Οι παιδικές συν-εικόνες στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη

Γιάννα Περσάκη, «Η θύελλα έρχεται». Λάδι σε καμβά (96.5 Χ 141 εκ.)Δημοτική Πινακοθήκη Νίκαιας
Γιάννα Περσάκη, «Η θύελλα έρχεται». Λάδι σε καμβά (96.5 Χ 141 εκ.)Δημοτική Πινακοθήκη Νίκαιας

Εί­ναι με­ση­μέ­ρι μί­ας ανοι­ξιά­τι­κης Δευ­τέ­ρας, στο πε­ρι­βάλ­λον μί­ας πό­λης αβέ­βαι­ης, σχε­δόν φαι­δρής στην προ­σπά­θεια ανα­σύ­ντα­ξης των δυ­νά­με­ων της και καλ­λω­πι­σμού της, κά­τω από το έν­δυ­μα μί­ας, κα­τά συν­θή­κην, “κα­νο­νι­κό­τη­τας”, έπει­τα από δέ­κα χρό­νια οι­κο­νο­μι­κής και ηθι­κής κρί­σης και μία παν­δη­μία που συ­νε­χί­ζει να επε­λαύ­νει. Σε ένα κά­θε­το πα­ρά­δρο­μο της κε­ντρι­κό­τε­ρης συ­νοι­κί­ας της, της γει­το­νιάς των ονεί­ρων, όπως συ­νη­θί­ζουν να την απο­κα­λούν, ένα μι­κρό αγό­ρι που κά­νει τα πρώ­τα του βή­μα­τα δί­πλα στη μη­τέ­ρα του, ανα­φω­νεί «νά­νι-νά­νι» δεί­χνο­ντας την εί­σο­δο ενός εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νου κτι­ρί­ου όπου βρί­σκε­ται ξα­πλω­μέ­νη, με τα λι­γο­στά υπάρ­χο­ντά της, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου ενός υπερ­με­γέ­θους λού­τρι­νου αρ­κού­δου, μία νε­α­ρή κο­πέ­λα. Το αγό­ρι χα­μο­γε­λά. Η κο­πέ­λα συ­νε­χί­ζει να κοι­μά­ται. Εί­ναι Τρί­τη, η κο­πέ­λα συ­νε­χί­ζει να κοι­μά­ται, το παι­δί περ­νά και πά­λι. Γυρ­νά το κε­φά­λι του να την δει: «νά­νι-νά­νι», λέ­ει ικα­νο­ποι­η­μέ­νο από την επα­νά­λη­ψη της ει­κό­νας. Το βρά­δυ η κο­πέ­λα ανοί­γει ένα τε­τρά­διο, φαί­νε­ται κά­τι να γρά­φει ή να ζω­γρα­φί­ζει, ένας δια­βά­της την κοι­τά φευ­γα­λέα και συ­νε­χί­ζει τη δια­δρο­μή του· το πρό­σω­πό της, τώ­ρα, εί­ναι γα­λή­νιο. Εί­ναι αρ­γά πο­λύ αρ­γά τη νύ­χτα και το παι­δί σί­γου­ρα θα κοι­μά­ται στο κρε­βά­τι του ή θα να­νου­ρί­ζε­ται από κά­ποιο μυ­στι­κό τρα­γού­δι της μη­τέ­ρας του. Τις επό­με­νες ημέ­ρες περ­νά ξα­νά από το ίδιο ση­μείο, όλα τα πράγ­μα­τα βρί­σκο­νται στη θέ­ση τους, η κο­πέ­λα όμως λεί­πει. Το παι­δί κοι­τά το κε­νό κρε­βά­τι της και επα­να­λαμ­βά­νει και πά­λι «νά­νι-νά­νι». Το υπερ­με­γέ­θες παι­δι­κό παι­χνί­δι πε­ρι­μέ­νει. Έφτα­σε πά­λι Δευ­τέ­ρα η κο­πέ­λα συ­νε­χί­ζει να λεί­πει και τα πράγ­μα­τά συ­νε­χί­ζουν να πε­ρι­μέ­νουν, που ση­μαί­νει ότι σύ­ντο­μα θα επι­στρέ­ψει, να ξα­πλώ­σει και να απο­κοι­μη­θεί. Το μι­κρό αγό­ρι εί­ναι βέ­βαιο και βα­θειά υπε­ρή­φα­νο με αυ­τή του την ανα­κά­λυ­ψη, γυρ­νά το κε­φά­λι του από το κα­ρό­τσι και ανοι­γο­κλεί­νο­ντας το μι­κρο­σκο­πι­κό χε­ρά­κι του χαι­ρε­τά τη λη­σμο­νη­μέ­νη (που) μέ­σα στο βυ­θό του νι­κη­φό­ρου ύπνου της / κρα­τώ­ντας ένα μή­λο στο δε­ξί της χέ­ρι τ' άλ­λο χαϊ­δεύ­ο­ντας τη θά­λασ­σα / ξε­δι­πλώ­νει ξάφ­νου τα ωραία μά­τια της / εί­ναι μο­νά­χα μια πνοή ένας βρό­ντος κα­νο­νιού / εί­ναι ο πο­δη­λα­τι­στής η αγα­πη­μέ­νη του κι η αν­θο­δέ­σμη / [...]»

Απο­μο­νώ­νο­ντας την επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ει­κό­να, και αφαι­ρώ­ντας τα πρό­σω­πα και τις επο­χές, από το κά­δρο, απα­λεί­φο­ντας την λε­πτο­μέ­ρεια του συ­γκε­κρι­μέ­νου, και υψώ­νο­ντας την συ­στοι­χία των στιγ­μιο­τύ­πων στον ιδε­α­τό τό­πο της ποί­η­σης, απο­μέ­νει μία φι­γού­ρα μοι­ραία, μέ­το­χος μί­ας κά­ποιας συλ­λο­γι­κής ή προ­σω­πι­κής τρα­γω­δί­ας, ένας τό­πος ονεί­ρων, ένα παι­δι­κό παι­χνί­δι, μια κά­ποια τέ­χνη του χαρ­τιού και της γρα­φί­δας και η παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα να κα­θαί­ρει το το­πίο. Συμ­βο­λο­ποιώ­ντας αυ­τή την ίσως κοι­νό­το­πη, για την σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή με­γα­λού­πο­λη, αστι­κή ει­κό­να, που αν δεν υπήρ­χε το μι­κρό αγό­ρι να την ανα­σύ­ρει από την αφά­νειά της, ίσως και να περ­νού­σε απα­ρα­τή­ρη­τη, νοιώ­θω να διέρ­χο­μαι από το εσω­τε­ρι­κό της ποι­η­τι­κής ει­κό­νας του Μίλ­του Σα­χτού­ρη, και με έναν τρό­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο βιω­μα­τι­κό να μπο­ρώ να εστιά­σω στην λει­τουρ­γία κά­ποιων στα­θε­ρών συμ­βό­λων που επα­νέρ­χο­νται στην ποί­η­σή του συν­θέ­το­ντας ένα το­πίο ονεί­ρου που εκ­κι­νεί από αφε­τη­ρί­ες ζό­φου και ολο­κλη­ρώ­νε­ται στο διά­τρη­το, από σφαί­ρες φω­τός, τεί­χος της ελ­πί­δας. Αυ­τή η κο­πέ­λα, με ένα τρό­πο, σε μία πα­ράλ­λη­λη με­τα­τό­πι­ση του ποι­η­τι­κού φορ­τί­ου, θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λεί το κα­τ' εξο­χήν αρ­χέ­τυ­πο της ποί­η­σής του, να εί­ναι η ίδια η λη­σμο­νη­μέ­νη – ο στρα­τιώ­της που σταυ­ρώ­θη­κε / το ρο­λό­γι που στα­μά­τη­σε / το κλω­νά­ρι που άνα­ψε / η βε­λό­να που έσπα­σε / ο επι­τά­φιος που άν­θι­σε / το χέ­ρι που ση­μά­δε­ψε / η πλη­γή που ανα­τρί­χια­σε / το φι­λί που αρ­ρώ­στη­σε / το μα­χαί­ρι που ξα­στό­χη­σε / η λά­σπη που ξε­ρά­θη­κε / ο πυ­ρε­τός που έπε­σε· μία ανα­τρε­πτι­κή ακο­λου­θία ει­κό­νων συσ­σω­ρευ­μέ­νων σε ένα πρό­σω­πο-σε μία φι­γού­ρα πυ­κνω­τή συ­χνο­τή­των και αι­σθή­σε­ων.

Τα δια­κρι­τά αυ­τά στιγ­μιό­τυ­πα, που συλ­λέ­γει ο ποι­η­τής για να απο­δώ­σει τη μορ­φή της γυ­ναί­κας που λη­σμο­νή­θη­κε ή μέλ­λε­ται να λη­σμο­νη­θεί στο μέλ­λον, δεν εί­ναι πα­ρά ακα­ριαί­ες κρυ­σταλ­λώ­σεις μί­ας ανα­τρο­πής του αι­σθή­μα­τος. Κα­θε­μία από αυ­τές και όλες μα­ζί, ως αδιά­σπα­στο σύ­νο­λο, φέ­ρουν στην σάρ­κα τους το στοι­χείο της αντί­θε­σης, της εσω­τε­ρι­κής σύ­γκρου­σης: από το ρο­λό­γι που ενώ εί­ναι ταγ­μέ­νο να χτυ­πά αδιά­λει­πτα έπαυ­σε, μέ­χρι τον επι­τά­φιο που στο θρή­νο της εκ­δη­μί­ας αν­θεί, και το λυ­τρω­τι­κό φι­λί που πά­σχει, ο ποι­η­τής αναι­ρεί τις βε­βαιό­τη­τες, σπά­ει τις τρυ­φε­ρές μνή­μες και οπλί­ζει με φώς τις σκο­τει­νές ανα­μο­νές. Αφαι­ρεί από τη λά­σπη την υγρα­σία της και προ­σθέ­τει στην πλη­γή το ρί­γος της οι­κο­δο­μώ­ντας έναν εξε­λισ­σό­με­νο αιφ­νι­δια­σμό. Μοιά­ζει να ακο­λου­θεί τη δια­νοη­τι­κή λει­τουρ­γία των αυ­θαί­ρε­των και τό­σο απε­λευ­θε­ρω­τι­κών συ­ζεύ­ξε­ων που μό­νο ο νους των παι­διών στα πρώ­τα στά­δια της ανά­πτυ­ξής τους, όταν ακό­μη κυ­κλο­φο­ρούν αμό­λυ­ντα από την δια­δι­κα­σία της γνώ­σης, μπο­ρεί να δια­γρά­ψει. Όπως το παι­δί, στην ει­κό­να του κε­νού αντι­κρύ­ζει την νε­α­ρή κο­πέ­λα και την χαι­ρε­τά, έτσι κι ο ποι­η­τής, όταν οι οδη­γοί σκί­ζουν το σύν­νε­φο και τή­νε κρά­ζουν πόρ­νη βλέ­πει μία θλιμ­μέ­νη πα­να­γία με τον αγα­πη­μέ­νο της μέ­σα στα ει­κο­νί­σμα­τα.

Ο Σα­χτού­ρης δα­νεί­ζε­ται ή, πιο σω­στά, προ­σχω­ρεί στην παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα με ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή του και οι­κο­δο­μεί ένα το­πίο με δύο ισχυ­ρούς πό­λους: την αιχ­μη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υψω­μέ­νη στον χώ­ρο της εφιαλ­τι­κής από­δο­σής της και την πα­ρα­μόρ­φω­σή της μέ­σα από το εξα­γνι­στι­κό εί­δω­λο της πρώ­της παι­δι­κής ηλι­κί­ας: τό­τε, που το ρέ­ον αί­μα δεν συ­νε­πά­γε­ται απα­ραί­τη­τα την πλη­γή· μπο­ρεί, απλά, να ει­κο­νί­ζει μία κόκ­κι­νη ημέ­ρα χα­ράς. Όλο αυ­τό το οι­κο­δό­μη­μα στη­ρί­ζε­ται επά­νω σε ένα στέ­ρεο σύ­στη­μα ει­κό­νων και συν-ει­κό­νων που υπάρ­χουν ή ενυ­πάρ­χουν στον στί­χο του ποι­η­τή, δύο συ­στή­μα­τα που κι­νού­νται και δρουν πα­ράλ­λη­λα: ο γέ­ρος εθνι­κός κή­πος που κου­βα­λά­ει στις πλά­τες του τρείς πε­θα­μέ­νους κύ­κνους, από τη μία πλευ­ρά και τα παι­διά που πε­τά­νε ψί­χου­λα στον ου­ρα­νό [«Χρι­στού­γεν­να 1943», Η λη­σμο­νη­μέ­νη], από την άλ­λη· απο­τυ­πώ­σεις φρί­κης που διαρ­κώς ανα­τρέ­πο­νται και δο­κι­μές ευ­τυ­χί­ας που κυ­κλο­φο­ρούν με­τέ­ω­ρες αδυ­να­τώ­ντας να γί­νουν προ­σο­μοιώ­σεις εκ­πλή­ρω­σης: «Ένας ναύ­της ψη­λά / στα κά­τα­σπρα ντυ­μέ­νος / τρέ­χει μες στο φεγ­γά­ρι // Κι η κο­πέ­λα απ' τη γης / με τα κόκ­κι­να μά­τια / λέ­ει ένα τρα­γού­δι / που δεν φτά­νει ως το ναύ­τη // Φτά­νει ως το λι­μά­νι / φτά­νει ως το κα­ρά­βι / φτά­νει ως τα κα­τάρ­τια // Μα δε φτά­νει ψη­λά στο φεγ­γά­ρι» [«Ο βυ­θός», Πα­ρα­λο­γαίς].

Η με­τα­τό­πι­ση όμως αυ­τή του ποι­η­τή στην ηλι­κία μί­ας πρώ­ι­μης παι­δι­κό­τη­τας, εί­ναι μία κί­νη­ση όχι μό­νο χρο­νι­κή αλ­λά και χω­ρι­κή. Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, το­πο­θε­τεί­ται και το­πο­θε­τεί τα πρό­σω­πα των ποι­η­μά­των του, κα­τά κα­νό­να, στο εσω­τε­ρι­κό κλει­στών δω­μα­τί­ων, Σε έναν πυ­ρή­να μο­να­ξιάς, ενα­τέ­νι­σης και ονεί­ρου, όπου οι πόρ­τες προ­βάλ­λουν μορ­φο­λο­γι­κά απο­δυ­να­μω­μέ­νες με εμ­φα­νές το πρό­ση­μο της ει­σβο­λής/απει­λής στην κί­νη­ση που προ­οιω­νί­ζουν, ενώ τα πα­ρά­θυ­ρα κα­δρά­ρουν το όνει­ρο ανα­βαθ­μι­ζό­με­να σε αρ­χε­τυ­πι­κά σύμ­βο­λα δια­φυ­γής:

Η λησμονημένη ανοίγει το παράθυρο / ανοίγει τα μάτια της

«είναι η χώρα που παραμονεύουν / παιδιά που χάσαν την αγνότητά τους / κι απλώνουνε τα χέρια στ' ανοιχτά παράθυρα / να πέσουν τ' άρρωστα φιλιά / να πέσουν κλαίγοντας απ' τα παράθυρα /τα νέα λιγόζωα ορφανά / σφίγγοντας μες στο πληγωμένο χέρι τους / μια τούφα άσπρα μαλλιά // Απ' το πανάρχαιο όνειρο» [«Τ' όνειρο», Η λησμονημένη]

«Σ' αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα / σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια / από τις πόρτες τρείς άντρες μπήκανε χαρούμενοι / πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες / απ' τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά [...]» [«Τρία δάκρυα του Θεού», Η λησμονημένη]

«Η λησμονημένη ανοίγει το παράθυρο / ανοίγει τα μάτια της» [«Η λησμονημένη, ΙΙ», Η λησμονημένη]

«[...] Από τη μέση / κι απάνω τον έστησαν άγαλμα σ' ένα παράθυρο. / Από τη μέση και κάτω τον έμαθαν να περπατάει σαν / τα μικρά που αρχινάνε. Γι' άγαλμα δε φάνηκε άξιος / γιατί δεν μπόρεσαν να γίνουν άσπρα τα μαλλιά του. / Τα πόδια του πάλι κάνουνε ένα σωρό τρέλες και / τρομάζουν τις γυναίκες που νυχτώνονται στα πα-/ράθυρα. [...]» [«Η λησμονημένη, V», Η λησμονημένη]

«[...] καταμεσής στο δωμάτιό του / σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρός / στ' ανοιχτο παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του / φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται [...]» [«Ο νεκρός της ζωής μας Ιωάννης Βενιαμίν δ' Αρκοζί», Παραλογαίς]

«Σα βράδιαζε στο παράθυρο άναβε ένα φανάρι. Άναβε-έσβηνε άναβε-έσβηνε κι αμέσως μια έρημη βάρκα άραζε πλάι στη σιδερένια πόρτα του σπιτιού κι ένας ένας πέντε άντρες γλιστρούσαν μέσα στο σπίτι» [«Ο εφιάλτης», Παραλογαίς]

«Οι πόρτες τ' άλογα και τα κουδούνια / ανοιχτά φέρετρα κάτω απ' τον ήλιο / ανοιχτά στόματα κάτω απ' τον ήλιο» [«Έξι στιγμές», Παραλογαίς]

«Καθρέφτης κρεβάτι γιασεμί // στάχτες τσιγάρων / κόκκινο από τα χείλια / στα σεντόνια / η ηρωίδα απελπισμένη μέχρι θανάτου / καθρέφτης κρεβάτι / [...] / ο δυνατός άντρας είναι στο ταβάνι / γυμνάζει τα όνειρά του / με πάθος / κατεβαίνει κλείνει το παράθυρο / σκοτεινιάζει / Κραυγή» [«Ο δυνατός», Παραλογαίς]

«Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος / άνοιξε στο θάνατο / και δεν μπορούν να τον σκεπάσουν τρία λουλούδια / και δεν μπορούν να τον ξορκίσουν / τα ζαχαρένια μάγουλα του κοριτσιού / [...]/ η πόρτα που άνοιξες με προσοχή / έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της / πίσω από κάθε μια και μια κραυγή / πίσω από κάθε μια κι ένα κορίτσι» [«Η πόρτα», Παραλογαίς]

«ο άλλος φεύγει για τ' άλλο δωμάτιο / να βρει τις καρφίτσες / πρώτα όμως κρύφτηκε στις κουρτίνες / φοβήθηκε / ύστερα ανέβηκε στο παράθυρο / για να κοιμηθεί» [«Δοκιμές για την επανάληψη της νύχτας, Με το πρόσωπο στον τοίχο]

«Η δυστυχία απ' έξω / έγδερνε τις πόρτες» [«Η σκηνή», Με το πρόσωπο στον τοίχο]

«Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι / έπειτα μπήκε το φεγγάρι / αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί» [«Η νοσταλγία γυρίζει», Με το πρόσωπο στον τοίχο]

Η εσω­στρε­φής κί­νη­ση του Σα­χτού­ρη και η έντο­νη σχέ­ση που ανα­πτύσ­σει με τα πα­ρά­θυ­ρα μαρ­τυ­ρεί μία υπο­συ­νεί­δη­τη με­τα­φο­ρά στον κα­θ' εαυ­τό χώ­ρο της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, το (παι­δι­κό) δω­μά­τιο, όπου το αί­σθη­μα ασφά­λειας -πρό­δη­λη προει­κό­να της οι­κο­γε­νεια­κής εστί­ας, ολο­κλη­ρώ­νε­ται στην ελευ­θε­ρία της ατέρ­μο­νης ονει­ρο­πό­λη­σης. Ο ποι­η­τής με­τα­φέ­ρε­ται και με­τα­φέ­ρει την γρα­φή του στον θε­με­λιώ­δη πυ­ρή­να οι­κειό­τη­τας και μέ­σα σε αυ­τό το χω­ρι­κό ανά­γλυ­φο, τα πα­ρά­θυ­ρα, όπως φαί­νε­ται από τη δυ­να­μι­κή με την οποία ει­σέρ­χο­νται στην ει­κο­νο­ποι­ία του, απο­τε­λούν σχι­σμές ελ­πί­δας, κα­θι­στώ­ντας τη μο­να­ξιά, το σκο­τά­δι, τον φό­βο, το πε­ρί­κλει­στο του κε­λύ­φους, ό,τι κι αν αυ­τό πε­ρι­γρά­φει, ικα­νό να διαρ­ρα­γεί από φώς. Αντί­θε­τα, οι πόρ­τες απει­λούν. Κά­θε κί­νη­ση ει­σό­δου προ­δι­κά­ζε­ται, και σχε­δόν μο­νο­δρο­μι­κά, ορί­ζει ει­σβο­λή, εί­τε πρό­κει­ται για τη φυ­σι­κή, εί­τε για τη με­τα­φο­ρι­κή από­δο­σή της. Μέ­σα σε αυ­τό το το­πίο ο ίδιος ο ποι­η­τής το­πο­θε­τεί­ται σε θέ­ση άμυ­νας και ως μό­νο μέ­σον επι­θέ­σε­ως κρα­τά το απα­ρα­σά­λευ­το του ονεί­ρου του· συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κα­τα­γρα­φή πού, ανα­φαν­δόν, προ­δί­δει την παι­δι­κή το­πο­θέ­τη­ση του αι­σθή­μα­τος και του πνεύ­μα­τος και απει­κά­ζει ανά­γλυ­φα την πρω­το­γε­νή αθω­ό­τη­τα του ποι­η­τή. Το θαυ­μα­στό, όμως, με τον Σα­χτού­ρη, εί­ναι ότι μέ­χρι το τέ­λος πα­ρα­μέ­νει ένοι­κος αυ­τού του πε­ρί­κλει­στου παι­δι­κού δω­μα­τί­ου. Αρ­νού­με­νος να εγκα­τα­λεί­ψει την αθω­ό­τη­τά του γρά­φει: «Σή­με­ρα ήρ­θε και κά­θι­σε στο περ­βά­ζι του πα­ρα­θύ­ρου μου / ένα άσπρο πε­ρι­στέ­ρι. / —Τι γυ­ρεύ­εις εδώ, του εί­πα, / μή­πως σού δώ­σαν λά­θος διεύ­θυν­ση;/ Κα­θό­λου, μού απά­ντη­σε, τι νο­μί­ζεις / το περ­βά­ζι σου εί­ναι μό­νο / για μαύ­ρα που­λιά; / Έκα­νε δυο τρείς βόλ­τες πά­νω κά­τω, / άφη­σε μια κου­τσου­λιά και πέ­τα­ξε, / αφή­νο­ντάς με έκ­πλη­κτο!» [«Το άσπρο πε­ρι­στέ­ρι», Ανά­πο­δα γυ­ρί­σαν τα ρο­λό­για]. Όλη αυ­τή η δια­δι­κα­σία του αιφ­νι­δια­σμού, για τον ίδιο τον ποι­η­τή, δεν σκη­νο­θε­τεί­ται, δεν εκ­βιά­ζε­ται απλώς, και φυ­σικῷ τῷ τρόπῳ, ανα­πνέ­ε­ται και εν συ­νε­χείᾳ προ­σφέ­ρε­ται στον ανα­γνώ­στη, μέ­σα από μία γρα­φή που άλ­λο­τε συ­γκι­νεί, άλ­λο­τε στέρ­γει τη μο­να­ξιά και άλ­λο­τε ρα­γί­ζει τη βε­βαιό­τη­τα με την ει­λι­κρί­νειά της. Αφού ο ίδιος πα­ρα­μέ­νο­ντας παι­δί δεν έμα­θε πο­τέ να στρογ­γυ­λεύ­ει τις γω­νί­ες του.  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: