«…εξαίσιο το πάθος που λέγεται φως της σιωπής»

Μαρία Κυρτζάκη: Ποιητικές συγκλίσεις και ποιητική

Georges Braque, «Πέταγμα Ι»
Georges Braque, «Πέταγμα Ι»



Η διτ­τή μορ­φή ενός που­λιού, στην έγ­χρω­μη λι­θο­γρα­φία «Essor I» (Πέ­ταγ­μα Ι), 1961 του Georges Braque στο εξώ­φυλ­λο της συ­γκε­ντρω­τι­κής έκ­δο­σης1 των ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη, «συ­να­ντά» μια αυ­γου­στιά­τι­κη μέ­ρα στην Αθή­να, την απο­τρό­παιη, αλ­λά δυ­στυ­χώς συ­νή­θη ει­κό­να ενός συν­θλιμ­μέ­νου πε­ρι­στε­ριού στη μέ­ση της ασφάλ­του. Αίφ­νης, το γαϊ­τα­νά­κι των συ­νειρ­μών και των ποι­η­τι­κών δια­λό­γων ξε­τυ­λί­γε­ται‧ κοι­νό ση­μείο εκ­κί­νη­σης το αί­σθη­μα της ασφυ­ξί­ας και του πνιγ­μού στη θέα του νε­κρού πε­ρι­στε­ριού μέ­σα στο «κά­θε­το λιο­πύ­ρι»2 κα­θώς «μα­λά­κω­νε η άσφαλ­τος κά­τω απ’ τα πό­δια».3 Για την ποι­ή­τρια Μα­ρία Κυρ­τζά­κη «ο γρα­πτός λό­γος υπήρ­χε πά­ντα ως δείγ­μα της προ­σπά­θειας μιας συ­νε­χούς ανά­δυ­σης όσων δεν πρό­κει­ται πο­τέ να αρ­θρω­θούν». Για εκεί­νην «ο γρα­πτός λό­γος ήταν το συγ­χρό­νως και το με­τά μιας κα­τά­δυ­σης»4 με οξυ­γό­νο λι­γο­στό. Ήταν ίσως, η προ­σπά­θεια φρο­ντι­σμέ­νης άρ­θρω­σης του ποι­η­τι­κού λό­γου η μο­να­δι­κή οδός φυ­γής από τον κίν­δυ­νο της πτώ­σης και συ­ντρι­βής στο έρε­βος: «Σ’ ένα σύν­νε­φο όπου τα που­λιά/ Μπο­ρούν να πε­τά­ξουν./ Οι λέ­ξεις θα κυ­λή­σουν όμοια/ Με ερυ­θρό­μορ­φων σχη­μά­των τα κύ­μα­τα».5 «Οι λέ­ξεις εί­ναι οδοί» και η γρα­φή της εκεί­νη που τις «δια­νοί­γει»,6 σε μία δια­δρο­μή όπου ο ποι­η­τι­κός λό­γος μά­χε­ται με το φως και το σκο­τά­δι με τη φω­νή και τη σιω­πή.

Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη ει­σέρ­χε­ται στον χώ­ρο της ποί­η­σης το 1966 με τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τά της Σιω­πη­λές κραυ­γές, ου­σια­στι­κά όμως, με τη συλ­λο­γή της Οι λέ­ξεις, το 1973,7 η οποία απο­τε­λεί και την πρώ­τη «ανα­γνω­ρι­σμέ­νη».8 Στο ομό­τι­τλο ποί­η­μα αυ­τής της συλ­λο­γής, με το οποίο κλεί­νει η ενό­τη­τα «Ανί­χνευ­ση» (1968-1971), εκ­δη­λώ­νε­ται η αγω­νία της ποι­ή­τριας για τη δύ­να­μη των λέ­ξε­ών της να δια­τυ­πώ­σουν το ανεί­πω­το. Το ποί­η­μα «Οι λέ­ξεις» απο­τε­λεί ποί­η­μα ποι­η­τι­κής, ση­μειώ­νει η Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου στον τό­μο που πρό­σφα­τα κυ­κλο­φό­ρη­σε για τη Μα­ρία Κυρ­τζά­κη από τις εκ­δό­σεις Γκο­βό­στη, στη σει­ρά για τους ποι­η­τές της λε­γό­με­νης γε­νιάς του ’70‧9 θα προ­σθέ­τα­με ότι ταυ­τό­χρο­να λει­τουρ­γεί και ως «ει­σα­γω­γή» στο ποι­η­τι­κό σύ­μπαν της Κυρ­τζά­κη, όπου «από τη γλώσ­σα όλα ξε­κι­νούν και γύ­ρω από εκεί­νην όλα πε­ρι­στρέ­φο­νται»:10 «…Μό­νο τις λέ­ξεις μου/ Τι να σου πω για τις λέ­ξεις/ Αφού και γω δεν ξέ­ρω/ Πως βγαί­νουν έτσι/ Στρα­πα­τσα­ρι­σμέ­νες κά­θε φο­ρά/ Θαρ­ρείς λε­η­λα­τη­μέ­νες/ Λει­ψές».11

Ο ποι­η­τής «ανα­γι­γνώ­σκει» και ανα­λύ­ει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μ’ έναν τρό­πο οξυ­δερ­κή: «Εί­μα­στε κά­τι απί­στευ­τες αντέ­νες / Υψώ­νο­νται σα δά­χτυ­λα στα χάη,/στην κο­ρυ­φή τους τ’ άπει­ρο αντη­χά­ει…» γρά­φει σ’ έναν πο­λύ γνω­στό στί­χο του ο Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης από τη συλ­λο­γή του Ελε­γεία και Σά­τι­ρες (1927).12 Ο ποι­η­τής ανι­χνεύ­ει με τις ευαί­σθη­τες αντέ­νες του και προ­σπα­θεί να συλ­λά­βει για τους πολ­λούς τα ασύλ­λη­πτα, να δώ­σει μορ­φή στο χά­ος. Εί­ναι αυ­τή η ετε­ρό­τη­τα που τον δια­κρί­νει και με­τα­τρέ­πει την οπτι­κή του, ώστε να δια­φο­ρο­ποιεί­ται από εκεί­νη των υπό­λοι­πων αν­θρώ­πων. Μέ­σω των λέ­ξε­ων προ­σπα­θεί να πε­τύ­χει την αρ­μο­νία και την επι­κοι­νω­νία με το αθέ­α­το‧ προ­σπα­θεί να αντι­κρί­σει με τα μά­τια του νου, με τη μνή­μη και την ενο­ρα­τι­κή του δει­νό­τη­τα τον «τό­πο» εκεί­νον, τον «τό­πο της δια­φο­ράς»,13 όπου «στα­μα­τά­ει ο λό­γος του ποι­η­τή και αρ­χί­ζει να φέγ­γει ένα με­γά­λο φως».14 Η αγω­νία της ποι­ή­τριας για την εύ­ρε­ση της κα­τάλ­λη­λης λέ­ξης, της λέ­ξης που θα την βοη­θή­σει να πραγ­μα­τώ­σει το «ποι­η­τι­κό γί­γνε­σθαι» δια­τρέ­χει ολό­κλη­ρο το έρ­γο της: «Η χά­ρα­ξη στα χέ­ρια σου/ Το χά­ραγ­μα/ Παι­δεύ­εις τις λέ­ξεις/ Τις λέ­ξεις που σε περ­νούν/ Χα­ραυ­γή χα­ρά λες/ Τις λέ­ξεις Τις λέ­ξεις/ Ποια η κραυ­γή σου/ Στις ρωγ­μές Ποια η φω­νή σου/ Το φως και το σκο­τά­δι…».15 Η ίδια αγω­νία δια­γρά­φε­ται και στη συλ­λο­γή της Η Γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι (1982): «Σαν πε­τα­λού­δες γύ­ρω μου πο­λύ­χρω­μες οι λέ­ξεις/ χρώ­μα­τα σα­κα­τε­μέ­να από πο­λέ­μους/ γυ­ναί­κες με κου­ρε­λια­σμέ­να ρού­χα …Με πνί­γουν κά­θε βρά­δυ οι χλω­ριού­χες λέ­ξεις/ Σαν να τις ξέ­βα­ψαν πο­λύ να μαρ­τυ­ρή­σουν/ Κι αυ­τές αρ­νή­θη­καν…Πόρ­νες οι λέ­ξεις αδη­φά­γες/ Που στέρ­γουν σ’ όποιο βί­τσιο και πα­ρα­ξε­νιά».16
Με εμ­φα­νείς τις επι­δρά­σεις από τη σπου­δή της στην κλα­σι­κή γραμ­μα­τεία, στη λει­τουρ­γία των λέ­ξε­ων δί­νε­ται μία ιδιό­τη­τα απο­κα­λυ­πτι­κή. Οι λέ­ξεις απο­τε­λούν το μέ­σο εξω­τε­ρί­κευ­σης και λε­κτι­κο­ποί­η­σης του εν­διά­θε­του λό­γου. Στο εναρ­κτή­ριο ποί­η­μα «Πα­λιοί κα­θρέ­φτες» της συλ­λο­γής Σχι­στή Οδός (1992) η ποι­η­τι­κή γλώσ­σα, οι λέ­ξεις, συν­δέ­ο­νται με την απο­κα­τά­στα­ση της μνή­μης, την εύ­ρε­ση της α-λή­θειας και του «φω­τός». Το φως και η πη­γή του, ο Ήλιος, συν­δέ­ο­νται με τη γνώ­ση, ενώ το σκο­τά­δι με την άγνοια. Η ιδέα άγει την γέν­νη­σή της σε προ­γε­νέ­στε­ρους του Πλά­τω­να, όπως στον Όμη­ρο (Οδύσ­σεια β 182), στον Πίν­δα­ρο (Απ. 44, «Ὀλυ­μπιο­νί­καις» 13.93-13.115, Μοί­σαις γὰρ ἀγλα­ο­θρό­νοις) αλ­λά και στους τρα­γι­κούς, Σο­φο­κλή (οὐ τὸν πά­ντων θεῶν θεὸν πρό­μον Ἅλιον·, Οι­δί­πους Τύ­ραν­νος, στ. 660) και Αι­σχύ­λο (οὐκ οἶδεν οὐδεὶς ὥστ᾽ ἀπαγ­γεῖλαι τορῶς, πλὴν τοῦ τρέ­φο­ντος Ἡλί­ου χθονὸς φύ­σιν, «Αγα­μέ­μνων», στ. 633). Η ιδέα ότι το φως συν­δέ­ε­ται με τη γνώ­ση και την αλή­θεια, ότι εί­ναι αυ­τό που με­τα­βάλ­λει τον ορα­τό κό­σμο σε νοη­τό, εμπνέ­ει στον Πλά­τω­να τη «θε­ω­ρία των Ιδε­ών» και τη «θε­ω­ρία της ανά­μνη­σης» (Πλά­των, Μέ­νων 81d «τὸ γὰρ ζη­τεῖν ἄρα καὶ τὸ μαν­θά­νειν ἀνά­μνη­σις ὅλον ἐστίν»,και Πο­λι­τεία 509b, 516b), μια ιδέα που γο­νι­μο­ποιεί και τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, το σο­λω­μι­κό έρ­γο, π.χ. τον «Λά­μπρο». «Μπο­ρού­με να γνω­ρί­σου­με αυ­τό που εί­δα­με όταν κά­πο­τε εί­χα­με το προ­νό­μιο να βλέ­που­με τις ίδιες τις ιδέ­ες κι όχι τα εί­δω­λά τους και που τώ­ρα το «εν­θυ­μού­με­θα» μέ­σα από αυ­τά τα εί­δω­λα των ιδε­ών», γρά­φει ο αεί­μνη­στος Βαγ­γέ­λης Αθα­να­σό­που­λος στη με­λέ­τη του για τη λει­τουρ­γία του φω­τός στην ποί­η­ση του Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού,17 πα­ρου­σιά­ζο­ντας τη «θε­ω­ρία της ανά­μνη­σης» και την πρό­σλη­ψή της στη σο­λω­μι­κή ποί­η­ση. Tο φως εί­ναι εκεί­νο το πνευ­μα­τι­κό στοι­χείο που δια­λύ­ει το σκο­τά­δι, σχη­μα­το­ποιεί τον κό­σμο. Το φως εί­ναι εκεί­νο που σω­μα­το­ποιεί το κε­νό, δί­νει υπό­στα­ση στο ανύ­παρ­κτο, εί­ναι αυ­τό που οδη­γεί τον ποι­η­τή πιο κο­ντά στο θεϊ­κό στοι­χείο και στη γνώ­ση.18

«…Κά­θε λέ­ξη όταν βρί­σκει τον πα­λιό της κα­θρέ­φτη/ δρο­σε­ρό αε­ρά­κι σαν στιγ­μή πλημ­μυ­ρί­ζει τον κό­σμο/ Και σαν έρω­τας σο­φή η Αριά­δνη ξε­τυ­λί­γει το φως»:19

Στους «Πα­λιούς κα­θρέ­φτες» της Κυρ­τζά­κη οι λέ­ξεις αντα­να­κλώ­νται σε κα­θρέ­φτες και αντι­κα­το­πτρί­ζο­νται ως βιώ­μα­τα και αι­σθή­μα­τα. Μέ­σω των λέ­ξε­ων η φω­νή επι­βάλ­λε­ται στη σιω­πή και με­τα­βάλ­λε­ται σε φως: «Ο άν­θρω­πος για να μι­λή­σει χρειά­ζε­ται κα­τ’ αρ­χήν και εν τέ­λει το φως εκ φω­τός και εξ ερέ­βους».20 Ετυ­μο­λο­γι­κά οι λέ­ξεις «φω­νή» και «φως», που εμ­μο­νι­κά επα­να­λαμ­βά­νο­νται στην ποί­η­ση της Κυρ­τζά­κη, (φη­μί > φω­νή και φάω(φαί­νω)=λά­μπω, δί­νω φως εί­ναι ομόρ­ρι­ζες)21 συν­δε­ό­νται και πα­ρα­πέ­μπουν -όταν χρη­σι­μο­ποιού­νται στον ποι­η­τι­κό λό­γο – όχι μό­νο στην πλα­τω­νι­κή αλ­λά και στη νε­ο­πλα­τω­νι­κή και γνω­στι­κή δι­δα­σκα­λία. Για την Κυρ­τζά­κη, η οποία διέ­θε­τε έναν λό­γο ακρι­βή και αφαι­ρε­τι­κό, «θου­κυ­δί­δειο»,22 τί­πο­τα δεν εί­ναι τυ­χαίο. Υπάρ­χει νο­μο­τέ­λεια με­τα­ξύ των πραγ­μά­των.23

Ο George Steiner στο δο­κί­μιό του Η σιω­πή και ο ποι­η­τής, πα­ρου­σιά­ζει εις βά­θος την επιρ­ροή που άσκη­σαν οι νε­ο­πλα­τω­νι­κές ιδέ­ες στον Πα­ρά­δει­σο, στο γ’ μέ­ρος της Θεί­ας Κω­μω­δί­ας του Δά­ντη. Στον Πα­ρά­δει­σο ο ποι­η­τής σε μια ενα­γώ­νια δο­κι­μα­σία εμ­φα­νί­ζε­ται να προ­σεγ­γί­ζει τη θεία πα­ρου­σία και όσο πλη­σιά­ζει σε αυ­τήν τό­σο πιο επί­πο­νη γί­νε­ται η προ­σπά­θεια της από­δο­σης σε λό­γο. Το μέ­σο που δια­θέ­τει εί­ναι και πά­λι οι λέ­ξεις. Οι λέ­ξεις, όσο πλη­σιά­ζει, γί­νο­νται ολο­έ­να και λι­γό­τε­ρο επαρ­κείς για να απο­δώ­σουν αυ­τό που ο αν­θρώ­πι­νος λό­γος μπο­ρεί να συλ­λά­βει. Το φως περ­νά­ει ελά­χι­στα στον λό­γο και τό­τε αυ­τός μοιά­ζει να δια­σκορ­πί­ζε­ται, καί­γε­ται και με­τα­βάλ­λε­ται σε στά­χτη. Έτσι πε­ρι­γρά­φει ο Δά­ντης το δρά­μα του ποι­η­τή στο τε­λευ­ταίο Τρα­γού­δι του. Όταν οι λέ­ξεις δεν οδη­γούν στη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση, τό­τε η μνή­μη συ­ντρί­βε­ται και αυ­τή. Η δια­δι­κα­σία πε­ρι­γρά­φε­ται με όρους αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας. «Από αυ­τό το κυ­ριο­λε­κτι­κά άρ­ρη­το φως και απ’ αυ­τή την άρ­ρη­τη δό­ξα, η γλώσ­σα του ποι­η­τή αγω­νί­ζε­ται να φέ­ρει πί­σω σε μας μια μό­νο σπί­θα»:24 «Ω Ανώ­τα­το εσύ Φως, που τό­σο απά­νω/ απ’ το μυα­λό του αν­θρώ­που στέ­κεις, φέ­ρε/ ξα­νά στο νου μια στά­λα απ’ την ει­δή σου/ και δώ­σε και στη γλώσ­σα μου τη χά­ρη/ μια σπί­θα καν της δό­ξας σου μο­νά­χα/ για τις μελ­λού­με­νες γε­νιές ν’ αφή­σει‧ τι λί­γο κι αν στη μνή­μη μου ξα­νάρ­θεις, και λί­γο κι αν στους στί­χους μου αη­δο­νί­σεις, κάλ­λιο πο­λύ τη νί­κη σου θα νιώ­σουν»: Με­τα­φρά­ζει ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης στο τε­λευ­ταίο Τρα­γού­δι/Άσμα της Θεί­ας Κω­μω­δί­ας του Δά­ντη.25

Στον τί­τλο Σχι­στή Οδός,26 τον οποί­ον δί­δει η Κυρ­τζά­κη στη συλ­λο­γή της το 1992, λαν­θά­νουν οι ίδιες ιδέ­ες σχε­τι­κά με τη λει­τουρ­γία των λέ­ξε­ων στη δια­δρο­μή του ποι­η­τή για την ανά­συρ­ση του λό­γου από τη λή­θη: «Αμα­χη­τί μες στα δα­σά­κια του μυα­λού ανα­ζη­τά/ τις ζω­γρα­φιές των αι­σθη­μά­των πως υπήρ­ξαν».27 Στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα της συλ­λο­γής πα­ρα­τί­θε­νται αυ­τού­σια δύο απο­σπά­σμα­τα, εν εί­δει στι­χο­μυ­θί­ας, το πρώ­το του πε­ρι­η­γη­τή Παυ­σα­νία 10 V 3-4 και το δεύ­τε­ρο από την τρα­γω­δία του Σο­φο­κλή Οι­δί­πους Τύ­ραν­νος (στ. 732-734), στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται το όνο­μα του τό­που, όπου τε­λέ­στη­κε ο μοι­ραί­ος φό­νος. Στην εν λό­γω τρα­γω­δία ο ήρω­ας, ο Οι­δί­πο­δας έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με τη δι­κή του αλή­θεια στη Σχι­στή Οδό, στο ση­μείο, όπου δια­σταυ­ρώ­νο­νται δύο δρό­μοι, ο ένας εκ των οποί­ων οδη­γεί στη Δαύ­λεια και ο έτε­ρος στους Δελ­φούς: «ΟΙΔ.: Και πού ᾽ναι η θέ­ση αυ­τή, πό­γι­ν᾽ ο φό­νος; / ΙΟΚ.: Στη Φω­κί­δα που λεν, εκεί που σμί­γουν/οι δρό­μοι απ᾽ τους Δελ­φούς κι από τη Δαύ­λεια».28
Στη Σχι­στή Οδό, εκεί, όπου σμί­γουν οι δρό­μοι απ᾽ τους Δελ­φούς, εν αγνοία του, σε μια τυ­χαία συ­μπλο­κή δο­λο­φο­νεί τον πα­τέ­ρα του Λάιο. Ο ένας από τους δρό­μους, διό­λου τυ­χαία επι­λεγ­μέ­νος, εί­ναι αυ­τός που οδη­γού­σε στο Μα­ντείο των Δελ­φών, εκεί, όπου με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων, στο ναό του Απόλ­λω­να ανα­γρα­φό­ταν το Δελ­φι­κό ρη­τό «Γνῶθι σαυ­τόν».29 Ο Οι­δί­πο­δας συ­να­ντιέ­ται με τον θά­να­το ακο­λου­θώ­ντας στη συ­νέ­χεια μια ερε­βώ­δη δια­δρο­μή με αλ­λε­πάλ­λη­λες ύβρεις, πα­ρά τη νου­θε­σία του ιε­ρέα του Απόλ­λω­να, του μά­ντη Τει­ρε­σία, που τον κα­τα­δι­κά­ζουν στην τύ­φλω­ση του νου (τί­σις) και σε μια ζωή μέ­σα στο σκό­τος και το ψέ­μα‧ θα οδη­γη­θεί όμως, εν τέ­λει, στην απο­κά­λυ­ψη της αλή­θειας και στη γνώ­ση: «Εἰδέ­ναι Οἶδα Οἰδί­πο­δας.30 Μό­νο με ψεύ­δη βε­βαιώ­νε­ται η ζωή».31 Έτσι, στην ποί­η­ση της Κυρ­τζά­κη η «Σχι­στή Οδός» συμ­βο­λο­ποιεί­ται ως το ση­μείο εκεί­νο, όπου, όπως ο Οι­δί­πο­δας, μέ­σα από την πτώ­ση, τη συ­ντρι­βή και τον θά­να­το, το ίδιο και ο ποι­η­τής εκ­κι­νεί σε μια ζο­φε­ρή πο­ρεία δο­κι­μα­σί­ας με προ­ο­ρι­σμό την αλή­θεια, τη γνώ­ση και την αυ­το­γνω­σία, με μία λέ­ξη, το φως.

Στις «Κι­θά­ρες» του Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κη ο ποι­η­τής συ­ντρί­βε­ται, τη στιγ­μή που ο λό­γος δεν θα κα­τα­φέ­ρει να εν­δυ­θεί το φό­ρε­μα του φω­τός: «Εί­μα­στε κά­τι ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νες/ κι­θά­ρες…γρή­γο­ρα θα πέ­σου­νε σπα­σμέ­νες./ Εί­μα­στε κά­τι διά­χυ­τες αι­σθή­σεις,/ χω­ρίς ελ­πί­δα να συ­γκε­ντρω­θού­με./Στα νεύ­ρα μας μπερ­δεύ­ε­ται όλη η φύ­σις/. Στο σώ­μα, στην εν­θύ­μη­ση πο­νού­με».32 Ομοί­ως και στο ποί­η­μά του «Πο­λύ­μνια»33 αφιε­ρω­μέ­νο στη Μού­σα των υμνη­τι­κών ασμά­των προς τους θε­ούς, πε­ρι­γρά­φει αυ­τή τη με­ταιχ­μια­κή κα­τά­στα­ση, κα­τά την οποία ο ποι­η­τής αδυ­να­τεί να επι­κοι­νω­νή­σει με τη Μού­σα, «να βρει τη λέ­ξη που θα τον ενώ­σει…».34 «Κά­ποια με­σά­νυ­χτα/ θα σε αγα­πή­σω,/ Μού­σα. Τα μά­τια σου/ θαν τα φι­λή­σω,/ να ‘βρω γυ­ρεύ­ο­ντας/ μες στα νε­ρά τους/ τα χρυ­σο­νεί­ρα­τα/ και τους θα­νά­τους,/ και τη βα­σί­λισ­σα/ λέ­ξη του κό­σμου,/ και το πα­ρά­ξε­νο/ φως του έρω­τός μου.»35
Πτώ­ση και συ­ντρι­βή στην ποί­η­ση της Κυρ­τζά­κη τε­λεί­ται στην πε­ρί­πτω­ση του συγ­γρα­φέα/ποι­η­τή Χρι­στό­φο­ρου, στην Ετα­ζέ­ρα (1978), πριν από τη Σχι­στή Οδό (1992): «Κα­τε­βαί­νει ο Χρι­στό­φο­ρος κα­τα­πε­πτω­κώς την πλα-/γιά»#.36 Εδώ η ποι­ή­τρια επι­λέ­γει για τί­τλο μια γαλ­λι­κή λέ­ξη, αλ­λό­τρια, με σύμ­φω­να που ηχούν σκλη­ρά: ε-τα-ζέ-ρα. Η Κυρ­τζά­κη επι­νο­εί το προ­σω­πείο του Χρι­στό­φο­ρου και με έναν τό­νο ει­ρω­νι­κό και κα­ταγ­γελ­τι­κό συ­νά­μα, κα­τα­δι­κά­ζει την απο­μά­κρυν­ση της ποι­η­τι­κής λει­τουρ­γί­ας από την «ιε­ρή» απο­στο­λή της, την «ένω­ση» με την αλή­θεια, τη γνώ­ση το φως και εν τέ­λει την κοι­νω­νία: «Άνοι­ξε τα μά­τια σου Χρι­στό­φο­ρε/ κοί­τα τη γλώσ­σα σου γε­μά­τη σπυ­ριά και αί­μα­τα,/ το πύ­ον μέ­σα απ’ τους χρω­μα­τι­στούς σω­λή­νες πώς/ τους δια­σκε­δά­ζει. Οι λέ­ξεις σου πώς/ δια­θλώ­νται στο κρα­σί τους. Οι κραυ­γές σου πώς/ με­τα­τρέ­πο­νται σε γλυ­κιά μου­σι­κή.»37 Με αυ­τούς τους στί­χους στη­λι­τεύ­ε­ται η συ­ναλ­λα­γή Τέ­χνης και εξου­σί­ας,38 η χει­ρα­γώ­γη­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας, η νό­θευ­ση και η εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σή της: «Εί­χαν τον Τύ­πο, τη Διεύ­θυν­ση, τη Γε­νι­κή Αντι­πο-/λί­τευ­ση./ Δι­χά­ζο­νταν στο σώ­μα του Χρι­στό­φο­ρου./ Τον έμπα­σαν στην αγο­ρά‧/του έδω­σαν και τί­τλους‧/ τον έκα­ναν εκ­πρό­σω­πο./ Δι­χά­ζο­νταν στο πνεύ­μα του Χρι­στό­φο­ρου…». Η κα­βα­φι­κή ει­ρω­νεία της Ετα­ζέ­ρας δια­σταυ­ρώ­νε­ται με την κα­ρυω­τα­κι­κή ει­ρω­νεία, τον κα­ρυω­τα­κι­κό σαρ­κα­σμό και τη θε­μα­τι­κή των Με­τα­συμ­βο­λι­στών ποι­η­τών, στην οποία απο­τυ­πώ­νε­ται η αιώ­ρη­ση ανά­με­σα στην κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από τη μια και σε ζη­τή­μα­τα εσω­τε­ρι­κά που αφο­ρούν στον ποι­η­τή και την ποι­η­τι­κή του από την άλ­λη.39
Η Κυρ­τζά­κη «συ­νο­μι­λεί» συ­χνά με την ποί­η­ση του Κα­ρυω­τά­κη.40 Το αί­σθη­μα του πνιγ­μού και της ασφυ­ξί­ας εί­ναι κοι­νό ανά­με­σα στην «Πρέ­βε­ζα»41 και στους στί­χους που υπαι­νι­κτι­κά πα­ρα­πέ­μπουν στην Κα­βά­λα, γε­νέ­τει­ρα πό­λη της ποι­ή­τριας. Οι ανα­μνή­σεις από την Κα­βά­λα και η ασφυ­κτι­κή ατμό­σφαι­ρα της ελ­λη­νι­κής με­τα­πο­λε­μι­κής και με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής επαρ­χί­ας απο­τύ­πω­νο­νται στην Ετα­ζέ­ρα (1978) αλ­λά και στη Γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι (1982). Το αί­σθη­μα εν­σαρ­κώ­νει η «θεία Αρε­τώ»: «Στον μα­χα­λά/ Η θεία Αρε­τώ πε­ρί­με­νε μό­νο/ Γύ­ρω της μυ­ξιά­ρι­κα ως έξι χρό­νων/…Σαν όνει­ρο διά­βη­κε την ήπει­ρο/ Και στον εμ­φύ­λιο ασπά­στη­κε τον άντρα της/ Έθα­ψε κι ένα παι­δί που ‘φά­γαν τα πο­ντί­κια».42 Στην ίδια συλ­λο­γή εντο­πί­ζου­με μια ευ­θεία απο­στρο­φή43 της Κυρ­τζά­κη προς τον Κα­ρυω­τά­κη: «Αχ με­γά­λε εσύ μι­κρέ Κώ­στα Κα­ρυω­τά­κη/ για­τί τό­σο στε­νά να με πα­ρα­κο­λου­θείς».44

Στα ποι­ή­μα­τά του «Γρα­φιάς», «Δη­μό­σιοι Υπάλ­λη­λοι», στο άτι­τλο «Μί­σθια δου­λειά…» και στο πε­ζο­γρά­φη­μα «Ι. Κα­λός Υπάλ­λη­λος», ο Κα­ρυω­τά­κης, δι­χά­ζε­ται ανά­με­σα στον άχα­ρο ρό­λο του δη­μο­σί­ου υπαλ­λή­λου, που ασφυ­κτιά και πνί­γε­ται και σε αυ­τόν της ποι­η­τι­κής του υπό­στα­σης: «Δι­πλώ­νο­ντας το στή­θος μου, γυ­ρεύω ανα­πνοή/ στη σκό­νη των χαρ­τιώ μου…». Το φως το ανα­ζη­τά «σε δυο κρί­νους φω­τει­νούς. Σα να ‘χουν βγει σε τά­φο.» Ομοί­ως και στον «Κα­λό Υπάλ­λη­λο», ο πρω­τα­γω­νι­στής αφή­νει τη μο­νό­το­νη ζωή του «γρα­φιά» και κα­τα­λή­γει κά­θε βρά­δυ –παίρ­νο­ντας τον πα­ρα­λια­κό δρό­μο, δια­γρά­φο­ντας με τη νι­κέ­λι­νη λα­βή του μπα­στου­νιού του κύ­κλους μέ­σα στο άπει­ρο– σε ένα τα­βερ­νά­κι, όπου βυ­θί­ζε­ται στον «Τάρ­τα­ρο», σε μια κα­τά­στα­ση μέ­θης βιώ­νο­ντας το «Χά­ος».
Το αί­σθη­μα του πνιγ­μού και της ασφυ­ξί­ας εί­ναι διά­χυ­το και στη Μαύ­ρη Θά­λασ­σα (2000): «Στα σκο­τει­νά δω­μά­τια της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας/ κα­νείς δεν επι­πλέ­ει/ πα­ρά μό­νο εάν τα κα­τοι­κεί».45 Νο­μο­τέ­λεια υπάρ­χει για την ποι­ή­τρια και εδώ. Σκό­πι­μα επι­λέ­γε­ται ο τί­τλος «Μαύ­ρη Θά­λασ­σα», για να απο­δώ­σει το αί­σθη­μα του πνιγ­μού. Ο βυ­θός αυ­τής της θά­λασ­σας δεν έχει οξυ­γό­νο, πέ­ρα από κά­ποια μέ­τρα και πά­νω. Πα­ρό­λα αυ­τά κά­ποιοι ορ­γα­νι­σμοί ανα­πτύσ­σο­νται, αγω­νί­ζο­νται να επι­βιώ­σουν και εκεί‧46 το ίδιο και ο ποι­η­τής πα­λεύ­ει να ανα­δυ­θεί.
Ο ήρω­ας/προ­σω­πείο «Χρι­στό­φο­ρος» της Κυρ­τζά­κη, ποι­η­τής και άν­θρω­πος, σαν ήρω­ας τρα­γι­κός «κα­κο­ποιεί­ται, γε­λοιο­ποιεί­ται, δια­πο­μπεύ­ε­ται»,47 οδη­γεί­ται στη φθο­ρά και τη σή­ψη‧ δι­χά­ζε­ται. Ο ήρω­ας οδη­γεί­ται σε μια σχι­ζοει­δή συ­μπε­ρι­φο­ρά βιώ­νο­ντας μια κα­τά­στα­ση ορια­κού αδιε­ξό­δου με­τα­ξύ φω­τός και ερέ­βους «φυ­σώ­ντας η γλώσ­σα του στά­χτη»,48 όπως στην Κό­λα­ση της Θεί­ας Κω­μω­δί­ας του Δά­ντη.49 Πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο «Χρι­στό­φο­ρος» θα «συ­να­ντη­θεί» με τον «ποι­η­τή» του Γιώρ­γου Χει­μω­νά και τον «εχθρό» του (1990). Σ’ αυ­τό το τε­λευ­ταίο αφή­γη­μα του Χει­μω­νά, στον Εχθρό του ποι­η­τή τα πρό­σω­πα του μύ­θου και της υπό­θε­σης συ­νε­χώς κι­νού­νται σαν εκ­κρε­μές ανά­με­σα στον ποι­η­τή και τον εχθρό του. Οι δι­η­γή­σεις που εγκι­βω­τί­ζο­νται μέ­σα στο έρ­γο, όπως η μπαλ­λά­ντα του Gwenk Hlan (Γκου­ένκ Χλαν), η οποία πα­ρου­σιά­ζε­ται να με­τα­φρά­ζε­ται από την αδελ­φή του ποι­η­τή Κυ­βέ­λη και εκ­φω­νεί­ται από την ίδια, εκ­φρά­ζουν τη σχι­ζο­φρε­νι­κή υπό­στα­ση των προ­σώ­πων, τη σχι­ζο­φρε­νι­κή υπό­στα­ση του ποι­η­τή και της ποι­η­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς. «Η ποί­η­ση ορί­ζε­ται έτσι ως δύ­ο­πτο κά­το­πτρο: κα­θρε­φτί­ζει τό­σο τη θε­τι­κή όψη του ποι­η­τή, όσο και την αρ­νη­τι­κή του εχθρού του», σχο­λιά­ζει ο Δη­μή­τρης Μα­ρω­νί­της στο κεί­με­νό του για την πε­ζο­γρα­φία του Γιώρ­γου Χει­μω­νά.50 Μπο­ρεί για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους, αλ­λά και «ο ποι­η­τής» του Χει­μω­νά και ο «Χρι­στό­φο­ρος» της Κυρ­τζά­κη εί­ναι δύο ποι­η­τές που δι­χά­ζο­νται. «Diougan. Δεν θα πει Προ­φη­τεία θα πει Δι­πλός Λό­γος…Ποί­η­μα εί­ναι ό,τι διά της βί­ας σώ­ζε­ται από τον πό­λε­μο του ποι­η­τή μ’ αυ­τόν τον πα­νί­σχυ­ρο φυ­σι­κό του εχθρό. Έτσι ζει πά­ντα ο ποι­η­τής», γρά­φει ο Χει­μω­νάς.51
Τό­σο στον Κα­ρυω­τά­κη, όσο και στον Χει­μω­νά και στην Κυρ­τζά­κη, ο ποι­η­τής κα­τα­βα­ρα­θρώ­νε­ται, βιώ­νο­ντας μια κα­τά­στα­ση με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και φα­ντα­σια­κού, με­τα­ξύ σκό­τους και φω­τός, άγνοιας και γνώ­σης‧ πε­ρι­γρά­φε­ται ου­σια­στι­κά η πε­ρι­πέ­τεια της ποι­η­τι­κής λει­τουρ­γί­ας. Πρό­κει­ται για ποι­ή­μα­τα-«δο­κί­μια αυ­το­γνω­σί­ας»52 και ποι­η­τι­κής. Στον «Καιό­με­νο» του Τά­κη Σι­νό­που­λου «ο ποι­η­τής μοι­ρά­ζε­ται στα δυο».53 Στην Ετα­ζέ­ρα της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη δι­χά­ζε­ται: «…οι ποι­η­τές βου­λιά­ζου­νε στο φως/ ανέ­κρα­ξε/ την ώρα που του φό­ρε­σαν ζουρ­λο­μαν­δύα».54 Μέ­νει με­τέ­ω­ρος «στο χεί­λος του κό­σμου, δώ­θε απ’ το όνει­ρο και κεί­θε από τη γη…»,55 «στο μαύ­ρο αδιέ­ξο­δο, στην άβυσ­σο του νου…»#,56 στον Κα­ρυω­τά­κη.

Η ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των της Κυρ­τζά­κη στο σύ­νο­λό τους αφή­νουν την αί­σθη­ση μιας έντο­νης δια­πά­λης. Οι ιδε­α­λι­στι­κές, πλα­τω­νι­κές επιρ­ρο­ές συ­γκρού­ο­νται με τις υλι­στι­κές ιδέ­ες και στο τέ­λος οι πρώ­τες υπο­χω­ρούν. Όπως και ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς το ίδιο και η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη αντι­με­τω­πί­ζουν τον ιδε­α­λι­σμό στη λο­γο­τε­χνία πε­ρισ­σό­τε­ρο ρο­μα­ντι­κά.57
«Η Αριά­δνη» γί­νε­ται στο τέ­λος «πρό­σω­πο υπαρ­κτό».58 «Συ­μπλεγ­μέ­νες οι λέ­ξεις σαν κα­κό­μοι­ρες/ …σκλά­βες λέ­ξεις να κυ­λούν και να σέρ­νου­νε/ …και να σπρώ­χνουν εν­νοιών αμα­ξώ­μα­τα»:59 γρά­φει η Κυρ­τζά­κη. Η σύ­στα­ση που απο­δί­δει στις λέ­ξεις της απο­τε­λούν μια άλ­λη διά­στα­ση της ποι­η­τι­κής της. «Η γλώσ­σα έχει νο­μο­τέ­λεια ζω­ής».60 Οι λέ­ξεις δεν επι­ζη­τούν την ένω­ση με το θείο. Ζη­τούν, όμως, την ένω­ση με τη γνώ­ση και την αυ­το­γνω­σία. Οι λέ­ξεις γεν­νιού­νται από την ύλη, από το σώ­μα, από το «φως» της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας και επι­στρέ­φουν για να «φω­τί­σουν» πά­λι τον άν­θρω­πο: «…και κρα­τώ μυ­στι­κά δρο­σε­ρό/ τον πη­λό που γεν­νά­ει τις λέ­ξεις…και γα­μή­λιος ήλιος αφα­νί­ζει φω­τί­ζο­ντας/ τις σκιές και τα πράγ­μα­τα/ της υπάρ­ξε­ως να φτιά­ξει και πά­λι το δέ­ρας./ Τό­τε ναι./ Πο­τα­μά­κια κυ­λούν στις πλα­γιές / των σω­μά­των/ και τα πρό­σω­πα γί­νο­νται των αν­θρώ­πων/ τα όνει­ρα».61 Οι λέ­ξεις δια­θέ­τουν μία σύ­στα­ση υλι­κή, τους δί­νει μορ­φή, τις προ­σω­πο­ποιεί, αιχ­μα­λω­τί­ζο­νται και εν­σω­μα­τώ­νο­νται στο ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο: «… Αν βρω για να τις καλ­λω­πί­σω/ (σαν μά­γου­λα Αμε­ρι­κά­νας θεί­ας)/ …να τις κρα­τή­σω κύτ­τα­ρα στον χρό­νο της σαρ­κός μου».62

Στην ύστε­ρη πα­ρα­γω­γή της, οι λέ­ξεις απο­κτούν ένα πε­ριε­χό­με­νο ακό­μα πιο στι­βα­ρό και μια άλ­λη απο­στο­λή, στραμ­μέ­νη εντο­νό­τε­ρα και λι­γό­τε­ρο κρυ­πτι­κά στην κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση και επι­και­ρό­τη­τα. Οι λέ­ξεις της τέ­μνο­νται με τις λέ­ξεις του Άρη Αλε­ξάν­δρου. Η αγω­νία για τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τά τους και τη σω­στή από­δο­σή τους εί­ναι και στους δύο ποι­η­τές κοι­νή, η σύ­στα­σή τους επί­σης: «Φρό­ντι­σε οι στί­χοι σου να σπον­δυ­λω­θούν/ με τις αρ­θρώ­σεις των σκλη­ρών των συ­γκε­κρι­μέ­νων λέ­ξε­ων./Πά­σχι­σε νά ‘ναι προ­ε­κτά­σεις της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας/ όπως κά­θε δά­χτυ­λο εί­ναι μια προ­έ­κτα­ση στο δε­ξί του χέ­ρι./ Έτσι μο­νά­χα θα μπο­ρέ­σουν σαν την πα­λά­μη του για­τρού/ να συ­νε­φέ­ρουν με χα­στού­κια/ όσους λι­πο­θύ­μη­σαν/ μπρο­στά στο άδειο πρό­σω­πό τους».63 Εξί­σου εν­δει­κτι­κοί εί­ναι και οι πα­ρα­κά­τω στί­χοι. Οι πρώ­τοι απο­τε­λούν από­σπα­σμα από το ποί­η­μα «Συ­νο­μι­λώ άρα υπάρ­χω» από τη συλ­λο­γή Ευ­θύ­της Οδών (1959) του Άρη Αλε­ξάν­δρου και το δεύ­τε­ρο ποί­η­μα «Το μα­χαί­ρι» από την ίδια πά­λι συλ­λoγή: «…Με λέ­ξεις τριμ­μέ­νες με πα­ρο­μοιώ­σεις με­τα­φο­ρές κι ανα­λο­γί­ες/ πα­σχί­ζω να μι­λή­σω/ σαν τον μουγ­γό που θέ­λει να σου δεί­ξει πως πο­νά­ει/ και μπή­γει το καρ­φί μέ­σα στο μή­λο./ Η ύπαρ­ξη ποι­η­τών/ πι­στο­ποιεί πως πο­ρευό­μα­στε ακό­μα/ όπως το πρώ­το κε­ρί/ πι­στο­ποί­η­σε το σκο­τά­δι»64 και αλ­λού: «Όπως αρ­γεί τ’ ατσά­λι να γί­νει κο­φτε­ρό και χρή­σι­μο μα­χαί­ρι/ έτσι αρ­γούν κ’ οι λέ­ξεις ν’ ακο­νι­στούν σε λό­γο./ Στο με­τα­ξύ/ όσο δου­λεύ­εις στον τρο­χό/ πρό­σε­χε μην πα­ρα­συρ­θείς/ μην ξι­πα­στείς/ απ’ τη λα­μπρή αλ­λη­λου­χία των σπιν­θή­ρων./ Σκο­πός σου εσέ­να το μα­χαί­ρι».65
Στο ποί­η­μά του «Ει­σή­γη­ση»,66 όπως και πα­ρα­πά­νω στο «Μα­χαί­ρι» ο Άρης Αλε­ξάν­δρου κα­τα­δι­κά­ζει την απο­κο­πή του ποι­η­τή από τους πό­θους του λα­ού όταν πα­σχί­ζει μό­νο για τις λέ­ξεις και «ο ποι­η­τής ξε­κομ­μέ­νος…/κα­τα­ντά­ει τε­λι­κά να μην πα­σχί­ζει γι’ άλ­λο/ πα­ρά μο­νά­χα πως θα πει την προ­σω­πι­κή του αλή­θεια/ κα­τα­ντά­ει να λέ­ει τις σφαί­ρες σφαί­ρες/ και τους πλη­γω­μέ­νους πλη­γω­μέ­νους/ κι όλο το πρό­βλη­μά του στε­νεύ­ει μες στα όρια/ μιας ανα­ζή­τη­σης σω­στού λε­ξι­λο­γί­ου…». Η ποί­η­ση δι­καιώ­νε­ται όταν συν­δέ­ε­ται με την ιστο­ρία, την πο­λι­τι­κή, την κοι­νω­νία, επι­ση­μαί­νο­ντας την αδι­κία, τον αμο­ρα­λι­σμό, τη φαυ­λό­τη­τα και την ανι­σό­τη­τα. Σ’ αυ­τό το πλαί­σιο, εί­ναι πολ­λά τα ποι­ή­μα­τα της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη που κι­νού­νται κο­ντά στην ποι­η­τι­κή του Αλε­ξάν­δρου και προ­τεί­νουν τη σύν­δε­ση του ποι­η­τή με την κοι­νω­νία: «Τώ­ρα εί­ναι που πρέ­πει να ψά­ξεις τον Οδυσ­σέα/ Όχι για να σου φτιά­ξει κά­ποιο δού­ρειο ίπ­πο/ Που θα σε κά­νει θριαμ­βευ­τή στο Ίλιον/Μα να σε φέ­ρει στην αί­θου­σα με τους πα­ρα­μορ­φω­τι­κούς κα­θρέ­φτες/ Να δεις πό­σο εύ­κο­λα χά­νε­ται το πρό­σω­πο/ Να σου μά­θει όλα τα τερ­τί­πια της φά­ρας του./ Πως κρα­τή­θη­κε ανέ­πα­φος στο ρα­βδί της Κίρ­κης/ Όταν το ρα­διό­φω­νο ούρ­λια­ζε:/ Ου­δέν έγκλη­μα διε­πρά­χθη./ Η χώ­ρα τε­λεί εν ασφα­λεία.» Ο ποι­η­τής δεν μπο­ρεί να μεί­νει αδιά­φο­ρος και απα­θής. Το πα­ρα­πά­νω από­σπα­σμα με τον υπό­τι­τλο «Υστε­ρό­γρα­φο» ανή­κει στο ποί­η­μα «Επι­στο­λή στον Ιω­νά» της συλ­λο­γής Ο Κύ­κλος (1976), με ποι­ή­μα­τα που βά­σει των χρο­νο­λο­γιών έκ­δο­σής τους γρά­φτη­καν στις μέ­ρες της χού­ντας των συ­νταγ­μα­ταρ­χών (1967-1974) και σε αυ­τές υπό τη σκιά της, στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν της κα­τάρ­ρευ­σής της.
Σ’ αυ­τήν την ποί­η­ση, της πε­ριό­δου 1976-1978, την πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη, αφή­νο­ντας τον αλ­λη­γο­ρι­κό και πα­ρα­βο­λι­κό τρό­πο γρα­φής, επι­στρέ­φει στη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας που πέ­ρα­σε από τη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του έρ­γου της ως τον θά­να­τό της, το 2016. Αν και δεν εξέ­δω­σε άλ­λη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, δη­μο­σί­ευ­σε μια σει­ρά ποι­η­μά­των στον ημε­ρή­σιο και πε­ριο­δι­κό Τύ­πο.67 Το δρά­μα των εμ­φυ­λί­ων της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 στα Βαλ­κά­νια απο­τυ­πώ­νε­ται στα «Βα­ριά Τσι­γά­ρα». Η γνω­ρι­μία της Κυρ­τζά­κη με τον μου­σουλ­μά­νο ποι­η­τή και πε­ζο­γρά­φο Φα­ρούκ Σε­ΐκ έπαι­ξε κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο: «Φα­ρούκ Σε­ΐκ, Βόσ­νιε κι Ερ­ζε­γο­βί­νιε και/ Κρο­ά­τη και πως και σε ποια εθνι­κό­τη­τα/ δεν ξέ­ρω κι ού­τε τ’ απο­φα­σί­ζει το με­λά­νι μου,/ Βοσ­νία ή Ερ­ζε­γο­βί­νη ένας άν­θρω­πος πε­θαί­νει/ κι η κραυ­γή του Μουνκ φο­ρε­μέ­νη πά­νω σου…».68

Την άνοι­ξη του 2010 σε μια επο­χή που η χώ­ρα βυ­θί­ζε­ται στην οι­κο­νο­μι­κή και αξια­κή κρί­ση και ενώ τον Δε­κέμ­βρη του 2008 έχει προη­γη­θεί η δο­λο­φο­νία του εφή­βου Αλέ­ξαν­δρου Γρη­γο­ρό­που­λου, δη­μο­σιεύ­ει το ποί­η­μα «Έρω­τας»: «…Απελ­πι­σμέ­νος ο έρω­τας στους δρό­μους/ πά­λι ψω­μί πά­λι/ ελευ­θε­ρία δεν σε ανα­γνω­ρί­ζω/ πρό­σω­πό μου. Τα χρό­νια δά­κρυα/ κυ­λούν και η ιστο­ρία φάρ­σα/ επα­να­λη­πτι­κή της σφαί­ρας».69 Το 2012 συ­γκλο­νι­σμέ­νη από τη δη­μό­σια δια­πό­μπευ­ση των ορο­θε­τι­κών-ιε­ρό­δου­λων γυ­ναι­κών της Αθή­νας δη­μο­σιεύ­ει στις «Ανα­γνώ­σεις» της εφη­με­ρί­δας Αυ­γή (21 Ιου­λί­ου) το ποί­η­μα «Σώ­μα-γυ­μνό»: «Χα­ρα­κιές η ζωή σου και το σώ­μα σου/ ξύ­λο σε ιδιω­τι­κή συλ­λο­γή/– η χο­ά­νη σου δη­μό­σιος κίν­δυ­νος./ (Εξαρ­χής υπό κα­θε­στώς/ η κρί­ση μού πε­ρισ­σεύ­ει)/ Τι ποί­η­μα ότι θα έγρα­φα για σέ­να, σώ­μα μου».70 Ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος εί­ναι εν­δει­κτι­κός της λε­πτής ποι­η­τι­κής ευαι­σθη­σί­ας και εν­συ­ναί­σθη­σης.
Η ποι­η­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη μοιά­ζει με μια διαρ­κή δια­πά­λη ανά­με­σα στο φα­ντα­σια­κό και το πραγ­μα­τι­κό, κα­τά­δυ­ση και ανά­δυ­ση χρη­σι­μο­ποιώ­ντας λέ­ξεις, που ανα­ζη­τούν το φως, τη γνώ­ση και την αυ­το­γνω­σία‧ μοιά­ζει με ανά­δυ­ση από το «βά­θος του πνιγ­μού», όπου «ανα­κα­λύ­πτει κο­ράλ­λια και μαρ­γα­ρι­τά­ρια και θη­σαυ­ρούς ναυα­γι­σμέ­νων πλοί­ων…».71 Αφο­μοιώ­νει την ποι­η­τι­κή των Με­τα­συμ­βο­λι­στών ποι­η­τών, του Κα­ρυω­τά­κη κυ­ρί­ως, –όπως προ­σπα­θή­σα­με να ανα­δεί­ξου­με μέ­σα από μια δια­κει­με­νι­κή προ­σέγ­γι­ση– την έν­νοια του «τρα­γι­κού» των δρα­μα­τι­κών ποι­η­τών και τη σκέ­ψη των φι­λο­σό­φων της ελ­λη­νι­κής αρ­χαιό­τη­τας, τις Ιδέ­ες του Πλά­τω­να που τις υιο­θε­τεί, τις αμ­φι­σβη­τεί και τις επα­νε­ξε­τά­ζει, τη σκέ­ψη του Ηρά­κλει­του και του Εμπε­δο­κλή.72 Με την οξυ­μέ­νη της ευαι­σθη­σία προ­σπα­θεί να κα­τα­δεί­ξει τα ανή­κου­στα και αθώ­ρη­τα73 αιω­ρού­με­νη στον χω­ρο­χρό­νο της ετε­ρό­τη­τας και της κα­θη­με­ρι­νής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, με­τα­ξύ ερέ­βους και φω­τός, σώ­μα­τος/ύλης και ιδε­ών, μέ­ρας και νύ­χτας, σιω­πής και φω­νής, εν μέ­σω αντι­θέ­των δυ­νά­με­ων, Φι­λό­τη­τας και Νεί­κους‧ αιω­ρού­με­νη σ’ έναν τό­πο σκλη­ρό, απο­γυ­μνω­μέ­νο από την ομορ­φιά της φύ­σης, σαν ένα που­λί που πα­λεύ­ει να πε­τά­ξει και τε­λι­κά, μέ­σα στο αφι­λό­ξε­νο και εχθρι­κό πε­ρι­βάλ­λον πέ­φτει νε­κρό στη μέ­ση της ασφάλ­του. Η ποι­ή­τρια βυ­θί­ζε­ται και ανα­δύ­ε­ται στο «φως της σιω­πής», ένα «φως που επι­τρέ­πει και πα­ρα­χω­ρεί η νύ­χτα, αφού η γλώσ­σα μπο­ρεί».74



1. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Στη μέ­ση της ασφάλ­του, Ποι­ή­μα­τα 1973-2002, δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση, Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη 2005.

2. Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, «Εις την οδόν των Φι­λελ­λή­νων», Oκτά­να, Ίκα­ρος 1980, σσ. 10-11.

3. Ό.π.

4. Βλ. Συ­νέ­ντευ­ξη της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη στο πλαί­σιο του αφιε­ρώ­μα­τος «Δε­κα­εν­νέα λο­γο­τέ­χνες της νε­ό­τε­ρης γε­νιάς», Δια­βά­ζω, τχ. 69 (18 Μα­ΐ­ου 1983), σσ. 13-58: 30.

5. Ό.π. σ. 49.

6. Γιώρ­γος Βέ­ης, «Έρω­τας: προ­νό­μιο της γλώσ­σας» (κρι­τι­κό κεί­με­νο για την Ημέ­ρια Νύ­χτα), Δια­βά­ζω, τχ. 236 (4 Απρι­λί­ου 1990), σσ. 79-81: 80.

7. Γιώρ­γος Μαρ­κό­που­λος, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη. Από τις «Σιω­πη­λές Κραυ­γές» μέ­χρι την «Ημέ­ρια Νύ­χτα» στο βι­βλίο Εκ­δρο­μή στην άλ­λη γλώσ­σα. Νε­φέ­λη 1994, σ. 124.

8. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, Μα­ρία Κυρ­τζά­κη. Έλ­λη­νες Ποι­η­τές, η γε­νιά του ’70. Εκ­δό­σεις Γκο­βό­στη 2020, σ. 20.

9. Ό.π. σ. 20-22.

10. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, “«…Γυ­ρεύω αυ­τή τη λέ­ξη που θα με ενώ­σει…»: Σχό­λια στην ποί­η­ση της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη”, στο Συ­νο­μι­λί­ες ποι­η­τών, με­τα­πλά­σεις, πα­ρω­δί­ες και αντί­λο­γοι στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση του 20ού αιώ­να, Gutenberg 2019, σ. 332. Η Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου ση­μειώ­νει επί­σης στην ίδια με­λέ­τη ότι ο Γ.Π.Σαβ­βί­δης ήταν ο πρώ­τος που επι­σή­μα­νε την ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση της ποι­ή­τριας με τη γλώσ­σα σε δη­μο­σί­ευ­μα της εφη­με­ρί­δας Βή­μα, 15 Ιου­λί­ου 1973. Ομοί­ως, και ο Γιώρ­γος Βέ­ης τό­νι­σε την ανα­μέ­τρη­ση της ποι­ή­τριας με τη γλώσ­σα στην κρι­τι­κή του για τη συλ­λο­γή της Κυρ­τζά­κη Μαύ­ρη θά­λασ­σα στο πε­ριο­δι­κό Δια­βά­ζω τχ. 415 (Φε­βρουά­ριος 2001), σσ. 79-80, όπως φαί­νε­ται από τον τί­τλο του κει­μέ­νου του «Ασκώ­ντας με επι­τυ­χία το προ­νό­μιο της γλώσ­σας».

11. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005). Ό.π. σ. 42.

12. Κ. Γ. Κα­ρυω­τά­κης, Άπα­ντα, γ΄έκ­δο­ση, Ζα­χα­ρό­που­λος 2012, σ. 161.

13. Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη γρά­φει για το βι­βλίο της Μαύ­ρη Θά­λασ­σα, περ. Δια­βά­ζω, τχ. 415, Φεβρ. 2001, σ. 81.

14. George Steiner, Η σιω­πή και ο ποι­η­τής, Έρα­σμος 1997, σ. 23.

15. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005). Ό.π. σ. 26.

16. Ό.π. σ. 119.

17. Βαγ­γέ­λης Αθα­να­σό­που­λος, Το ποι­η­τι­κό το­πίο του ελ­λη­νι­κού 19ου και 20ου αιώ­να, Α’ τό­μος, Κάλ­βος-Σο­λω­μός-Πα­λα­μάς, Κα­στα­νιώ­της 1995, σ. 239.

18. Ό.π. σ. 208.

19. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005). Ό.π. σ. 210.

20. Ό.π. σ. 146.

21. Βλ. http://​www.​greek-​lan​guag​e.​gr/​d...

22. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Δια­βά­ζω, τχ. 69, (18 Μα­ΐ­ου 1983), σ. 30.

23. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, «Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη γρά­φει για το βι­βλίο της Μαύ­ρη Θά­λασ­σα», Δια­βά­ζω, τχ. 415, (Φε­βρουά­ριος 2001), σ. 81.

24. George Steiner (1997), ό.π. σ. 24-25.

25. Δά­ντης, Η Θεία Κω­μω­δία, Έμ­με­τρη με­τά­φρα­ση Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, Εκ­δό­σεις Κα­ζαν­τζά­κη 1998, Τρα­γού­δι ΛΓ στ. 67-75, σ. 587.

26. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 203-241.

27. Ό.π. σ. 216.

28. Σο­φο­κλής, Οἰδί­πους Τύ­ραν­νος, μτ­φρ. Ι.Ν. Γρυ­πά­ρης, βλ. http://​www.​greek-​lan​guag​e.​gr/​d...

29. Πλά­των, Φί­λη­βος 47d 5 - 48d 2, 49b 1 - c 5 Burnet (1901-1906) στο Εξαί­σιοι Γέ­λω­τες. Το γέ­λιο στην αρ­χαία ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία, Μαί­ρη Ι. Γιό­ση και Αλε­ξάν­δρα Δ. Με­λί­στα (επιμ.), Σμί­λη 2017,  σσ. 412-421: 415.

30. Οἶδα=γνω­ρί­ζω πο­λύ κα­λά, εἰδέ­ναι=απα­ρέμ­φα­το ενε­στώ­τα του οἶδα, Οἰδί­πο­δας<οἰδέω + πούς.

31. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 216.

32. Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, ό.π. σ. 161.

33. Βλ. Λί­ζυ Τσι­ρι­μώ­κου, «Ποι­η­τι­κή Αλ­χη­μεία: Μπω­ντλαίρ-Κα­ρυω­τά­κης» στο Κα­ρω­τά­κης και Κα­ρυω­τα­κι­σμός, Επι­στη­μο­νι­κό Συ­μπό­σιο (31 Ια­νουα­ρί­ου και 1 Φε­βρουα­ρί­ου 1997). Αθή­να: Εται­ρεία Σπου­δών Νε­ο­ελ­λη­νι­κού Πο­λι­τι­σμού και Γε­νι­κής Παι­δεί­ας (Ιδρυ­τής: Σχο­λή Μω­ρα­ΐ­τη), σσ. 63-91.

34. Βλ. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 108.

35. Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, Άπα­ντα (2012), ό.π. σ. 75-76.

36. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 83.

37. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 81.

38. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου (2020), ό.π. σ. 26.

39. Έλ­λη Φι­λο­κύ­πρου, Η γε­νιά του Κα­ρυω­τά­κη. Φεύ­γο­ντας τη μά­στι­γα του λό­γου, Νε­φέ­λη 2009, σ. 88-89.

40. Σε με­λέ­τη του για τη γε­νιά του ’70, ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της επι­ση­μαί­νει ότι «ο Κα­βά­φης και ο Κα­ρυω­τά­κης, αφε­νός, ο Εμπει­ρί­κος και ο Εγ­γο­νό­που­λος, αφε­τέ­ρου, ο Κα­τσα­ρός, ο Σι­νό­που­λος και ο Σα­χτού­ρης τέ­λος, υπήρ­ξαν εφέ­στιοι θε­οί της ποι­η­τι­κής γε­νιά του ‘70», βλ. Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της, Μέ­τρια και Μι­κρά, Κέ­δρος 1987, σσ. 230-246: 246.

41. Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, Άπα­ντα, ό.π. σ. 280.

42. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, ό.π. σ. 109, βλ. επί­σης στο κεί­με­νο του Ευ­ρι­πί­δη Γα­ρα­ντού­δη, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: ‘Όπως ο Εν­δυ­μί­ων» στο ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Ο Ανα­γνώ­στης: https://​www.​oan​agno​stis.​gr/​mar...

43. Βλ. Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης, «Ο Κα­ρυω­τα­κι­σμός και η ποι­η­τι­κή γε­νιά του 1970» στο Κα­ρυω­τά­κης και Κα­ρυω­τα­κι­σμός, Επι­στη­μο­νι­κό Συ­μπό­σιο (31 Ια­νουα­ρί­ου και 1 Φε­βρουα­ρί­ου 1997). Αθή­να: Εται­ρεία Σπου­δών Νε­ο­ελ­λη­νι­κού Πο­λι­τι­σμού και Γε­νι­κής Παι­δεί­ας (Ιδρυ­τής: Σχο­λή Μω­ρα­ΐ­τη), σ. 205.

44. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, ό.π. σ. 112.

45. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 278.

46. «Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη γρά­φει για το βι­βλίο της Μαύ­ρη Θά­λασ­σα», Δια­βά­ζω, τχ. 415, Φεβρ. 2001, σ. 81.

47. Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: Όπως ο Εν­δυ­μί­ων», Ο Ανα­γνώ­στης, ό.π.

48. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 85.

49. Δά­ντης, ό.π. από την «Κό­λα­ση», κστ΄ στ. 64-65 και 85-90.

50. Δη­μή­τρης Ν. Μα­ρω­νί­της, Η πε­ζο­γρα­φία του Γιώρ­γου Χει­μω­νά, Κέ­δρος σσ. 92-93.

51. Γιώρ­γος Χει­μω­νάς, «Ο εχθρός του ποι­η­τή» στο Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, (ει­σα­γω­γή-επι­μέ­λεια-χρο­νο­λό­γιο) Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης, β’ έκ­δο­ση συ­μπλη­ρω­μέ­νη, Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη, σσ. 427-477: 445, 446.

52. Βύ­ρων Λε­ο­ντά­ρης, «Θέ­σεις για τον Κα­ρυω­τά­κη» στο Κεί­με­να για την Ποί­η­ση, Νε­φέ­λη 2001, σσ. 17-24: 21.

53. Βλ. «Ο Καιό­με­νος», Τά­κης Σι­νό­που­λος, Συλ­λο­γή Ι. 1951-1964, Ερ­μής 1986, σ. 107.

54. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 80.

55. Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, Άπα­ντα, ό.π. σ. 135.

56. Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, «Αι­σιο­δο­ξία», ό.π. σ. 278.

57. «Εί­μαι ιδε­α­λι­στής. Θα ‘λε­γα ρο­μα­ντι­κά ιδε­α­λι­στής για­τί στο πε­δίο της επι­στή­μης μου αντι­με­τω­πί­ζω τα πράγ­μα­τα σε υλι­στι­κή βά­ση.Ο ιδε­α­λι­σμός εί­ναι ο μό­νος δρό­μος για να εν­νο­ή­σου­με, να αι­σθαν­θού­με το αν­θρώ­πι­νο σύ­μπαν».Βλ. Μια συ­νο­μι­λία του με τον Κο­σμά Χαρ­πα­ντί­δη στο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς, Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, ό.π. σ. 660.

58. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 223.

59. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 225.

60. Από τη συ­νέ­ντευ­ξη της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη στη Βί­κυ Χλώ­ρου τον Απρί­λιο του 2005, συ­νέ­ντευ­ξη που πα­ρα­τί­θε­ται στον τό­μο για τη Μα­ρία Κυρ­τζά­κη της Αθη­νάς Βο­για­τζό­γλου των εκδ. Γκο­βό­στη, 2020, σσ. 159-168: 167.

61. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 285.

62. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 120.

63. Άρης Αλε­ξάν­δρου, Ποι­ή­μα­τα (1941-1974), Ύψι­λον 1991, σ. 83.

64. Άρης Αλε­ξάν­δρου (1991). Ό.π. σ. 89.

65. Ό.π. σ. 99.

66. Ό.π. σ. 73.

67. Βο­για­τζό­γλου (2020), ό.π. σ. 59.

68. Ό.π. σ. 60. Βλ. επί­σης Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), σ. 250.

69. Βο­για­τζό­γλου (2020), ό.π. σ. 62.

70. Ό.π. σ. 65.

72. Γιάν­νης Ρί­τσος, «Η Σο­νά­τα του Σε­λη­νό­φω­τος» στο Ποι­ή­μα­τα, τ. 6: Τέ­ταρ­τη Διά­στα­ση 1956-1972 Κέ­δρος 1977, σσ. 43-53.

72. Τις επιρ­ρο­ές της Κυρ­τζά­κη από τους προ­σω­κρα­τι­κούς φι­λο­σό­φους, τον Ηρά­κλει­το προ­πα­ντός, αλ­λά και τον Εμπε­δο­κλή επι­ση­μαί­νει η Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου στη μο­νο­γρα­φία για τη Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, ό.π. σ. 40-41.

73. Σο­φο­κλέ­ους, Οι­δί­πους Τύ­ραν­νος, στ. 1312, μτ­φρ. Φ. Πο­λί­της. Βλ. http://​www.​greek-​lan​guag​e.​gr/​d...

74. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (2005), ό.π. σ. 144. Ο στί­χος εμ­φα­νί­ζε­ται στο κεί­με­νο ελα­φρώς πα­ρα­φρα­σμέ­νος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: