Με όπλο το χιούμορ και το απέριττο

Μαρία Στασινοπούλου, «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο», Κίχλη 2021

Με όπλο το χιούμορ και το απέριττο

Κοί­τα να εί­σαι σύ­ντο­μος
και να μην επι­μέ­νεις σε τί­πο­τα


Με την πα­ρα­πά­νω προ­τρο­πή του Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού στην προ­με­τω­πί­δα η Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου κα­λω­σο­ρί­ζει τον ανα­γνώ­στη στο τρί­το της λο­γο­τε­χνι­κό βι­βλίο με τί­τλο Ασκή­σεις αντο­χής στον χρό­νο. Τα δύο προη­γού­με­να εί­ναι: Κυ­ρία με θυ­μά­στε; και Χα­μη­λή βλά­στη­ση (και τα δύο από την Κί­χλη). Η συγ­γρα­φέ­ας και στα τρία βι­βλία προ­στα­τεύ­ει τις ανα­μνή­σεις και δια­χει­ρί­ζε­ται το βα­ρύ και βα­θύ συ­ναί­σθη­μα της μνή­μης με τρό­πο που, θα έλε­γα πως, συ­γκρο­τούν μια τρι­λο­γία. Ο θε­μα­τι­κός τους πυ­ρή­νας εί­ναι ο χρό­νος, ένας χρό­νος θρυμ­μα­τι­σμέ­νος σε φευ­γα­λέα στιγ­μιό­τυ­πα.
Πα­ρεν­θε­τι­κά να ανα­φέ­ρω εδώ πως η Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου ασχο­λεί­ται επί­σης με τη με­λέ­τη και την κρι­τι­κή της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, όπου εί­χε και έχει έντο­νη πα­ρου­σία.
Επα­νέρ­χο­μαι στην προ­με­τω­πί­δα. Η συγ­γρα­φέ­ας πι­στή στην προ­τρο­πή του ποι­η­τή αφη­γεί­ται ιστο­ρί­ες με τον όσο το δυ­να­τό συ­ντο­μό­τε­ρο τρό­πο και επει­δή ακρι­βώς δεν επι­μέ­νει, οι ιστο­ρί­ες έχουν εσω­τε­ρι­κό όγκο.

Ο αριστούχος

Ξεβράστηκε σε μιαν ακτή της Μεσογείου ο δεκατετράχρονος πρόσφυγας. Σοκ έχει προκαλέσει ο πνιγμός του. Δεν είναι το γεγονός του άδικου θανάτου που σοκάρει, αλλά η προετοιμασία για την κακιά ώρα. Ο νεαρός μαθητής είχε ράψει στα ρούχα του, προφυλαγμένον μέσα σε πλαστικό, τον σχολικό του έλεγχο, για να μάθουν, όταν τον βρουν, πόσο καλός μαθητής ήταν». (σελ. 57)

Η Έλ­λη, το alter ego της συγ­γρα­φέ­ως, αντι­στέ­κε­ται στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου, όπως άλ­λω­στε το δη­λώ­νει εύ­γλωτ­τα και ο τί­τλος. Ο χρό­νος εί­ναι βιω­μέ­νος. Οι στιγ­μές και οι λε­πτο­μέ­ρειες δια­γρά­φουν χα­ρα­κτή­ρες και, ενί­ο­τε, κρί­νουν τη ζωή. Με αφορ­μή ένα κα­θη­με­ρι­νό γε­γο­νός, έναν συ­νη­θι­σμέ­νο διά­λο­γο, ένα στιγ­μιό­τυ­πο φω­το­γρα­φι­κό, ανα­σύ­ρει στην επι­φά­νεια θραύ­σμα­τα μνή­μης από το απώ­τε­ρο έως το πο­λύ πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν. Στιγ­μιό­τυ­πα τα οποία, όχι μό­νο αντέ­χουν στο φως τού τώ­ρα αλ­λά, εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές ψη­φί­δες μιας συλ­λο­γι­κής μνή­μης. Ψη­φί­δες, επί­σης, στιγ­μιό­τυ­πα με πρό­σω­πα γνω­στά, όπως η Έλ­λη Αλε­ξί­ου, ο Χάρ­ρυ Κλιν, η Αγνή Μπάλ­τσα, η Άλ­κη Ζέη. Ψη­φί­δες πο­λύ­χρω­μες και πο­λυ­το­νι­κές σε μια τοι­χο­γρα­φία επο­χής.
Μια τοι­χο­γρα­φία που απλώ­νε­ται και στο τώ­ρα σε θέ­μα­τα επί­και­ρα όπως η παν­δη­μία, η με­τα­νά­στευ­ση, η τη­λεκ­παί­δευ­ση, με στιγ­μιό­τυ­πα σε δρό­μους, σε σχο­λι­κές αί­θου­σες, στην τη­λε­ό­ρα­ση, ακό­μη και από τυ­χαί­ες μα­τιές στο δι­πλα­νό μπαλ­κό­νι.
Οι εναλ­λα­γές δεν επι­τρέ­πουν στον ανα­γνώ­στη να πλή­ξει χω­ρίς όμως να χά­νε­ται το νή­μα του χρό­νου.

Δια­βά­ζο­ντας τις Ασκή­σεις αντο­χλης στον χρό­νο, από την πρώ­τη «άσκη­ση» ως την τε­λευ­ταία, εί­χα την αί­σθη­ση ενός ενιαί­ου κει­μέ­νου που εξε­λίσ­σε­ται με την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή των ομό­κε­ντρων κύ­κλων οι οποί­οι δη­μιουρ­γού­νται, όταν σε ήρε­μη επι­φά­νεια νε­ρού πε­τά­ξου­με τη βα­ριά πέ­τρα της ανά­μνη­σης. Ανα­μο­χλεύ­ει το πα­ρελ­θόν, το εμπλέ­κει με την επι­φά­νεια του τώ­ρα και στή­νει μια κου­βέ­ντα με­τα­ξύ φί­λων, εξο­μο­λο­γη­τι­κή και άμε­ση.  
Πα­ρόν και πα­ρελ­θόν, κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, φά­σμα­τα ηλι­κιών, άπα­ντα όλα συ­νυ­πάρ­χουν. Τα συ­ναι­σθή­μα­τα εί­ναι ποι­κί­λα, χω­ρίς το βά­ρος της νο­σταλ­γί­ας, δεν κα­το­νο­μά­ζο­νται, υπο­βάλ­λο­νται μέ­σα από τις ει­κό­νες.
Η γρα­φή της Μα­ρί­ας Στα­σι­νο­ποί­λου εί­ναι έντο­να ει­κο­νο­ποι­η­τι­κή, εντε­λώς λι­τή, κο­φτε­ρή, και άκρως ρε­α­λι­στι­κή. Άλ­λω­στε δη­λώ­νει: «Πο­τέ δεν μπό­ρε­σα να πα­ρα­μυ­θια­στώ στη ζωή μου». (σελ 15)

Η γλώσ­σα εί­ναι απλή, κα­θη­με­ρι­νή, χω­ρίς ίχνος ναρ­κισ­σι­σμού και επι­τή­δευ­σης. Η συγ­γρα­φέ­ας δεν θέ­λει να εί­ναι κρυ­πτι­κή. την δια­κρί­νει ακρί­βεια στην απο­τύ­πω­ση, από­λυ­τη διαύ­γεια και κα­θα­ρό­τη­τα στην έκ­φρα­ση, εντέ­λει μια εντι­μό­τη­τα, θα έλε­γα, απέ­να­ντι στον ανα­γνώ­στη. Ο δρα­μα­τι­κός τό­νος, εξαι­ρε­τι­κά συ­γκρα­τη­μέ­νος, ανι­χνεύ­ε­ται κά­τω από μια ελ­λει­πτι­κή ποι­η­τι­κή γρα­φή, δυσ­διά­κρι­τος σε πρώ­τη ανά­γνω­ση. Ο λό­γος απο­γυ­μνω­μέ­νος απο­δί­δει το ακα­ριαίο, δια­τη­ρεί το ελά­χι­στο, το ου­σιώ­δες και ως προς αυ­τό έχει συγ­γέ­νεια με το λό­γο του Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου, όπως επί­σης εί­ναι κο­ντά με τη σιω­πή της ποί­η­σης του Ανα­γνω­στά­κη ή και με την ποί­η­ση της απο­σιώ­πη­σης.

Προδοσία

Με κοίταζες και τα μάτια σου ραγισμένο γυαλί. Το ‘ξερες πως σε είχα προδώσει. Τα δικά μου είχαν προ πολλού θρυμματιστεί από τα δικά σου λεπίδια της απιστίας» (σελ. 86).

Ένα ισχυ­ρό νή­μα που δια­τρέ­χει τις Ασκή­σεις αντο­χής στον χρό­νο εί­ναι το χιού­μορ, η σά­τι­ρα και μια τά­ση δια­κω­μώ­δη­σης. Η σά­τι­ρα εί­ναι υπο­δό­ρια και κο­φτε­ρή, ενώ το χιού­μορ δεν φω­να­σκεί, έχει, θα έλε­γα, μια ευ­γέ­νεια. Κοι­τά­ζει με μια τρυ­φε­ρή μα­τιά τα πράγ­μα­τα, χα­μο­γε­λά λο­ξά, ενώ στην κα­τα­κλεί­δα των ιστο­ριών δια­φαί­νε­ται μια σκω­πτι­κή και συγ­χρό­νως γε­μά­τη κα­τα­νό­η­ση διά­θε­ση.

Εναλλακτικό μάθημα

Κάθε Δευτέρα ερχόταν με το νυχτερινό τρένο, που έφτανε χαράματα στο μικρό ορεινό χωριό, όπου την είχε ρίξει ο πρώτος της διορισμός ως καθηγήτριας. Νέα, ωραία, έβραζε το αίμα της. Είχε ζήσει ένα ηδονικό τριήμερο με τον αγαπημένο της στην πρωτεύουσα του νομού. Που χρόνος για άλλες δουλειές και προετοιμασία για το σχολείο. Έτσι ξέραμε όλοι ότι κάθε Δευτέρα πρωί, που έφτανε απροετοίμαστη για να διδάξει, η Καλλιρρόη διάβαζε στα παιδιά τη Δίκη του Κολοκοτρώνη, για να μαθαίνουν» (σελ. 71).

Εντέ­λει η Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου με τις Ασκή­σεις αντο­χής στον χρό­νο, ένα βι­βλίο υψη­λής ποιό­τη­τας και από πλευ­ρά έκ­δο­σης με εντυ­πω­σια­κό εξώ­φυλ­λο, επι­χει­ρεί, όπως γρά­φει στο οπι­σθό­φυλ­λο, να ξορ­κί­σει την αδυ­σώ­πη­τη κοι­νή μοί­ρα.

Όπλα της το χιού­μορ, η αι­σθη­τι­κή του λι­τού, το χα­μό­γε­λο και κυ­ρί­ως η μνή­μη. Η μνή­μη που τε­λι­κά σώ­ζει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: