Στην έρημο της γραφής: «Το θαύμα» της Βακαλό και η «Μαρία η Αιγυπτία» του Χριστιανόπουλου

Παναγιώτης Τέτσης, Πορτραίτο της Ε.Β. (λάδι σε μουσαμά 180x80, 1958. Λεπτομέρεια)
Παναγιώτης Τέτσης, Πορτραίτο της Ε.Β. (λάδι σε μουσαμά 180x80, 1958. Λεπτομέρεια)


Χαί­ρε τρυ­γών η φι­λέ­ρη­μος, ερη­μί­ας τον κό­σμον λυ­τρώ­σα­σα
(Χαι­ρε­τι­σμοί εις την Υπε­ρα­γί­αν Θε­ο­τό­κον Αγί­ου Νε­ο­φύ­του του Εγκλεί­στου)

Τα Επι­λε­γό­με­να (1997) εί­ναι το τε­λευ­ταίο ποι­η­τι­κό βι­βλίο της Ελέ­νη Βα­κα­λό. Έχει πρό­δη­λο ποι­η­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα και πε­ρι­λαμ­βά­νει δύο μέ­ρη, «Το θαύ­μα» και το «Μι­κρές ση­μειώ­σεις για την ποί­η­σή μου Το άλ­λο του πράγ­μα­τος», που απο­τε­λούν δύο όψεις του ίδιου νο­μί­σμα­τος. Το πρώ­το μέ­ρος συν­δυά­ζει στοι­χεία αφη­γη­μα­τι­κά και δρα­μα­τι­κά με μια ει­κο­νο­πλα­σία που θυ­μί­ζει Απο­κά­λυ­ψη, ενώ το δεύ­τε­ρο μοιά­ζει σαν να γεν­νή­θη­κε σπα­ραγ­μέ­νο από τα ορά­μα­τα του πρώ­του, με τη μορ­φή γρα­φη­μα­τι­κά διά­σπαρ­των πα­ρα­σε­λί­διων σχο­λί­ων. Στο «Θαύ­μα» δια­κρί­νε­ται ένα ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, εμ­φα­νώς δια­σπα­σμέ­νο, κα­θώς άλ­λο­τε ταυ­τί­ζε­ται με ένα ποι­η­τι­κό εγώ, μια φω­νή που εκ­φέ­ρει λό­γο σε πρώ­το πρό­σω­πο και άλ­λο­τε μοιά­ζει να με­τα­κυ­λί­ε­ται ανε­παι­σθή­τως σε μια μορ­φή που απο­κα­λεί­ται «μο­να­χή» ή «έρη­μη», στην οποία ή ίδια φω­νή ανα­φέ­ρε­ται σε τρί­το πρό­σω­πο. Υπάρ­χει ωστό­σο στο ποί­η­μα και μια τρί­τη φω­νή, εξω - δι­η­γη­τι­κή και με­τά-κει­με­νι­κή, που έρ­χε­ται κα­τ’ευ­θεί­αν από το ερ­γα­στή­ρι του συγ­γρα­φέα και πα­ρεμ­βάλ­λε­ται σαν απρο­κά­λυ­πτος θύ­λα­κας «πραγ­μα­τι­κό­τη­τας» στο σώ­μα της μυ­θο­πλα­σί­ας δη­λώ­νο­ντας ρη­τά τη δια­κει­με­νι­κή της συ­νά­φεια:

Το ποίημα το εμπνέει η Μαρία η Αιγυπτία. Η δική μας όταν εξομολογήθηκε την έκαψε η φράση «ανήκω σε σένα». Και αφού ολότελα κάηκε μέσα της, της δόθηκε φύσημα ψύχρας το άδειο. Και μόλο που ήταν άδειο υπόσταση είχε σαν πράγμα. Εστάθηκε κόμπος πάνω απ΄ τη φωνή και δεν έβγαινε η φωνή αλλά την κατάπινε και ηχούσε στο βάθος του στέρνου χωρίς ν’ ακούγεται τίποτα προς τους άλλους.
Και δεν ήξερε τι την έβρισκε που εντούτοις τα οράματα συνωστίζονταν καταπόδι σα να έτρεχαν και με δύναμη συνωστίζονταν τα οράματα ενάντια στο τέλος (σ. 10).[1]



Η αυ­το­α­να­φο­ρι­κή αυ­τή πα­ρά­βα­ση δεν εμ­φα­νί­ζε­ται στην αρ­χή του κει­μέ­νου αλ­λά με­τά από το πρώ­το μέ­ρος, που απο­τε­λεί ένα εί­δος προ­ε­τοι­μα­σί­ας για το την έλευ­ση του «θαύ­μα­τος» που θα ακο­λου­θή­σει. Με τη μνεία αυ­τή, την πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νη στην πε­ζή της τυ­πο­γρα­φι­κή διά­τα­ξη (όλο το υπό­λοι­πο ποί­η­μα εί­ναι ορ­γα­νω­μέ­νο στι­χι­κά), κά­τι ανά­με­σα σε επε­ξη­γη­μα­τι­κή υπο­ση­μεί­ω­ση και απο­στρο­φή προς τον ανα­γνώ­στη, μοιά­ζει να κα­τα­λύ­ε­ται προ­σω­ρι­νά η ροή της λο­γο­τε­χνι­κής ψευ­δαί­σθη­σης και να απο­κα­λύ­πτε­ται το «χάρ­τι­νο» πε­ρι­βάλ­λον της ποι­η­τι­κής πα­ρα­γω­γής: ο βί­ος της Οσί­ας Μα­ρί­ας, πού έζη­σε στην Αί­γυ­πτο τον έκτο αιώ­να, υπήρ­ξε δια­βό­η­τη εταί­ρα και στη συ­νέ­χεια με­τα­νό­η­σε και ασκή­τε­ψε στην έρη­μο μέ­χρι τον θά­να­τό της.[2] Το κεί­με­νο του Σω­φρο­νί­ου Ιε­ρο­σο­λύ­μων πρέ­πει να ήταν πι­θα­νό­τα­τα γνω­στό στην ποι­ή­τρια από τη με­τά­φρα­ση του Πεν­τζί­κη, που δη­μο­σιεύ­τη­κε στον Κο­χλία το 1946.[3] Το για­τί όμως το επι­λέ­γει ως βά­ση για ένα ποί­η­μα ποι­η­τι­κής εί­ναι ένα θέ­μα προς διε­ρεύ­νη­ση.
Σύμ­φω­να με τα δε­δο­μέ­να του Βί­ου, η Οσία δεν έχει κα­μιά σχέ­ση όχι μό­νον με την ποί­η­ση αλ­λά ού­τε καν με τη γρα­φή και την ανά­γνω­ση. Σε σχε­τι­κή ερώ­τη­ση του Ζω­σι­μά, του μο­να­χού που τη συ­να­ντά στην έρη­μο και εντυ­πω­σιά­ζε­ται από τη γνώ­ση της των Γρα­φών, απα­ντά: «[…] λοι­πόν γράμ­μα­τα πο­τέ δεν έμα­θα, αλ­λά ού­τε άκου­σα κα­νέ­να να ψάλ­λει ή να δια­βά­ζει» (σ. 77). Έτσι ο μο­να­χός επι­βε­βαιώ­νει ακό­μα μια φο­ρά τη γνώ­μη που εί­χε σχη­μα­τί­σει από την αρ­χή: Ότι η γυ­ναί­κα αυ­τή έχει το «προ­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα», ότι η γνώ­ση της δη­λα­δή εί­ναι θεί­ας προ­έ­λευ­σης. Φαί­νε­ται επο­μέ­νως ότι αυ­τή η τέ­λεια απου­σία τυ­πι­κής εγ­γραμ­μα­το­σύ­νης εί­ναι που συν­δέ­ει τη Μα­ρία της ερή­μου με το ποι­η­τι­κό σύ­μπαν της Βα­κα­λό.
Η ρή­ξη με την κυ­ρί­αρ­χη ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση και ευ­ρύ­τε­ρα με τον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό απο­τε­λεί εκ­πε­φρα­σμέ­νη θέ­ση της ποι­ή­τριας, που εκ­δη­λώ­νε­ται τό­σο με την αντί­θε­σή της στη λο­γο­κρα­τία όσο και με την απόρ­ρι­ψη της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής διά­χυ­σης και του ρο­μα­ντι­κής προ­έ­λευ­σης διε­σταλ­μέ­νου ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου:

Μιλάω πάνω σ’ αυτό το θέμα επειδή θέλω να είμαι
Εναντίον:
                Του χιούμορ
                Της χάρης
                Της προσωπικής συνέπειας
                Του πνεύματος
                Όπως το εννοεί ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός
Αυτή είναι με τα φυτά η κυριότερη διαφορά μας

υπο­στη­ρί­ζει στη Φυ­τι­κή αγω­γή (1956, σ. 35)[4]. Οι από­ψεις αυ­τές συ­μπυ­κνώ­νο­νται στην κομ­βι­κή για την ποι­η­τι­κή της έν­νοια της τυ­φλό­τη­τας, η οποία μά­λι­στα θε­μα­το­ποιεί­ται στη συλ­λο­γή της Η έν­νοια των τυ­φλών (1962). Στη σει­ρά των πε­ριώ­νυ­μων τυ­φλών ποι­η­τών του πα­ρελ­θό­ντος έρ­χε­ται να προ­στε­θεί η με­τα­φο­ρι­κή, ποι­η­το­λο­γι­κή τυ­φλό­τη­τα της Βα­κα­λό, που ση­μαί­νει την απόρ­ρι­ψη της βα­σι­κό­τε­ρης αί­σθη­σης, η οποία για τον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό φτά­νει να ταυ­τί­ζε­ται με την ίδια τη νό­η­ση.[5] Ο ποι­η­τής εί­ναι τυ­φλός, επει­δή δεν προ­σεγ­γί­ζει τον κό­σμο με τη συμ­βα­τι­κή λο­γι­κή αλ­λά με το σώ­μα, τις υπο­δε­έ­στε­ρες αι­σθή­σεις και τη διαί­σθη­ση.[6] «Στα σκο­τει­νά πη­γαί­νου­με, στα σκο­τει­νά προ­χω­ρού­με» εί­χε πει σε άλ­λους και­ρούς ο Σε­φέ­ρης, πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον Άγιο Ιω­άν­νη του Σταυ­ρού και ανα­δει­κνύ­ο­ντας έτσι επί­σης μια μυ­στι­κι­στι­κή πο­λι­τι­σμι­κή διά­στα­ση της Δύ­σης ως αντι­πα­ρά­θε­ση στο επι­κρα­τέ­στε­ρο ρεύ­μα του ορ­θού λό­γου.[7]

Και εδώ εί­ναι που η ανα­γεν­νη­μέ­νη αμαρ­τω­λή έρ­χε­ται να υπο­στη­ρί­ξει την πρω­το­πο­ρια­κή γρα­φή μιας ποι­ή­τριας του ει­κο­στού αιώ­να. Το «προ­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα» της αγράμ­μα­της Μα­ρί­ας αντι­στοι­χεί για τη Βα­κα­λό με το δώ­ρο της γνή­σιας ποί­η­σης (ή του­λά­χι­στον με την ανα­ζή­τη­σή του). Η εγ­γραμ­μα­το­σύ­νη και, πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, ο αλ­φα­βη­τι­σμός συν­δέ­ο­νται με την έλ­λο­γη τά­ξη, την πει­θαρ­χία και την ιε­ραρ­χία, και μά­λι­στα απο­τέ­λε­σαν ιστο­ρι­κά όρ­γα­νο άσκη­σης εξου­σί­ας κα­τά τη με­τά­βα­ση των κοι­νω­νιών από τη «φύ­ση» στον «πο­λι­τι­σμό» και από τον μύ­θο στον λό­γο. Η επι­στρο­φή σε μια εμπει­ρία του κό­σμου πριν από τον εξαλ­φα­βη­τι­σμό, πριν από την αμεί­λι­κτη αφαί­ρε­ση της συμ­βο­λι­κής τά­ξης, η κα­τα­βύ­θι­ση στη ση­μειω­τι­κή χώ­ρα των ενορ­μή­σε­ων και της ταύ­τι­σης λέ­ξε­ων και πραγ­μά­των[8] φαί­νε­ται ότι απο­τε­λεί στο «Θαύ­μα» τον τό­πο συ­νά­ντη­σης του ασκη­τι­σμού με την ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή. Πριν από τη Βα­κα­λό, ο Πεν­τζί­κης εί­χε επι­χει­ρή­σει συ­στη­μα­τι­κά να συ­ντή­ξει μο­ντερ­νι­σμό και ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση υπερ­βαί­νο­ντας με μια άμε­ση λο­γο­τε­χνι­κή και ει­κα­στι­κή γλώσ­σα την αυ­θαι­ρε­σία του γλωσ­σι­κού ση­μεί­ου.[9] Και όλα αυ­τά στο πλαί­σιο του ευ­ρύ­τε­ρου μο­ντερ­νι­σμού, που αμ­φι­σβη­τεί τα στα­θε­ρά πε­ρι­γράμ­μα­τα του δυ­τι­κού κό­σμου αντλώ­ντας από την άγρια σκέ­ψη εναλ­λα­κτι­κών, εξω-ευ­ρω­παϊ­κών πο­λι­τι­σμών.

Στο από­σπα­σμα από το «Θαύ­μα» που πα­ρα­τέ­θη­κε κα­τα­τί­θε­ται η από­πει­ρα άρ­θρω­σης ενός νέ­ου ποι­η­τι­κού λό­γου από την ποι­ή­τρια, «αφού ολό­τε­λα κά­η­κε μέ­σα της» και «της δό­θη­κε φύ­ση­μα ψύ­χρας το άδειο». Ωστό­σο η εξω­τε­ρί­κευ­ση αυ­τή απο­δει­κνύ­ε­ται αδύ­να­τη: «Εστά­θη­κε κό­μπος πά­νω απ’ τη φω­νή και δεν έβγαι­νε η φω­νή αλ­λά την κα­τά­πι­νε και ηχού­σε στο βά­θος του στέρ­νου χω­ρίς ν’ ακού­γε­ται τί­πο­τα προς τους άλ­λους». Εδώ η Βα­κα­λό ενώ­νει την κομ­μέ­νη φω­νή της με άλ­λους ποι­η­τές της γε­νιάς της, που δια­πι­στώ­νουν επα­νει­λημ­μέ­να την ανε­πάρ­κεια της ποι­η­τι­κής γλώσ­σας (ανα­κα­λώ­ντας το ασθμα­τι­κό τρα­γού­δι του Κα­ρυω­τά­κη) ή και αυ­το­κα­ταρ­γού­νται αρ­νού­με­νοι ρη­τά την ποί­η­ση. Πα­ρα­θέ­τω εδώ εν­δει­κτι­κά μό­νο το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό «Στη θέ­ση της φω­νής» του Πά­νου Θα­σί­τη από τη συλ­λο­γή του 1983 Σχι­στο­λι­θι­κά (1974-1979)

Φώναζε.
Και φωνή δεν έβγαινε.
Στη θέση της φωνής έβγαιν’ αχνός
ονόματα ουσιαστικά και ρήματα στραγγαλισμένα
αφές πραγμάτων άδηλες, νοήματα διαλυμένα
μάζες κουφές χιλιάδες πεθαμένες πεταλούδες.

Τραγούδι ανάποδο, τετέλεσται, στους γάντζους των σφαγείων.

Αν και γε­νι­κά η Βα­κα­λό προ­σεγ­γί­ζει με με­γά­λη ελευ­θε­ριό­τη­τα το υπο-κεί­με­νό της, στα­θε­ρό κοι­νό ση­μείο πα­ρα­μέ­νει ότι η ποι­η­τι­κή μορ­φή που δια­σχί­ζει την έρη­μο του «Θαύ­μα­τος», όπως και η Μα­ρία η Αι­γυ­πτία, αρ­νεί­ται εμ­φα­τι­κά και με διά­φο­ρους τρό­πους κά­θε σχέ­ση με τη γρα­φή αλ­λά και με την ανά­γνω­ση. Αρ­χι­κά η «με­γά­λη γρα­φή», η συμ­βα­τι­κή, πα­ρα­δο­σια­κή γλώσ­σα της ποί­η­σης, πα­ρα­βάλ­λε­ται με «χοί­ρο» και με «κή­τος» (σ. 8) :

Στα άκρα οδού κουρνιάζει
Η μεγάλη γραφή, ο χοίρος,
Τ’ αποφάι ταϊζεται των ρημάτων των άλλων
Βασίζομαι
Εννοώ τη σκιά μου
Που πλακώνει το κήτος

Εγκαταλείπω τη σκιά μου
Η υγρασία του σώματος στη θέση του θα μείνει αν τον σφάξουν
Το επιχείρησαν;
Για την ώρα το δρόμο μου φράζει το βουνό
απ’ το λίπος
Σωρεία χρόνων εμπόδιο

Τό­σο ο χοί­ρος όσο και το κή­τος φέ­ρουν βι­βλι­κούς από­η­χους μια­ρό­τη­τας αλ­λά και ανα­γέν­νη­σης. Ιδιαί­τε­ρα ο χοί­ρος εί­ναι σύμ­βο­λο τό­σο ρυ­πα­ρό­τη­τας όσο και γο­νι­μό­τη­τας σε πολ­λές θρη­σκευ­τι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές πα­ρα­δό­σεις. Εδώ εκ­προ­σω­πούν με τον όγκο τους ένα εμπό­διο, «το βου­νό απ’ το λί­πος». Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο το υπερ­βαί­νει, αρ­νεί­ται τη γρα­φή και επι­λέ­γει τον δύ­σκο­λο δρό­μο της άσκη­σης, ακο­λου­θώ­ντας τη «μο­να­χή» και ανα­ζη­τώ­ντας, αντί για τα ογκώ­δη και προ­φα­νή, τα «μι­κρά ζώα» που δια­φεύ­γουν (σ. 8):

Υπερπηδώ το εμπόδιο
Δεν γράφω∙ δεν ταϊζω ούτε ταϊζομαι απ’
το σφάγιο τον χοίρο
Ακολουθώ τη μοναχή
Τα μικρά ζώα κρυμμένα

Η συ­νά­ντη­ση με την απο­κά­λυ­ψη απαι­τεί πλή­ρη πα­ραί­τη­ση από όλα τα κα­τά συν­θή­κην. Η ποι­ή­τρια αρ­νεί­ται τη μέ­χρι τώ­ρα «αγω­γή» της (κα­τά την προ­σφι­λή της έκ­φρα­ση), όπως η Μα­ρία αρ­νεί­ται τον πρό­τε­ρο έκλυ­το βίο της. Και με μια γλώσ­σα που θυ­μί­ζει Ζωή Κα­ρέλ­λη πο­ρεύ­ε­ται προς την από­λυ­τη γρα­φή όπως ο αμαρ­τω­λός προς τη σω­τη­ρία (σ. 9):

Ω αγωνιώδης και σιγής πορεία
Αναιρώ όσα έκανα έργα
Ενδιαφέρομαι για το θαύμα

Η αντί­θε­ση προς τον χοί­ρο εκ­φρά­ζε­ται υπαι­νι­κτι­κά και στους ακό­λου­θους στί­χους (σ. 9):

Πηγαίνω με μία οπλή
Αυθάδης η απαίτηση
Κι είναι όλο ημέρα

Εδώ η «μία οπλή» ανα­κα­λεί έμ­με­σα το Λευι­τι­κόν (11,1-30), που απα­γο­ρεύ­ει τη βρώ­ση ζώ­ων με δι­πλή οπλή, όπως ο χοί­ρος.. Ανά­λο­γης βι­βλι­κής – ασκη­τι­κής αύ­ρας εί­ναι και οι πα­ρα­κά­τω στί­χοι (σ. 9):

Και ως ακρίδα
Εγώ, η κάθε φορά ανέραστη
Της ξηρασίας άφτερο πλάσμα∙ ντροπή μου
Αποβάλλω του προσώπου το είδος∙ ας τ’ αποβάλω

Έτσι συ­ντε­λεί­ται η απώ­λεια του προ­σώ­που, η κα­τάρ­γη­ση του υπερ­τρο­φι­κού λυ­ρι­κού Εγώ που τό­σο επε­δί­ω­ξε η ποι­ή­τρια.[10] Και έτσι η γρα­φή της έρ­χε­ται να συ­να­ντή­σει τη με­γά­λη μο­ντερ­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση της από­σβε­σης του συγ­γρα­φέα κα­τά Έλιοτ αλ­λά και την επί­μο­νη άρ­νη­ση του δυ­τι­κού υπο­κει­μέ­νου κα­τά Φου­κώ.[11] Έτσι φτά­νου­με και στη γλώσ­σα που εκ­φέ­ρει τον εαυ­τό της, σαν ψί­θυ­ρος ση­μαι­νό­ντων που έρ­χε­ται από «έξω», από το Άλ­λο του Πράγ­μα­τος.[12]

«Αφα­νί­στη­καν τα χει­ρο­γρα­φα» (σ. 14) «Πλα­νή­θη­καν οι σκυ­φτοί στη ανά­γνω­ση» (σ, 15) «Άγρα­φος εί­ναι ο λό­γος που κι­νεί τα εγκάρ­σια στρώ­μα­τα κι ανε­βαί­νουν στα επά­νω ως δώ­ρο κι ανά­παυ­ση τ’ ανε­ξή­γη­τα των ει­κό­νων» (σ. 17]. Με την απόρ­ρι­ψη της γρα­φής και της ανά­γνω­σης και με την απο­βο­λή του προ­σώ­που συ­ντε­λεί­ται η απο­δέ­σμευ­ση από τα πρό­τυ­πα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού και δη­μιουρ­γού­νται οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για μια εναλ­λα­κτι­κή βί­ω­ση των πραγ­μά­των, μια προ­σέγ­γι­ση πέ­ραν των αγκυ­λώ­σε­ων του ορ­θού λό­γου, σω­μα­τι­κή και ενο­ρα­τι­κή. Με τον τρό­πο αυ­τό ανοί­γει ο δρό­μος για τη συ­νά­ντη­ση με την «έρη­μη» και για τα ορά­μα­τα (σ. 11):

Εφάνηκε τότε η έρημη
Που διασχίζοντας την ετράνταξε όλην
Το ρεύμα
Την έπαιρν
    
Και μικρή χανότανε ένα κουβάρι
                
Έμενε όμως αυτό και πάλι

                Αυτό επαναλάμβανε
                
Και δεν έσωνε
                
Λιγοστεύοντας διάρκεια
                
Ο χρόνος εγγράφονταν
                
Στην απόσταση του απ’ εκείνην χαμένου

Η πρώ­τη πα­ρα­τή­ρη­ση που πρέ­πει να γί­νει εδώ εί­ναι ότι με την απο­βο­λή του προ­σώ­που ξε­κι­νά μια δια­δι­κα­σία συγ­χώ­νευ­σης τό­σο της φω­νής όσο και της εστί­α­σης της αφή­γη­σης ανά­με­σα στο ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο (που μι­λά­ει σε πρώ­το πρό­σω­πο) και στη μο­να­χή (στην οποία γί­νε­ται ανα­φο­ρά σε τρί­το πρό­σω­πο). Στα­δια­κά δεν εί­ναι δυ­να­τό να δια­κρί­νει κα­νείς την εμπει­ρία της μο­να­χής από αυ­τήν της αφη­γή­τριας και τα θαυ­μα­στά ορά­μα­τά τους μοιά­ζουν να ταυ­τί­ζο­νται. Η δεύ­τε­ρη πα­ρα­τή­ρη­ση αφο­ρά το δια­κεί­με­νο: Η φευ­γα­λέα εμ­φά­νι­ση της «έρη­μης» θυ­μί­ζει τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών την πε­ρι­γρα­φή της φα­σμα­τι­κής συ­νά­ντη­σης της Οσί­ας Μα­ρί­ας με τον πα­τέ­ρα Ζω­σι­μά στο κεί­με­νο του Βί­ου:

Κα­θώς έψαλ­λε και κοι­τού­σε τον ου­ρα­νό συ­νέ­χεια, βλέ­πει στο δε­ξιό μέ­ρος, από τον τό­πο όπου προ­σευ­χό­ταν την έκτη ώρα, να εμ­φα­νί­ζε­ται κά­ποια σκιά, σαν να ήταν από αν­θρώ­πι­νο σώ­μα. Στην αρ­χή τα­ρά­χτη­κε, νο­μί­ζο­ντας ότι βλέ­πει δαι­μο­νι­κό φά­ντα­σμα και φο­βή­θη­κε πο­λύ. Αφού σφρα­γί­σθη­κε όμως με το ση­μείο του σταυ­ρού και έδιω­ξε το φό­βο […] στρέ­φει τα μά­τια του και βλέ­πει πράγ­μα­τι κά­ποιον να βα­δί­ζει προς το νό­το. […] Μό­λις εί­δε λοι­πόν αυ­τό ο Ζω­σι­μάς, […] άρ­χι­σε να τρέ­χει προς το μέ­ρος εκεί­νο προς το οποίο προ­χω­ρού­σε βια­στι­κά κι αυ­τό που έβλε­πε […] Μό­λις όμως εκεί­νο αντι­λή­φθη­κε το Ζω­σι­μά να έρ­χε­ται από μα­κριά αρ­χι­σε να τρέ­χει προς το εσω­τε­ρι­κό της ερή­μου. Τό­τε κι ο Ζω­σι­μάς, σαν να ξέ­χα­σε τα γη­ρα­τειά του, κι ακο­μα χω­ρίς να λο­γα­ριά­σει κα­θό­λου την κού­ρα­ση από την οδοι­πο­ρία, έβα­λε όλες του τις δυ­νά­μεις, για­τί βια­ζό­ταν να φθά­σει αυ­τό που τον απέ­φευ­γε. Κι αυ­τός μεν έτρε­χε να το φθά­σει, εκεί­νο όμως έφευ­γε κα­τα­διω­κο­με­νο. (σ. 44-45)

Η λύ­τρω­ση εί­ναι δυ­σπρό­σι­τη για τον ασκη­τή και η γρα­φή μια αέ­ναη ανα­βο­λή για την ποι­ή­τρια: «Δια­φεύ­γει το όρα­μα∙μό­νο νε­ρά­κι εβγή­κε» (σ. 15). Ωστό­σο κά­ποια στιγ­μή ο Ζω­σι­μάς προ­φταί­νει τη Μα­ρία και η ποι­ή­τρια ει­σχω­ρεί στα ορά­μα­τα της μο­να­χής. Το ποιος βλέ­πει και ποιος μι­λά­ει εί­ναι εσκεμ­μέ­να αμ­φί­ση­μο, κα­θώς η εκ­φο­ρά γί­νε­ται αρ­χι­κά σε τρί­το πρό­σω­πο και στη συ­νέ­χεια περ­νά­ει σε πρώ­το, συμ­φύ­ρο­ντας τις δυο βα­σι­κές μορ­φές του κει­μέ­νου. (σ. 13)

Πρώτο όραμα της ξανοίχτηκε
Οι νηστευτές
Ήταν πλήθος άνθρωποι
Και γυμνοί ανακατεύονταν
Αλλά δίχως επιθυμία
    
Σκαρφάλωναν ο ένας στου άλλου
τα μέλη
                 Λιπόσαρκοι∙
                 Νέφη κρεμάζονταν∙
                 Περίμενα να ακουστεί η φωνή
                 Τίποτα
                 Τα φτωχά πλάσματα ικετεύουν

Αυ­τή η απο­κα­λυ­πτι­κή σκη­νή, που μοιά­ζει να βγή­κε από πί­να­κα του Ιε­ρώ­νυ­μου Μπος ή από τοι­χο­γρα­φία με πα­ρα­στά­σεις κο­λα­σμέ­νων σε νάρ­θη­κα εκ­κλη­σί­ας, κο­ρυ­φώ­νει την αγω­νία της ανα­μο­νής για τη «φω­νή». Η φω­νή δεν ακού­γε­ται, αλ­λά εί­ναι αι­σθη­τή με το σώ­μα (σ. 13):

Αλλά ο φθόγγος με περιέβαλε
Που δεν άκουγα

Επιμένω

Στα λιπόσαρκα δάχτυλα των αγίων

Η πα­ρα­πά­νω σκη­νή δεν εί­ναι χω­ρίς προη­γού­με­νο στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό. Η μο­να­χή έχει μια ανα­πά­ντε­χη πρό­δρο­μο, την αι­σθη­σια­κή και πο­λύ­τρο­πη κυ­ρά Ρο­δα­λί­να:

Τώρα η κυρά Ροδαλίνα, πρέπει να πέσει και πέφτοντας στο βάραθρο, μαγικά, απ' το σκοτάδι που βυθίζεται ζαλισμένη, σε άλλο φως, πράσινο του νερού, να βρεθεί η Ρόδαλίνα να πλέει, έως ότου ξανά καθαρά βλέποντας θα συνεχίσει να περιφέρεται σ' έναν κόσμο αμέσως κάτω απ' τον άλλον, τον πρώτο όπου τη φτάσαμε, στην έρημο, σε τόσο ξερό –για ασκητές μονάχα – τοπίο
Αλλ’ ενώ ήταν εκεί οι ασκητές, δεν τη φώναξαν ούτε συμπόνεσαν που την είδαν, γυναίκα γεμάτη και ανοιγμένη μάλιστα σε κάθε της πόντο, ούτε λαχτάρησαν, γιατί το δικό τους πετσί ως το κρανίο σαν κάρβουνο που έκαιγε και έσβησε νερό δεν χρειάζονταν και συντροφιά καθόλου από κανένα […]

(Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας, σ. 201)

Φαί­νε­ται πως η ιδέα του ανα­χω­ρη­τι­σμού προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν από και­ρό και, αν η πρώ­τη από­πει­ρα μάλ­λον δεν ευο­δώ­θη­κε, η δεύ­τε­ρη απο­δεί­χτη­κε πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη. Η βι­βλι­κή ει­κο­νο­πλα­σία συ­νε­χί­ζε­ται στην επό­με­νη φά­ση του ορά­μα­τος (σ. 14), όπου μά­λι­στα απα­ντά μια ακό­μη ανα­φο­ρά στο κεί­με­νο του Βί­ου:

Το λεοντάρι πρόσωπο του θεού του κατέβηκε
στις υπώρειες του όρους

Το λε­ο­ντά­ρι, σύμ­βο­λο της εξου­σί­ας του Χρι­στού και αρ­κε­τά συ­χνό μο­τί­βο στην ορ­θό­δο­ξη αγιο­γρα­φία, εί­ναι το μο­να­δι­κό ζώο που, κα­τά τον Βίο εμ­φα­νί­ζε­ται με θαυ­μα­στό τρό­πο στην έρη­μο με­τά τον θά­να­το της Οσί­ας (σ. 93):

Αναστέναξε τότε δυνατά από τα βάθη της καρδιάς του και καθώς ανασήκωσε το κεφάλι του βλέπει ένα μεγάλο λιοντάρι να βρίσκεται δίπλα στο λείψανο της οσίας και να γλείφει τα άκρα των ποδιών της. […] Τότε το λιοντάρι άρχισε να καλοπιάνει το γέροντα κουνώντας την ουρά του, σχεδόν χαιρετώντας τον με τις κινήσεις αλλά και με τη διάθεσή του.

Στη συ­νέ­χεια το θη­ρίο σκά­βει με τα νύ­χια του τον τά­φο της Μα­ρί­ας, πα­ρευ­ρί­σκε­ται στην τα­φή της και στη συ­νέ­χεια απο­μα­κρύ­νε­ται στην έρη­μο «σαν πρό­βα­το» (σ. 95)
Η έρη­μος αν­θί­ζει μα­γι­κά («χόρ­το φυ­τρώ­νει» σ. 14, «Το χλω­ρό του δέ­ντρου ανα­τέλ­λει» σ. 16, ) και ως εκ θαύ­μα­τος «περ­πα­τά­ει την άβυσ­σο η μο­να­χή χω­ρίς να αγ­γί­ζει το χά­σμα», όπως η Μα­ρία διέ­σχι­σε τον Ιορ­δά­νη πο­τα­μό περ­πα­τώ­ντας πά­νω στο νε­ρό ή ανυ­ψώ­θη­κε στον ου­ρα­νό κα­θώς προ­σευ­χό­ταν (σ. 85 και 53 του Βί­ου). Το όρα­μα κα­τα­λή­γει στην απο­δο­χή της ανε­πάρ­κειας τη γρα­φής («άγρα­φος εί­ναι ο λό­γος», σ. 17) και σε μια εμ­βλη­μα­τι­κή ει­κό­να θα­νά­του, που αντι­πα­ρα­τί­θε­ται στην αιω­νιό­τη­τα του ου­ρα­νού:

[…] ο ουρανός ένας και πότε μεταβάλλεται;
Ενώ ο ανθώνας πλούσιος
Περίκλειστος, των αποδημουντων

Και στην είσοδο ο αγύριστος

Φύλακας

Ο τρικέφαλος σκύλος

Ζωγραφιστός το τέρας

Το τε­λευ­ταίο μέ­ρος του ποι­ή­μα­τος, που ει­σά­γε­ται με την έν­δει­ξη «Επι­λε­γό­με­να:», απο­τε­λεί μια προ­σπά­θεια ερ­μη­νεί­ας της εμπει­ρί­ας που προη­γή­θη­κε:

Μαζεμένη στα πόδια μου
Ερμηνεύω το όραμα
Που ό,τι έρωτας
Η αρχή των αθώων

Με ειδοποίησε∙
Επρόκειτο ο λόγος να με χαρίσει
Σ’ εκείνη τη φύση που ευθύς του
αντιστέκεται
Του ελέους

Η πο­ρεία στην έρη­μο κα­τα­λή­γει στις ανυ­πε­ρά­σπι­στες έν­νοιες του έρω­τα και του ελέ­ους, που αντι­στρα­τεύ­ο­νται τον λό­γο. Η «ποί­η­ση της ποί­η­σης» θα συ­νε­χι­στεί με πιο άμε­σο τρό­πο στην επό­με­νη ενό­τη­τα του βι­βλί­ου, τις «Μι­κρές ση­μειώ­σεις για την ποί­η­σή μου Το άλ­λο του πράγ­μα­τος».
Το δια­κει­με­νι­κό πλέγ­μα του «θαύ­μα­τος» εί­ναι πε­ρί­τε­χνο, πρω­τεϊ­κό και δια­φεύ­γον. Πέ­ρα από τη ρη­τή ωστό­σο ανα­φο­ρά στον Βίο της Μα­ρί­ας της Αι­γυ­πτί­ας ως πη­γή «έμπνευ­σης», υπάρ­χει ένα ακό­μα κεί­με­νο με το οποίο το ποί­η­μα της Βα­κα­λό επι­κοι­νω­νεί υπο­δό­ρια μέ­σω του κοι­νού υπο-κει­μέ­νου. Στα 1950 ο Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος, στην πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του, την Επο­χή των ισχνών αγε­λά­δων, στο κλί­μα ίσως του Κο­χλία και της με­τά­φρα­σης του Πεν­τζί­κη, μας έδω­σε μια τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή της με­τα­με­λη­μέ­νης αμαρ­τω­λής[13]:

«Μαρία η Αιγυπτία»

Ακόμα θυμούμαι την επιγραφή OUT OF BOUNDS.
Συχνά μας επισκέπτονταν ναύτες του N.A.A.F.I. Club.
Μάλιστα ένας μου έλεγε: «Είσαι ένα τίποτα
στο σκοπευτήριο, στο πανδοχείο, στο καπηλειό, στο μπορντέλο».
Όμως τώρα απαρνήθηκα τα εγκόσμια, και τούτο είναι μια ηδονή –
δοσμένη ψυχή τε και σώματι στον Νυμφίο, εν προσευχή και νηστεία,
σε τούτη την έρημο με την ξερή άμμο, το γλυφό νερό, τον αδυσώπητο ήλιο.
Ενίοτε περνούν καραβάνια προσκυνητών με χασίσι και πάπυρο,
όμως η γύμνια μου καταφεύγει στα βράχια∙
έτσι χαράζω τα ποιήματά μου στην άμμο
κι έρχονται οι αγέρηδες να μου τα τραγουδήσουν.
Λίγο πάπυρο, άγιε πάτερ Ζωσιμά, δυο τρία βιβλία θρησκευτικά,
μια σύντομη μέθοδο εκμαθήσεως βυζαντινής μουσικής.
Κει στην αγαπημένη μου Αλεξάνδρεια,
μη με ξεχάσεις, άγιε πάτερ Ζωσιμά∙
με λένε Μαρία, παλαιότερα Κλεοπάτρα, στην Κυρήνη Εσθήρ –
επί δεκαπενταετίαν διατελέσασα πόρνη.
Μα τώρα όλους σχεδόν, συν Θεώ, τους πειρασμούς τους νίκησα
και μόνο το ρεμπέτικο μοτίβο δεν κατόρθωσα
να διώξω από τα χείλη μου, δε μπόρεσα
να ξεριζώσω απ’ την καρδιά μου, δε δυνήθηκα,
το ρεμπέτικο που τραγούδαγα μικρή στο καπηλειό του Αλκέτα.

Ο Χρι­στια­νό­που­λος, δέ­κα χρό­νια νε­ό­τε­ρος από τη Βα­κα­λό, ανή­κει τυ­πι­κά στη δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά και εί­ναι ποι­η­τής τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κής ευαι­σθη­σί­ας. Αν και μοι­ρά­ζε­ται με τη Βα­κα­λό την ίδια δη­λω­μέ­νη αντι­πά­θεια για την «αι­σθη­μα­το­λο­γία», ου­σια­στι­κά εκεί στα­μα­τούν οι ομοιό­τη­τές τους. Άλ­λω­στε, η αντί­θε­ση αυ­τή φαί­νε­ται ότι με­τα­φρά­ζε­ται για την ποι­ή­τρια και τον ποι­η­τή σε σα­φώς δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δο­χές λό­γου. Για τη Βα­κα­λό η απόρ­ρι­ψη του «συ­ναι­σθή­μα­τος» οδη­γεί σε μια απρό­σω­πη, αυ­τό­νο­μη και αντι-γραμ­μα­τι­κή γλώσ­σα, που απο­σκο­πεί πε­ρισ­σό­τε­ρο στη με­τα­κύ­λι­ση από ση­μαί­νον σε ση­μαί­νον πα­ρά στη συμ­βα­τι­κή σή­μαν­ση. Για τον νε­ό­τε­ρο ποι­η­τή η ίδια στά­ση οδη­γεί στα­δια­κά σε έναν απέ­ριτ­το δρα­μα­τι­κό ρε­α­λι­σμό, μια γλώσ­σα αφο­πλι­στι­κά κυ­ριο­λε­κτι­κή, που με όλη την κοι­νω­νι­κή της αναί­δεια τη­ρεί πά­ντα τα ανα­φο­ρι­κά προ­σχή­μα­τα. Τα ίχνη των δύο τά­σε­ων μπο­ρεί να δια­σταυ­ρώ­νο­νται θε­μα­τι­κά πά­νω στο κει­με­νι­κό σώ­μα της Μα­ρί­ας, με αφορ­μή την ανα­ζή­τη­ση της ποί­η­σης μέ­σω της στέ­ρη­σης και της άσκη­σης αλ­λά έρ­χο­νται από αλ­λού και κα­τα­λή­γουν αλ­λού.

Ο Χρι­στια­νό­που­λος, σύμ­φω­να με την προ­σφι­λή του στη φά­ση αυ­τή τε­χνι­κή των ανα­χρο­νι­σμών, το­πο­θε­τεί την ηρω­ί­δα του σε ένα σύγ­χρο­νό του αστι­κό σκη­νι­κό, με νω­πές ακό­μα τις πλη­γές του πο­λέ­μου και τη βία της ξέ­νης στρα­τιω­τι­κής πα­ρου­σί­ας.[14] Με μια διαρ­κή πα­λιν­δρό­μη­ση ανά­με­σα στο ευ­σε­βές πα­ρόν και στο έκλυ­το πα­ρελ­θόν της Οσί­ας και με αντί­στοι­χα γλωσ­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά για το κά­θε χρο­νι­κό επί­πε­δο, δέ­νει τολ­μη­ρά τη με­τα­πο­λε­μι­κή πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή συ­γκυ­ρία με την ιστο­ρι­κή σκη­νο­γρα­φία του προ­τύ­που του, κοι­νω­νώ­ντας αμ­φί­ση­μα το πά­θος της εκ­πόρ­νευ­σης και τη δί­ψα της λύ­τρω­σης σε όλο το μή­κος και το πλά­τος της ιστο­ρί­ας. Σε αντί­θε­ση με το άχρο­νο γλωσ­σι­κό το­πίο της Βα­κα­λό, ο χώ­ρος του Χρι­στια­νό­που­λου δια­θέ­τει συ­γκε­κρι­μέ­να ρε­α­λι­στι­κά δια­χρο­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, με πα­ρόν και πα­ρελ­θόν να δια­περ­νούν πρω­θύ­στε­ρα το ένα το άλ­λο δια­στέλ­λο­ντας τη συ­γκί­νη­ση. Όσο για το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, εδώ δεν εί­ναι δι­χα­σμέ­νο και απο­δο­μη­μέ­νο όπως στο «Θαύ­μα», αλ­λά αντί­θε­τα πιο ενι­σχυ­μέ­νο από πο­τέ: ένα τρισ­διά­στα­το θε­α­τρι­κό πρό­σω­πο, που εκ­φέ­ρει λό­γο σε πραγ­μα­τι­κό χρό­νο. Αυ­τό που ενώ­νει τη Μα­ρία του Χρι­στια­νό­που­λου με τη μο­να­χή του θαύ­μα­τος εί­ναι η ποί­η­ση. Με αντί­στρο­φο όμως τρό­πο, όπως θα δού­με στη συ­νέ­χεια.
Στο προ­γε­νέ­στε­ρο ποί­η­μα το υπο-κεί­με­νο με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται βέ­βη­λα: η αγράμ­μα­τη, ενο­ρα­τι­κή γε­ρό­ντισ­σα του Βί­ου με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε ποι­ή­τρια και με­λω­δό:

έτσι χαράζω τα ποιήματά μου στην άμμο
κι έρχονται οι αγέρηδες να μου τα τραγουδήσουν.
Λίγο πάπυρο, άγιε πάτερ Ζωσιμά, δυο τρία βιβλία θρησκευτικά,
μια σύντομη μέθοδο εκμαθήσεως βυζαντινής μουσικής

Η Μα­ρία του Χρι­στια­νό­που­λου, πα­ρά τη νη­στεία και την προ­σευ­χή, πα­ρα­μέ­νει δι­χα­σμέ­νη. Νο­σταλ­γεί, μα­ζί με το επί­μο­νο ρε­μπέ­τι­κο μο­τί­βο, αυ­τό ακρι­βώς που η μορ­φή του «Θαύ­μα­τος» απο­στρέ­φε­ται: Tη θε­σμι­κή γρα­φή, που θα της επι­τρέ­ψει τη σύν­δε­ση με τον κό­σμο που άφη­σε πί­σω της. Η «φυ­σι­κή» γρα­φή, αυ­τή η πρω­το­γε­νής χά­ρα­ξη που νοη­μα­το­δο­τεί τον χώ­ρο πριν ακό­μα από την ομι­λία, δεν της αρ­κεί, ίσως και εξαι­τί­ας του εφή­με­ρου χα­ρα­κτή­ρα της. Το ίδιο και η μου­σι­κή των στοι­χεί­ων, οι «άνε­μοι». Όλες αυ­τές οι προ-λο­γι­κές, προ-συμ­βο­λι­κές μορ­φές σή­μαν­σης, που ταυ­τί­ζουν τη λέ­ξη με το πράγ­μα, δεν την ικα­νο­ποιούν. Η Μα­ρία ζη­τά­ει μέ­σα στην έρη­μο τα εμ­βλή­μα­τα του πο­λι­τι­σμού, γρα­φι­κή και ανα­γνω­στι­κή ύλη: πά­πυ­ρο, βι­βλία και λό­για μου­σι­κή, δη­λα­δή την επι­στρο­φή στη συμ­βο­λι­κή τά­ξη και το αυ­θαί­ρε­το του γλωσ­σι­κού ση­μεί­ου, όλα αυ­τά που δια­φο­ρο­ποιούν την έρη­μο των ορα­μά­των από την κοι­νω­νία του ορ­θού λό­γου. Το δί­πο­λο φύ­ση-πο­λι­τι­σμός, η αντί­θε­ση που, όπως έχει επι­ση­μά­νει η κρι­τι­κή,[15] αναι­ρεί­ται στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό, ανα­δει­κνύ­ε­ται στο ποί­η­μα του Χρι­στια­νό­που­λου κυ­ρί­αρ­χη. Αντί­θε­τα, η μο­να­χή του «Θαύ­μα­τος» δη­λώ­νει με κά­θε τρό­πο την προ­σή­λω­σή της στα στοι­χειώ­δη και πρω­το­γε­νή, που αντι­στρα­τεύ­ο­νται τη λο­γο­κρα­τι­κή δι­χο­το­μία (σ. 12):

Ένας ο αιώνιος βράχος
Και χέρι μου ένευε
«Ο αριθμός είναι ρόδο»
Μου πέρασε η σκέψη

Δηλώνω τη μεταμόρφωση∙ περίμενε ακόμη
Θερμοκρασία της σαύρας γλείφει
Τον ολόγυμνο βράχο
Η ζωγραφιά του δεν είναι του έρωτα ύλης
Παρά σκοτεινές σχισμές

«Θα­να­τη­φό­ρα η λέ­ξη / το πράγ­μα ακύ­ρω­σε» θα πει στις «Ση­μειώ­σεις…» η ποι­ή­τρια σ. 31). Ο Χρι­στια­νό­που­λος σε σχέ­ση με τη Βα­κα­λό εί­ναι, τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, ό,τι η πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή σε σχέ­ση με την έντε­χνη. Η πα­ρα­δο­σια­κή τέ­χνη γε­νι­κά δεν βα­σί­ζε­ται στην πα­ρα­βα­τι­κό­τη­τα και στην ανα­τρο­πή των κα­νό­νων αλ­λά αντί­θε­τα στη δη­μιουρ­γι­κή ανά­πλα­σή τους. Η προ­σω­πι­κή τέ­χνη από την άλ­λη πλευ­ρά εν πολ­λοίς χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν πά­ντα από την αμ­φι­σβή­τη­ση των συμ­βά­σε­ων. Αντί­στοι­χα φαί­νε­ται ότι η ποί­η­σή του Χρι­στια­νό­που­λου έχει κά­τι από την σπα­ρα­κτι­κή δια­φά­νεια των λαϊ­κών στι­χουρ­γών, ενώ η ποί­η­σή της Βα­κα­λό συ­νο­μι­λεί με την πο­λύ­τι­μη ελ­λει­πτι­κό­τη­τα των σύγ­χρο­νων ει­κα­στι­κών τε­χνών. Πε­ραι­τέ­ρω, δια­κιν­δυ­νεύ­ο­ντας μια κοι­νω­νιο­λο­γι­κή απλού­στευ­ση, θα έλε­γα ότι ο ποι­η­τής υιο­θε­τεί τη στά­ση ενός προ­κλη­τι­κού από­κλη­ρου που όμως σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση επι­διώ­κει την απο­δο­χή, ενώ η ποι­ή­τρια συ­στή­νε­ται ως σε­σο­φι­σμέ­νη, οξυ­δερ­κής αστή που ασκεί κρι­τι­κή στην ίδια την κουλ­τού­ρα της. Στην έρη­μο ίσως ψά­χνουν και οι δύο αυ­τό ακρι­βώς που δεν έχουν και, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, ο ένας την άλ­λη και αντί­στρο­φα. Μπο­ρεί να μη βρί­σκο­νται πο­τέ, αυ­τό όμως που σί­γου­ρα τους ενώ­νει εί­ναι ο πό­νος της γρα­φής,[16] αυ­τό το μέ­γι­στον μά­θη­μα που πρώ­τος στα κα­θ’ ημάς δί­δα­ξε ο Κα­ρυω­τά­κης: η ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή ως φυ­σι­κή δο­κι­μα­σία, ως σω­μα­τι­κό μαρ­τύ­ριο, ως αί­μα και σάρ­κα, ως «ο τρό­πος να κιν­δυ­νεύ­ο­με».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: