέ­τει αγα­νά­κτη­ση και πό­νο για την απώ­λεια. Στον πό­νο της ψυ­χής ενυ­πάρ­χει η ευ­γέ­νεια, όπως κι αν εκ­φρα­στεί…
Η δυ­σκο­λία βρί­σκε­ται, νο­μί­ζω, στον τρό­πο σύλ­λη­ψης αυ­τής της αλ­λη­γο­ρί­ας, που με ακραία φρί­κη και πε­ρίσ­σιες πε­ρι­γρα­φές τρό­μου (τοί­χος που αντί για τού­βλα έχει κε­φά­λια αν­θρώ­πων, που σε κά­ποιους φέρ­νει ακό­μη και συ­νειρ­μούς του εμ­φυ­λί­ου), με με­τα­φο­ρές, ει­κό­νες, πα­ρο­μοιώ­σεις και ό,τι άλ­λο ο χεί­μαρ­ρος της σκέ­ψης, της τέ­χνης και της φα­ντα­σί­ας του Πά­σχου κα­τε­βά­σει, τα­ρά­ζει με το πρώ­το πλη­σί­α­σμα κι όσο προ­χω­ρεί αρ­χί­ζει και τα­ρα­κου­νά­ει τον ανα­γνώ­στη, σχε­δόν χω­ρίς στα­μα­τη­μό. Λέω χω­ρίς στα­μα­τη­μό, για­τί ο συγ­γρα­φέ­ας, δί­νει ανά­σα, κου­ρά­γιο. Και με λέ­ξεις, φρά­σεις βάλ­σα­μο ωθεί την ανά­γνω­ση να προ­χω­ρή­σει. Ανα­γνώ­στης/ρια με­τε­ω­ρί­ζο­νται, κα­τα­κρη­μνί­ζο­νται και δο­κι­μά­ζο­νται σε στο­χα­σμούς, ερω­τή­μα­τα, προ­βλη­μα­τι­σμούς.
Για­τί νο­μί­ζω αυ­τός εί­ναι ο στό­χος του Πά­σχου με αυ­τήν την ακτι­νο­γρα­φία και ανα­το­μία της σύγ­χρο­νης με­τα­νε­ω­τε­ρι­στι­κής επο­χής του. Δεν θέ­λει να τρο­μά­ξει, αλ­λά να δη­μιουρ­γή­σει ακρι­βώς τα ερω­τή­μα­τα του σκε­πτό­με­νου ενή­λι­κα, να διώ­ξει αυ­τόν τον άν­θρω­πο-βρέ­φος, που έχει ανα­τρέ­ψει την πο­ρεία της εξέ­λι­ξης και μα­ζί με όλη τη συ­ντρο­φιά του «συ­νε­χί­ζουν τις δρα­στη­ριό­τη­τες τους, εμπρός στα έκ­πλη­κτα μά­τια του Τό­μας Χάξ­λεϊ» (σ. 17).
Δεν ξε­χνά­με ότι κι ο ίδιος εί­ναι βιο­λό­γος και ότι αυ­τή του η ιδιό­τη­τα, του έδω­σε αυ­τήν την απροσ­δό­κη­τη έμπνευ­ση να ει­κο­νί­σει την απο­μά­γευ­ση του κό­σμου, όπως πο­λύ εύ­στο­χα λέ­ει το επί­με­τρο του Κώ­στα Κα­ρα­βί­δα, με τον εξαμ­βλω­τι­κό άν­θρω­πο-βρέ­φος.
Το πε­ριε­χό­με­νο που δί­νει στον όρο απο­μά­γευ­ση ο Πά­σχος απέ­χει από εκεί­νο που δια­τυ­πώ­θη­κε στο πα­ρελ­θόν (Max Weber, Gauchet Marcel). Ακρι­βώς πρό­τυ­πο συγ­γρα­φέα της με­τα­μο­ντέρ­νας επο­χής του, με τα ιδιαί­τε­ρα πο­λυ­ποι­η­τι­κά προι­κιά του, έμ­φυ­τα και επί­κτη­τα (στα μι­κρά­τα και εφη­βι­κά, ίσως ανα­ζη­τεί­ται και η Ζω­σι­μαία Σχο­λή). Δεν απο­μα­γεύ­ει τον κό­σμο από τη μα­γεία της ζω­ής, της αγά­πης, του έρω­τα, του ονεί­ρου (για ένα αύ­ριο, έστω και πορ­το­κα­λί, σαν αυ­τό που αμυ­δρώς υπάρ­χει στον «σκύ­λο» του Γκό­για, κι ας μη φαί­νε­ται επαρ­κώς στην ει­κό­να του εξω­φύλ­λου). Τον απο­μα­γεύ­ει από την έλ­ξη της «έξυ­πνης» μη­χα­νής που «έκλε­ψε» τον εγκέ­φα­λο από τον ενή­λι­κα άν­θρω­πο και τον με­τέ­βα­λε σε άν­θρω­πο-βρέ­φος. (ίσως με­τέ­βα­λε, για­τί σι­γά-σι­γά, ανε­παι­σθή­τως, κα­τά­ντη­σε σε αυ­τήν τη νη­πιώ­δη κα­τά­στα­ση, για την οποία και κα­μα­ρώ­νει, χω­μέ­νος μέ­σα στη γλί­τσα του αν­θρώ­που-βρέ­φους).

Στο Φο­βού τα βρέ­φη, βι­βλίο που δεν αστειεύ­ε­ται κα­θό­λου, δια­κρί­νεις συγ­γρα­φέα με παι­δεία, με γνώ­σεις, με γνώ­ση και με μια φα­ντα­σία απροσ­δό­κη­τη για την έμπνευ­ση και την ευ­στο­χία της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: