Το κενό που τρέφει

Το κενό που τρέφει

Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, «Φιλιά στο κενό», Μελάνι 2020

1.

«Εάν δεν υπάρχει αρκετός χώρος στο σώμα, / συνεχίστε σε συνημμένη κενή σελίδα, / ανασαίνοντας τον αριθμό αδείας των ονείρων σας».

Με μια σουρεαλιστική και ελαφρώς περιπαιχτική παραίνεση σε θέση προμετωπίδας ξεκινά η τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, Φιλιά στο κενό, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2020. Μια συλλογή με πενήντα δύο ποιήματα για τον έρωτα, την απώλεια, την αίσθηση του κενού και τη μνήμη τoυ σώματος. Στην ποίηση της Παπαγεωργίου το να δεις το γνωστό και το τετριμμένο μέσα από μιαν άλλη λειτουργική των μορφών και των λέξεων, αποτελεί sine qua non, προϋπόθεση και υπόστρωμα μιας απαράβατης λογοτεχνικής συνθήκης. Η ποίησή της αν και κινείται στον σκοτεινό χώρο του ασυνείδητου αποτελεί οντότητα που επιδρά καταλυτικά, συνομιλεί μαζί μας ακόμη κι όταν μονολογεί, αυτεξούσια αλλά και στενά εξαρτώμενη από το περιβάλλον και τις αισθήσεις, μόνη αλλά και σε διαρκή επαφή με τα πρόσωπα που μας κατοικούνε, ψυχές που παρά τη φασματική τους υπόσταση δεν σταματούν να ενεργούν ή να πάσχουν, να παλεύουν δυναμικά ή σιωπηλά να αποσύρονται.

Το δέρμα και η μνήμη του σώματος

Σώματα ρευστά, αέρινα, με τα σημαίνοντά τους δοσμένα δραματικά, παραμυθητικά ή απομυθοποιημένα, αντανακλάσεις ενός εσωτερικού και αόρατου δια γυμνού οφθαλμού πολλαπλασιαστικού καθρέφτη, σώματα με σάρκα και οστά, αφού και η γλώσσα με την οποία μας δεξιώνονται και μέσα από την οποία μας εξομολογούνται είναι μέσο κατ’ εξοχήν σαρκικό, διαχρονικό και ταυτόχρονα άχρονο. Στους στίχους της ποιήτριας η πιο βαθιά μνήμη βρίσκεται εκεί όπου «Η λευκότητα του δέρματος / Η λευκότητα των φτερών / αναμετριέται με το μαύρο των πλήκτρων / και κάθε που αγγίζουμε με τα ακροδάχτυλά μας «τις νότες του πιάνου / Ανασηκώνεται η άγγελος της μνήμης», υπάρχει εκεί όπου δεν την αντιλαμβάνεσαι, στο πιο βαθύ μυστήριο του εαυτού. Η μνήμη του σώματος είναι αθάνατη και το δέρμα μας το πιο δυνατό της σημείο∙ διόλου παράξενο αν συλλογιστούμε ότι η ενέργεια που μας απορροφά όταν διεγείρεται, είναι δεκάδες φορές μεγαλύτερη απ’ αυτή που θα απορροφούσε η μύτη, τ’ αφτί ή το μάτι. Η αίσθηση του ότι υπάρχουμε μεσ’ από αυτή τη διέγερση είναι ασύγκριτα πιο δυνατή, αμέτρητες φορές ισχυρότερη από κάθε άλλη αίσθηση.

Ο χρόνος ως ενδιάμεσο

«Εκτείνομαι /, Μα όσο κι αν ξετυλίγομαι / δεν μπορώ να περικυκλώσω τα όρια του άδειου μου». Το αόρατο και το εκκωφαντικά σιωπηλό, όπως και το κλεμμένο γράμμα στο έργο του Πόε, μας περιβάλλουν και μας κατέχουν με τα μάτια εκείνου που θα θελήσει να τα ψηλαφίσει. «[…] εκεί που επιστρέφω / δεν είσαι / γιατί διαρκώς να επιστρέφω / ενώ δεν είσαι εδώ;» Η έννοια του χρόνου και οι επιδράσεις από την αστροφυσική μετουσιώνονται εδώ σε καθαρή ποίηση, με τρόπο βαθιά αφομοιωμένο και εξόχως πρωτότυπο: «4½ υπερκαινοφανείς / μήνες αστέρες / στήνουν χορό / στη ραχοκοκαλιά της νύχτας μου / Με κρότο με χαιρετά η μνήμη σου // Πάντα με κρατά ξύπνιο / η στιγμή / που βγήκε έξω / για τσιγάρο // (Λυπάμαι, καρδιά μου, / αλλά χάνω έναν χτύπο, / χτυπώ στον ενδιάμεσο)». Είμαστε χρόνος και χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο από το κενό που δημιουργεί η μετάβαση από το ένα συμβάν στο άλλο, αυτό το κενό που χαιρετούν με κρότο οι υπερκαινοφανείς μήνες αστέρες στήνοντας το χορό στη ραχοκοκαλιά της νύχτας που μας περιβάλλει.

Ο νόστος του άδειου και η χαρά της επιστροφής

Το άδειο μας τρέφει, μας πονάει και μας ξεδιψάει, μας προσφέρει το όνειρο ή μας κρατάει άγρυπνους, μας κάνει να νοσταλγούμε ή να κλαίμε, να ξεσπάμε, να ξεφωνίζουμε, να σιωπούμε, να ζούμε. «Βρες το αδειανό σου / Και μέσα εκεί / Θα δεις την αγκαλιά του κόσμου». Γιατί «ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού.» Και «εαυτός» είναι το πάθος για εκείνο που δεν υπήρξαμε, είναι η νοσταλγία για όσα δεν πραγματώσαμε, η γεύση της ματαίωσης από ένα φιλί που δεν δώσαμε όταν όλα γύρω έδιναν την υπόσχεση και παρηγορούσαν, σαν να μην ξέραμε ότι «η απόσταση είναι ένα σώμα δρόμος.» Η χαρά κρύβεται στην ελπίδα της αναμονής και «το να επιστρέφεις νωρίς είναι αγάπη.»

Η ελπίδα της αναμονής

Η ζωή βρίσκεται στην αναμονή. Υπάρχει στη βροχή, στο ποτάμι, στην αμμουδιά, στη λίμνη, στο χιόνι, στον ουρανό, στη θάλασσα, στις σκιές του ήλιου και στα φύλλα των δέντρων, στα κοχύλια και στις παπαρούνες της Άνοιξης. Η εμμονή της ποιήτριας να καταδεικνύει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης μέσ’ από την έλλειψη, το όνειρο και τη μαγεία της φύσης,   αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της.

3.

«Xωρίς τον ερχομό / Ποιο νόημα έχει η φυγή; / Χωρίς τον πηγαιμό/ Ποιο νόημα έχει η επιστροφή;»

Στα Φιλιά στο κενό ο κόσμος της Παπαγεωργίου κινείται σε σύμπαν πραγματικό και ταυτόχρονα απολύτως διάτρητο, εσωτερικό τοπίο όπου το απεριόριστο των ενδεχομένων και των δυνατοτήτων καθιστά τις εικόνες του άλλοτε ευχάριστα δυσδιάκριτες και άλλοτε εφιαλτικά ανοίκειες και δυστοπικές, ου τόπος και τόπος χωρίς περίγραμμα, χώρος που ψάχνει εναγωνίως να βρει τι κρύβεται πίσω του και ποιες συνθήκες τον καθορίζουν και τον διέπουν, κόσμος που διαρκώς εκπλήσσεται, εξεγείρεται αλλά και συχνά συναινεί, μαθαίνει να δέχεται και να αποδέχεται το μοιραίο, ξέρει πώς να μοιράζεται αυτό που άλλοτε μοιάζει να συστέλλεται κι άλλοτε πάλι να διαστέλλεται ασυντόνιστα και έξω από κάθε λογική αλληλουχία, έξω από κάθε ανθρώπινο κανόνα ή έννοια διαδοχής. Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, που δεν είναι άλλος από τον κόσμο που ζούμε, η ποιήτρια δεν διστάζει να εξακτινώσει το έργο της και να το αφήσει να περιπλανηθεί στη διάσταση του αιώνιου παρόντος και του χωρίς «πριν» ή «μετά τον χρόνο», εμμένοντας, παλιλλογώντας και σπρώχνοντας έτσι την αλήθεια της μέχρι τα έσχατα. Μια αλήθεια που δεν συγχύζεται από τα καινοφανή, αλλά αντίθετα, ξέρει πώς να τα διαχειρίζεται, να τ’ αναδεικνύει και να τα υπηρετεί. Άλλωστε: «Το καλύτερο φάρμακο για την ψευδαίσθηση / είναι μια γερή δόση πραγματικότητας.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: