Η γλώσσα-σώμα

Η δια­μά­χη τό­σων πνευ­μα­τι­κών αν­θρώ­πων τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες για το γλωσ­σι­κό αρ­χί­ζει να εμ­φα­νί­ζε­ται στα μά­τια μου και να ηχεί στ' αυ­τιά μου ύπο­πτη. Συ­νει­δη­το­ποιώ μ’ ένα δυ­σά­ρε­στο αί­σθη­μα πως τΟ πρό­βλη­μα «ὁρᾶται» υπό την αυ­τή οπτι­κή, του­λά­χι­στον απο την επα­νά­στα­ση τού '21 μέ­χρι σή­με­ρα. Εν­νοώ την πε­ρι­φρό­νη­ση, την ευ­κο­λία και την άνευ αντι­κρί­σμα­τος έπαρ­ση με την οποία: αντι­με­τω­πί­ζου­με, χρη­σι­μο­ποιού­με καί αντι­κει­με­νο­ποιού­με· θέ­λου­με να προ­σε­ται­ρι­ζό­μα­στε, να κα­θο­δη­γού­με και να ελέγ­χου­με το σώ­μα που λέ­γε­ται γλώσ­σα· υπο­νοώ την αφε­λή πε­ποί­θη­ση που πλα­νά­ται πως το γλωσ­σι­κό δεν εί­ναι πα­ρά ζή­τη­μα εν­δυ­μα­το­λο­γι­κό· και ως εκ τού­του μπο­ρού­με να προ­σθέ­του­με και να αφαι­ρού­με ανά πά­σα στιγ­μή, να χρη­σι­μο­ποιού­με κα­τά τις πε­ρι­στά­σεις τη γλώσ­σα σαν αντι­κεί­με­νο, σαν κα­θα­ρά χρη­στι­κό μό­νο ερ­γα­λείο που δεν σχε­τί­ζε­ται με τον άν­θρω­πο άμε­σα, αλ­λά ρό­λος της εί­ναι να εξυ­πη­ρε­τεί απλώς κά­θε φο­ρά από­ψεις – ιδε­ο­λο­γι­κές, πο­λι­τι­κές, κομ­μα­τι­κές, ηθών, δη­λα­δή τις εκά­στο­τε μι­κρές ή με­γά­λες εξου­σί­ες μι­κρών ή με­γά­λων αν­θρώ­πι­νων ομά­δων.
Η γλώσ­σα-σώ­μα έχει κύτ­τα­ρα και ιστούς· φλέ­βες και αί­μα· βρω­μιά και ομορ­φιά· και τε­λεί συ­νε­χώς εν ασχη­μία· οφεί­λει –για να δια­σχί­ζει· απα­ραι­τή­τως και εξ ανά­γκης τρο­φο­δο­τεί­ται από τον άν­θρω­πο· αλ­λά από τα μύ­χια του αν­θρώ­που. Θα Τον βιώ­σει για να Την βιώ­σει. Ο κα­θέ­νας χω­ρι­στά και συγ­χρό­νως. Η γλώσ­σα-σώ­μα για να γί­νει αντι-κεί­με­νη πρέ­πει να υπάρ­ξει υπο-κεί­με­νη. Η γλώσ­σα-σώ­μα μάς κα­λύ­πτει. Δεν την κα­λύ­πτου­με. Μας χρη­σι­μο­ποιεί. Μας δια­περ­νά. Και μας ξε­περ­νά. Μια γλώσ­σα-σώ­μα μέ­σα και έξω από μας. Που όταν δεν έχου­με να της δώ­σου­με παύ­ει κι αυ­τή να υφί­στα­ται. Περ­νά στις νε­κρές γλώσ­σες. Εμπί­πτει στα εν­δια­φέ­ρο­ντα των «φι­λο­λό­γων».
Τη γλώσ­σα-σώ­μα μπο­ρώ εύ­κο­λα να την ακού­σω από κά­ποια παι­διά τριών, τεσ­σά­ρων, πέ­ντε χρό­νων – παι­διά τής προ­σχο­λι­κής ακό­μα ηλι­κί­ας. Τη γλώσ­σα-σώ­μα μπο­ρώ να την δω όταν δει­λά αρ­θρώ­νε­ται από το στό­μα τους: «φως» για το φως, «φώ­το» για το φω­τι­στι­κό. Το πα­ρά­δειγ­μα –κα­θα­ρά εμπει­ρι­κό– θέ­λει να δεί­ξει πό­σο αυ­τό­νο­μη και φαι­νο­με­νι­κά αυ­θαί­ρε­τη εί­ναι αυ­τή η γλώσ­σα, η μη­τρι­κή – της μη­τέ­ρας, της οι­κο­γέ­νειας, της πό­λης, της χώ­ρας, της φυ­λής, κα­τά συ­νέ­πεια γλώσ­σα εθνι­κή, με την έν­νοια των ασυ­νεί­δη­των κα­τα­βο­λών της μέ­σα μας.
Το δυ­σά­ρε­στο αί­σθη­μα που με δια­κα­τέ­χει οφεί­λε­ται εν πολ­λοίς στο γε­γο­νός πως νιώ­θω βα­ριά τη σκιά μιας απα­γό­ρευ­σης εν ονό­μα­τι της ελεύ­θε­ρης χρή­σης της «δη­μο­κρα­τι­κής» γλώσ­σας. Άπα­γό­ρευ­ση που χρό­νια τώ­ρα ως επι­βαλ­λό­με­νη από άλ­λες κυ­βερ­νή­σεις –εν ονό­μα­τι της ελεύ­θε­ρης χρή­σης μιας «εθνι­κής» γλώσ­σας– δη­μιουρ­γού­σε ένα αί­σθη­μα γλωσ­σι­κής αντί­δρα­σης, μια αυ­το­λο­γο­κρι­σία χά­ριν σκο­πι­μό­τη­τος, κυ­ρί­ως πο­λι­τι­κής, αφού η γλώσ­σα που θα χρη­σι­μο­ποιού­σα –«κα­θα­ρεύ­ου­σα» ή «δη­μο­τι­κή»– όφει­λε να δη­λώ­νει και την κομ­μα­τι­κή μου ταυ­τό­τη­τα. Βε­βαί­ως, υπήρ­χε από την μια με­ριά η κα­θα­ρεύ­ου­σα ως γλώσ­σα εξου­σί­ας. Όχι η κα­θα­ρεύ­ου­σα του Κάλ­βου, του Πα­πα­δια­μά­ντη, η μει­κτή τού Κα­βά­φη ή έστω αυ­τή που χρη­σι­μο­ποιού­σε ο Ε. Γιαν­νί­δης νέ­ος ακό­μα. Γλώσ­σα της εξου­σί­ας σή­μαι­νε λέ­ξεις – λέ­ξεις με εν­δυ­μα­σία πε­πα­λαιω­μέ­νη, λέ­ξεις που φρό­ντι­ζαν για την ψυ­χι­κή μου ατρο­φία και επε­δί­ω­καν την αγλωσ­σία μου, αφού όπωσ­δή­πο­τε γλώσ­σα εί­ναι η σύ­ντα­ξη, όχι η λέ­ξη. (Στο ση­μείο αυ­τό τί­θε­ται το ερώ­τη­μα: Όταν μι­λά­με για «κα­θα­ρεύ­ου­σα» τι ακρι­βώς εν­νο­ού­με;)
Γλώσ­σα της εξου­σί­ας όμως συ­νε­πά­γε­ται εξ ανά­γκης και την ύπαρ­ξη μιας άλ­λης γλώσ­σας, αυ­τήν της αντι­πο­λι­τευό­με­νης εξου­σί­ας· που συ­νει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα από τους χρή­στες, με αγνές προ­θέ­σεις ή από σκο­πι­μό­τη­τα, υπό­κει­ται στην αυ­τή λει­τουρ­γι­κή δια­δι­κα­σία και δη­μιουρ­γεί την αυ­τή γλωσ­σι­κή νο­ο­τρο­πία και την αυ­τή οπτι­κή προς το αντι­κεί­με­νο-γλώσ­σα.

Και οι δύο δεν παύ­ουν να εί­ναι γλώσ­σες-αντι­κεί­με­να - γλώσ­σες λε­ξι­βό­ρες και λε­ξι­θη­ρι­κές.

Αι­σθά­νο­μαι την γλώσ­σα-σώ­μα αυ­θύ­παρ­κτη, αυ­τό­νο­μη και προ­πά­ντων μό­νη. Να μπο­ρεί να πλη­σιά­ζει ακό­μη και να φτά­νει στά άδυ­τα της ψυ­χής και του νου μέ­σα από τον Κάλ­βο και συγ­χρό­νως μέ­σα από τον Σο­λω­μό – για να μεί­νω στις συ­νή­θεις ανα­φο­ρές. Για­τί πι­στεύω πως η γλώσ­σα-σώ­μα έχει ισχύ τέ­τοια ώστε να μπο­ρού­με κά­θε φο­ρά να ανα­κα­λύ­πτου­με ως και τις ομη­ρι­κές κα­τα­βο­λές της μέ­σα μας.

Το πρό­βλη­μα δεν εντο­πί­ζε­ται στη λο­γο­τε­χνία, θα ισχυ­ρι­στεί κά­ποιος. Σ' αυ­τήν συγ­χω­ρού­με τα πά­ντα. Υπάρ­χει πρω­τί­στως η γλώσ­σα που μι­λά­με. Ο προ­φο­ρι­κός λό­γος; Ο γρα­πτός λό­γος; Και η γλώσ­σα των ρα­διο­τη­λε­ο­πτι­κών μέ­σων τι λό­γος εί­ναι;

Υπο­ψιά­ζο­μαι πως το ζή­τη­μα εί­ναι ακό­μη σο­βα­ρό­τε­ρο απ' όσο άφη­σε να δια­φα­νεί η Δια­κή­ρυ­ξη του Γλωσ­σι­κού Ομί­λου. Η δια­μά­χη που ξέ­σπα­σε εσπευ­σμέ­να και σπα­σμω­δι­κά πε­ριό­ρι­σε το «θέ­μα» στα πα­ρα­δο­σια­κά του όρια και το τα­χτο­ποί­η­σε σε ερ­μη­νεί­ες που όλοι οι έχο­ντες «κοι­νόν νουν» αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε: στη γλώσ­σα αρι­στε­ρών και δε­ξιών. Σε μια γλώσ­σα δη­λα­δή εξου­σί­ας. Ανά­λο­γα μα τα κοι­νω­νι­κά μας φρο­νή­μα­τα, μας «προ­τεί­νε­ται» να επι­λέ­ξου­με.

Τη σο­βα­ρό­τη­τα του προ­βλή­μα­τος επε­σή­μα­ναν –αν και από δια­φο­ρε­τι­κή οπτι­κή ο κα­θέ­νας– ο Γιάν­νης Κα­λιό­ρης στο Αντί, τεύχ. 207, και ο Εμ. Ι. Μο­σχο­νάς στο προη­γού­με­νο τεύ­χος του Χάρ­τη. (Ιδιαί­τε­ρα ο Εμ. Ι. Μο­σχο­νάς εί­ναι ο πρώ­τος νο­μί­ζω που εί­δε την ση­μα­σία μιας τό­σο με­γά­λης αντί­δρα­σης αν­θρώ­πων κα­τ' εξο­χήν προ­ο­δευ­τι­κών πο­λι­τι­κά προς μία εθνι­κή γλώσ­σα).

Βε­βαί­ως, κά­τι συμ­βαί­νει με την γλώσ­σα. Ερή­μην του «κοι­νού νου» και με την σύ­μπρα­ξή του. Κά­τι συμ­βαί­νει με την γλώσ­σα-αντί­κεί­με­νο. Αρ­χί­ζει να δια­χω­ρί­ζει από την γλώσ­σα-σώ­μα – δηλ. από τόν κορ­μό της. Κι αυ­τός απoγυ­μνω­μέ­νoς ανα­δύ­ε­ται αρ­γά αλ­λά πο­λύ στα­θε­ρά. Δεν ξέ­ρω πό­σοι αι­σθά­νο­νται ήδη αυ­τήν τη γλώσ­σα, άγαρ­μπη, βάρ­βα­ρη και α-νό­η­τη· στε­ρη­μέ­νη και γι' αυ­τό άγρια και σκλη­ρή. Δεν ξέ­ρω πό­σοι αι­σθά­νο­νται την πρό­τα­ση να επα­να­στα­τεί στην δι­κιά της εξου­σία, στο ρή­μα. Την λέ­ξη να εί­ναι πρό­τα­ση. Την λέ­ξη να μην χω­ρά σε ερ­μη­νεί­ες λε­ξι­κο­γρά­φων. Μία γλώσ­σα που πα­ρα­πέ­μπει στις πρώ­τες της ρί­ζες. Μία γλώσ­σα που απαι­τεί να την δού­με «ανα­συ­νταγ­μέ­νη».

Έπει­δή ού­τως ή άλ­λως το κεί­με­νο αυ­τό θα δια­βα­στεί ως εντε­λώς αυ­θαί­ρε­το, αυ­θαί­ρε­τα θα πα­ραλ­λά­ξω ένα σύν­θη­μα απ' αυ­τά που βλέ­πει κα­νείς στους τοί­χους:

τι κι αν έχε­τε την έξου­σία
Εμείς έχου­με τη νύ­χτα

για να πω:

Τι κι αν έχε­τε την έξου­σία
Εμείς έχου­με τη γλώσ­σα.

Ποιοί εμείς; Μα φα­ντά­ζο­μαι οι τε­λού­ντες εν σιω­πή.



ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΗ: Για την γλώσ­σα-σώ­μα υπάρ­χει εν­δε­λε­χής επι­στη­μο­νι­κή προ­σέγ­γι­ση· αυ­τή τού Γ. Χει­μω­νά στα μη λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­νά του, όσα έχουν δη­μο­σιευ­τεί κα­τά και­ρούς στα πε­ριο­δι­κά Σπεί­ρα, Σύγ­χρο­να θέ­μα­τα, Το Δέ­ντρο και στον Xάρ­τη. Ιδιαί­τε­ρα θέ­λω να επι­ση­μά­νω την ανα­κοί­νω­σή του «Η Γλώσ­σα ως μη αν­θρώ­πι­νη ομι­λία» στο Α ´Συ­μπό­σιο Ποί­η­σης στην Πά­τρα το κα­λο­καί­ρι τού 1981, την οποία θε­ω­ρώ από τα πλέ­ον ση­μα­ντι­κά κεί­με­να που έχουν γρα­φτεί για την γλώσ­σα, όχι μό­νο για τις από­ψεις που δια­τυ­πώ­νο­νται εκεί αλ­λά και για τον τρό­πο που εκ­φέ­ρο­νται. Και πι­στεύω πως τα ίδια τα πράγ­μα­τα επι­βάλ­λουν (και απαι­τούν) –δεν υπάρ­χει άλ­λος χρό­νος– ν’ ακού­σου­με επι­τέ­λους τον λό­γο τον ακα­τα­νό­η­το, τον λό­γο τον σω­μα­τι­κό.



Δημοσιεύτηκε στο περ. Χάρτης, τεύχος 2, Σεπτέμβριος 1982

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: