Λευκή μελάνη

Écriture féminine στην κυπριακή ποίηση του 21ου αιώνα


[…] Even if phallic mystification has generally contaminated good relationships, a woman is never far from ‘mother’ (I mean outside her role functions: the ‘mother’ as nonname and as source of goods). There is always within her at least a little of that good mother's milk. She writes in white ink.
[…] Let the priests tremble, we're going to show them our sexts!

HÉLÈNE CIXOUS,
“The laugh of the Medusa” (αγγλ. μετ. K. Cohen, P. Cohen)

Signs
1.4 (1976), 875–893 (γαλλ. πρωτ. 1975)

Η με­λέ­τη αυ­τή απο­τε­λεί συ­νέ­χεια του αφιε­ρώ­μα­τος «Η Γυ­ναί­κα στο κεί­με­νο», που δη­μο­σιεύ­θη­κε στο κυ­πρια­κό πε­ριο­δι­κό Ακτή (τεύχ. 118, Άνοι­ξη 2019, σσ. 145–161, 193–219). Στο αφιέ­ρω­μα εκεί­νο, του οποί­ου ο τί­τλος, όπως και αυ­τός της πα­ρού­σας με­λέ­της, πα­ρα­πέ­μπει στο θε­με­λιώ­δες μα­νι­φέ­στο της Hélène Cixous «Το γέ­λιο της Μέ­δου­σας», (αυ­τό)πα­ρου­σιά­στη­καν τρεις σύγ­χρο­νες Κύ­πριες πε­ζο­γρά­φοι γεν­νη­μέ­νες από τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 και εξής (Κων­στα­ντία Σω­τη­ρί­ου, Νά­σια Διο­νυ­σί­ου, Μα­ρία Α. Ιω­άν­νου) και μία σχε­τι­κά πα­λαιό­τε­ρη (Μυρ­τώ Αζί­να). Η συ­μπα­ρου­σί­α­ση των τεσ­σά­ρων στο αφιέ­ρω­μα της Ακτής εί­χε σκο­πό να υπο­δεί­ξει ως αξιο­πα­ρα­τή­ρη­το γραμ­μα­το­λο­γι­κό φαι­νό­με­νο (ρευ­στό και δυ­να­μι­κώς εξε­λισ­σό­με­νο, αφού αφο­ρά λο­γο­τέ­χνι­δες που τε­λούν στην ακ­μή τους) όχι τό­σο την πο­σο­τι­κή ενί­σχυ­ση της γυ­ναι­κεί­ας πα­ρου­σί­ας στα κυ­πρια­κά γράμ­μα­τα όσο το ότι η λο­γο­τε­χνι­κή «συ­στοι­χία» που σχη­μα­τί­ζουν αυ­τές οι γυ­ναί­κες δη­μιουρ­γοί δια­κρί­νε­ται απο­φα­σι­στι­κά από την έμ­φυ­λη (εγ)γρα­φή. Το βα­σι­κό πό­ρι­σμα του αφιε­ρώ­μα­τος ήταν πως η θε­με­λιώ­δης σύ­γκλι­ση ανά­με­σα στις τέσ­σε­ρις πε­ζο­γρά­φους συ­νί­στα­ται στην υλο­ποί­η­ση, με τρό­πο επα­να­στα­τι­κό για τα κυ­πρια­κά πράγ­μα­τα, της επι­τα­γής-πρό(σ)κλη­σης της Cixous να το­πο­θε­τή­σει η γυ­ναί­κα συγ­γρα­φέ­ας «μέ­σα στο κεί­με­νο» τον εαυ­τό της, το σώ­μα της, τη ρευ­στή της πλη­θυ­ντι­κό­τη­τα, απο­κρού­ο­ντας την ου­σιο­κρα­τία του φύ­λου και τον πα­τριαρ­χι­κό ετε­ρο­κα­θο­ρι­σμό και απο­δο­μώ­ντας τις τε­χνη­τές ιε­ραρ­χή­σεις που προ­κύ­πτουν από αυ­τόν1 —δη­λα­δή η συ­νει­δη­τή και θε­ω­ρη­τι­κά συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νη διε­ρεύ­νη­ση της έμ­φυ­λης ταυ­τό­τη­τας ως αντί­δρα­σης σε ηγε­μο­νι­κά αφη­γή­μα­τα.

Το ίδιο σχή­μα ακο­λου­θεί­ται και εδώ, αυ­τή τη φο­ρά με ποι­ή­τριες (συμ­πτω­μα­τι­κά, και πά­λι τέσ­σε­ρις) πα­ρό­μοιας ηλι­κια­κής κα­τα­νο­μής, που κά­νουν την πρώ­τη μεί­ζο­να εμ­φά­νι­σή τους στα γράμ­μα­τα τη δε­κα­ε­τία του 2010 και εκ­προ­σω­πούν, κα­τά τη γνώ­μη μου, την ίδια ποι­η­το­λο­γι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή τά­ση (mutatis mutandis) με τις πε­ζο­γρά­φους της Ακτής διευ­ρύ­νο­ντας έτσι τη «συ­στοι­χία»: την Αυ­γή Λίλ­λη (γενν. 1980· συλ­λο­γές: Πρό­χει­ρες ση­μειώ­σεις πά­νω σ’ ένα σω­σί­βιο, Λευ­κω­σία: Αρ­μί­δα 2011· Η Σφα­γή του Αιώ­να, Αθή­να: Θρά­κα, 2018, ανα­με­νό­με­νη επα­νέκ­δο­ση 2020), τη Στέλ­λα Βο­σκα­ρί­δου (γενν. 1981, συλ­λο­γές: Ανα­γέ­λα­στα: Των Γε­ναι­κών τζιαι των Σκα­λα­που­ντά­ρων, Λε­με­σός: Τε­χνο­δρό­μιο 2013· ΦόΒ: Υπο­γλώσ­σιο νυ­χτε­ρι­νό, Λε­με­σός: Τε­χνο­δρό­μιο 2015), την Αντω­νί­νη Σμυ­ρίλ­λη (γενν. 1987· συλ­λο­γές: Βλέ­πω ακό­μα παι­δι­κά, Αθή­να: Θρά­κα 2017· Κά­τω απ᾽ το πά­πλω­μα, Θεσ­σα­λο­νί­κη: Σαιξ­πη­ρι­κόν 2020) και τη Ρω­ξά­νη Νι­κο­λά­ου, με­γα­λύ­τε­ρη ηλι­κια­κά, η οποία όμως πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε με τα πρω­τό­λεια Ποι­ή­μα­τα 1991-1999, αυ­το­έκ­δο­ση 2000), δη­λα­δή πριν από τη δε­κα­ε­τία που μας απα­σχο­λεί, αλ­λά εξέ­δω­σε την πρώ­τη ώρι­μη συλ­λο­γή της Ψα­λι­δι­στής το 2018 (Λε­με­σός: Τε­χνο­δρό­μιο).

Πα­ρά τις ετε­ρό­κλη­τες αφε­τη­ρί­ες και τις ποι­η­το­λο­γι­κές και άλ­λες απο­κλί­σεις τους, τό­σο οι τέσ­σε­ρις πε­ζο­γρά­φοι της Ακτής όσο και οι ποι­ή­τριες που πα­ρου­σιά­ζο­νται εδώ, υλο­ποιούν—με πλή­ρη συ­ναί­σθη­ση των αντι­φά­σε­ων και της αμ­φι­ση­μί­ας που ενέ­χει ο όρος—προ­σω­πι­κές με­τα­ποι­ή­σεις μιας πο­λυ­ε­πί­πε­δης écriture feminine,2 η οποία απο­μα­κρύ­νε­ται ου­σιω­δώς από τις κυ­ρί­αρ­χες θε­μα­το­λο­γι­κές, μορ­φο­λο­γι­κές και γλωσ­σι­κές τά­σεις της πα­λαιό­τε­ρης κυ­πρια­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Όπως κα­τέ­δει­ξαν και οι αυ­το­πα­ρου­σιά­σεις των τεσ­σά­ρων της Ακτής, η έμ­φυ­λη (εγ)γρα­φή ού­τε αυ­τό­μα­τα ή «διαι­σθη­τι­κά» προ­κύ­πτει ού­τε ιδε­ο­λο­γι­κά ου­δέ­τε­ρη εί­ναι, αλ­λά προ­βάλ­λει εδραιω­μέ­νη στη με­λέ­τη των λο­γο­τε­χνι­κών και κοι­νω­νι­κών θε­ω­ριών (η Λίλ­λη εί­ναι δι­δά­κτωρ νε­ο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γί­ας· η Σμυ­ρίλ­λη εκ­πο­νεί δι­δα­κτο­ρι­κό στη θε­ω­ρία και τη φι­λο­σο­φία της εκ­παί­δευ­σης, με­λε­τώ­ντας δο­μές εξου­σί­ας υπό το πρί­σμα του Φου­κώ, των σπου­δών φύ­λου, της queer theory κ.ά.), κα­θώς και των ει­κα­στι­κών και πα­ρα­στα­τι­κών τε­χνών και της μου­σι­κής (η Νι­κο­λά­ου, από­φοι­τος του Αρ­χαιο­λο­γι­κού Ιν­στι­τού­του της Χαϊ­δελ­βέρ­γης, έχει σπου­δά­σει επί­σης σκη­νο­γρα­φία και εν­δυ­μα­το­λο­γία, η Βο­σκα­ρί­δου εί­ναι μου­σι­κο­λό­γος, που διε­ρευ­νά τις σχέ­σεις γλώσ­σας και μου­σι­κής αλ­λά και την ίδια την έν­νοια της μου­σι­κό­τη­τας από φι­λο­σο­φι­κή σκο­πιά, ενώ η λο­γο­τε­χνι­κή ευαι­σθη­σία της Λίλ­λη γαλ­βα­νί­ζε­ται μέ­σα από τη μα­θη­τεία της τό­σο στην κλα­σι­κή όσο και στη ροκ και την ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή).

Οι τέσ­σε­ρις ποι­ή­τριες της πα­ρού­σας με­λέ­της μορ­φο­ποιούν ένα ώρι­μο πια, ετε­ρό­τρο­πο λο­γο­τε­χνι­κό ιδί­ω­μα, που για διά­φο­ρους λό­γους απο­μα­κρύ­νε­ται συ­νει­δη­τά από την «εθνι­κή» θε­μα­το­λο­γία πε­ρί τα γε­γο­νό­τα του 1974 ή, όταν κα­τα­πιά­νε­ται με αυ­τά, απο­δο­μεί τα εθνι­κά αφη­γή­μα­τα, σε βαθ­μό που να επι­τρέ­πε­ται, θε­ω­ρώ, να μι­λή­σου­με και για τη συ­νει­δη­τή κα­τα­σκευή μιας ποι­η­τι­κής ετε­ρο­το­πί­ας ως σφή­νας σε μια κοι­νω­νία όπως της Κύ­πρου, που ιδε­ο­λο­γι­κώς και πο­λι­τι­κώς δεν μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί πα­ρά στα­τι­κή. Η «συ­στοι­χία» αυ­τή των ποι­η­τριών αδια­φο­ρεί για τη «μυ­θι­κή μέ­θο­δο» και τις λοι­πές μο­ντερ­νι­στι­κές πρα­κτι­κές που συ­νέ­δε­αν (αν δεν προ­σέ­δε­αν) τις προη­γού­με­νες κυ­πρια­κές ποι­η­τι­κές γε­νιές κυ­ρί­ως με το σε­φε­ρι­κό Ημε­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Γ´ και ανα­ζη­τεί και­νο­φα­νείς για τα κυ­πρια­κά πράγ­μα­τα πε­ριο­χές έκ­φρα­σης σε μια ποί­η­ση όπου δε­σπό­ζει, ως ελά­χι­στος κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής των τεσ­σά­ρων, η διε­ρεύ­νη­ση του (θη­λυ­κού) σώ­μα­τος, της (απε­ρί­φρα­στης και ακα­μου­φλά­ρι­στης) σε­ξουα­λι­κής επι­θυ­μί­ας και της έμ­φυ­λης ταυ­τό­τη­τας (ει­δι­κά στη Σμυ­ρίλ­λη, με queer προ­ε­κτά­σεις). Δεν εί­ναι δυσ­διά­κρι­τες επί­σης οι ει­κο­νο­κλα­στι­κές με­τα­το­πί­σεις κά­θε λο­γής, πρω­τί­στως όσον αφο­ρά στην πα­τριαρ­χι­κή θέ­σμι­ση της κοι­νω­νί­ας και (ει­δι­κά στη Σμυ­ρίλ­λη) στον φαλ­λο­γο­κε­ντρι­σμό που εν πολ­λοίς ορί­ζει (και) τον ηγε­μο­νι­κό λό­γο για την κυ­πρια­κή τρα­γω­δία. Πά­νω από όλα, και πά­λι με επι­μέ­ρους δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις ανά­με­σα στις τέσ­σε­ρις, στο έρ­γο τους ανα­τέ­μνε­ται η υλι­κό­τη­τα και η σω­μα­τι­κό­τη­τα της γλώσ­σας, η γλώσ­σα ως υφή και αφή, ο προ­γλωσ­σι­κός ή και με­τα­γλωσ­σι­κός ήχος, με υπερ­ρε­α­λί­ζου­σες ανα­μνή­σεις αλ­λά ανα­νε­ω­μέ­νη έμ­φα­ση στη διε­ρεύ­νη­ση των σχέ­σε­ων της ποι­η­τι­κής γλώσ­σας με τη μου­σι­κή, την ει­κό­να και το επι­τε­λούν σώ­μα, όπως αυ­τά συ­ζεύ­γνυ­νται στις πρα­κτι­κές της avant-garde performance του 21ου αιώ­να (ιδί­ως ως προς τον συν­δυα­σμό της τε­χνο­λο­γί­ας, του ηλε­κτρο­νι­κού ήχου και των λέ­ξε­ων), κα­θώς επί­σης (ει­δι­κά σε συλ­λο­γές όπως ο ΦόΒ της Βο­σκα­ρί­δου) όπως τέ­μνο­νται με τις θε­ω­ρί­ες του postdramatic theatre και του posthumanism.

Το τε­λευ­ταίο ση­μείο εί­ναι και το πιο ου­σιώ­δες. Ως προς τη γραμ­μα­το­λο­γι­κή κα­τα­γω­γή του το ιδί­ω­μα που υλο­ποιεί­ται από τη «συ­στοι­χία» ποι­η­τριών που με­λε­τά­ται εδώ δεί­χνει μεν να προ­ση­μαί­νε­ται από τις εν γέ­νει χει­ρο­νο­μί­ες της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας προς την κα­τά­κτη­ση μιας «γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής»3 και, εν­δο­κυ­πρια­κά, όλως ιδιαι­τέ­ρως από την ποί­η­ση της Έλε­νας Του­μα­ζή Ρε­μπε­λί­νας, πρό­δρο­μης και μάλ­λον πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νης μορ­φής ως προς τη γραμ­μα­το­λο­γι­κή ση­μα­σία της.4 Πά­νω από όλα, όμως, στις τέσ­σε­ρις αυ­τές ποι­ή­τριες, με δια­φο­ρε­τι­κή έντα­ση στην κα­θε­μιά, πα­ρα­τη­ρεί­ται σα­φής επα­να­γω­γή της ποί­η­σης στο επί­πε­δο της επι­τε­λε­στι­κής τέ­χνης, με ποι­ή­μα­τα που δι­καιώ­νο­νται όχι τό­σο όταν δια­βά­ζο­νται στο χαρ­τί, όσο όταν επι­τε­λού­νται, με τη πλή­ρη θε­α­τρι­κό­τη­τα της έν­νοιας αυ­τής, σε δη­μό­σιες απαγ­γε­λί­ες.5 Με άλ­λα λό­για η ποί­η­ση των τεσ­σά­ρων εν­δει­κνύ­ει και με αυ­τόν τον τρό­πο, πέ­ραν της έμ­φυ­λης διά­στα­σής της και χω­ρίς κα­τα­νά­γκην τα δύο να εί­ναι με­τα­ξύ τους ασύν­δε­τα, την ετε­ροτ(ρ)οπία της: επι­διώ­κει μια ολι­στι­κό­τη­τα στην προ­σέγ­γι­σή της (απαι­τώ­ντας τη βί­ω­ση πα­ρά την ανά­γνω­ση και πα­ρά­γο­ντας ποι­ή­μα­τα-events) τε­λώ­ντας έτσι σε έκτυ­πη αντί­θε­ση προς τις μο­ντερ­νι­στι­κές, με­τα­σε­φε­ρι­κές κυ­ρί­ως εκ­φρά­σεις της προ­γε­νέ­στε­ρης κυ­πρια­κής ποί­η­σης.

Ως προς τη διά­στα­ση της επι­τε­λε­στι­κό­τη­τας-πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας, ει­δι­κά οι Βο­σκα­ρί­δου, Λίλ­λη και Σμυ­ρίλ­λη ανα­πτύσ­σουν κα­τε­ξο­χήν συ­νο­μι­λία με ρεύ­μα­τα «νε­α­νι­κής» κυ­ρί­ως ποί­η­σης, όπως η slam poetry, η button poetry, η sound poetry και το visual writing, που πρω­το­άν­θη­σαν ως επί το πλεί­στον στον αγ­γλο­σα­ξο­νι­κό κό­σμο6 (αφού έλ­κουν και την απώ­τε­ρη του­λά­χι­στον κα­τα­γω­γή τους από την Beat Generation). Η ει­σα­γω­γή του εν λό­γω ποι­η­τι­κού ρεύ­μα­τος στην Κύ­προ—γε­γο­νός που και πά­λι πά­ει κό­ντρα στο πα­λαιό­τε­ρο ρεύ­μα—δεν ήταν απο­τέ­λε­σμα κα­θα­ρής με­τα­κέ­νω­σης από την Ελ­λά­δα στην Κύ­προ, σε βαθ­μό που οι κυ­πρια­κές εξε­λί­ξεις να απο­τε­λούν, όπως στο πα­ρελ­θόν, την επαρ­χια­κή αντα­νά­κλα­ση τά­σε­ων του «εθνι­κού κέ­ντρου». Ο ρό­λος της Ελ­λά­δας υπήρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κός, ιδιαί­τε­ρα στην πε­ρί­πτω­ση της Βο­σκα­ρί­δου, η οποία μαρ­τυ­ρεί την επιρ­ροή που άσκη­σε πά­νω της ο κύ­κλος του πε­ριο­δι­κού [φρμκ] (Φάρ­μα­κο) και ιδιαί­τε­ρα μορ­φές όπως ο Βα­σί­λης Αμα­να­τί­δης και ο Μά­ριος Χα­τζη­προ­κο­πί­ου. Άλ­λες ποι­ή­τριες της «συ­στοι­χί­ας», όμως, όπως η Σμυ­ρίλ­λη, ανα­φέ­ρο­νται σε κα­τευ­θεί­αν επι­κοι­νω­νία με ξέ­νους slammers. Θε­με­λιώ­δης πα­ρά­γο­ντας για την ει­σα­γω­γή αυ­τού του ποι­η­τι­κού τρό­που στην Κύ­προ υπήρ­ξε η προ­α­να­φερ­θεί­σα πε­ζο­γρά­φος Μα­ρία Α. Ιω­άν­νου, η οποία μα­ζί με την ομά­δα aRttitude διορ­γα­νώ­νει ανελ­λι­πώς από το 2013 το διε­θνές ετή­σιο φε­στι­βάλ Σαρ­δάμ: η λο­γο­τε­χνία αλ­λιώς. Στο πλαί­σιο του φε­στι­βάλ, το οποίο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά επι­γρά­φε­ται «δια­θε­μα­τι­κό» (interdisciplinary), η λο­γο­τε­χνία συν­δυά­ζε­ται τολ­μη­ρά και προ­γραμ­μα­τι­κά «με σύγ­χρο­να και κλα­σι­κά μέ­σα έκ­φρα­σης όπως το θέ­α­τρο, η τε­χνο­λο­γία, ο σύγ­χρο­νος χο­ρός, η μου­σι­κή/ήχος, η slamming/spoken word, οι ει­κα­στι­κές τέ­χνες», ακό­μη και η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή.7 Η εμπλο­κή της Βο­σκα­ρί­δου (τα πρώ­τα χρό­νια) και πιο πρό­σφα­τα της Λίλ­λη τό­σο στο καλ­λι­τε­χνι­κό όσο και στο ορ­γα­νω­τι­κό μέ­ρος του φε­στι­βάλ υπήρ­ξε ου­σια­στι­κή. Η ποί­η­ση ει­δι­κά αυ­τών των δύο μπο­ρεί να γί­νει κα­λύ­τε­ρα κα­τα­νοη­τή, αν εγκύ­ψει κα­νείς στην αμ­φί­δρο­μη σχέ­ση που οι ποι­ή­τριες ανέ­πτυ­ξαν με το Σαρ­δάμ.
Σε ό,τι ακο­λου­θεί θα πα­ρου­σια­στούν επι­λε­κτι­κά στοι­χεία της ποί­η­σης και της ποι­η­τι­κής των τεσ­σά­ρων ποι­η­τριών. Η σει­ρά που ακο­λου­θεί­ται κα­τά την πα­ρου­σί­α­ση εί­ναι φαι­νο­με­νο­λο­γι­κή μάλ­λον πα­ρά χρο­νο­λο­γι­κή. Προ­τάσ­σο­νται η Λίλ­λη και η Σμυ­ρίλ­λη, για τις οποί­ες το θε­ω­ρη­τι­κό πρί­σμα της Cixous προ­σφέ­ρε­ται κα­τε­ξο­χήν. Ακο­λου­θεί η Νι­κο­λά­ου, που μοι­ρά­ζε­ται με τη Σμυ­ρίλ­λη το μο­τί­βο της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να προ­τεί­νει μια πιο υπο­δό­ρια εκ­δο­χή της «γυ­ναι­κεία γρα­φής». Η με­λέ­τη τε­λειώ­νει με τη Βο­σκα­ρί­δου της οποί­ας τα Ανα­γέ­λα­στα εκ­προ­σω­πούν ένα εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον πα­ρά­δο­ξο.

***

Η Cixous δια­κή­ρυ­ξε τη «γυ­ναι­κεία γρα­φή» ως επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη με «ηφαι­στεια­κή» ανα­τρε­πτι­κό­τη­τα. «Όταν», γρά­φει, «ο άν­θρω­πος [και δη η γυ­ναί­κα] που κα­τα­πιέ­στη­κε εντός της κουλ­τού­ρας και της κοι­νω­νί­ας του επι­στρέ­φει, πρό­κει­ται για εκρη­κτι­κή, πα­ντε­λώς κα­τα­στρο­φι­κή, συ­ντα­ρα­κτι­κή επι­στρο­φή, με ισχύ που όμοιά της δεν εί­χε φα­νε­ρω­θεί ξα­νά μέ­χρι τό­τε».8 Στη Σφα­γή του αιώ­να (εφε­ξής ΣτΑ), τη συλ­λο­γή με τον προ­κλη­τι­κά ει­ρω­νι­κό τί­τλο που σή­μα­νε την ωρί­μαν­ση της Αυ­γής Λίλ­λη, η κρι­τι­κή ανα­γνώ­ρι­σε αμέ­σως μια τέ­τοια (θη­λυ­κή) ορ­μή μι­λώ­ντας για υπερ­χει­λί­ζο­ντα ερω­τι­σμό9 και ωμό ρε­α­λι­σμό. «Η ψυ­χή», γρά­φει εν­δει­κτι­κά ο Αν­δρέ­ας Αντω­νί­ου,

με­τα­τρέ­πε­ται σε ωμή μπρι­ζό­λα για να την μα­σή­σεις ή να την φτύ­σεις.10 Ο αιώ­νας πριο­νί­ζε­ται και στραγ­γα­λί­ζε­ται,11 ο πό­θος πολ­το­ποιεί­ται,12 οι λέ­ξεις πε­τσο­κό­βο­νται και γί­νο­νται εμε­τός.13 Ακό­μη και η ερω­τι­κή διά­θε­ση γί­νε­ται πά­ντο­τε με “βρώ­μι­κο” ρε­α­λι­στι­κό τρό­πο. Τα υγρά,14 οι δα­γκω­μα­τιές, τα βογ­γη­τά15 εί­ναι πά­ντο­τε πα­ρό­ντα, η επι­θυ­μία εί­ναι πά­ντο­τε άγρια και βί­αιη.16

Το σά­λιο, το αί­μα και τα κολ­πι­κά υγρά ξε­χει­λί­ζουν στη ΣτΑ. Η σε­ξουα­λι­κή πρά­ξη εί­ναι συ­χνά ζω­ώ­δης, στα όρια της φα­ντα­σί­ω­σης του βια­σμού.17 Η διά­κρι­ση ανά­με­σα στη σε­ξουα­λι­κή ένω­ση και την αν­θρω­πο­φα­γία εί­ναι ενί­ο­τε ανύ­παρ­κτη.18 Στη Λίλ­λη, με άλ­λα λό­για, σα­φώς σε με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό από ό,τι στις υπό­λοι­πες ποι­ή­τριες που εξε­τά­ζου­με, αν και δεν ελ­λεί­πει ο λυ­ρι­σμός,19 θε­μα­το­ποιεί­ται το πιο θε­με­λια­κό συ­στα­τι­κό της «γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής» όπως την ορα­μα­τί­ζε­ται η Cixous, δη­λα­δή ο «συ­στη­μα­τι­κός πει­ρα­μα­τι­σμός με τις σω­μα­τι­κές λει­τουρ­γί­ες, η πα­θια­σμέ­νη και ακρι­βής διε­ρεύ­νη­ση της γυ­ναι­κεί­ας ερω­το­γέ­νειας».

Επι­πρό­σθε­τα, όμως, στη ΣτΑ, η επα­να­διεκ­δί­κη­ση-ανα­κα­τά­λη­ψη του γυ­ναι­κεί­ου σώ­μα­τος και η στρα­τη­γι­κώς ακα­τά­σχε­τη και ανε­ρυ­θρί­α­στη επι­θυ­μία εί­ναι ομό­λο­γες και άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νες με την ποι­η­το­λο­γία. Το αντι­κεί­με­νο ενός πό­θου τό­σο ισχυ­ρού που δια­τα­ράσ­σει ακό­μη και την τυ­πο­γρα­φία του βι­βλί­ου (ώστε, π.χ., οι λέ­ξεις να απο­κολ­λώ­νται από την «ορ­θή» θέ­ση τους στη στι­χουρ­γία ή να πλά­θουν στο χαρ­τί σχή­μα­τα με τον τρό­πο των αρ­χαί­ων τε­χνο­παι­γνί­ων / carmina figurata ή των σύγ­χρο­νων visual poems)20 μπο­ρεί να εξί­σου ένας άν­θρω­πος ή μια λέ­ξη ή τα στοι­χεία που τους συ­να­πο­τε­λούν. Το διτ­τό μο­τί­βο της τε­λε­τουρ­γι­κής σφα­γής και της βρώ­σης του πο­θει­νού αυ­τού αντι­κει­μέ­νου, που επα­νέρ­χε­ται συ­νε­χώς στη συλ­λο­γή, πε­ρι­γρά­φει τό­σο τη σω­μα­τι­κή ικα­νο­ποί­η­ση όσο και τη δια­δι­κα­σία πλά­σης του ποι­ή­μα­τος. Μι­λώ­ντας για τον έρω­τα ή/και τον θά­να­το η ΣτΑ μι­λά ταυ­τό­χρο­να πε­ρί ποι­η­τι­κής· ερω­τι­κή ένω­ση, κυο­φο­ρία, το­κε­τός και ποι­η­τι­κή γέ­νε­ση εί­ναι ένα. Η Cixous ανά­γει τη «γυ­ναι­κεία γρα­φή» στη συμ­βο­λι­κή Μη­τέ­ρα. Στη Λίλ­λη, πα­ρο­μοί­ως, το ποί­η­μα εί­ναι ένα «όμορ­φο, μι­κρό κου­βά­ρι», που «κυ­εί­ται» και «τί­κτε­ται» στο σπή­λαιο της μή­τρας.21 Τα υγρά του κόλ­που και τα υγρά σύμ­φω­να, τα μέ­λη του σώ­μα­τος και τα μέ­λη του ποι­ή­μα­τος, ενο­ποιού­νται χά­ρη στον τρό­πο με τον οποίο ορ­γα­νώ­νο­νται οι λέ­ξεις στο χαρ­τί: «το σώ­μα ρου­φά­ει το ποί­η­μα» ως θεία ευ­χα­ρι­στία, προ­κει­μέ­νου τε­λι­κά το ποί­η­μα να ζω­ο­γο­νή­σει με τη σει­ρά του το σώ­μα (το μέ­χρι τό­τε άψυ­χο «κου­φά­ρι»).22 Όπως η ερω­τι­κή πρά­ξη απο­ποιεί­ται κά­θε εκρο­μα­ντι­σμό, έτσι και η ανα­το­μία της ποί­η­σης φτά­νει μέ­χρι το επί­πε­δο του προ­γλωσ­σι­κού ση­μαί­νο­ντος, μέ­σα από μια σει­ρά παι­γνί­ων με τη γλώσ­σα στο φω­νο­λο­γι­κό και το μορ­φο­λο­γι­κό επί­πε­δο, συ­γκε­κρι­μέ­να την πα­ρή­χη­ση,23 τον ανα­γραμ­μα­τι­σμό,24 τη νοη­μα­τι­κή σύ­να­ψη των ποι­η­μά­των μέ­σα από λε­πτές φω­νη­μα­τι­κές δια­κρί­σεις στους τί­τλους (π.χ. «Κου­φά­ρι»-«Κου­βά­ρι»), αλ­λά και με γρα­φη­μα­τι­κές συμ­βά­σεις, όπως ο συλ­λα­βι­σμός, η στί­ξη ή, στη στι­χουρ­γία, ο δια­σκε­λι­σμός, κ.ά. Ανά­λο­γες τε­χνι­κές απα­ντούν και στην ποί­η­ση της Βο­σκα­ρί­δου και της Νι­κο­λά­ου.

Η σύ­ζευ­ξη ανά­με­σα στην ερω­τι­κή και την ποι­η­το­λο­γι­κή θε­μα­τι­κή, κα­θώς και η σω­μα­το­ποί­η­ση του γλωσ­σι­κού και του ποι­η­τι­κού ση­μεί­ου, σε βαθ­μό που τα πιο ελά­χι­στα στίγ­μα­τα του ήχου ή της γρα­φής να κα­θί­στα­νται ομό­λο­γα με τα υγρά που εκ­κρί­νο­νται κα­τά την ερω­τι­κή πρά­ξη, τη σω­μα­τι­κή λει­τουρ­γία της βρώ­σης ή τον το­κε­τό, απο­τυ­πώ­νο­νται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­τά την έκ­φρα­ση του Βάιου Λια­πή, στην «αι­σθη­τι­κή του τε­μα­χι­σμού», που δια­τρέ­χει τη ΣτΑ :

Το τε­μα­χι­σμέ­νο σώ­μα ανή­κει άλ­λο­τε στην πρω­το­πρό­σω­πη αφη­γή­τρια («Μπρι­ζό­λα»: «Αν σερ­βί­ρω την ψυ­χή μου / σε πιά­το / . . . / πώς θα με φας; / Σε­νιάν, / με το αί­μα να απλώ­νε­ται | ζε­στό στον ου­ρα­νί­σκο;») και άλ­λο­τε σε έναν ερα­στή που εμ­φα­νί­ζε­ται ταυ­το­χρό­νως φα­σμα­τι­κός και έν­σαρ­κος, με τα μέ­λη του να με­του­σιώ­νο­νται σε βρώ­σι­μη ύλη ή σε τρό­παιο μά­χης, και με τη στι­χουρ­γία του ποι­ή­μα­τος να τε­μα­χί­ζε­ται, συ­να­κο­λού­θως, και αυ­τή. […]

Ο τε­μα­χι­σμός, συ­μπλη­ρώ­νει ο Λια­πής, κα­τα­λή­γει στην «ευ­χα­ρι­στια­κή βρώ­ση του σώ­μα­τος που σφύ­ζει και πό­ση του αί­μα­τος που κο­χλά­ζει—για μια βλά­σφη­μη, δη­λα­δή, πα­ρα­χά­ρα­ξη της θεί­ας με­τά­λη­ψης»:

Στο «Κου­φά­ρι» (ΣτΑ, σ. 26), το ευ­χα­ρι­στια­κό γε­γο­νός υφί­στα­ται ακό­μη δει­νό­τε­ρη βε­βή­λω­ση, κα­θώς με­τα­φυ­τεύ­ε­ται σε συμ­φρα­ζό­με­να γε­νε­τή­σια: η ερω­τι­κή ομι­λία με την ποι­η­τι­κή λέ­ξη εκ­βάλ­λει σε μια πα­ρά­δο­ξη, μο­νή­ρη συ­νου­σία, δη­λα­δή σε μια αι­μα­τη­ρή, και πά­λι, μο­νό­ζυ­γη συ­ζυ­γία, όπου ο σαρ­κο­βό­ρος λό­γος φο­ρά­ει το έν­δυ­μα ενός προ­κλη­τι­κού ερω­τι­σμού («υγρά» και «χει­λι­κά» σύμ­φω­να) και διεισ­δύ­ει στο ποι­η­τι­κό σώ­μα όχι μό­νο για να γο­νι­μο­ποι­ή­σει αλ­λά και για να το δια­σπα­ρά­ξει.25

Τι εί­ναι, όμως, εν τέ­λει η Σφα­γή του Αιώ­να στο μα­κρο­ε­πί­πε­δό της; Η ΣτΑ εί­ναι πολ­λά πράγ­μα­τα ταυ­το­χρό­νως. Ανά­με­σα στα πολ­λά εί­ναι και μια προ­σπά­θεια, όπως θα το ήθε­λε η Cixous, να «κα­ούν» (ή να σφα­γούν) εμπρά­κτως οι «λα­μπροί, υπερ­κό­σμιοι κα­νό­νες» της πα­τριαρ­χι­κής ποι­η­τι­κής πα­ρά­δο­σης, οι διά­φο­ρες «ελε­γεί­ες, μο­νό­γραμ­μα και κί­χλη» («Σο­νέ­το 1», σ. 37). Πρω­τί­στως, όμως, η «σφα­γή του αιώ­να» αφο­ρά στο κο­σμο­σω­τή­ριο όρα­μα της εξά­λει­ψης του πό­νου—της ποί­η­σης ως φαρ­μά­κου νη­πεν­θούς. Εί­ναι ο χρό­νος, την κε­ντρι­κή ση­μα­σία του οποί­ου στη ΣτΑ έχει επι­ση­μά­νει η κρι­τι­κή,26 πράγ­μα­τι αυ­τός ο δω­ρο­δό­της; Όπως απο­κα­λύ­πτει το ποί­η­μα «Τα δώ­ρα του χρό­νου ΙΙ» (σ. 36), που αφιε­ρώ­νε­ται στη μνή­μη του Ε. Χ. Γο­να­τά και αφορ­μά­ται από το πε­ζο­ποί­η­μα του τε­λευ­ταί­ου «Ου­λή», «κα­νέ­νας πό­νος δεν / σφά­ζε­ται, επου­λώ­νε­ται μό­νο / το τραύ­μα / να το φι­λάς / να φυ­λάς τις λέ­ξεις, να τις θυ­μά­σαι / με τη γρα­φί­δα τον λό­γο να γρά­φεις / και να μπο­ρείς να κοι­μά­σαι». Όπως έχω υπαι­νι­χθεί, ο Κα­ρυω­τά­κης στοι­χειώ­νει τη ΣτΑ, με εμ­φα­νέ­στε­ρη την πα­ρου­σία του στο ποί­η­μα «Εμ­βα­τή­ριο». Δεν εί­ναι όμως η πει­σι­θα­να­σία που κυ­ριαρ­χεί τό­σο όσο η απο­δο­χή του θα­νά­του ως εγ­γε­νούς συν­θή­κης της ζω­ής, της ίδιας της χρο­νι­κό­τη­τας του αν­θρώ­που («Αυ­τός που φέρ­νου­με μα­ζί μας», σ. 14), κα­θώς και ως κα­το­πτρι­κής έκ­φαν­σης του έρω­τα («Επέμ­βα­ση», σ. 15· «Θέ­ρως», σ. 24). Αυ­τή η απο­δο­χή συ­νι­στά αφ᾽ εαυ­τής υπέρ­βα­ση, «σφα­γή», του χρό­νου. Πά­νω από όλα, πα­ρά το σκο­τει­νό κλί­μα ποι­η­μά­των όπως το «Μνή­μα» (σ. 23), εί­ναι δια­φα­νής η βα­σι­κή νι­κη­τή­ρια και δο­ξα­στι­κή χει­ρο­νο­μία της συλ­λο­γής, που προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται και στην προ­με­τω­πί­δα του βι­βλί­ου («μέ­σα της όλοι με­γα­λώ­νου­με», ερα­νι­σμέ­νη από τον Εμπει­ρί­κο): το βι­βλίο ξε­κι­νά με το ποί­η­μα «Σο­νέτ-» (σ. 9), όπου διε­κτρα­γω­δεί­ται ο κερ­μα­τι­σμός και η αστο­χία της ποί­η­σης, και τε­λειώ­νει με ένα άλ­λο, όπου η ποι­η­τι­κή πρά­ξη όχι απλώς συ­ντε­λεί­ται αλ­λά λαμ­βά­νει και την τε­λειό­τε­ρη ίσως φόρ­μα που έλα­βε πο­τέ ιστο­ρι­κά—εκεί­νην μά­λι­στα από την οποία ο κυ­πρια­κός του­λά­χι­στον λυ­ρι­σμός αφορ­μά­ται—, το σο­νέ­το. Ως εξαγ­γελ­τι­κό μιας απαρ­χής, το κα­τα­λη­κτι­κό ποί­η­μα της ΣτΑ τι­τλο­φο­ρεί­ται—και πά­λι ει­ρω­νι­κά—«Σο­νέ­το 1».



Η ποί­η­ση της Αντω­νί­νης Σμυ­ρίλ­λη χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από την πύ­κνω­ση και την ευ­θυ­βο­λία της λέ­ξης, τον αυ­το­έ­λεγ­χο της σύν­θε­σης. Η πρώ­τη της συλ­λο­γή (Βλέ­πω ακό­μα παι­δι­κά, 2017· στο εξής ΒΑΠ) πε­ριεί­χε μό­λις 20 ολι­γό­στι­χα ποι­ή­μα­τα και η δεύ­τε­ρη (Κά­τω απ᾽ το πά­πλω­μα, 2019· στο εξής ΚΑτΠ) μό­λις 29, με­ρι­κά από τα οποία εκτε­νέ­στε­ρα και συν­θε­τι­κό­τε­ρα. Στον λό­γο της Σμυ­ρίλ­λη εί­ναι ευ­διά­κρι­το το κλί­μα αυ­το­χεί­ρων ποι­η­τών και πε­ζο­γρά­φων, κυ­ρί­ως γυ­ναι­κών, όπως η Πλαθ, η Σέξ­τον, η Γουλφ (οι απη­χή­σεις των οποί­ων υπο­βάλ­λο­νται και μέ­σα από τη συ­χνή χρή­ση αγ­γλι­κών τί­τλων και άλ­λων όρων) και η Πο­λυ­δού­ρη (αλ­λά και ο Κα­ρυω­τά­κης).27 Σα­φής εί­ναι και η με­τα­γλωσ­σι­κή διεκ­δί­κη­ση, στο μεν ΒΑΠ της «παι­δι­κό­τη­τας», στο δε ΚΑτΠ της πρώ­της ενη­λι­κιό­τη­τας, με τη χρή­ση των κω­δί­κων των κοι­νω­νι­κών δι­κτύ­ων.

Οι δύο συλ­λο­γές εί­ναι συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία, κα­θώς χαρ­το­γρα­φούν μια αγω­νιώ­δη πο­ρεία από την παι­δι­κό­τη­τα ως κα­τά­στα­ση «επι­κίν­δυ­νης» ρευ­στό­τη­τας (ΒΑΠ) στην ενη­λι­κί­ω­ση ως ενα­γώ­νια αντί­στα­ση στο πα­τριαρ­χι­κό χω­νευ­τή­ρι (ΚΑτΠ). Η οξύ­νους διά­γνω­ση του Πα­να­γιώ­τη Νι­κο­λα­ΐ­δη, ο οποί­ος διεί­δε ήδη εντός του ΒΑΠ μια πο­ρεία «από το ροζ [που εί­ναι και το χρώ­μα του εξω­φύλ­λου] στο μαύ­ρο»28 δι­καιώ­νε­ται πλή­ρως στο ΚατΠ—μό­νο που η κα­τα­βύ­θι­ση «κά­τω από το πά­πλω­μα» δεν εί­ναι ολο­κλη­ρω­τι­κή· πα­ρα­μέ­νει μια χα­ρα­μά­δα έστω για ανα­πνοή.

Και στις δύο συλ­λο­γές της Σμυ­ρίλ­λη το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, φύ­σει έκ­κε­ντρο, «πα­ρά­ξε­νο» και «εγω­ι­στι­κά πα­ρά­λο­γο»,29 πα­ρου­σιά­ζει τά­σεις φυ­γής και από­κλι­σης—συ­νι­στά για τον εαυ­τό της «κα­κή συ­στα­τι­κή».30 Ως εκ τού­του τί­θε­ται υπό την αυ­στη­ρή επι­τή­ρη­ση ηγε­μο­νι­κών μορ­φών, πα­ρα­κο­λου­θεί­ται αδιά­λει­πτα από ποι­κί­λους «σω­τή­ρες», που ως «crafty, obsequious relayers of imperatives» κα­τά την Cixous31επι­χει­ρούν να της επι­βά­λουν την «κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση». Στο ΒΑΠ, η προ­σω­πο­ποί­η­ση των σω­τή­ρων εί­ναι ο Για­τρός, ένας συ­ντα­γο­γρά­φος κομ­φορ­μι­σμού και αντι­κα­τα­θλι­πτι­κών ως συμ­βό­λων μιας ψευ­δε­πί­γρα­φης «χα­ράς».32 Η πα­τριαρ­χι­κή κοι­νω­νία εδώ εί­ναι ένα φου­κω­ι­κό Πα­νο­πτι­κόν,33 «ένας κό­σμος ψυ­χιά­τρων που θέ­λουν να λειά­νουν την ανη­συ­χία κι όμως αυ­τή κα­τα­φέρ­νει να σώ­ζε­ται».34 Η «ψυ­χι­κή νό­σος» εί­ναι η τα­μπέ­λα που κολ­λά ο Για­τρός σε κά­θε φυ­γό­κε­ντρη χει­ρο­νο­μία του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου· αλ­λά τη νό­σο αυ­τή η ποι­ή­τρια την αγκα­λιά­ζει ως ύστα­τη αντί­στα­ση σε ό,τι θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί φαλ­λο­γο­κρα­τία της «υγεί­ας».35 Η ποι­ή­τρια πα­ρα­μέ­νει «Ένα σώ­μα / Που δεν μπο­ρεί να εν­σω­μα­τω­θεί / Ένα σώ­μα / Που εκλι­πα­ρεί / Για μια λαν­θα­σμέ­νη τρι­βή | Μή­πως ανα­φλε­γεί» (η έμ­φα­ση δι­κή μου).36 Ο αυ­το­ε­γκλει­σμός, ψυ­χι­κός και σω­μα­τι­κός, ό,τι οι έξω εκλαμ­βά­νουν ως πα­θο­λο­γία, εί­ναι αυ­το­ο­χύ­ρω­ση. Τη φθο­ρά, αν υπάρ­χει, την εγκολ­πώ­νε­ται και «αντι­στέ­κε­ται να μπα­λω­θεί».37

Στο ΚΑτΠ, το μαρ­τύ­ριο του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου προ­κύ­πτει από την οι­κο­γέ­νεια, που λει­τουρ­γεί σαν προ­κρού­στεια κλί­νη, και ει­δι­κά από τη Μη­τέ­ρα-Mommy (ο υπαι­νιγ­μός στον Daddy της Πλαθ εί­ναι προ­φα­νής). Η εξω­τε­ρι­κή, ορα­τή ειρ­κτή του ΒΑΠ κα­θί­στα­ται πλέ­ον εσω­τε­ρι­κευ­μέ­νη και δη μη­τρο­γραμ­μι­κή «θη­λυ­κή απο­στο­λή», φυ­λά­κι­ση στην πα­τριαρ­χία, που διαιω­νί­ζε­ται μέ­σα από την επι­βο­λή «ρό­λων», στους οποί­ους το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, όσο κι αν «προ­σπα­θεί», αδυ­να­τεί να προ­σαρ­μο­στεί επι­σύ­ρο­ντας την απόρ­ρι­ψη («Δεν με συγ­χω­ρεί / Που βγή­κα έτσι»).38 Το γρα­φείο του για­τρού ως ανα­μορ­φω­τή­ριο αντι­κα­θί­στα­ται στο ΚΑτΠ από το μο­να­χι­κό δω­μά­τιο του υπο­κει­μέ­νου, που δεί­χνει να κα­τοι­κεί ακό­μη στο πα­τρι­κό της σε μια κα­τά­στα­ση λί­μπο και με τη «ρε­τσι­νιά της γε­ρο­ντο­κό­ρης».39 Η «εκ­κε­ντρι­κό­τη­τα» βιώ­νε­ται στο ΚΑτΠ ως ενο­χή και αυ­το­α­πέ­χθεια,40 κα­θώς η «θη­λυ­κή απο­στο­λή» εκ­δη­λώ­νε­ται και ως υπο­χρέ­ω­ση αντα­πό­κρι­σης σε έναν ετε­ρο­κα­θο­ρι­σμέ­νο, άπια­στο σω­μα­τό­τυ­πο. Συ­ντα­γές ομορ­φιάς, δί­αι­τας, συ­μπε­ρι­φο­ράς, σε­ξουα­λι­κό­τη­τας, εσω­τε­ρι­κευ­μέ­νες, άρα πιο επι­κίν­δυ­νες: δεν υπάρ­χει πια ορα­τό Πα­νο­πτι­κόν· το Πα­νο­πτι­κόν εί­ναι μέ­σα της,41 αν και η υιο­θέ­τη­ση των εξω­τε­ρι­κών κω­δί­κων δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι επι­φα­νεια­κή, «κα­μου­φλάζ» ανά­λο­γο με τα μα­σκα­ρέ­μα­τα στα παι­δι­κά παι­γνί­δια ή το επι­βε­βλη­μέ­νο βά­ψι­μο πριν τις εξό­δους.42 Πε­ρί­ο­πτη θέ­ση στο ΚΑτΠ κα­τέ­χει μια συ­στά­δα πέ­ντε ποι­η­μά­των, στα οποία περ­νά μια θλι­βε­ρή πα­ρέ­λα­ση «αταί­ρια­στων» ή «ανώ­μα­λων»: η «τά­πα», η «χο­ντρέ­λα», ο «κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος», η κο­πέ­λα που αι­σχύ­νε­ται για τις σε­ξουα­λι­κές της ορ­μές και κρύ­βο­ντάς τις ως κα­λή «ερω­μέ­νη του χρι­στια­νι­σμού»43 θέ­λει μό­νο να κλά­ψει.44 Η απρο­κά­λυ­πτη (in-your-face) και αθυ­ρό­στο­μη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα του ΚΑτΠ με τις προ­φα­νείς queer απο­χρώ­σεις —μια σε­ξουα­λι­κό­τη­τα πλη­θυ­ντι­κή, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη, επι­τη­δευ­μέ­να προ­κλη­τι­κή, αφού επε­κτεί­νε­ται από τον (ει­ρω­νι­κό ή μη) ομο­ε­ρω­τι­σμό45 μέ­χρι σχε­δόν τη συμ­βο­λι­κή κτη­νο­βα­σία46 — εί­ναι επί­σης πρά­ξη από­σχι­σης, όπως εί­ναι, π.χ., και η αγα­πη­τι­κή απο­δο­χή του συ­ντρό­φου που απο­κα­λύ­πτει ότι εί­ναι γκέι και ορο­θε­τι­κός47 και γε­νι­κά κά­θε ψυ­χής που κυ­ριο­λε­κτι­κά ή με­τα­φο­ρι­κά δο­λο­φο­νεί­ται από την πα­τριαρ­χία.48

Το ΒΑΠ αφιε­ρώ­νε­ται «σε μια ντου­ζί­να γά­τες»: η γά­τα στη Σμυ­ρίλ­λη εί­ναι σύμ­βο­λο ομο­τα­γές με άλ­λα εμ­βλή­μα­τα της παι­δι­κό­τη­τας, που δεν δη­λώ­νουν (όπως π.χ. στον Καβ­βα­δία) μο­να­ξιά, αλ­λά φυ­γή, άρ­νη­ση της κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης,49 από­δρα­ση ακό­μη και από το αν­θρώ­πι­νο, αν αυ­τό επι­βάλ­λε­ται να ορι­στεί με όρους εκτός του υπο­κει­μέ­νου.50 Η παι­δι­κό­τη­τα, το εμ­φα­τι­κό «ακό­μα» στον τί­τλο της πρώ­της συλ­λο­γής, συ­νι­στά πα­ρά­θυ­ρο ελ­πί­δας: η παι­δι­κό­τη­τα συ­νι­στά απει­λή για την πα­τριαρ­χία,51 κα­ταγ­γέλ­λε­ται η ίδια από το γή­ρας ως ασθέ­νεια, αλ­λά εν τέ­λει εί­ναι κα­τά­στα­ση λυ­τρω­τι­κή: «Το ροζ / Μέ­σα στο γή­ρας | Με σώ­ζει», δια­κη­ρύσ­σε­ται στο «Μαλ­λί της γριάς», που σφρα­γί­ζει το ΒΑΠ (σ. 28). Την τε­χνι­κή του κα­τα­λη­κτι­κού ποι­ή­μα­τος-δια­κή­ρυ­ξης θα την υιο­θε­τή­σει η Σμυ­ρίλ­λη και στο ΚΑτΠ («Ερα­σι­τέ­χνης», σ. 39).

Ακό­μη και ως παι­δί, το ποι­η­τι­κό εγώ του ΒΑΠ εί­ναι «αντι­κα­νο­νι­κό»,52 κα­θώς αν απο­δε­χό­ταν την κα­νο­νι­κό­τη­τα έστω στην παι­δι­κό­τη­τα, θα κα­τά­πι­νε τη συ­ντα­γή του για­τρού με άλ­λο τρό­πο. Στο ΚΑτΠ πλέ­ον, αντί­θε­τα, οι «αυ­το­κτο­νι­κοί ιδε­α­σμοί» (σ. 27) εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νοι με την τρα­γω­δία της ενη­λι­κί­ω­σης που έχει πια συ­ντε­λε­στεί του­λά­χι­στον πο­σο­τι­κά53 και με την αί­σθη­ση του πνιγ­μού που προ­κα­λεί η δο­λο­φο­νι­κή και δη γυ­ναι­κο­κτο­νι­κή πα­τριαρ­χία. Η κί­νη­ση του ποι­η­τι­κού Εγώ να σκε­πα­στεί «κά­τω απ᾽ το πά­πλω­μα»54 ανα­κα­λεί ίσως την αυ­το­βύ­θι­ση της Γουλφ στον πο­τα­μό—μό­νο που στο ση­μείο αυ­τό ο ανα­γνώ­στης οφεί­λει να επι­στρέ­ψει στην προ­με­τω­πί­δα της συλ­λο­γής: η ποι­η­τι­κή φω­νή βρί­σκε­ται «κά­τω απ᾽ το πά­πλω­μα», αλ­λά «αφή­νει ένα χι­λιο­στό ξε­σκέ­πα­στο / στο ύψος της κε­φα­λής / Όσο ν᾽ ανα­πνέ­ει».

Η άρ­νη­ση να βυ­θι­στεί πλή­ρως στην πα­τριαρ­χι­κή χο­ά­νη δη­λώ­νε­ται, όπως ει­πώ­θη­κε πιο πά­νω, και με­τα­γλωσ­σι­κά με την άρ­νη­ση της γλωσ­σι­κής «κα­θα­ρό­τη­τας» και με την απο­κή­ρυ­ξη κά­θε κα­νό­να ως ασύμ­βα­του με την κα­τε­ξο­χήν ελευ­θέ­ρια ιδιό­τη­τα, την ιδιό­τη­τα της ποι­ή­τριας: «Ερα­σι­τέ­χνης» (ΚΑτΠ, σ. 39): «Αν η ποί­η­ση έχει κα­νό­νες / Δεν εί­μαι ποι­ή­τρια»). Η κα­τη­γο­ρία του εγω­ι­σμού, που στο ΒΑΠ ο Για­τρός εκτο­ξεύ­ει ενα­ντί­ον του ποι­η­τι­κού εγώ,55 αντι­στρέ­φε­ται στρα­τη­γι­κά στο ποί­η­μα «Εγω­ι­σμός» του ΚΑτΠ (σ. 18), το μό­νο ποί­η­μα της Σμυ­ρίλ­λη που αγ­γί­ζει τη θε­μα­τι­κή του 1974: ο εθνι­κός θρή­νος εί­ναι ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του επι­βαλ­λό­με­νου κοι­νω­νι­κού ρό­λου. Η ποι­ή­τρια εί­ναι πιο συ­μπο­νε­τι­κή προς τον Πα­τέ­ρα, που την κα­τη­γο­ρεί εδώ, σε σύ­γκρι­ση με τη στά­ση της προς τη Mommy· και πά­λι όμως αδυ­να­τεί να συ­γκα­τα­νεύ­σει: ο πό­νος βιώ­νε­ται μό­νο αυ­το­προ­σώ­πως, δεν κλη­ρο­νο­μεί­ται.

***

Το μο­τί­βο της παι­δι­κής ηλι­κί­ας—ως κό­σμου, αυ­τή τη φο­ρά, που τον κα­τα­πί­νει το αδη­φά­γο στό­μα του χρό­νου (και της ενη­λι­κί­ω­σης)—εί­ναι ση­μα­ντι­κό και στον Ψα­λι­δι­στή της Ρω­ξά­νης Νι­κο­λά­ου, όπου συ­γκε­ντρώ­νο­νται ποι­ή­μα­τα της δε­κα­ε­τί­ας 2008-2018.

«Πε­ριο­ρι­στής ή ψα­λι­δι­στής», μας πλη­ρο­φο­ρεί το οπι­σθό­φυλ­λο της συλ­λο­γής, «εί­ναι ένα κύ­κλω­μα που απο­μα­κρύ­νει εί­τε τα θε­τι­κά εί­τε τα αρ­νη­τι­κά τμή­μα­τα μιας κυ­μα­το­μορ­φής. Αυ­τού του εί­δους η επε­ξερ­γα­σία χρη­σι­μεύ­ει στη δια­μόρ­φω­ση σή­μα­τος». «Ψα­λι­δι­στής», δη­λα­δή, εί­ναι εκεί­νος/εκεί­νη/εκεί­νο, που με­τα­τρέ­πει τον «θό­ρυ­βο» σε αι­σθη­τό και αντι­λη­πτό σή­μα, που κα­θι­στά εφι­κτή την επι­κοι­νω­νία. Στον Ψα­λι­δι­στή επα­νέρ­χε­ται συ­νε­χώς το μο­τί­βο-σύμ­βο­λο της Σκιάς, πα­ράλ­λη­λα με εκεί­νο της απο­σω­μα­το­ποι­η­μέ­νης Φω­νής, που ψά­χνει να βρει «αί­μα να πιει»,56 για να μπο­ρέ­σει να ακου­στεί. Η συλ­λο­γή, δη­λα­δή, εί­ναι μια σύγ­χρο­νη Νέ­κυια, μό­νο που ο Άδης δεν εί­ναι εκτο­πι­σμέ­νος σε ένα φα­ντα­σια­κό Αλ­λού· βρί­σκε­ται «στα με­τό­πι­σθεν της όρα­σης»,57«στο ψύ­χος της μνή­μης».58 Από τα ποι­ή­μα­τα ξε­προ­βάλ­λουν συ­νε­χώς εἴδω­λα κα­μό­ντων, πε­ρι­γράμ­μα­τα ανα­μνή­σε­ων, ονεί­ρων, αι­σθή­σε­ων, που «τον ύπνο τους τον ήπιε»59 ο θά­να­τος και ο χρό­νος (το «στό­μα στιγ­μής»60). Κυ­ρί­ως όμως πα­ρε­λαύ­νουν μορ­φές αν­θρώ­πων και πραγ­μά­των, που υπήρ­ξαν ή σχε­δόν υπήρ­ξαν («ως να ᾽χαν υπάρ­ξει», σ. 72) και άφη­σαν το (φα­ντα­σια­κό;) απο­τύ­πω­μά τους στην πό­λη και στη μνή­μη: αγα­πη­μέ­νοι νε­κροί, το πα­λιό σπί­τι,61 ο ερει­πω­μέ­νος κή­πος,62 μια παι­δι­κή φί­λη,63 ο λα­τρε­μέ­νος άν­δρας που εί­ναι σαν να απο­μα­κρύ­νε­ται,64 ο ητ­τη­μέ­νος άν­θρω­πος στη σκό­νη της πό­λης,65 ένας από τους οποί­ους εί­ναι και ο ίδιος ο (κυ­ριο­λε­κτι­κός) «ψα­λι­δι­στής» στο φε­ρέ­τι­τλο ποί­η­μα,66 ο αγα­πη­μέ­νος κομ­μω­τής της ποι­ή­τριας: «ένας τζέ­ντλε­μαν βγαλ­μέ­νος θαρ­ρείς από κά­ποια πα­λιά ιτα­λι­κή ή γαλ­λι­κή ται­νία», που τώ­ρα κα­τέ­λη­ξε «ακέ­ρα­στος και βυ­θι­σμέ­νος στο πα­ντέ­ρη­μό του από­γευ­μα· μέ­χρι το θά­να­τό του».67

Ολό­κλη­ρη η συλ­λο­γή εί­ναι μια από­πει­ρα επι­κοι­νω­νί­ας—απο­κα­τά­στα­σης σή­μα­τος—με τέ­τοια εἴδω­λα κα­μό­ντων. Τα εἴδω­λα πα­λεύ­ουν να υπάρ­ξουν ξα­νά ή έστω να ακου­στούν, αλ­λά η φω­νή τους εί­ναι από­μα­κρη και ακα­τά­λη­πτη, «ανερ­μή­νευ­τοι φθόγ­γοι» («Στα με­τό­πι­σθεν της όρα­σης», σ. 19). Το σή­μα τους αλ­λοιώ­νε­ται από τα πα­ρά­σι­τα της φθο­ράς. Ποιος θα εί­ναι ο «ψα­λι­δι­στής», το κύ­κλω­μα που θα κα­θα­ρί­σει το σή­μα, ώστε να κα­τα­στεί εφι­κτή η επι­κοι­νω­νία; Η ποι­ή­τρια;68 Η ποί­η­ση; Ο ανα­γνώ­στης;69 Ποιος ή τι θα εί­ναι αυ­τό που πε­τύ­χει ό,τι η Νι­κο­λά­ου απο­κα­λεί «ανά­σπα­ση των λη­σμο­νη­μέ­νων», σε ένα ποί­η­μα που τι­τλο­φο­ρού­με­νο «Πα­πα­ρού­νες» (σ. 26) πα­ρα­πέ­μπει, μέ­σα από το λου­λού­δι που άν­θι­σε με­τά τον θά­να­το του Άδω­νι, στην ανα­κύ­κλη­ση της ζω­ής και την (ανα)σύν­θε­ση του θρυμ­μα­τι­σμέ­νου προ­σώ­που; Το ποί­η­μα «Λα­θραία σκιά» (σ. 27) απο­τυ­πώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρα αυ­τή την αγω­νιώ­δη προ­σπά­θεια επι­κοι­νω­νί­ας, κα­θώς και τον (έμ­φυ­λο) διά­λο­γο της συλ­λο­γής με την οδυσ­σεια­κή Νέ­κυια. Η γυ­ναι­κεία φω­νή που δια­τρέ­χει τον Ψα­λι­δι­στή εί­ναι «κλεμ­μέ­νη» από τις «πα­λαιές γυ­ναί­κες»: τη για­γιά, που τα μα­το­γυά­λια της «εξέ­πε­μπαν κο­φτε­ρό φως / όταν το σύ­μπαν ερή­μω­νε»,70 διά­φο­ρες μορ­φές της πα­λαιάς πό­λης, όπως η «κυ­ρία Αντριά­να» (σ. 45) και η «Οξά­να» (σ. 63), και πά­νω από όλα όμως τη Μη­τέ­ρα—γυ­ναί­κες, που σαν «λα­μπη­δό­νες λι­γο­στεύ­ουν το σκο­τά­δι». «Πε­θα­μέ­νοι πε­ρι­πα­τούν / αί­μα φω­νής / γυ­ρεύ­ουν»: η ποι­ή­τρια πα­ρει­σφρέ­ει στον κό­σμο τους· εί­ναι «λα­θραία σκιά», που «δια­σπά» τον ενα­γκα­λι­σμό τους με τα «νε­ρά» (της Στύ­γας), τις επα­να­συν­δέ­ει με τους ζω­ντα­νούς («το χέ­ρι μου απλω­μέ­νο»)—για λί­γο πά­ντα, κα­θώς η «λα­θραία σκιά» μοι­ραία κά­πο­τε πρέ­πει να απο­χω­ρή­σει.

Η άρ­ρω­στη μη­τέ­ρα, που τρο­πο­ντι­νά με­σο­λα­βεί ανά­με­σα στον κό­σμο των ζω­ντα­νών και των νε­κρών, αλ­λά και ανά­με­σα στο τώ­ρα και στο πριν του ποι­η­τι­κού εγώ, απο­τε­λεί το leitmotiv της συλ­λο­γής. Άλ­λω­στε, ανά­με­σα στα εἴδω­λα κα­μό­ντων η ποι­ή­τρια βλέ­πει κα­τε­ξο­χήν και τον εαυ­τό της παι­δί, μια «παι­δού­λα σκιά, μι­κρο­κα­μω­μέ­νη και ωχρή», που της ζη­τά να «ξε­σκα­λώ­σει τα ρε­τά­λια του χρό­νου».71 Μέ­ρος του κό­σμου που εκ­πέ­μπει το ασθε­νές σή­μα του ανα­μέ­νο­ντας έναν κά­ποιον «ψα­λι­δι­στή» εί­ναι η ίδια η παι­δι­κό­τη­τά της, «το παι­δί που σκο­τώ­νει ο ενή­λι­κας μέ­σα μου»,72 η αυ­θε­ντι­κό­τη­τα, που θρυμ­μα­τί­ζε­ται από την ξαφ­νι­κή επέ­λευ­ση της απώ­λειας και επα­να­συ­γκολ­λά­ται, αλ­λά με φθαρ­μέ­να πλέ­ον υλι­κά. Η μορ­φή της ετοι­μο­θά­να­της μη­τέ­ρας εί­ναι εμ­φα­νέ­στε­ρη σε ποι­ή­μα­τα όπως τα «Λυγ­μός φα­γώ­νει τα οστά» (σ. 20), «Ο συ­ριγ­μός των ονεί­ρων» (σ. 46, όπου η φω­νή της ζω­ντα­νής ακό­μη μά­νας εί­ναι πια «ισχνό γε­ρο-γο­νιού θρόι­σμα» σαν των νε­κρών ει­δώ­λων), «Από­η­χος βλέμ­μα­τος» (σ. 66) και κυ­ρί­ως στο «Πο­λυ­ξέ­νη» (σ. 71), που απο­κα­λύ­πτει και το όνο­μά της. Η μη­τέ­ρα, όμως, υπάρ­χει πα­ντού, «πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νη», από το πα­λιό σπί­τι που μι­λά («Άυ­πνα σπί­τια», σ. 14) μέ­χρι τους ήχους της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, που τώ­ρα σφυ­ρη­λα­τούν την ποί­η­ση («Τακ τακ τακ», σ. 32). Η συλ­λο­γή η ίδια αφιε­ρώ­νε­ται στα παι­διά της ποι­ή­τριας, ενώ η Δα­νάη, η κό­ρη της, τε­λεί άμε­σα ή έμ­με­σα σε διαρ­κή συ­νο­μι­λία μα­ζί της, όπως η ίδια η Νι­κο­λά­ου με τη δι­κή της φεύ­γου­σα μά­να. Η Μη­τέ­ρα εί­ναι άρα­γε τε­λι­κά ο ψα­λι­δι­στής; Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι, όπως η ίδια η Πο­λυ­ξέ­νη την προει­δο­ποιεί («Από­η­χος βλέμ­μα­τος», σ. 66), πά­ντο­τε «θα συ­νε­χί­σει να υπάρ­χει» εντός της ποι­ή­τριας «a little of that good mother’s milk», κα­τά τη Cixous, που ες αεί θα συν-γρά­φει «με λευ­κή με­λά­νη» το πα­ρελ­θόν, το πα­ρόν και το μέλ­λον της.

Ο Ψα­λι­δι­στής απαρ­τί­ζε­ται από επτά ενό­τη­τες, κα­θε­μιά από τις οποί­ες ει­σά­γε­ται από ένα σύ­ντο­μο ποί­η­μα-προ­με­τω­πί­δα και πε­ρι­λαμ­βά­νει ανά­με­σα σε ποι­ή­μα­τα κα­τά βά­ση ολι­γό­στι­χα και ένα του­λά­χι­στον συν­θε­τι­κό­τε­ρο, προ­γραμ­μα­τι­κό. Στις ενό­τη­τες, που δια­γρά­φουν και την πο­ρεία της επι­κοι­νω­νί­ας με τα εἴδω­λα κα­μό­ντων, θα μπο­ρού­σαν να δο­θούν οι ακό­λου­θες εν­δει­κτι­κές επι­κε­φα­λί­δες:

(α) «Ο ερει­πιώ­νας» (σσ. 13-21), με το προ­γραμ­μα­τι­κό ποί­η­μα «Στα με­τό­πι­σθεν της ύπαρ­ξης» (σ. 19): Σε μια «λι­πό­σαρ­κη ανα­μέ­τρη­ση με τον χρό­νο» (σ. 19), ερεί­πια ζω­ών «πιά­νο­νται από τα πό­δια της ποι­ή­τριας» (σ. 13) και «δεν την αφή­νουν» μέ­χρι να υπάρ­ξουν ξα­νά—αν «υπήρ­ξαν» δη­λα­δή πο­τέ πραγ­μα­τι­κά και δεν απο­τε­λού­σαν ανέ­κα­θεν απο­κύ­η­μα φα­ντα­σί­ας ή αν έχει ση­μα­σία τε­λι­κά αυ­τή η διά­κρι­ση, αφού εν τέ­λει ο θά­να­τος με­τα­τρέ­πει τα πά­ντα σε εί­δω­λα «αχνών» ανα­μνή­σε­ων.

(β) «Η συ­γκόλ­λη­ση του θραυ­σμά­των» (σσ. 23-27, εδώ ανή­κει και η «Λα­θραία σκιά»), όπου η αγα­πη­τι­κή σχέ­ση με «αν­θρώ­πους κυ­ρί­ως νε­κρούς», όπως θα ει­πω­θεί πα­ρα­κά­τω («Φω­νή ομί­χλης, σ. 75), απο­κα­θι­στά ένα «αντί­γρα­φο» έστω του πα­λαιού αν­θρώ­που: από τη φθο­ρά στην κυο­φο­ρία και τη νέα σύν­θε­ση, έστω με φθαρ­τά (ή φθαρ­μέ­να) υλι­κά.

(γ) «Η κα­τερ­γα­σία της πέ­τρας» (σσ. 29-39), όπου πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και ο φε­ρέ­τι­τλος «Ψα­λι­δι­στής» (σ. 33): ποι­ή­μα­τα για αγα­πη­μέ­νους νε­κρούς ή θνή­σκο­ντες, που με­του­σιώ­νο­νται σε ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής, κα­θώς οι χα­μέ­νοι άν­θρω­ποι πα­ρα­μέ­νουν οδο­δεί­κτες ζω­ής και ποί­η­σης και απο­τε­λούν τη «Ζώ­σα γη» (σ. 39) πά­νω στην οποία η ποι­ή­τρια (ξα­να)χτί­ζει τη ζωή της. Σε ένα από τα δο­κι­μό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής, το (αντι)σαρ­τρι­κό «Το άγαλ­μά μου εί­ναι οι άλ­λοι», το έρε­βος του υπαρ­ξι­στι­κού βλέμ­μα­τος («l’enfer, c’est les autres») φω­τί­ζε­ται πα­ρα­δό­ξως, όταν στην αί­θου­σα ανα­μο­νής ενός ια­τρεί­ου οι «άλ­λοι» τεί­νουν στο φο­βι­σμέ­νο ποι­η­τι­κό εγώ (παι­δί εδώ) «σκου­ρια­σμέ­να καρ­φιά» και «μαύ­ρες φλό­γες»—όχι απει­λές, όπως φαί­νε­ται prima vista, αλ­λά παι­δι­κά παι­γνί­δια, που τα μοι­ρά­ζε­ται με την ποι­ή­τρια ένα (εξί­σου φο­βι­σμέ­νο;) κο­ρί­τσι πε­ρι­μέ­νο­ντας κι αυ­τό στην αί­θου­σα ανα­μο­νής (ο εαυ­τός της παι­δί ξα­νά;)· κι έτσι, πα­ρά τη φαι­νο­με­νι­κή τους επι­θε­τι­κό­τη­τα, με­τα­πλά­θο­νται σε φίλ­τρο πα­ρα­μυθ(ητ)ικό, αν και εύ­θραυ­στο: μια «ζυ­μα­ρέ­νια κού­κλα» και συ­ντρο­φιά στον ύπνο, όπου τα όνει­ρα γεν­νούν.

(δ) «Ποι­ή­μα­τα φυ­τρώ­νουν της μιας νύ­χτας» (σσ. 41­-49· ο τί­τλος της ενό­τη­τας από το ποί­η­μα προ­με­τω­πί­δα), μια προ­σω­πο­γρα­φία αγα­πη­μέ­νων νε­κρών, «ίσκιων φα­γω­μέ­νων από τη νύ­χτα» («Ο Αντι­θέ­της και ο Ρα­ψω­δός», σσ. 48-49).

(ε) «Η αγω­νία της επι­κοι­νω­νί­ας» (σσ. 51-57), όπου τα εἴδω­λα κα­μό­ντων—και ει­δι­κά το εἴδω­λο του δι­κού της παι­δι­κού εαυ­τού—την πο­νούν, αλ­λά η ίδια οφεί­λει «να μην αδι­κή­σει» το χώ­μα, τη στά­χτη «που ήταν» (σ. 53).

(στ) «Η προ­σω­ρι­νή απο­κα­τά­στα­ση του σή­μα­τος» (σσ. 59-67), όπου το «ακί­νη­το ύφα­σμα» του χρό­νου σα­λεύ­ει και η ποι­ή­τρια «περ­πα­τά για λί­γο μα­ζί» με τους νε­κρούς της και τη δι­κή της «παι­δού­λα σκιά».

Και τέ­λος (ζ) «Η θεία (επι)κοι­νω­νία», όπου οι νε­κροί αφή­νο­νται να κοι­νω­νή­σουν αί­μα και σώ­μα ζώ­ντων, για να υπάρ­ξουν εκ νέ­ου, έστω προ­σω­ρι­νά («Φά­γε­τε το σώ­μα μου / φά­γε­τε τον ύπνο μου / φά­γε­τε τη φω­νή μου. | Φά­γε­τε / πιεί­τε», σ. 69), για να κα­τα­λή­ξου­με όμως στο (ανα­πά­ντε­χο;) απο­τέ­λε­σμα η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να συ­ναι­ρεί­ται ορι­στι­κά με τη φα­ντα­σία. Το κα­τ᾽ ου­σί­αν τε­λευ­ταίο και θα έλε­γα κο­ρυ­φαίο ποί­η­μα της συλ­λο­γής (πριν από ένα οιο­νεί ποι­η­τι­κό επί­με­τρο στη σ. 81) τι­τλο­φο­ρεί­ται «Με χί­λιους τρό­πους πως δεν υπήρ­ξα­με» (σσ. 76-77) και κα­τα­λή­γει με τους στί­χους: «Ό,τι θυ­μά­στε από μέ­να, / λί­γο ή πο­λύ αλή­θεια ή ψέ­μα φυ­λάξ­τε το». Αυ­τή την πρά­ξη απο­θη­σαύ­ρι­σης εί­ναι εν τέ­λει που κα­τορ­θώ­νει ο Ψα­λι­δι­στής.

***

Η Στέλ­λα Βο­σκα­ρί­δου εί­ναι η πιο πρω­τεϊ­κή από τις ποι­ή­τριες που εξε­τά­ζο­νται σε αυ­τή τη με­λέ­τη. Από τα Ανα­γέ­λα­στα μέ­χρι και τους αδη­μο­σί­ευ­τους ακό­μη Μι­κρο­μη­χα­νι­σμούς, η ποι­ή­τρια επα­νε­φευ­ρί­σκε­ται διαρ­κώς, εφό­σον η καλ­λι­τε­χνι­κή της αφε­τη­ρία, η σπί­θα που πυ­ρο­δο­τεί τη γρα­φή της, όπως την πε­ρι­γρά­φει σε θε­ω­ρη­τι­κά της κεί­με­να, δεν εί­ναι κά­ποιο ποι­η­τι­κό-ιδε­ο­λο­γι­κό πρό­γραμ­μα, αλ­λά η διαι­σθη­τι­κή ιχνη­λά­τη­ση των λέ­ξε­ων στην ηχη­τι­κή-μου­σι­κή τους πρώ­τη ύλη:

Τα τε­λευ­ταία […] χρό­νια, σαν απο­τέ­λε­σμα της εντα­τι­κής μου επα­φής με τη μου­σι­κή η εμπει­ρία αυ­τή [της ποί­η­σης ως ψυ­χο­θε­ρα­πεί­ας] νο­θεύ­τη­κε από ένα άλ­λο τρό­πο θε­ώ­ρη­σης της γλώσ­σας και της γρα­φής. Κα­θώς στη μου­σι­κή η πρώ­τη ύλη εί­ναι ο ήχος, που εί­ναι αφη­ρη­μέ­νος, εκ των πραγ­μά­των δη­λα­δή δε συν­δέ­ε­ται με έν­νοιες, με νο­ή­μα­τα, κύ­ρια μέ­ρι­μνα στη σύν­θε­ση αλ­λά και στην ανά­λυ­ση της μου­σι­κής εί­ναι η εξε­ρεύ­νη­ση των δο­μών που δη­μιουρ­γούν οι ήχοι […]. Δια­τη­ρώ ένα ιδιαί­τε­ρο θαυ­μα­σμό για τους λο­γο­τέ­χνες που κα­τα­φέρ­νουν μέ­σα στα γρα­πτά τους να φέ­ρουν τη γλώσ­σα στα όριά της. Εί­τε με την ανορ­θό­δο­ξη χρή­ση συ­ντα­κτι­κού και γραμ­μα­τι­κής, εί­τε με τη γλωσ­σο­πλα­στι­κή τους ικα­νό­τη­τα, εί­τε με την πα­ρά­θε­ση λέ­ξε­ων χω­ρίς νό­η­μα που όμως τε­λι­κά συμ­με­τέ­χουν στη με­τα­φο­ρά ενός νο­ή­μα­τος στο σύ­νο­λο του έρ­γου.73

Λει­τουρ­γώ­ντας μου­σι­κο­ποι­η­τι­κά, η Βο­σκα­ρί­δου γρά­φει με τη λο­γι­κή μιας ιδιά­ζου­σας «αυ­τό­μα­της γρα­φής», πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας ήχους, που (επαν)εμ­φα­νί­ζο­νται από τα βά­θη της μνή­μης ή τον μυ­χό του υπο­συ­νει­δή­του:

Συ­νη­θί­ζω να δεί­χνω άπλε­τη εμπι­στο­σύ­νη στις λέ­ξεις, κι επει­δή θε­ω­ρώ τις τυ­χαί­ες λέ­ξεις (τυ­χαί­ες στον βαθ­μό που προ­ήλ­θαν χω­ρίς πρό­θε­ση, πρό­γραμ­μα) τα κα­τ᾽ εξο­χήν ση­μεία μας (με τι τα­χύ­τη­τες κα­μιά φο­ρά, με τι υπε­ρη­χη­τι­κά, τι υπερ­σύγ­χρο­να “κον­κόρντ” κα­τα­φθά­νουν) την ενο­χλώ πά­λι [ανα­φέ­ρε­ται στη λέ­ξη μη­τέ­ρα]—και πα­ρα­κο­λου­θώ τις έν­νοιες που συ­μπα­ρα­σύ­ρει ένα σκού­ντη­μά της» (υπο­γραμ­μί­σεις δι­κές μου).74

Πρό­κει­ται για ψήγ­μα­τα ση­μαι­νό­ντων («μι­κρο­μη­χα­νι­σμούς» της γλώσ­σας και της ποί­η­σης), κά­πο­τε απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νους σε ση­μαι­νό­με­να, εξί­σου συ­χνά όμως ασυ­ναρ­μο­λό­γη­τους, σχε­δόν προ­γλωσ­σι­κούς—στοι­χείο που απο­τυ­πώ­νε­ται στο χαρ­τί ως δια­τά­ρα­ξη της γραμ­μι­κό­τη­τας στη μορ­φο­λο­γία (ασύν­δε­τες συλ­λα­βές), στη σύ­ντα­ξη ή και στην τυ­πο­γρα­φία (πρα­κτι­κή που πα­ρα­τη­ρού­με επί­σης στη Λίλ­λη και λι­γό­τε­ρο στη Νι­κο­λά­ου και που η Βο­σκα­ρί­δου ανα­γνω­ρί­ζει ως οφει­λή κυ­ρί­ως στον Ελ­λα­δί­τη ποι­η­τή Βα­σί­λη Αμα­να­τί­δη). Με άλ­λα λό­για, η Βο­σκα­ρί­δου καλ­λιερ­γεί μια νε­ο­ϋ­περ­ρε­α­λί­ζου­σα ηχο­ποι­η­τι­κή· φτιά­χνει, κα­τά την έκ­φρα­σή της, «ηχο­το­πία». Στα Ανα­γέ­λα­στα, στα οποία θα εστιά­σει η συ­ζή­τη­σή μας πιο κά­τω, ο πει­ρα­μα­τι­σμός οδή­γη­σε την ποι­ή­τρια στις συ­νει­δη­σια­κές και προ­συ­νει­δη­σια­κές απαρ­χές της ως ατό­μου και ως μέ­λους μιας (γλωσ­σι­κής) κοι­νό­τη­τας—δη­λα­δή στην κυ­πρια­κή διά­λε­κτο, όπως την ανέ­συ­ρε από το βιω­μα­τι­κό της απο­θε­τή­ριο και όχι, πλην ελα­χί­στων εξαι­ρέ­σε­ων, δια­με­σο­λα­βη­μέ­νη (από λε­ξι­κά ή άλ­λες πη­γές). Στο ΦόΒ, η Βο­σκα­ρί­δου επι­στρέ­φει στην κοι­νή νε­ο­ελ­λη­νι­κή, προ­κει­μέ­νου να διε­ρευ­νή­σει τις ψυ­χο­γλωσ­σο­λο­γι­κές επα­γω­γές μια σει­ράς αυ­θαί­ρε­των κα­τά τα άλ­λα γλωσ­σι­κών ση­μεί­ων, όπως εί­ναι τα ψη­φία που σχη­μα­τί­ζουν τη λέ­ξη «φό­βος», τα οποία το ποι­η­τι­κό εγώ επι­χει­ρεί αγω­νιω­δώς να συ­ναρ­θρώ­σει, ώστε να συλ­λά­βει (και να ξορ­κί­σει;) το ση­μαι­νό­με­νο. Εί­τε όμως πρό­κει­ται για την κα­τε­ξο­χήν μη­τρι­κή γλώσ­σα, δη­λα­δή το ιδί­ω­μα, εί­τε για το εποι­κο­δό­μη­μα της Κοι­νής, η ηχο­ποι­η­τι­κή διε­ρεύ­νη­ση ανά­γει συ­νε­χώς τη Βο­σκα­ρί­δου, όπως ση­μειώ­νει η ίδια ανα­κα­λώ­ντας τον Bakhtin, στους «πρώ­τους κα­τοί­κους των λέ­ξε­ών της»· πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στη μή­τρα μιας κοι­νό­τη­τας γυ­ναι­κών: αφε­νός, στη μη­τέ­ρα, τη για­γιά, τους απώ­τε­ρους προ­γό­νους· αφε­τέ­ρου, «στους πιο μα­κρι­νούς απο­γό­νους», που εί­ναι πά­ντο­τε και άν­θρω­ποι και γλώσ­σα. Στο ΦόΒ, οι μορ­φές αυ­τές και οι ετε­ρό­κλη­τές τους χρο­νι­κό­τη­τες συ­ναι­ρού­νται σε μία περ­σό­να, τη Φεγ­γα­ρι­νή, και­νο­πα­γή μεν, αλ­λά φτιαγ­μέ­νη από πα­μπά­λαια (γλωσ­σι­κά) υλι­κά: «κι όταν γεν­νή­σεις κό­ρη / να μην την πεις Θα­λασ­σι­νή / να μην την πεις Μα­γδα­λη­νή / βρά­δυ να πας να πά­ρεις το λυ της λύ­πης / το βα της βά­σα­νος / το δι της δί­ψας / και σε λυ­βά­δι μέ­σα να κα­θί­σεις νυ­χτε­ρι­νό / και να την πεις Φεγ­γα­ρι­νή».75 Η ανορ­θο­γρα­φία ση­μαί­νει την ανα­καί­νι­ση του πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νου κό­σμου πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της ποι­η­τι­κής πα­ρά­δο­σης. Στα Ανα­γέ­λα­στα, η σχέ­ση με την πα­ρά­δο­ση εί­χε ήδη επα­να­προσ­διο­ρι­στεί μέ­σω της πρω­το­φα­νούς στα κυ­πρια­κά γράμ­μα­τα χρή­σης της ντο­πιο­λα­λιάς σε κεί­με­νο με­τα­μο­ντερ­νι­στι­κής ποι­η­τι­κής.

Ποια θέ­ση έχουν όμως τα πα­ρά­δο­ξα, όπως έσπευ­σα να τα χα­ρα­κτη­ρί­σω, Ανα­γέ­λα­στα σε μια διε­ρεύ­νη­ση εκ­φάν­σε­ων της «γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής» στη σύγ­χρο­νη κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία; Η πα­ρα­δο­ξό­τη­τα της συλ­λο­γής εί­ναι διτ­τή, όπως δι­φυ­ής εί­ναι η σύν­θε­σή της. Το δεύ­τε­ρο μέ­ρος των Ανα­γέ­λα­στων εί­ναι μια εκτε­νής ιστο­ρι­κή-εθνι­κή αλ­λη­γο­ρία 383 στί­χων, που δεν θα μας απα­σχο­λή­σει εδώ.76 Το πρώ­το μέ­ρος, εντε­λώς ετε­ρο­γε­νές σε πνεύ­μα και πε­ριε­χό­με­νο, απαρ­τί­ζε­ται από δε­κα­πέ­ντε ηθο­λο­γι­κά σκί­τσα γυ­ναι­κεί­ων «τύ­πων», αριθ­μη­μέ­νων με λα­τι­νι­κά ψη­φία (όπως, π.χ., τα αντί­στοι­χα πορ­τραί­τα αν­δρι­κών Χα­ρα­κτή­ρων στις σύγ­χρο­νες εκ­δό­σεις του Θε­ο­φρά­στου) και τι­τλο­φο­ρη­μέ­νων—και πά­λι με τρό­πο που θυ­μί­ζει την αρ­χαία πε­ρι­πα­τη­τι­κή πα­ρά­δο­ση και τη νε­ώ­τε­ρη πρό­σλη­ψή της—με το επί­θε­το που συ­νο­ψί­ζει τον κά­θε τύ­πο. Η αφόρ­μη­ση υπήρ­ξε και πά­λι γλωσ­σο­λο­γι­κή: όπως απο­κα­λύ­πτει η Βο­σκα­ρί­δου, τα πορ­τραί­τα και οι ει­κό­νες που τα συ­να­πο­τε­λούν εκ­πή­γα­σαν ως συ­νειρ­μι­κή ροή από την πρώ­τη λέ­ξη της συλ­λο­γής, τη «σσι­υλ­λό­πελ­λη». Η ηχο­ποι­η­τι­κή όμως ανα­δί­φη­ση έφε­ρε σύ­ντο­μα μια έκλαμ­ψη: κα­θώς η ποι­ή­τρια ανα­τρέ­χει «υπο­συ­νεί­δη­τα» και «ψυ­χα­να­λυ­τι­κά», όπως λέ­ει, στον γυ­ναι­κείο κό­σμο της για­γιάς και επι­χει­ρεί να ει­σχω­ρή­σει στο θυ­μι­κό του, ανα­κα­λύ­πτει ότι οι γυ­ναι­κεί­οι τύ­ποι που «της έρ­χο­νται» εί­ναι σχε­δόν απο­κλει­στι­κά αρ­νη­τι­κοί· δια­πι­στώ­νει «πό­σο πιο πλού­σια ήταν η ντο­πιο­λα­λιά μου [ο λαϊ­κός λό­γος, όπως τον ανέ­συ­ρε η ίδια η ποι­ή­τρια αφιλ­τρά­ρι­στο από τη μνή­μη της] σε ερ­γα­λεία κα­κο­γλωσ­σιάς, απ᾽ ό,τι σε υλι­κά σύν­θε­σης λυ­ρι­κών γυ­ναι­κεί­ων φι­γού­ρων». Οι μορ­φές που δια­δέ­χο­νται η μια την άλ­λη στις σε­λί­δες του βι­βλί­ου εί­ναι τύ­ποι όπως «Η σσι­υλ­λό­πελ­λη» (εντε­λώς τρε­λή), «Η αρ­κό­πελ­λη» (ακό­μη πιο νευ­ρα­σθε­νι­κή απ᾽ την προη­γού­με­νη), «Η καρ­τά­να» (ρα­διούρ­γα, πο­νη­ρή), «Η φά­ου­σα» (γλωσ­σού, ενο­χλη­τι­κά δυ­να­μι­κή γυ­ναί­κα), «Η δύ­σπυ­ρη» (συ­νε­χώς νευ­ρι­κή και ανή­συ­χη), «Η σουρ­τούκ­κα» (γυ­ρι­στρού­λα, που δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στο σπί­τι), «Η λυσ­σια­ρού» (λυσ­σα­σμέ­νη) κ.ά. Η «για­γιά», δη­λα­δή, αυ­το­α­να­τρε­πτι­κά, πε­ρι­γρά­φει τον κό­σμο της με πα­τριαρ­χι­κές πα­ρα­μέ­τρους, λέ­ξεις και ει­κό­νες που ανα­πα­ρά­γουν αρ­σε­νι­κές ανη­συ­χί­ες για την ανε­ξέ­λεγ­κτη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα, την αδη­φα­γία, τη ρα­διουρ­γία, την υπου­λία, την γκρί­νια, την απι­στία, τη λαι­μαρ­γία, την κυ­κλο­θυ­μι­κό­τη­τα και εν γέ­νει την ψυ­χο­πα­θο­λο­γία (ο Freud την απο­κά­λε­σε «υστε­ρία») του θη­λυ­κού. Κα­τ᾽ ου­σί­αν, αφή­νο­ντας ανε­μπό­δι­στη τη μη­τρι­κή γλώσ­σα να την οδη­γή­σει στον μυ­χό της ιστο­ρι­κό­τη­τάς της η Βο­σκα­ρί­δου μας φέρ­νει ενώ­πιους με μία από τις βα­σι­κό­τε­ρες θέ­σεις του γαλ­λι­κού φε­μι­νι­σμού: ότι ο γυ­ναι­κεί­ος κό­σμος, ακό­μη και όταν πε­ρι­γρά­φε­ται από γυ­ναί­κες, όπως η αφη­γή­τρια των Ανα­γέ­λα­στων, ορί­ζε­ται πά­ντο­τε με τη γλώσ­σα αν­δρών, αφού το Θη­λυ­κό δεν δια­θέ­τει γλώσ­σα. Η «θη­λυ­κό­τη­τα» εί­ναι ανα­πό­δρα­στα ετε­ρο­προσ­διο­ρι­σμέ­νη· δεν εί­ναι πα­ρά μια «μα­σκα­ρά­τα», όπως την απο­κά­λε­σε η Luce Irigaray, επι­βε­βλη­μέ­νο προ­σω­πείο και (εσω­τε­ρι­κευ­μέ­νος) ρό­λος, που απη­χεί αρ­σε­νι­κές φα­ντα­σιώ­σεις και αγω­νί­ες υπο­τάσ­σο­ντας το θή­λυ στη φαλ­λι­κή πο­λι­τι­κή οι­κο­νο­μία.77

Οι γυ­ναι­κεί­οι τύ­ποι της Βο­σκα­ρί­δου εί­ναι φτιαγ­μέ­νοι αναμ­φι­βό­λως με αν­δρι­κά-πα­τριαρ­χι­κά υλι­κά. Κα­τ᾽ ακρί­βεια, γε­γο­νός που διέ­λα­θε την προ­σο­χή της κρι­τι­κής, εί­ναι εντυ­πω­σια­κές οι ομοιό­τη­τες ανά­με­σα στα «Ανα­γέ­λα­στα των γε­ναι­κών» και στο από­σπα­σμα 7 West του Ση­μω­νί­δη του Αμορ­γί­νου, του πα­τέ­ρα της μι­σο­γυ­νι­κής ποί­η­σης (7ος αιώ­νας π.Χ.), ακό­μη και σε επί­πε­δο δο­μι­κό. Στον λε­γό­με­νο Ίαμ­βο κα­τά γυ­ναι­κών, ο Ση­μω­νί­δης συν­θέ­τει εν­νέα πορ­τραί­τα γυ­ναι­κεί­ων τύ­πων, που ο «θε­ός» (ο Δί­ας) έπλα­σε κα­τ᾽ ει­κό­να και κα­θ᾽ ομοί­ω­ση ζώ­ων ή στοι­χεί­ων της φύ­σης, με τα οποία και πα­ρα­βάλ­λο­νται ως προς τα γνω­ρί­σμα­τά τους. Από τα εν­νέα πορ­τραί­τα του Ση­μω­νί­δη, τα οκτώ εί­ναι άκρως αρ­νη­τι­κά, με όρους που δεν απο­μα­κρύ­νο­νται πο­λύ από τα πορ­τραί­τα της Βο­σκα­ρί­δου (η «γυ­ναί­κα-αλε­πού» εί­ναι πα­νούρ­γα, η «γυ­ναί­κα-φο­ρά­δα» ωραιο­πα­θής, η «γυ­ναί­κα-σκύ­λα» κα­κό­θυ­μη, η «γυ­ναί­κα-γαϊ­δού­ρα» τε­μπέ­λα κ.ο.κ.), και το ένα, η γυ­ναί­κα-μέ­λισ­σα, τρο­πο­ντι­νά θε­τι­κό. Πα­ρο­μοί­ως, από τους δε­κα­πέ­ντε τύ­πους των Ανα­γέ­λα­στων, δε­κα­τρείς εί­ναι ασφα­λώς αρ­νη­τι­κοί και δύο, «Η που­ρέκ­κα» (γλυ­κού­λα και κα­λο­συ­νά­τη) και «Η προ­κομ­μέ­νη», θε­τι­κοί—εκ πρώ­της όψε­ως, για­τί όπως και η γυ­ναί­κα-μέ­λισ­σα του Ση­μω­νί­δη, δεν χρω­μα­τί­ζο­νται θε­τι­κά πα­ρά επει­δή αντα­πο­κρί­νο­νται, σε αντί­θε­ση με τους υπό­λοι­πους, στις αρ­σε­νι­κές επι­τα­γές της σε­μνό­τη­τας, της εξω­τε­ρι­κής ομορ­φιάς και της «νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νης».

Πώς να εκλά­βει κα­νείς μια σύν­θε­ση όπου μια θε­ω­ρη­τι­κώς υπο­ψια­σμέ­νη, σύγ­χρο­νη γυ­ναί­κα ποι­ή­τρια ανα­πα­ρά­γει το πα­τριαρ­χι­κό discours πε­ρί γυ­ναι­κών και δη στις πιο ακραί­ες, αρ­χέ­γο­νες μι­σο­γυ­νι­κές εκ­δο­χές του; Αν υπάρ­χει σά­τι­ρα στα Ανα­γέ­λα­στα, αυ­τή δεν στρέ­φε­ται προς το αντι­κεί­με­νό της (τους γυ­ναι­κεί­ους τύ­πους) με τρό­πο «ελα­φρό», όπως σύσ­σω­μη πί­στε­ψε η μέ­χρι τώ­ρα κρι­τι­κή, αλ­λά προς τον φαλ­λι­κό Λό­γο που πα­ρά­γει αυ­τούς τους τύ­πους. Η παι­γνιώ­δης διά­θε­ση που η Βο­σκα­ρί­δου όρι­σε ως αφε­τη­ρία της σύν­θε­σής της κα­θί­στα­ται ει­ρω­νι­κή, κα­θώς ανα­πό­φευ­κτα αγ­γί­ζει, πέ­ραν από τις υλι­κές-ηχη­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις της γλώσ­σας, και τις (ανο­μο­λό­γη­τες) ιδε­ο­λο­γι­κές της βά­σεις ως προ­ϊ­ό­ντος μιας μέ­χρι τού­δε απρό­σβλη­της πα­τριαρ­χί­ας. Η ανα­πα­ρα­γω­γή—ακρι­βέ­στε­ρα, η ανα­τρε­πτι­κή μί­μη­ση— του πα­τριαρ­χι­κού Λό­γου πε­ρί γυ­ναι­κών, όπως την προ­διέ­γρα­ψε ως επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή της «γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής» η Irigaray και όπως δεί­χνει να την ασκεί η Βο­σκα­ρί­δου στα Ανα­γέ­λα­στα, λει­τουρ­γεί απο­δο­μι­στι­κά. Όσο το Θη­λυ­κό δεν δια­θέ­τει δι­κή του γλώσ­σα, γρά­φει η Irigaray, οφεί­λει να ανα­πα­ρά­γει μι­μη­τι­κά τον πα­τριαρ­χι­κό Λό­γο εκ­θέ­το­ντας και δια­λύ­ο­ντάς τον εκ των έσω. Με τη μορ­φή ξα­νά της πρό­σκλη­σης-μα­νι­φέ­στου, η Irigaray, δύο χρό­νια με­τά το «Γέ­λιο της Μέ­δου­σας» της Cixous, κα­λεί τη Γυ­ναί­κα-Συγ­γρα­φέα να υπο­δύ­ε­ται συ­νει­δη­τά τον ρό­λο του «θη­λυ­κού», να παί­ζει αδί­στα­κτα τη «μα­σκα­ρά­τα» της θη­λυ­κό­τη­τας, ώστε να ξε­σκε­πά­ζει την τε­χνη­τό­τη­τα, τη θε­α­τρι­κό­τη­τά της, και έτσι «να προ­κα­λεί εμπλο­κή στον ίδιο τον θε­ω­ρη­τι­κό μη­χα­νι­σμό» που την πα­ρά­γει. Εί­τε εκ προ­θέ­σε­ως εί­τε όχι η Βο­σκα­ρί­δου αντα­πο­κρί­νε­ται σε αυ­τό το κά­λε­σμα. Η γυ­ναι­κεία φω­νή των Ανα­γέ­λα­στων κα­θί­στα­ται ένας Ση­μω­νί­δης από την ανά­πο­δη· το­πο­θε­τεί την πα­τριαρ­χία ενώ­πιον της γλώσ­σας της, «ώστε να δια­φα­νεί η δυ­να­τό­τη­τα μιας άλ­λης γλώσ­σας», όπου το Αρ­σε­νι­κό δεν θα κα­θο­ρί­ζει και δεν θα προ­δια­γρά­φει πλέ­ον τα πά­ντα.78

1. Το κεί­με­νο της Cixous ξε­κι­νά ως εξής: «I shall speak about women's writing: about what it will do. Woman must write her self: must write about women and bring women to writing, from which they have been driven away as violently as from their bodies—for the same reasons, by the same law, with the same fatal goal. Woman must put herself into the text—as into the world and into history—by her own movement».

2. Για το ζή­τη­μα βλ. πε­ρισ­σό­τε­ρα στο ει­σα­γω­γι­κό μου κεί­με­νο στο αφιέ­ρω­μα της Ακτής, σσ. 145-148.

3. Βλ. Δ. Δη­μη­τρί­ου, «Μια δι­κή τους λο­γο­τε­χνία; Γυ­ναι­κεία γρα­φή: Μύ­θοι και πραγ­μα­τι­κό­τη­τες», Ακτή 118 (2019), 193-215, ιδιαί­τε­ρα 207-215, με βι­βλιο­γρα­φία.

4. Βλ. Π. Νι­κο­λα­ΐ­δης, Έλε­να Του­μα­ζή Ρε­μπε­λί­να: Ει­σα­γω­γή στο έρ­γο της, Λευ­κω­σία: Διό­ρα­μα 2020.

5. Τό­σο τα Ανα­γέ­λα­στα της Βο­σκα­ρί­δου (Πα­ρα­πλεύ­ρως Πα­ρα­γω­γές, http://​bit.​ly/​Ana​gela​sta-​Par​aple​vros) όσο και η Σφα­γή του Αιώ­να της Λίλ­λη (TheYard.Residency, http://​bit.​ly/​lilli-​the​yard​resi​denc​y) έχουν πα­ρου­σια­στεί σε μορ­φή δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νης απαγ­γε­λί­ας.

6. Δεν καλ­λιερ­γού­νται όμως σή­με­ρα απο­κλει­στι­κά σε αυ­τόν. Ση­μα­ντι­κές μορ­φές πα­γκο­σμί­ως εί­ναι, π.χ., οι Ιτα­λοί Giovanni Fontana, που ει­σή­γα­γε τους όρους pre-textual poetry και epigenetic poetry, και Sergio Garau, η Ουγ­γα­ρέ­ζα Katalin Ladik, ο Ιά­πω­νας Tomomi Adachi και πολ­λοί άλ­λοι.

7. Για το Σαρ­δάμ βλ. http://​bit.​ly/​sar​damf​esti​val. Εκ­πρό­σω­ποι της slam poetry στην Κύ­προ μπο­ρούν να θε­ω­ρη­θούν ακό­μη οι Κων­στα­ντί­νος Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, Ευ­τυ­χία Πα­να­γιώ­του, Μα­ρι­λέ­να Ζακ­χαί­ου, Κο­ρα­λή Δη­μη­τριά­δη κ.ά., που επί­σης συμ­βα­δί­ζουν ηλι­κια­κά με τις ποι­ή­τριες που μας απα­σχο­λούν εδώ.

8. Cixous, ό.π., σ. 886, 888.

9. Γ. Φρά­γκος, Philenews 2.12.2019, <http://​bit.​ly/​lilli-​fragkos>.

10. «Μπρι­ζό­λα» (ΣτΑ σ. 11).

11. «Η σφα­γή του αιώ­να» (ΣτΑ σ. 13).

12. «(Άνοι­ξη)» (ΣτΑ σ. 19).

13. «Όταν φτύ­νω στο πη­γά­δι» (ΣτΑ σ. 20).

14. «Κου­φά­ρι» (ΣτΑ σ. 26).

[1]5. «Χω­ρίς λό­για» (ΣτΑ σ. 17).

[1]6. Α. Αντω­νί­ου, tovivlio.net 30.10.2019, <http://​bit.​ly/​lilli-​antoniou>.

[1]7. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η ει­σβο­λή του «Μυ­στι­κού Επι­σκέ­πτη» (ΣτΑ, σ. 12): «Έρ­χε­ται και / εί­ναι πά­ντο­τε με­σά­νυ­χτα, / που έχουν τα χρώ­μα­τα με­στω­μέ­να / —μπλε νυ­χτε­ρι­νό σε βα­σι­λι­κή κορ­νί­ζα / κλεί­νει μέ­σα το κε­φά­λι μου— / θρο­νιά­ζε­ται πά­νω στο μα­ξι­λά­ρι. / με στρι­φο­γυ­ρί­ζει ανά­με­σα στα σε­ντό­νια / και με καρ­φώ­νει στα μά­τια / και αλ­λού, / μέ­χρι να πω / Ήμαρ­τον».

[1]8. «Η σφα­γή του αιώ­να» (ΣτΑ, σ. 13): «Θα τον κό­ψω σε λω­ρί­δες και / θα τον χω­ρί­σω σε μπου­κιές / ή / θα τον πριο­νί­σω και / θα τον κρύ­ψω στην απο­θή­κη / ή / θα τον στραγ­γα­λί­σω και / θα κρε­μά­σω τα μά­τια του / για σκου­λα­ρί­κια | την ώρα που περ­νά­ει».

[1]9. Βλ. ιδιαί­τε­ρα τα ποι­ή­μα­τα «Ωδή» (σ. 29), με τις ανα­φο­ρές στο Άσμα Ασμά­των, και «La Ritournelle» (σ. 25).

20. «Στο ερ­γα­στή­ρι του παπ­πού μα­ζί με τα ξα­δέλ­φια μου το κα­λο­καί­ρι του 1988» (ΣτΑ, σ. 30).

2[1]. «Κου­βά­ρι» (ΣτΑ, σ. 16).

22. «Κου­φά­ρι» (ΣτΑ, σ. 26): «Ακό­μα κι αν δεν έχουν πολ­λά υγρά / ή χει­λι­κά / σύμ­φω­να, / κά­θε Σάβ­βα­το / τις στρι­μώ­χνω ανά­με­σα στα σκέ­λια μου, / λά­βε­τε φά­γε­τε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου / κη­ρύτ­τω κά­θε Κυ­ρια­κή / με ευ­λά­βεια πε­ρισ­σή / γλι­στρούν οι λέ­ξεις, τα μέ­λη αι­μορ­ρα­γούν, / το σώ­μα ρου­φά­ει το ποί­η­μα».

23. «Έξω» (ΣτΑ, σ. 27): ολό­κλη­ρο το ποί­η­μα εί­ναι παι­γνί­δι με τον φθόγ­γο ξ.

24. «Τα δώ­ρα του χρό­νου Ι» (ΣτΑ, σ. 35): «Ποι­η­τής μο­νά­χα μη γί­νεις / λέ­ει, / τις λέ­ξεις να τις κα­τα­κρε­ουρ­γή­σεις / λέ­ει. / μην μπουν στο κε­φά­λι μου / και με τρε­λά­νουν / TRELA ALERT / TRELA ALERT / TR / ELA».

25. Αδη­μο­σί­ευ­τη ομι­λία κα­τά την πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου στη Λευ­κω­σία (6 Φε­βρουα­ρί­ου 2019).

26. Βλ. εν­δει­κτι­κά, Θ. Γα­λα­νά­κης, Φι­λο­λο­γι­κή 149 (Οκτ.-Δεκ. 2019), 86-89· Απ. Κου­ρου­πά­κης, Κα­θη­με­ρι­νή Κύ­πρου, 6 Φε­βρουα­ρί­ου 2019, <http://​bit.​ly/​lilli-​kou​roup​akis>· Θ. Ιε­ρω­νυ­μά­κη, Ο Ανα­γνώ­στης, χω­ρίς ημε­ρο­μη­νία, <http://​bit.​ly/​lilli-​ier​onym​aki>.

27. Βλ. το ποί­η­μα «Αυ­τό το κου­σού­ρι» (ΚΑτΠ, σ. 38).

28. Διό­ρα­μα, τεύχ. 18, Μάιος-Ιού­νιος 2018, σ. 48.

29. «Κλι­νι­κή πε­ρί­πτω­ση» (ΒΑΠ, σ. 9).

30. «Κα­κή συ­στα­τι­κή» (ΚΑτΠ, σ. 15), όπου ένα από τα «σφάλ­μα­τα» του ποι­η­τι­κού Εγώ εί­ναι πως «ξέ­χα­σε να κλεί­σει το φούρ­νο»—υπαι­νιγ­μός στην αυ­το­κτο­νία της Πλαθ, όπως αλ­λού η ποι­ή­τρια υπαι­νίσ­σε­ται την αυ­το­χει­ρία της Γουλφ. Πρ­βλ. από το ΚΑτΠ τα «Mission impossible» (σ. 16) και «Busy day» (σ. 24).

31. «The laugh of the Medusa», σ. 877.

32. Βλ. τα ποι­ή­μα­τα «Ευ­φο­ρία» και «Overdose» (ΒΑΠ, σσ. 14 και 26).

33. Βλ. τα ποι­ή­μα­τα «Κλι­νι­κή πε­ρί­πτω­ση» (ΒΑΠ, σ. 9, ει­σα­γω­γι­κό της συλ­λο­γής), «Στο ανα­μορ­φω­τή­ριο» (ΒΑΠ, σ. 15), «Ψυ­χα­νά­λυ­ση» (ΒΑΠ, σ. 16).

34. Β. Κάλ­φα, «Η νί­κη της παι­δι­κό­τη­τας, η νί­κη της ποί­η­σης», Φρέ­αρ {στο δια­δί­κτυο}, 7.3.2017, <https://​frear.​gr/?​p=17235> (τελ. πρό­σβ. 10.10.2020).

35. Η Cixous (ό.π. σσ. 876-877), σχο­λιά­ζει το πώς η σύ­ζευ­ξη ντρο­πής, φό­βου και πε­ποί­θη­σης ότι η ορ­μέμ­φυ­τη έκ­φρα­ση (διά του σώ­μα­τος ή διά της λέ­ξης) εί­ναι ψυ­χα­σθέ­νεια απο­τε­λού­σαν πα­τριαρ­χι­κά ερ­γα­λεία κα­θυ­πό­τα­ξης της γυ­ναί­κας και απο­κλει­σμού της από τη γρα­φή, πλή­ρως εσω­τε­ρι­κευ­μέ­να για αιώ­νες μέ­σα από μια «θα­να­τη­φό­ρα πλύ­ση εγκε­φά­λου».

36. «Need some space» (ΒΑΠ, σ. 13).

37. «Για πέ­τα­μα» (ΒΑΠ, σ. 23).

38. «I love you too, Mommy» (ΚΑτΠ, σ. 17). Πρ­βλ. και τα «Σω­στή ανα­τρο­φή» και «Πρό­σκλη­ση» (ΚΑτΠ, σσ. 19 και 31).

39. «Ένα δω­μά­τιο δι­κό μου» (ΚΑτΠ, σ. 35).

40. Πρ­βλ. Cixous, ό.π., σ. 878: «Men have committed the greatest crime against women. Insidiously, violently, they have led them to hate women, to be their own enemies».

41. «Πι­κρή σο­κο­λά­τα», «Τις μέ­ρες που δεν χω­ράω στο jean μου» (ΚΑτΠ, σσ. 9-10).

42. «Κα­μου­φλάζ» (ΚΑΤΠ, σ. 12). Για τον συμ­βο­λι­σμό του μα­κι­γιάζ βλ. το «Εγώ και η γά­τα μου» (ΒΑΠ, σ. 12).

43. Πρ­βλ. Cixous, ό.π., σ. 885: «We’ve been turned away from our bodies, shamefully taught to ignore them, to strike them with that stupid sexual modesty».

44. «Τα ονό­μα­τά μου στο σχο­λείο», «Ο κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος», «Σε­ξουα­λι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση», «Busy day» (ΚΑτΠ, σσ. 20-24).

45. «Κα­μου­φλάζ» (ΚΑτΠ, σ. 12).

46. «Στη γά­τα που με έκα­νε να αυ­να­νι­στώ» (ΚΑτΠ, σ. 29).

47. «I’m positive» (ΚΑτΠ, σ. 27)

48. «Hashtag» (ΚΑτΠ, σσ. 36-7), το πιο σύν­θε­το και αλ­λιώ­τι­κο ποί­η­μα της Σμυ­ρίλ­λη, αφιε­ρω­μέ­νο στα εφτά θύ­μα­τα (όλες οι­κο­νο­μι­κές με­τα­νά­στριες) του κα­τά συρ­ροή δο­λο­φό­νου «Ορέ­στη», η δρά­ση του οποί­ου συ­ντά­ρα­ξε την κυ­πρια­κή κοι­νω­νία το 2019.

49. «Εγώ και η γά­τα μου» (ΒΑΠ, 12).

50. «Halloween» (ΒΑΠ, σ. 19).

51. «Κού­νια-μπέ­λα» (ΒΑΠ, 20).

52. «Παι­δι­κή χα­ρά» (ΒΑΠ, σ. 21).

53. Βλ. «Ένα δω­μά­τιο δι­κό μου» (ΚΑτΠ, σ. 35): «Αγα­πη­τή Virginia | Την παι­δι­κή φι­γού­ρα / Τη ρου­φά / Η ηλε­κτρι­κή σκού­πα». Ιδιαί­τε­ρα πι­κρό εί­ναι και το «Έντε­κα απα­ντή­σεις στο: Δεν προ­σπα­θώ αρ­κε­τά με την κα­τά­θλι­ψή μου» (ΚΑτΠ, σ. 26), όπου η «προ­σπά­θεια» εί­ναι ταυ­τι­σμέ­νη με την πα­ρά­δο­ση στις επι­τα­γές: «10. Μι­λώ κι άλ­λο / Στους σω­τή­ρες μου | 11. Θέ­λω / Αυ­τά που θέ­λουν να θέ­λω».

54. «Κά­τω απ᾽ το πά­πλω­μα» (ΚΑτΠ, σ. 34): «Κοι­μά­μαι Με φως / Πώς αλ­λιώς θα υπέ­με­να / Το σκο­τά­δι; | Γλεί­φω / Το παι­δί / Που απο­κοι­μιέ­ται / Μέ­σα μου / Όπως το γα­τί / Το πε­τσί του | Και το πρωί / Απ’ την αρ­χή / Θά­βω το φως / Κά­τω απ’ το πά­πλω­μα».

55. «Κλι­νι­κή πε­ρί­πτω­ση» (ΒΑΠ, σ. 9): «Εγω­ι­στι­κά πα­ρά­λο­γο, εί­πε».

56. «Λα­θραία σκιά» (σ. 27), «Ατμοί τα όνει­ρα στέ­κο­νται πά­νω απ ’ τον ύπνο» (σ. 54).

57 «Στα με­τό­πι­σθεν της όρα­σης» (σ. 19).

58. «Στο ψύ­χος της μνή­μης» (σ. 56).

59. Η «πό­ση του ύπνου» εί­ναι κε­ντρι­κό μο­τί­βο της συλ­λο­γής, που επα­νέρ­χε­ται στα ποι­ή­μα­τα «Ερω­τευ­μέ­νη χλόη» (σ. 74) και «Με χί­λιους τρό­πους πως δεν υπήρ­ξα­με» (σ. 76).

60. «Στό­μα στιγ­μής» (σ. 21).

61. «Άυ­πνα σπί­τια» (σ. 14), «Πα­ρα­μύ­θι» (σ. 17).

62. «Με φώ­να­ξε ο ερει­πω­μέ­νος κή­πος σου. / Πιά­στη­κε από τα πό­δια μου / δεν μ’ άφη­νε» (σ. 13, η προ­με­τω­πί­δα της δεύ­τε­ρης ενό­τη­τας της συλ­λο­γής).

63. «Βου­βός ου­ρα­νός» (σ. 18).

64. «Φω­νή δυο λο­γιών» (σσ. 34-5), «Ερω­τευ­μέ­νη χλόη» (σ. 74).

65. «Ο φυ­λα­κι­σμέ­νος» (σ. 43), «Στη σκό­νη του Πε­ντά­δρο­μου» (σ. 57).

66. «Ψα­λι­δι­στής» (σ. 33).

67. Επι­κοι­νω­νία με την ποι­ή­τρια per litteras.

68. Η γε­νι­κή προ­με­τω­πί­δα της συλ­λο­γής έχει ως εξής: «—Έναν ποι­η­τή / και ολά­κε­ρο το βα­σί­λειό μου! / Φώ­να­ξε εκεί­νος ο βα­σι­λιάς / για­τί χα­νό­ταν» (σ. 11).

69. Βλ. από το ποί­η­μα «Κι­βω­τός» (σ. 64): «πα­λεύω / με τα ογκώ­δη νε­ρά / ενός ποι­ή­μα­τος / που δεν θέ­λει / να γρα­φτεί —ή μιας μέ­ρας ενός αν­θρώ­που / που δεν θέ­λει να γρα­φτεί— / δώ­σε εσύ τη λέ­ξη, ανα­γνώ­στη».

70. «Ζώ­σα γη» (σ. 39).

71. «Παι­δού­λα σκιά» (σ. 61).

72. Αυ­το­σχό­λιο per litteras.

73. Αδη­μο­σί­ευ­τη αντι­φώ­νη­ση της ποι­ή­τριας κα­τά την πα­ρου­σί­α­ση των Ανα­γέ­λα­στων στη Λε­με­σό στις 4 Ιου­νί­ου 2014.

74. Σ. Βο­σκα­ρί­δου, «Αυ­τό εί­ναι λοι­πόν η ντο­πιο­λα­λιά;», Βό­ρεια Βο­ρειο­α­να­το­λι­κά: κεί­με­να πα­ρα­με­θο­ρί­ου 3 (2019).

75. ΦόΒ, σ. 12.

76. Για τη σύν­θε­ση αυ­τή χρή­σι­μο εί­ναι, πα­ρά τις μάλ­λον αυ­θαί­ρε­τες προ­ε­κτά­σεις και τις υπερ­βο­λές του, το βι­βλίο του Α. Ρο­δί­τη Οι Σκα­λα­πού­ντα­ροι της Στέλ­λας, Αθή­να: Αρ­μός 2016.

77. L. Irigaray, This Sex Which is Not One [Ce sexe qui n’est pas une], μετ. C. Porter & C. Burke, Ithaca, NY 1985 (γαλλ. πρωτ. 1977).

78. Irigaray, ό.π., σ. 78.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: