Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι νεότεροι ποιητές


Η επι­τυ­χία μπο­ρεί να με­τρη­θεί, η επί­δρα­ση εκτι­μά­ται και θέ­τει υπό αμ­φι­σβή­τη­ση τη διαί­σθη­ση εκεί­νου που θέ­λει να ανα­δεί­ξει την ύπαρ­ξή της.
Pierre Brunel, Claude Pichois και André-Michel Rousseau

—Δεν ξέ­ρουν ποιός εί­μαι
—Δεν ξέ­ρουν τ’ όνο­μά μου
Μ’ έχουν ξε­χά­σει
Εί­μαι νε­κρός

Μ. Σα­χτού­ρης, «Το τη­λέ­φω­νο», Με το πρό­σω­πο στον τοί­χο

Εί­κο­σι και πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια με­τά την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του Μίλ­του Σα­χτού­ρη στην ποί­η­ση, η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη θα δι­καιώ­σει τον ποι­η­τή και το έρ­γο του με το εξαι­ρε­τι­κό κεί­με­νό της «Οι ‘δύ­σκο­λοι και­ροί’ μέ­σα από την ποί­η­ση του Μίλ­του Σα­χτού­ρη» (Κρι­τι­κή, 2, 10, 1960, 156-169), το οποίο ξε­κι­νά με μια ανα­φο­ρά σε όλους εκεί­νους που θα κα­τα­λά­βουν το έρ­γο του Σα­χτού­ρη και τη δι­κή της θέ­ση απέ­να­ντι σ’ αυ­τό: «Όσοι θυ­μού­νται τον πό­λε­μο και την κα­το­χή με πό­νο αλ­λά και με αγά­πη· όλοι εκεί­νοι που έζη­σαν τα τρυ­φε­ρά χρό­νια της εφη­βεί­ας και της πρώ­της νε­ό­τη­τας μέ­σα σε μιαν ανε­μο­ζά­λη· όλοι εκεί­νοι που δια­σώ­σα­νε με­ρι­κά όνει­ρα και τα υπε­ρα­σπί­σα­νε μ’ ένα πι­κρό πά­θος μέ­σα στη φρί­κη των δύ­σκο­λων και­ρών· όλοι όσοι δεν μπό­ρε­σαν να ξα­να­βρούν μέ­σα στα «ει­ρη­νι­κά» με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια τον ήσυ­χο χω­ρίς εφιάλ­τες ύπνο μιας ανέ­με­λης ζω­ής. Αυ­τοί θα κα­τα­λά­βουν πε­ρισ­σό­τε­ρο».

Κα­τα­λα­βαί­νουν λοι­πόν πε­ρισ­σό­τε­ρο λί­γοι με­γα­λύ­τε­ροι και ομή­λι­κοι ποι­η­τές του Σα­χτού­ρη και κά­ποιους τους συ­να­ντού­με στην ποί­η­σή του, πλάι σε αγα­πη­μέ­νους ξέ­νους ποι­η­τές, φι­λό­σο­φους, καλ­λι­τέ­χνες, φί­λους — τη «συ­ντρο­φιά» αυ­τή κα­τα­γρά­φει ωραία ο Βα­σί­λης Αμα­να­τί­δης στο αφιέ­ρω­μα στον ποι­η­τή με­τά τον θά­να­τό του στο πε­ριο­δι­κό Αντί (858-859, 2005). Κά­μπο­σοι νε­ό­τε­ροι, ο Τά­σος Πορ­φύ­ρης, ο Γε­ρά­σι­μος Λυ­κιαρ­δό­που­λος, ο Στέ­φα­νος Ρο­ζά­νης (για την κρι­τι­κο­γρα­φία του Σα­χτού­ρη, βλ. Δώ­ρα Μέ­ντη, επιμ., Για τον Σα­χτού­ρη. Κρι­τι­κά κεί­με­να, Αι­γαί­ον 1998). Και κά­ποιοι ποι­η­τές και ποι­ή­τριες που θα εμ­φα­νι­στούν από τα μι­σά της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 και εξής, θα αγα­πή­σουν τον Σα­χτού­ρη, θα μι­λή­σουν για τη γνω­ρι­μία τους μα­ζί του, για το απο­τύ­πω­μά του στο έρ­γο τους (βλ. τα κεί­με­να των Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη, Γιάν­νη Κο­ντού, Γιώρ­γου Μαρ­κό­που­λου, Παυ­λί­νας Πα­μπού­δη στο ίδιο αφιέ­ρω­μα στο Αντί). Σε μια συ­νέ­ντευ­ξή του στον Στά­θη Τσα­γκα­ρου­σιά­νο, το 1983 στην Αυ­γή (6 Νο­εμ­βρί­ου), ο ίδιος ο Σα­χτού­ρης εξο­μο­λο­γού­νταν: «Εκεί­νο που με ικα­νο­ποιεί πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ όλες τις κρι­τι­κές και τα γρα­φό­με­να εί­ναι οι ομο­λο­γί­ες με­ρι­κών νέ­ων παι­διών ότι βρή­καν στην ποί­η­σή μου κά­ποιον που συ­μπά­σχει μα­ζί τους. Ήταν σαν να προ­έ­βλε­ψα τα δύ­σκο­λα χρό­νια μας».

Εκεί­να τα νέα παι­διά, ανα­γνώ­στες και ανα­γνώ­στες-ποι­η­τές, θα δώ­σουν τη θέ­ση τους σε άλ­λα νέα παι­διά, σε νε­ό­τε­ρους ποι­η­τές και νε­ό­τε­ρες ποι­ή­τριες που έκα­ναν την εμ­φά­νι­σή τους στον λο­γο­τε­χνι­κό χώ­ρο λί­γο πριν και λί­γο με­τά τον θά­να­τό του Σα­χτού­ρη και μέ­σα στην επό­με­νη δε­κα­ε­τία. Για πολ­λούς και πολ­λές λοι­πόν ο Σα­χτού­ρης απο­τε­λεί ση­μείο ανα­φο­ράς. Μι­λούν γι’ αυ­τόν στις συ­νε­ντεύ­ξεις τους ή για το έρ­γο του σε εκ­δη­λώ­σεις — όπως η Έφη Κα­τσου­ρού, η Κων­στα­ντί­να Κορ­ρυ­βά­ντη, ο Αρ­γύ­ρης Πα­λού­κας στην Ύδρα το 2019. Γρά­φουν για την ποί­η­σή του, όπως ο Βα­σί­λης Αμα­να­τί­δης, ο Γιάν­νης Αντιό­χου, ο Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος στο αφιέ­ρω­μα του Αντί· τη θέ­τουν στο επί­κε­ντρο του προ­βλη­μα­τι­σμού τους για την τέ­χνη και τη ζωή, όπως ο Νι­κό­λας Ευα­ντι­νός στο κεί­με­νό του «Μαύ­ρος σκύ­λος», με ανα­φο­ρά στο ποί­η­μα «Ο Μό­τσαρτ» (Το σκεύ­ος) (Θρά­κα, 8.7.2018). Άλ­λοι και άλ­λες του αφιε­ρώ­νουν συλ­λο­γές και ποι­ή­μα­τα* ή τον κά­νουν ποί­η­μα. Κρι­τι­κοί-ποι­η­τές της νέ­ας γε­νιάς εντο­πί­ζουν την επί­δρα­σή του στους συ­νο­μη­λί­κους τους — μα­ζί με τον Κα­ρού­ζο και τον Λει­βα­δί­τη, όπως ο Ζή­σης Αϊ­να­λής, ει­δι­κά όσον αφο­ρά τους νε­ό­τε­ρους της νέ­ας ποι­η­τι­κής γε­νιά, που στην ου­σία, όπως κι ο ίδιος επι­ση­μαί­νει, δεν εί­ναι μία («Γραμ­μα­το­λο­γι­κά και άλ­λα τι­νά», Bibliothèque, 22.7.2016), ο Θο­δω­ρής Ρα­κό­που­λος («Νεο-γοτ­θι­κά ιν­δάλ­μα­τα: για τον Μίλ­το Σα­χτού­ρη», Τα Ποι­η­τι­κά, 12, 2013) ή ο Πέ­τρος Γκο­λί­τσης, με εύ­στο­χη ανα­φο­ρά στον εξ­πρε­σιο­νι­σμό εν γέ­νει (Ποι­η­τι­κές με­τα­στοι­χειώ­σεις. Στοι­χεία εξ­πρε­σιο­νι­σμού στην ποί­η­σή μας, 2017).

Ο Σα­χτού­ρης επα­νέρ­χε­ται λοι­πόν ποι­κι­λο­τρό­πως στα κεί­με­να, τα πα­ρα­κεί­με­να, τα με­τα­κεί­με­να των νέ­ων ποι­η­τών και ποι­η­τριών κι αυ­τό συ­ναρ­τά­ται προ­φα­νώς προς το Zeitgeist, τα δι­κά τους δύ­σκο­λα χρό­νια, την και­νούρ­για φο­βε­ρή επο­χή που έχει ξη­με­ρώ­σει· προς την ανοι­χτό­τη­τα της ποί­η­σης του Σα­χτού­ρη η σκη­νή της οποί­ας «θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται (και να νο­σεί μα­ζί με όσους πα­τούν το σα­νί­δι της) σε οποιο­δή­πο­τε μέ­ρος του κό­σμου», όπως ση­μειώ­νει ο Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου (Μίλ­τος Σα­χτού­ρης. Η πα­ρά­καμ­ψη του υπερ­ρε­α­λι­σμού, Εστία, 1992, 17) και σε πολ­λές, δια­φο­ρε­τι­κές επο­χές, συ­μπλη­ρώ­νου­με εμείς· προς τα ποι­η­τι­κά και ευ­ρύ­τε­ρα συμ­φρα­ζό­με­να στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή στιγ­μή. Ο Σα­χτού­ρης δια­βά­ζε­ται κι αγα­πιέ­ται από τη νε­ό­τε­ρη ποι­η­τι­κή γε­νιά. Κι αυ­τή εί­ναι η μια πλευ­ρά της σχέ­σης του με τους νε­ό­τε­ρους.

Η άλ­λη πλευ­ρά αφο­ρά τη θέ­ση του στο έρ­γο τους. Απο­τε­λεί όμως, άρα­γε η —ακό­μη και δε­δη­λω­μέ­νη— ανά­γνω­ση κρι­τή­ριο επί­δρα­σης ή δια­κει­με­νι­κό­τη­τας; Η «ιδα­νι­κή βι­βλιο­θή­κη» του ποι­η­τή ή της ποι­ή­τριας, ακό­μη κι όταν ση­μαί­νε­ται με τη μορ­φή αφιε­ρώ­σε­ων αλ­λά και ρη­τών ανα­φο­ρών μέ­σα στο ίδιο το έρ­γο, ση­μαί­νει αυ­το­μά­τως την ου­σια­στι­κή εν­σω­μά­τω­ση των δια­κει­μέ­νων στο ποί­η­μα και το έρ­γο; Η απά­ντη­ση εί­ναι αρ­νη­τι­κή, χω­ρίς ωστό­σο να συμ­φω­νού­με, πλή­ρως του­λά­χι­στον, με τον Ρα­κό­που­λο, ο οποί­ος δια­τεί­νε­ται ότι «η επιρ­ροή του [Σα­χτού­ρη] στους πιο νέ­ους συ­νί­στα­ται συ­χνά σε αντι­γρα­φή του κλί­μα­τος του (όπως συμ­βαί­νει και με τον Κα­ρού­ζο) και δεν εί­ναι πράγ­μα­τι ου­σια­στι­κή και με­του­σιώ­σι­μη». Βέ­βαια, η ανί­χνευ­ση της δη­μιουρ­γι­κής εν­σω­μά­τω­σης της σα­χτου­ρι­κής ποι­η­τι­κής, ή επι­μέ­ρους στοι­χεί­ων της, στο έρ­γο νε­ο­τέ­ρων ποι­η­τών και ποι­η­τριών θέ­τει ποι­κί­λα και συ­χνά ακαν­θώ­δη ζη­τή­μα­τα, όπως άλ­λω­στε σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις που γί­νε­ται λό­γος πε­ρί επί­δρα­σης: τον ορι­σμό και κα­θο­ρι­σμό της ποι­η­τι­κής και των ποι­κί­λων συ­νι­στω­σών της, την πολ­λα­πλό­τη­τα των πη­γών έμπνευ­σης, ποι­η­τι­κών και μη, την ιστο­ρι­κό­τη­τα της πρό­σλη­ψης, τις δια­στρω­μα­τώ­σεις της επί­δρα­σης, που μπο­ρούν να λά­βουν τη μορ­φή ποι­κί­λων εξι­σώ­σε­ων με δια­φο­ρε­τι­κούς άγνω­στους x. Λό­γου χά­ρη, ο Σα­χτού­ρης αγα­πού­σε τον Κάφ­κα —μας το επι­ση­μαί­νει και στην ποί­η­σή του (π.χ., «Ο Kafka και τα ψά­ρια», «Ο με­γά­λος κα­θρέ­φτης», «Ακό­μα για τον Κάφ­κα»)— ή τον Ντύ­λαν Τό­μας («Στον Ντί­λαν Τό­μας», «Ο με­γά­λος κα­θρέ­φτης», «Η πα­ρου­σία»), ή τον Τρακλ, τον οποίο ωστό­σο δεν ανα­φέ­ρει στα ποι­ή­μα­τά του, κι ας εί­ναι η δια­κει­με­νι­κή τους συ­νο­μι­λία εντο­νό­τα­τη, όπως έχει επι­ση­μά­νει και η κρι­τι­κή (βλ. Δάλ­λας, Πλά­γιος λό­γος, 1989 και Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου, ό.π.). Κά­ποια αντί­στοι­χα στοι­χεία σε έρ­γα νε­ο­τέ­ρων ανά­γο­νται δυ­νη­τι­κά στον Σα­χτού­ρη ή απευ­θεί­ας στον Κάφ­κα, τον Ντύ­λαν και τον Τρακλ; Άλ­λη εξί­σω­ση: ο Γιάν­νης Κο­ντός αγα­πού­σε τον Σα­χτού­ρη και στο έρ­γο του εντο­πί­ζε­ται μια με­τα­ξύ τους συ­στη­μα­τι­κή συ­νο­μι­λία· συ­γκε­κρι­μέ­να στοι­χεία στο έρ­γο νε­ο­τέ­ρων μπο­ρούν να συν­δε­θούν με τον Σα­χτού­ρη ή με τον Κο­ντό που επη­ρε­ά­στη­κε από τον Σα­χτού­ρη και τον οποίο επί­σης δια­βά­ζουν; Μπο­ρεί κά­ποιοι συ­γκε­κρι­μέ­νοι ποι­η­τές της γε­νιά του ’70 —διό­τι βε­βαί­ως και δεν λά­τρευαν όλοι και όλες τον Σα­χτού­ρη, θυ­μά­μαι για πα­ρά­δειγ­μα την απορ­ρι­πτι­κή στά­ση του Χρι­στό­φο­ρου Λιο­ντά­κη απέ­να­ντί του— να επη­ρέ­α­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο, με τα σα­χτου­ρι­κά στοι­χεία τους, κά­ποιους νε­ό­τε­ρους από ό,τι ο ίδιος ο Σα­χτού­ρης;

Όπως και να έχει, η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα στις ποι­κί­λες εκ­φάν­σεις της μάς λέ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρα για τη συ­γκρό­τη­ση του έρ­γου κα­θαυ­τό από την επί­δρα­ση, εφό­σον με­τα­το­πί­ζει την έρευ­να από τους συγ­γρα­φείς στα κεί­με­να και στα δια­κεί­με­να, σε πα­ρα­θέ­μα­τα αυ­τού­σια και πα­ραλ­λαγ­μέ­να, σύμ­βο­λα, ει­κό­νες — χω­ρίς εγ­γυ­ή­σεις όμως και πά­λι ευ­στο­χί­ας, αφού πολ­λά στοι­χεία δεν μπο­ρούν να πι­στω­θούν σε έναν συγ­γρα­φέα και μό­νο, ενώ οι συμ­πτώ­σεις, ή κα­λύ­τε­ρα οι κοι­νές ασύμ­πτω­τες δια­δρο­μές δεν απο­κλεί­ο­νται κα­θό­λου. Το ζή­τη­μα εί­ναι ως εκ τού­του η λει­τουρ­γία και ο τρό­πος αυ­τής της δια­κει­με­νι­κής αυ­τής σχέ­σης. Τα λι­γο­στά πα­ρα­δείγ­μα­τα που ακο­λου­θούν εί­ναι εν­δει­κτι­κά και προ­σεγ­γί­ζουν ακρο­θι­γώς και μό­νο κά­ποιες τά­σεις και δια­στά­σεις του τρό­που αυ­τού, στο πλαί­σιο μιας πο­λύ­μορ­φης, μο­ντερ­νι­στι­κής και με­τα­μο­ντερ­νι­στι­κής ποι­η­τι­κής πα­ρα­γω­γής.

Έτσι, μια αφιέ­ρω­ση, αλ­λά κι ένας τί­τλος, μπο­ρεί να δη­λώ­νουν μια δια­βαθ­μι­σμέ­νη συ­νο­μι­λία. Η Γιάν­να Μπού­κο­βα, για πα­ρά­δειγ­μα, τι­τλο­φο­ρεί την πρώ­τη της συλ­λο­γή που δη­μο­σιεύ­ε­ται στην Ελ­λά­δα, γραμ­μέ­νη ως επί το πλεί­στον στα βουλ­γα­ρι­κά και με­τα­φρα­σμέ­νη από τον Δη­μή­τρη Άλ­λο, Ο ελά­χι­στος κή­πος (2006). Εί­χε μα­γευ­τεί με τον Σα­χτού­ρη, όπως έχει επα­νει­λημ­μέ­να εξο­μο­λο­γη­θεί, πριν ακό­μη μά­θει ελ­λη­νι­κά, γνω­ρί­ζο­ντάς τον μέ­σα από τη με­τά­φρα­ση. Στη συλ­λο­γή τού αφιε­ρώ­νει ένα ποί­η­μα. Κάλ­λι­στα λοι­πόν ο τί­τλος μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί (με­τα)σα­χτου­ρι­κός, με βά­ση τη θέ­ση του κή­που δια­χρο­νι­κά στην ποί­η­σή του Σα­χτού­ρη, χω­ρίς να απο­κλεί­ει όμως άλ­λες δια­συν­δέ­σεις και αντη­χή­σεις, τις οποί­ες ει­σά­γει εξαρ­χής το ελά­χι­στα σα­χτου­ρι­κό επί­θε­το ελά­χι­στος. Και στο ποί­η­μα, όμως, που αφιε­ρώ­νει στον ποι­η­τή γί­νε­ται ορα­τή, όπως και σε ολό­κλη­ρη τη συλ­λο­γή, μια άλ­λη ατμό­σφαι­ρα, πα­ρά τα όποια σύμ­βο­λα, κα­θώς η ποι­ή­τρια δη­μιουρ­γεί με τον δι­κό της τρό­πο ρωγ­μές στον εφιάλ­τη που οι­κο­δο­μεί:

Στο Μίλτο Σαχτούρη

Να την αγαπάμε την τρέλα μας
που μας χορεύει
με μια μουσική πηχτή
σαν σύννεφο
που κολλάει στα δόντια
την τρέλα μας να αγαπάμε
το καμένο φαΐ των αστροναυτών
κοντά κοντά στον απόλυτο ήλιο
κοντά κοντά στον απρόσμενο ήλιο
να την σεβόμαστε
όταν ξυπνάμε με μάτια ορθάνοιχτα
μεσάνυχτα μαύρα
και βλέπουμε το μαύρο
με όλα του τα χρώματα
να την αγαπάμε
όπως αγαπάει ο βοσκός την βέργα του
όταν την μπήγει στο χώμα
και λέει εδώ σταματάω
και σπάει στα χέρια του.

Αν κά­ποιος στα­θεί στην τρέ­λα, ή ίσως και στο σύν­νε­φο και το μαύ­ρο χρώ­μα, στους αστρο­ναύ­τες στη θέ­ση των αγ­γέ­λων, αλ­λά και στα αυ­το­βού­λως σπα­σμέ­να χέ­ρια του βο­σκού, μπο­ρεί να κά­νει λό­γο για σα­χτου­ρι­κά δια­κεί­με­να. Μπο­ρεί να βρει και άλ­λα αντί­στοι­χα στοι­χεία στη συλ­λο­γή της, στην οποία, υιο­θε­τεί μια απλή, άμε­ση, έως και αντι­ποι­η­τι­κή αλ­λά έρ­ρυθ­μη γλώσ­σα, ως όχη­μα μιας ζω­η­ρής, γε­μά­της χρώ­μα­τα σα­χτου­ρι­κά, ει­κο­νο­ποι­ί­ας που πε­ρι­κλεί­ει το τραύ­μα, τον πό­νο, την ανη­συ­χία, τη φρί­κη, την αγριό­τη­τα, τις αντι­θε­τι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες που συ­ναι­ρού­νται αιφ­νι­δια­στι­κά. Κι όμως η ατμό­σφαι­ρα, οι διά­λο­γοι, η ει­ρω­νεία, ο τρό­πος της αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τας, η έμ­φυ­λη ταυ­τό­τη­τα μαρ­τυ­ρούν ήδη πολ­λές, δια­φο­ρε­τι­κές συ­νο­μι­λί­ες, έξω από τον Σα­χτού­ρη. Στη νέα της συλ­λο­γή Drapetomania (2018), γραμ­μέ­νη αυ­τή τη φο­ρά στα ελ­λη­νι­κά, στην οποία επι­ση­μαί­νου­με μια ιδιαι­τέ­ρως εν­δια­φέ­ρου­σα και δρα­στι­κά επε­ξερ­γα­σμέ­νη πο­λυ­φω­νία, κά­ποιες ει­κό­νες, όπως αυ­τές που ακο­λου­θούν, θα μπο­ρού­σαν όντως να χα­ρα­κτη­ρι­στούν, με­μο­νω­μέ­να και σε επί­πε­δο κα­τα­σκευ­ής, με­τα­σα­χτου­ρι­κές. Απο­τε­λούν όμως, νο­μί­ζω, επι­μέ­ρους στοι­χεία σε μια ποί­η­ση με δι­κό της, πλέ­ον, αυ­τό­νο­μο προ­σα­να­το­λι­σμό, την οποία εί­χε ξε­κι­νή­σει, με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά υλι­κά, να χτί­ζει από τον Ελά­χι­στο κή­πο (οι ει­κό­νες με πλά­για):

Η ξανθιά

Ξέρει ότι το φως είναι φτιαγμένο από το καλύτερο μετάξι
ότι έρχεται από ψηλά, από τα πάνω ράφια,
εκεί που φτάνεις μόνο στις μύτες των ποδιών,
από κουτάκια με κλειδιά σε σχήμα καρδούλας
και αρκουδάκια που σου λένε τ’ όνομά σου.

Όποιος αγαπάει τα μικρά τον αγαπάνε τα μεγάλα
και ένας λάκκος με ανθρώπους
παράγει λουλούδια και μέλισσες.
Η ομορφιά νικάει πάντα στο φινάλε.

Όλα είναι άπιαστα και κάπως άχρηστα
σαν Μπράιγ επιγραφές που καίνε.

Ξέρει ότι στο διάλειμμα ορμάνε όλοι για αναψυκτικά
και μπορείς να κάνεις στην ταινία ανεπίτρεπτα πράγματα
χωρίς κανείς να το μάθει.
Ή όταν στρίψεις στη γωνία είναι σαν να μην υπάρχεις.

Κάποια μέρα θα τυλιχτεί με το νήμα από την τσίχλα της
και θα μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο,
κάτι δύσκολο.

Μα μέχρι τότε πάντα θα την βρίσκουν.

Θα υπάρξει ένα άλογο κάτω από το παράθυρο,
μια βάρκα στην ομίχλη.
Θα έρθει κάποιος το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Θα την πετάξουν άχρηστη στη σωτηρία της.


Tractatus

Νομίζω ότι είναι πια καιρός
να ξεκαθαρίσω τη θέση μου για τα περιστέρια.
Που όπως όλοι ξέρουμε είναι αρουραίοι με φτερά.
Τα μίσησα πριν από χρόνια όταν τα είδα να τρώνε σαλάμι
από τα χέρια ενός άστεγου στο πάρκο.
Έτσι μπροστά στα μάτια μου ένα σύμβολο
αποδείχτηκε κρεατοφάγο.
Μια πλατεία γεμάτη περιστέρια
πάντα μυρίζει κλεισούρα.
Η βιασύνη στη φθορά
είναι προσβολή στον χρόνο
Το περιστέρι που σου ’ρχεται κατάφατσα
είναι η σφαλιάρα του τίποτε για τίποτε
κι όμως αφήνει την αίσθηση βρόμικου σώματος
σαν φιλία που μόλις τελείωσε.

Μια άλ­λη νε­α­ρή ποι­ή­τρια, η Ευ­τυ­χία Πα­να­γιώ­του, επι­λέ­γει ως τί­τλο της πρώ­της συλ­λο­γής της ένα πα­ρά­θε­μα από τον Σα­χτού­ρη, Μέ­γας κη­που­ρός (2007), από το ποί­η­μα «Πέ­τρος»: «Δεν έχω άλ­λα λου­λού­δια να σου φέ­ρω / όμως μια μέ­ρα θα γί­νω ο μέ­γας κη­που­ρός / φυ­τεύω θα κλα­δεύω θα πο­τί­ζω / θα ’χω το σπί­τι μου πά­νω σ’ ένα σύν­νε­φο / θ’ ανά­βω τα όνει­ρά μου με τον ήλιο» [ο Γιάν­νης Κο­ντός έλε­γε για τον τε­λευ­ταίο στί­χο του, «φο­ρώ γυα­λιά από πέ­τρα και με λέ­νε Πέ­τρο» ότι ήταν η ατά­κα τους, με τον Βα­σί­λη Στε­ριά­δη, στη δε­κα­ε­τία του ’70]. Η Πα­να­γιώ­του συν­δια­λέ­γε­ται εμ­φα­νώς με την εξο­μο­λο­γη­τι­κή ποί­η­ση, εί­ναι σα­φής η έμ­φυ­λη διά­στα­ση στον λό­γο της και θα δώ­σει στη συ­νέ­χεια ακό­μη πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα απο­τε­λέ­σμα­τα. Η ατμό­σφαι­ρα που δη­μιουρ­γεί η ει­κο­νο­ποι­ία της στη συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή, με ανα­φο­ρά στον θά­να­το και στα –ποι­κι­λο­τρό­πως ανα­ση­μα­σιο­δο­τη­μέ­να- μα­χαί­ρια και ψα­λί­δια λό­γου χά­ρη (βλ. και στο ποί­η­μά της «ars poetica» τον μα­σκο­φό­ρο με τα τρια­ντά­φυλ­λα και τα ψα­λί­δια), τον πό­νο, το αί­μα και το κόκ­κι­νο, αλ­λά και η απο­φθεγ­μα­τι­κό­τη­τα ορι­σμέ­νων στί­χων, σε συν­δυα­σμό με την απλή κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα, την πα­ντα­χού πα­ρού­σα στη σύγ­χρο­νη ποί­η­σή μας, ορί­ζει, μέ­χρις ενός ση­μεί­ου, μια δια­κει­με­νι­κή συ­νο­μι­λία με τον Σα­χτού­ρη, η οποία εί­ναι εν­σω­μα­τω­μέ­νη στη δι­κής της ανα­ζή­τη­ση της προ­σω­πι­κής φω­νής σε διαρ­κή διά­λο­γο με τον εαυ­τό και τον άλ­λον, όπως φαί­νε­ται από τις ακό­λου­θες ει­κό­νες:

Per funeral

το χέ­ρι που κρά­τα­γε σφι­χτά το αί­μα μου ήταν ωραί­ος
νε­κρο­θά­φτης.
μου έδω­σε ένα μα­χαί­ρι κά­τω απ’ το χώ­μα να εξο­λο­θρεύω
                        σκου­λή­κια.
κι έπει­τα από ένα τα­ξί­δι αι­μα­τη­ρό, έμα­θα πως πο­τέ δεν θα
                        πε­θά­νω.
για­τί δεν θα ’σαι δω μπρο­στά μου να κρα­τάς, ψυ­χο­πο­μπός,
μια νό­θα αναγ­γε­λία του θα­νά­του.

Tό­κος

λυ­πη­μέ­νο μα­κι­γιάζ πα­ρα­πα­τά­ει στον κα­θρέ­φτη μου.
αλή­τες, ξε­βγαλ­μέ­να χρώ­μα­τα από τού­φες μαλ­λιών.
η επέ­κτα­ση του μαύ­ρου γί­νε­σαι το φευ­γα­λέο βή­μα
από δέρ­μα σε νε­ρο­χύ­τη γλί­στρη­σες — βρό­μι­κο νε­ρό.

ξε­γεν­νάω άλ­λο ένα όνει­ρο, μορ­φή Εφιάλ­τη,
και ρά­βω τα ίχνη σου έκτα­κτα σ’ ένα στο­μά­χι κε­νό.
πώς μ’ αδειά­ζει ο πό­νος στο πά­τω­μα;
εί­ναι σαν να ’χω φύ­γει.
πο­τέ το πρό­σω­πό μου δεν θα μεί­νει κα­θα­ρό.


Bλέ­πω θα πει επι­νοώ

φτύ­νει η άνοι­ξη ένα-ένα τα δο­ντά­κια της,
κου­κού­τσια φθι­σι­κά, από αί­μα κά­τι πα­ρα­πά­νω.
ο και­ρός γλί­στρη­σε απ’ το στό­μα μου, μια στά­λα
δη­λη­τή­ριο.

φτύ­νω τις μέ­ρες για να μην τις στε­νεύω.
δεν φταί­ει που δεν ξη­με­ρώ­νουν, μα που
σαν ξη­με­ρώ­νουν εί­ναι ακό­μα σκο­τά­δι.
με μα­το­γυά­λια στέ­κο­μαι, στέ­κι έγι­να 
ηλι­θί­ων που στο­χεύ­ει στην όρα­ση. […]

Ο Γιάν­νης Στί­γκας αφιε­ρώ­νει την πρώ­τη του συλ­λο­γή, Η αλη­τεία του αί­μα­τος (2004), στον Σα­χτού­ρη και τον Κα­ρού­ζο, επι­βε­βαιώ­νο­ντας τον Ρα­κό­που­λο, που σχο­λιά­ζει εύ­στο­χα: «Η σα­χτου­ρι­κή επιρ­ροή, μα­ζί με την κα­ρου­ζι­κή, συ­στή­νουν μια δί­κο­πη σκυ­τά­λη, για την γε­νε­α­λο­γία της ποί­η­σής μας, όντας οι δύο πιο επι­δρα­στι­κοί (αλ­λά και από τους πιο ιδιό­τυ­πους) ποι­η­τές μας, στους νε­ό­τε­ρους ποι­η­τές σή­με­ρα». (Τα Ποι­η­τι­κά, ό.π.) Στα ακό­λου­θα ποι­ή­μα­τα, εν­σω­μα­τώ­νει συ­νει­δη­τά συ­γκε­κρι­μέ­να μο­τί­βα της ει­κο­νο­ποι­ί­ας και της οπτι­κής του Σα­χτού­ρη:

Εμένα ο ήλιος μου
έχει φτερούγες
—δεν πετάει
σέρνεται μέσα

Κάθε καλοκαίρι
εγκυμονώ την κακιά πόρτα
όλοι οι υπνοβάτες
γίνονται φίλοι μου
Αυτό σημαίνει:
                        χιλιάδες κύκλους
                        τη βροχή           βροχή
                        τον κόσμο         δίνη
                        τον ποιητή        αερόστατο γεμάτο λύκους

Πέρα από μας
ένας ουρανός στα μέτρα μας
προσμένει

Η κα­κιά πόρ­τα, σι­δε­ρέ­νια ή όχι, που ανοί­γει στον θά­να­το («Ο εφιάλ­της», «Η πόρ­τα», Πα­ρα­λο­γαίς)· ο ποι­η­τής αε­ρό­στα­το και όχι ελεγ­κτής-κλη­ρο­νό­μος που­λιών, αλ­λά πά­ντα ιπτά­με­νος («Ο ελεγ­κτής», Τα φά­σμα­τα ή η χα­ρά στον άλ­λο δρό­μο)· ο ήλιος με τα σπα­σμέ­να φτε­ρά του ελεγ­κτή και όχι με λέ­πια («Το μαύ­ρο άστρο», Όταν σας μι­λώ)· λύ­κοι-άγριοι σκύ­λοι που —μπο­ρεί να— πα­ρα­πέ­μπουν και στον «το σκύ­λο ου­ρα­νό / που βα­στού­σε τη βρο­χή στο πη­γά­δι» («Του θη­ρί­ου», Με το πρό­σω­πο στον τοί­χο)· κι η ση­μαί­νου­σα δί­ψα κι ανά­γκη για ου­ρα­νό («Το ψω­μί»· «Το αε­ρο­πλά­νο», Τα φά­σμα­τα ή η χα­ρά στον άλ­λο δρό­μο).

Τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην τρί­τη του συλ­λο­γή, «Ισό­πα­λο τραύ­μα» (2009), μια συλ­λο­γή πε­ρί ποι­η­τών και ποί­η­σης, συ­να­ντού­με τα «Τρία ποι­ή­μα­τα για τον Σα­χτού­ρη». Στο πρώ­το ποί­η­μα, το χιό­νι και η πα­γω­νιά από τον τί­τλο ήδη, «Χί­με­τλον», που εκ­φέ­ρο­νται όμως με στί­χους του Σα­χτού­ρη, στο μό­το αλ­λά και μέ­σα στο ποί­η­μα: «οι μέ­ρες περ­νούν / το χιό­νι μέ­νει». Μέ­νουν και ση­μαί­νουν κι ο κα­θρέ­φτης και το φεγ­γά­ρι. Το δεύ­τε­ρο ποί­η­μα, «Χτυ­πά αρ­γά τη νύ­χτα το τη­λέ­φω­νο», δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νη σκη­νή με τον Σα­χτού­ρη πρω­τα­γω­νι­στή, φέρ­νει στον νου το σα­χτου­ρι­κό «Η πα­λιά ιστο­ρία» (Ανά­πο­δα τα ρο­λό­για), αλ­λά και το τη­λέ­φω­νο που ουρ­λιά­ζει στον ου­ρα­νό στην «Αρ­πά­γη» (Σφρα­γί­δα ή Η Όγδοη Σε­λή­νη):

Όλο καπνούς και οιμωγές και χάχανα
—αδύνατον ένα τηλέφωνο
να κάνει τέτοια πράγματα—
σου λέω γάβγιζε κι άλλαζε χίλια χρώματα
με το που έγινε λευκό
έκανε να πετάξει
αλλά με φτερά
και έκλαιγε
— τόσο ακριβό τηλέφωνο να κλαίει…

Οπότε, να, το σήκωσα

Χχρουτς… χχ… χχρουτς … παράσιτα

... ... ...

Κάτι σαν άγγελος που ξέρει από πριόνι

Ήταν ο Μίλτος Σαχτούρης

— Πού είναι τα πατίνια μου κάθαρμα;
— Ποια πατίνια;
— Εκείνα τα κόκκινα γυαλιστερά πατίνια.

Θεέ μου, σκέφτηκα, τον έχει κατακλέψει ο άγγελος

Το τρί­το, «Το μαύ­ρο   κόκ­κι­νο», με τα δυο σα­χτου­ρι­κά χρώ­μα­τα στον τί­τλο του —αλ­λά μό­νο σα­χτου­ρι­κά;—, σχο­λιά­ζει τη θέ­ση τριών ποι­η­τών στην ποί­η­σή του:

Ο Ρίτσος μπήκε                  και βγήκε
Ο Λειβαδίτης μπήκε                και δεν ξαναβγήκε
Ο Σαχτούρης μπήκε                 και ξαναμπήκε
                                                                και ξαναμπήκε

Κι όμως, στο ποί­η­μα αυ­τό πα­ρα­λεί­πε­ται ο πο­λύ ση­μα­ντι­κός για την ποί­η­ση του Στί­γκα Νί­κος Κα­ρού­ζος, στον οποίο αφιε­ρώ­νει βέ­βαια ένα ποί­η­μα στην ίδια συλ­λο­γή, και με φεγ­γά­ρι μέ­σα, προ­φα­νώς κα­θό­λου σα­χτου­ρι­κό. Κι ο Ρί­τσος άρα­γε όντως βγή­κε και δεν ξα­να­μπή­κε; Ο Ντύ­λαν Τό­μας απο­τε­λεί έναν τό­πο συ­νά­ντη­σης — δια­με­σο­λα­βη­μέ­νο όμως; Δια­βά­ζο­ντας πά­ντως κα­νείς το έρ­γο του Στί­γκα κα­τα­λή­γει ότι τα σα­χτου­ρι­κά δια­κεί­με­να και τα με­τα­σα­χτου­ρι­κά στοι­χεία, πα­ρό­τι ενί­ο­τε ρη­τά και πο­λύ κα­λά επε­ξερ­γα­σμέ­να μέ­σα στον ήδη δια­μορ­φω­μέ­νο προ­σω­πι­κό του λό­γο, εί­ναι επί­σης με­μο­νω­μέ­να, στην προ­ο­πτι­κή του ποι­η­τι­κού σχε­δί­ου του. Ο Σα­χτού­ρης μάλ­λον μπή­κε και βγή­κε — σε αντί­θε­ση τε­λι­κά με τον Ρί­τσο, που μάλ­λον ξα­να­μπή­κε, μα­ζί με άλ­λους πολ­λούς... Τα λό­για του Στί­γκα εί­ναι κι αυ­τά παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων κι εκ­φέ­ρο­νται με τη δι­κή του ιδιαί­τε­ρη φω­νή.

Ο Μι­χά­λης Πα­πα­ντω­νό­που­λος δη­μιουρ­γεί, θα λέ­γα­με, στην πρώ­τη του συλ­λο­γή Δ (2006), μια σα­χτου­ρι­κή ατμό­σφαι­ρα, με επι­μέ­ρους σα­χτου­ρι­κά μο­τί­βα και, κυ­ρί­ως, με τη δη­μιουρ­γι­κή εν­σω­μά­τω­σή τους στη διάρ­θρω­ση της προ­σω­πι­κής του ει­κο­νο­ποι­ί­ας:

α΄

Δεν ήθελα να ξέρω τ’ όνομά της·
χαμογελούσε κ’ έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.
Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μου συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.

Έψαχνα στα τυφλὰ
το δρόμο για την επομένη. […]

        γ΄

Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
— τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα—
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ’ άστρα απ’ τον αυχένα.

Σαν να ’νιωθα τί είχε συμβεί·
ξερίζωνα τ’ άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ’ τη γλώσσα μου.

                ζ΄

Κ’ έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ’ έβγαινε
κόκκινα σκοτεινό το στήθος·
άνοιγε κίτρινη βροχή
να πλύνει από το χέρι μου
το αίμα κ’ ένας άρρωστος
τόπος έκαιγε με τους σπασμούς
και τα σημάδια του

Τα δό­ντια που αφθο­νούν απει­λη­τι­κά στην ποί­η­ση του Σα­χτού­ρη, η πίσ­σα («Κό­λα­ση», Τα στίγ­μα­τα) και το κο­ρί­τσι στην κό­λα­ση, τα ξε­ρι­ζω­μέ­να άσπρα κυ­κλά­μι­να και τα άσπρα λου­λού­δια στο κε­φά­λι των σκύ­λων («Το μαρ­τύ­ριο», Τα φά­σμα­τα ή Η χα­ρά στον άλ­λο δρό­μο), το κόκ­κι­νο και η κί­τρι­νη βρο­χή, το αί­μα κι η αρ­ρώ­στια αφε­νός· αφε­τέ­ρου και κυ­ρί­ως όμως η κα­τα­σκευή ενός κό­σμου που με­του­σιώ­νει το σα­χτου­ρι­κό αί­σθη­μα. Εντέ­λει, μι­κρή ση­μα­σία έχουν οι ευ­κρι­νείς ανα­φο­ρές, όπως η επί­κλη­ση που πα­ρα­πέ­μπει στον Ελεγ­κτή και στην ανά­γκη για ου­ρα­νό στην τρί­τη του συλ­λο­γή (Οι Δώ­δε­κα - Μια ημι­τε­λής συμ­φω­νία, 2011):

Σπλαχνίσου Κύριε: γκρεμίζεται
στέγη ο ουρανός επάνω μας
και πρέπει Εγώ να τον στεριώσω.

Η συ­νο­μι­λία του Πα­πα­ντω­νό­που­λου με τον Σα­χτού­ρη εί­ναι, κα­τά τη γνώ­μη μου, διαρ­κής και καρ­πο­φό­ρα, και τα με­τα­σα­χτου­ρι­κά στοι­χεία αφο­μοιω­μέ­να στη δι­κή του, έντο­να πο­λι­τι­κή, ποι­η­τι­κή στό­χευ­ση, από το πρώ­το ως το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του, Βό­λια (2015), από όπου κι η ακό­λου­θη ει­κό­να:

Δεν είμαι άγγελος κι η γλώσσα μου κρατάει σκοτάδια
Κάποτε γαβγίζω ψώρα ως το κόκαλο την
εξουσία της ουράς του
κι έξι-οκτὼ παίζουμε νευρικά με τα ξυράϕια
του συστήματος

Τέ­λος, η δια­κει­με­νι­κή συ­νο­μι­λία του Θω­μά Τσα­λα­πά­τη με τον Σα­χτού­ρη, σε όλες του τις συλ­λο­γές, εί­ναι επί­σης διαρ­κής, αλ­λά υπόρ­ρη­τη. Υπόρ­ρη­τη, διό­τι δεν βα­σί­ζε­ται τό­σο σε μο­τί­βα και ανα­φο­ρές, πα­ρό­τι κι αυ­τές δεν λεί­πουν, όσο σε δο­μι­κά στοι­χεία, στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της ει­κό­νας και της ποί­η­σής του εν γέ­νει, στον τρό­πο της θε­α­τρι­κό­τη­τας, στο ιδιαί­τε­ρο στή­σι­μο των σκη­νών, που δη­μιουρ­γούν ατμό­σφαι­ρα και αί­σθη­μα με σα­χτου­ρι­κές αντη­χή­σεις. Πα­ρά­δειγ­μα το «Κου­τί» (Το ξη­μέ­ρω­μα εί­ναι σφα­γή κύ­ριε Κρακ, 2011) ή τα «[Σε­ντό­νια]» (Γε­ω­γρα­φί­ες των Φριτς και των Λανγκ, 2018):

Το κου­τί

Έχω ένα μι­κρό κου­τί που πά­ντα μέ­σα του κά­ποιον σφά­ζουν.
Λί­γο πιο με­γά­λο από κου­τί πα­που­τσιών. Λί­γο πιο άχα­ρο από κου­τί με πού­ρα. Δεν ξέ­ρω ποιος, δεν ξέ­ρω ποιον, μα κά­ποιον σφά­ζουν. Και ήχος δεν ακού­γε­ται (εκτός από τις φο­ρές που ακού­γε­ται). Το το­πο­θε­τώ στη βι­βλιο­θή­κη, στο τρα­πέ­ζι όταν θέ­λω να περ­νώ τις ώρες μου κοι­τά­ζο­ντάς το, μα­κριά από τα πα­ρά­θυ­ρα να μην το κι­τρι­νί­σει ο ήλιος, κά­τω από το κρε­βά­τι μου όταν θέ­λω να νιώ­σω άτα­κτος. Μέ­σα του κά­ποιον σφά­ζουν, ακό­μη και όταν στο σπί­τι μας έχου­με γιορ­τή, ακό­μα και την Κυ­ρια­κή, ακό­μα και όταν βρέ­χει. […]

[Σε­ντό­νια]

Πα­ντού στην επι­κρά­τεια. Και να θες δεν μπο­ρείς να τους απο­φύ­γεις. Άν­θρω­ποι χω­ρίς μέ­λη. Εί­ναι αρ­κε­τοί ώστε να απο­τε­λούν πια κα­νό­να. Κά­ποιος ένα πό­δι, άλ­λος ένα χέ­ρι. Και τα δυο πό­δια, όλα τα μέ­λη και ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα. Χω­ρίς πό­δι, χω­ρίς χέ­ρι άλ­λος χω­ρίς κε­φά­λι. Τις νύ­χτες επι­στρέ­φουν στα σπί­τια τους. Οι αρ­τι­με­λείς όμοια με τις υπό­λοι­πους. Κλει­δώ­νουν την πόρ­τα. Ξα­πλώ­νουν και σκε­πά­ζο­νται μέ­χρι πά­νω. Έτσι κου­κου­λω­μέ­νοι κοι­μού­νται.
Κα­τά τη διάρ­κεια του ύπνου
Ό, τι εξέ­χει από το σε­ντό­νι
κό­βε­ται.

Ο σα­χτου­ρι­κός λό­γος μοιά­ζει να εί­ναι υπό­γεια πα­ρών στην αί­σθη­ση του κό­σμου, στη δό­μη­ση της ανα­πα­ρά­στα­σης, πε­ρισ­σό­τε­ρο στον τρό­πο και λι­γό­τε­ρο στη λέ­ξη, μάλ­λον εντέ­λει ως τό­πος κα­θαυ­τόν.

Υπάρ­χουν προ­φα­νέ­στα­τα κι άλ­λοι ποι­η­τές και ποι­ή­τριες όπου εντο­πί­ζο­νται λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­στη­μα­τι­κά με­τα­σα­χτου­ρι­κά στοι­χεία. Σκέ­φτο­μαι, με­τα­ξύ άλ­λων πολ­λών, τον Γιώρ­γο Αλι­σά­νο­γλου σε κά­ποιες στιγ­μές στη συλ­λο­γή Το παν­τζά­ρι κι ο διά­βο­λος· τον Γιάν­νη Αντιό­χου και την πα­ραι­σθη­τι­κή ατμό­σφαι­ρά του, στη Διά­λυ­ση και όχι μό­νο· την Άν­να Γρί­βα στη Φω­νή του σκο­τω­μέ­νου· τον Δη­μή­τρη Αγ­γε­λή και τις ει­κό­νες και το αί­σθη­μα στο έρ­γο του· τον Πέ­τρο Γκο­λί­τση στο Τρι­βείο του χρό­νου, όπου και η «Νυ­χτε­ρι­νή στοά του Μίλ­του Σα­χτού­ρη». Προς το πα­ρόν, ας πού­με μό­νο ότι ο ποι­η­τι­κός διά­λο­γος των νέ­ων ποι­η­τών και ποι­η­τριών με τον Σα­χτού­ρη υφί­στα­ται, μέ­σα στο ιδιαί­τε­ρο πλέγ­μα των υλι­κών που συ­γκρο­τούν την ποι­η­τι­κή του κα­θε­νός και της κα­θε­μιάς, έχει ποι­κί­λους ανα­βαθ­μούς και ακο­λου­θεί πολ­λούς, δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους. Μια ανα­λυ­τι­κή ανα­φο­ρά θα χρεια­ζό­ταν ολό­κλη­ρη με­λέ­τη, για τον κα­θέ­να και την κα­θε­μιά τους χω­ρι­στά. Αυ­τή όμως εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία.

* Στο αφιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού Αντί δια­βά­ζου­με, με­τα­ξύ άλ­λων, αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τα αφιε­ρω­μέ­να στον Σα­χτού­ρη των νε­ό­τα­των εκεί­νη την επο­χή ποι­η­τών Δη­μή­τρη Άλ­λου, Χρή­στου Γιαν­να­κού, Ξέ­νιας Μερ­τζιώ­τη, Ιά­νας-Γιάν­νας Μπού­κο­βα και Γιάν­νη Στί­γκα, τα οποία θα συ­μπε­ρι­λη­φθούν σε κα­το­πι­νές συλ­λο­γές τους. Στις εκ­δη­λώ­σεις για τον Σα­χτού­ρη στην Ύδρα το 2020, διά­βα­σαν αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τά τους αφιε­ρω­μέ­να στον Σα­χτού­ρη οι ποι­η­τές και ποι­ή­τριες της νε­ό­τε­ρης γε­νιάς Κων­στα­ντί­να Κορ­ρυ­βά­ντη, Κρυ­στάλ­λη Γλυ­νια­δά­κη, Έφη Κα­τσου­ρού, Δη­μή­τρης Πέ­τρου, Αρ­γύ­ρης Πα­λού­κας και Χρή­στος Δα­σκα­λά­κης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: