Διαφυγή & άλλα ποιήματα

Διαφυγή & άλλα ποιήματα

ΠΡΟ­ΚΛΗ­ΣΗ

Το αλιευ­τι­κό βγή­κε στην ακτή κα­τά­φορ­το λέ­ξεις. Λέ­ξεις που σπαρ­τα­ρού­σαν αμ­φι­ση­μία. Όλες σε ιρι­δί­ζου­σες απο­χρώ­σεις για να θυ­μί­ζουν τον βυ­θό των ποι­η­μά­των. Ο ψα­ράς χα­μο­γέ­λα­σε πη­δώ­ντας στη στε­ριά με πό­δια γυ­μνά, μά­τια λα­βύ­ριν­θους, ενώ τα χέ­ρια του ανί­χνευαν ση­μα­σί­ες ψη­λα­φώ­ντας επι­δέ­ξια τα δί­χτυα των νοη­μά­των. Έπια­νε μια-μια τις λέ­ξεις και, αφού ξε­ρί­ζω­νε τα ασθμαί­νο­ντα βράγ­χια πε­τώ­ντας στη θά­λασ­σα τα κόκ­κι­να εντό­σθια, τις απο­λέ­πι­ζε από το ασή­μι των εντυ­πώ­σε­ων, τις ξέ­πλε­νε με νε­ρό, τις βου­τού­σε στο αλά­τι και τις το­πο­θε­τού­σε, έτσι γδαρ­μέ­νες κι αγνώ­ρι­στες, σ’ ένα πα­νέ­ρι εν­νοιών.

Κα­τό­πιν, στρά­φη­κε σ’ εμέ­να και μου έδει­ξε το σώ­μα τους με το κε­φά­λι γυρ­τό. Χω­ρίς φα­ντα­σία, οι λέ­ξεις δεν εί­ναι πλέ­ον αμ­φί­βιες, εί­πε και, προ­κα­λώ­ντας με σχε­δόν ει­ρω­νι­κά, σχο­λί­α­σε: Για να δού­με τι ψά­ρια πιά­νεις εσύ. Αν μπο­ρείς –χω­ρίς ωκε­α­νό– φτιά­ξε μ’ αυ­τές τις λέ­ξεις ένα ποί­η­μα πλω­τό.


ΧΡΟ­ΝΙ­ΚΟ

Τα χέ­ρια της φτε­ρο­κο­πούν ετοι­μά­ζο­ντας το πρω­ι­νό στην κου­ζί­να, λί­γο προ­τού ξυ­πνή­σει τα παι­διά αγ­γί­ζο­ντας –με τα μα­το­τσί­νο­ρα– τα βλέ­φα­ρά τους. Ύστε­ρα, χω­ρίς δι­σταγ­μό, μο­νώ­νει τις χα­ρα­μά­δες στις πόρ­τες φο­ρώ­ντας τις λέ­ξεις κα­τά­σαρ­κα, νιώ­θο­ντας τα λε­πί­δια των γιώ­τα σφη­νω­μέ­να στο στή­θος και τις κα­μπύ­λες των όμι­κρον να σφίγ­γουν τον λαι­μό, με μια γλώσ­σα που χα­ράσ­σει τα λά­θη μας στις ανα­πά­ντε­χες ρωγ­μές της.

Το δω­μά­τιο γε­μί­ζει ασφό­δε­λους που μαρ­τυ­ρούν εγκα­τά­λει­ψη˙ ένας για κά­θε απει­λή την ώρα που η λέ­αι­να ανοί­γει το γκά­ζι και βά­ζει το κε­φά­λι της στον φούρ­νο, ανα­ση­κώ­νο­ντας το πέλ­μα για να δια­νύ­σει μέ­σα σε μια στιγ­μή την από­στα­ση μυ­ριά­δων χι­λιο­μέ­τρων.

ΔΙΑ­ΦΥ­ΓΗ

Όταν το φως δεν φέγ­γει πια, όταν τα μέ­λη εγκα­τα­λεί­πουν το σώ­μα, όταν το πε­πρω­μέ­νο στρώ­νει τις κλί­νες για ν’ ανα­παυ­θούν απαλ­λαγ­μέ­να από το βά­ρος τους τα οστά, παίρ­νω της γρα­φής τον παυ­σί­λυ­πο δρό­μο ανα­ζη­τώ­ντας την ομορ­φιά που απο­κα­λύ­πτει μες στα συ­ντρίμ­μια το κάλ­λος.

Αχ, το πε­ρι­πό­θη­το χ της λα­χτά­ρας καί­ει μέ­σα μου χί­λια κα­μί­νια. Το τραί­νο ξε­φεύ­γει από τις ρά­γες˙ υπο­βρυ­χί­ως ίπτα­ται βυ­θι­ζό­με­νο σ’ έναν απύθ­με­νο ου­ρα­νό, για­τί κά­θε στιγ­μή μνη­μειώ­νει το ασή­μα­ντο, ανα­δει­κνύ­ο­ντας στο ελά­χι­στο το με­γα­λείο του μη­δα­μι­νού.

ΑΝΑΡ­ΡΙ­ΧΗ­ΣΗ

Γέρ­νει, διαρ­κώς γέρ­νει το κυ­πα­ρίσ­σι. Ρα­γί­ζει τον μα­ντρό­τοι­χο σχε­διά­ζο­ντας ρωγ­μές πά­νω στην πέ­τρα. Πή­ραν οι ρί­ζες τον ανή­φο­ρο˙ δεν τις χω­ρά­ει η γη. Δια­σχί­ζουν το σκο­τά­δι, τι­νά­ζουν το χώ­μα, ξε­ρι­ζώ­νουν τις πλά­κες κι ανα­δύ­ο­νται στην επι­φά­νεια ρου­φώ­ντας αχόρ­τα­γα ήλιο και αέ­ρα. Όσοι ανα­παύ­ο­νται στον ίσκιο του κυ­πα­ρισ­σιού δεν ησυ­χά­ζουν. Σκαρ­φα­λώ­νουν αδιά­κο­πα, τε­ντώ­νουν τις πα­λά­μες, υψώ­νουν τ’ ακρο­δά­χτυ­λα, ση­κώ­νο­νται στις μύ­τες των πο­διών, ώσπου ξε­μυ­τί­ζουν στο φως. Σή­με­ρα σκό­ντα­ψα στους κό­μπους των μαλ­λιών τους που εί­ναι αδέ­ξια πλεγ­μέ­να με τις ρί­ζες.

ΕΦΙΑΛ­ΤΗΣ

Ανέ­βαι­να. Διαρ­κώς ανέ­βαι­να. Εί­χα την αί­σθη­ση πως ήμουν ένα φύλ­λο ή ένα φτε­ρό. Ένα πού­που­λο πα­ρα­συρ­μέ­νο από την άνω­ση, αφού το βά­ρος μου εί­χε εκλεί­ψει και μπο­ρού­σα να αι­σθαν­θώ την αβά­στα­χτη ελα­φρό­τη­τα της ύπαρ­ξης που μου έδι­νε μια πρω­τό­γνω­ρη ευ­φο­ρία.  

Όταν έφτα­σα ψη­λά, ένιω­σα ξαφ­νι­κά ότι η πε­ρί­ο­δος χά­ρι­τος εί­χε λή­ξει κι εντε­λώς από­το­μα άρ­χι­σα να πέ­φτω. Το βά­ρος μου πολ­λα­πλα­σια­ζό­ταν δυ­σα­νά­λο­γα και η τα­χύ­τη­τα της πτώ­σης ξε­περ­νού­σε τον νό­μο της βα­ρύ­τη­τας, ση­μαί­νο­ντας την επερ­χό­με­νη κα­θο­λι­κή συ­ντρι­βή μου. Ήθε­λα να ουρ­λιά­ξω, αλ­λά η κραυ­γή πα­γι­δεύ­τη­κε στο ορ­θά­νοι­χτο απελ­πι­σμέ­νο στό­μα. Κι αντί να ξυ­πνή­σω κά­θι­δρη από την αγω­νία λί­γο πριν τσα­κι­στώ στο έδα­φος, εί­δα τον εαυ­τό μου να σφη­νώ­νε­ται με το κε­φά­λι στη γη κι ένιω­σα να θρυμ­μα­τί­ζο­νται το κρα­νίο και τα οστά μου. Όταν έφτα­σε το ασθε­νο­φό­ρο, όσο οι τραυ­μα­τιο­φο­ρείς μά­ζευαν τα κομ­μά­τια μου, φώ­να­ζα «λά­θος κά­νε­τε… εί­μα­στε σε όνει­ρο… λά­θος κά­νε­τε… αν και συ­ντρίμ­μια, εί­μαι ακό­μη ζω­ντα­νή…».                               

Και τώ­ρα έχα­σα την ήρε­μο ενα­τέ­νι­ση.
Που ν’ αφή­σω το βά­ρος του εαυ­τού μο
υ;

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΑΤΑΚΗΣ

ΔΙΑ­ΛΟ­ΓΟΣ

Αι­σθά­νο­μαι την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με σω­μα­τι­κό πό­νο. Αλ­γε­βρι­κές εξι­σώ­σεις τα βή­μα­τά μου.[1] Ποιά βή­μα­τά μου; Η ισορ­ρο­πία έχει πλέ­ον χα­θεί. Ένα αρα­βι­κό άλο­γο καλ­πά­ζει στο μυα­λό μου. Δεν υπάρ­χει ανα­βά­της· μο­νά­χα κα­πί­στρια, πέ­τα­λα, γκέ­μια. Η χαί­τη του, μια ολό­μαυ­ρη εσάρ­πα στιλ­πνή που με τυ­λί­γει. Σβή­νει η φω­νή μου. Σε ποιον μι­λώ, αφού κα­νείς δεν ακού­ει;

Τις νύ­χτες μπαί­νει η θά­λασ­σα στο δω­μά­τιο· κο­λυ­μπάω στη μή­τρα της, ο βυ­θός με διεκ­δι­κεί· «εί­σαι δι­κή μου», φω­νά­ζει· μ’ αρ­πά­ζει βί­αια, «σε ονο­μά­ζω νύ­χτα», λέ­ει και μου περ­νά­ει το φεγ­γά­ρι στο δά­χτυ­λο· «για σέ­να τώ­ρα πια ο βυ­θός εί­ναι η θά­λασ­σα, το προ­σω­πείο της θά­λασ­σας το πρό­σω­πό σου…»

Την επο­μέ­νη, πλάι στο πτώ­μα της γυ­ναί­κας, βρέ­θη­κε ένα ση­μεί­ω­μα με τα εξής λό­για: «Η θά­λασ­σα εί­ναι η μό­νη μου αγά­πη. Για­τί έχει την όψη ενός ιδα­νι­κού. Και τ’ όνο­μά της εί­ναι ένα θαυ­μα­στικό.[2] Το απο­τύ­πω­μα μιας σφαί­ρας στον κρό­τα­φο ή ένα κομ­μά­τι μέ­ταλ­λο σφη­νω­μέ­νο στο στή­θος.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: