«Τίποτα πίσω από μια φωτογραφία»

«Τίποτα πίσω από μια φωτογραφία»


Τον Απρί­λη του τρέ­χο­ντος έτους, οι εκ­δό­σεις Πό­λις κα­τά­φε­ραν να πα­ρου­σιά­σουν για πρώ­τη φο­ρά σε μορ­φή βι­βλί­ου μία τρό­πον τι­νά ανα­σκό­πη­ση του φω­το­γρα­φι­κού έρ­γου και της προ­σω­πι­κής γρα­φής του ση­μα­ντι­κό­τα­του και δαι­μο­νι­κού Έλ­λη­να φω­το­γρά­φου Σπύ­ρου Στά­βε­ρη. Με την επαγ­γελ­μα­τι­κή του πα­ρου­σία στον εγ­χώ­ριο και ξέ­νο τύ­πο να γυρ­νά πί­σω στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ‘80, το προ­σω­πι­κό του φω­το­λο­γο­τε­χνι­κό πό­νη­μα “Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα πί­σω από μια φω­το­γρα­φία” κα­λύ­πτει το εύ­ρος πε­ρί­που μιας δε­κα­ε­τί­ας (αρ­χές ‘80 – μέ­σα ‘90), εκεί­νης ακρι­βώς που προη­γή­θη­κε της επαγ­γελ­μα­τι­κής του στα­διο­δρο­μί­ας ως φω­το­ρε­πόρ­τερ και κα­τά συρ­ρο­ήν “κλέ­φτη ει­κό­νων”.

Ο Σ.Σ. ανα­θρά­φη­κε και γιό­μω­σε – αι­σθη­τι­κά κι αν­θρώ­πι­να – σ’ ένα Πα­ρί­σι των δε­κα­ε­τιών του ‘60 και ‘70, μ’ όλες τις ορέ­ξεις και συ­σπά­σεις της τό­τε γαλ­λι­κής κουλ­τού­ρας και πο­λι­τι­κής να χτυ­πούν σ’ ορ­μη­τι­κούς παλ­μούς. Κα­τά την από­φαν­ση του ίδιου, η γαλ­λι­κή του ανα­τρο­φή και δια­μόρ­φω­ση απο­τέ­λε­σαν ανε­ξί­τη­λα στοι­χεία του αι­σθη­τι­κού και οπτι­κού του τρό­που, μα ήταν η επι­στρο­φή του στην Ελ­λά­δα, κα­τά την ανά­στρο­φη πο­ρεία της με­τοί­κι­σης της οι­κο­γέ­νειάς του στο εξω­τε­ρι­κό, που τον έφτια­ξε ως φω­το­γρά­φο.

«Τίποτα πίσω από μια φωτογραφία»


Αυ­τή την ιδιά­ζου­σα χροιά μπο­ρού­με όντως να εκλά­βου­με απ’ την πλη­θώ­ρα υλι­κού της νέ­ας έκ­δο­σης· μιας κι εδώ, με τρό­πο εξαι­ρε­τι­κά εστια­σμέ­νο και τρυ­φε­ρά συ­νε­λεγ­μέ­νο, ο Σ.Σ. επι­τρέ­πει στο βλέμ­μα του θε­α­τή να πλα­νη­θεί και “πί­σω” από την ει­κό­να, μέ­σα δη­λα­δή στον φω­το­γρά­φο, με τα κεί­με­να που συ­νο­δεύ­ουν όλη αυ­τή την πρώ­ι­μή του δη­μιουρ­γία. Κα­τα­γρα­φές ημε­ρο­λο­για­κές, εγκυ­κλο­παι­δι­κές και ανα­φο­ρι­κές, όνει­ρα και ερω­τι­κές ανά­σες λό­γου, όλα φαι­νο­με­νι­κά γραμ­μέ­να τις πε­ριό­δους ακρι­βώς που οι λή­ψεις “μπρο­στά” στον φα­κό ορι­στι­κο­ποιού­νταν, βα­δί­ζουν χέ­ρι χέ­ρι με κά­θε φω­το­γρα­φία του βι­βλί­ου, την “επε­ξη­γούν”, την προ­σω­πο­ποιούν ίσως πε­ρισ­σό­τε­ρο, την ενα­γκα­λί­ζο­νται ως κοι­νή και ατο­μι­κή ιστο­ρία.

«Τίποτα πίσω από μια φωτογραφία»


Η γλα­φυ­ρό­τη­τα των λή­ψε­ων του Στά­βε­ρη, το ασυ­νή­θι­στο και μάλ­λον ρη­ξι­κέ­λευ­θο τα­λέ­ντο του στην πα­ρα­τή­ρη­ση, συ­νται­ριά­ζε­ται εδώ με τις προ­σω­πι­κές του σκέ­ψεις, τις ομο­λο­γί­ες του, με τις ανα­μνή­σεις και τα δι­κά του γε­γο­νό­τα. Αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε πο­λύ βα­θύ­τε­ρα ποιος εί­ναι ο πε­ρι­πλα­νώ­με­νος και ρο­μα­ντι­κός κι­νη­τή­ρας πί­σω από τον φα­κό, τι τον οδη­γεί σε μια απρό­σμε­νη, άγνω­στη στρο­φή του δρό­μου, στη συ­μπα­θή πα­ρα­κο­λού­θη­ση των δια­δρο­μών του έτε­ρου πε­ρι­πλα­νώ­με­νου, στην προ­σέγ­γι­ση ενός νέ­ου θέ­μα­τος όχι απλώς με τους τρί­πο­δες και τα εξαρ­τή­μα­τα της τε­χνι­κής, αλ­λά και με τη βού­λη­ση και αγω­νία της καρ­διάς.

Απο­τε­λού­με­νη απο­κλει­στι­κά από την πρώ­τη, ασπρό­μαυ­ρη πε­ρί­ο­δο της πα­ρα­γω­γής του Σ.Σ., των πρώ­των δη­λα­δή χρό­νων των ερα­σι­τε­χνι­κών του κυ­ρί­ως λή­ψε­ων – συ­μπο­σού­με­νων με αρ­κε­τές επί­σης οι­κο­γε­νεια­κές και βιο­γρα­φι­κές φω­το­γρα­φί­ες, έχου­με την ευ­και­ρία να ανα­γνώ­σου­με στην έκ­δο­ση τό­σο την εξέ­λι­ξη και τη συ­νά­φεια του στυλ με τις με­τέ­πει­τα, έγ­χρω­μες πε­ρι­πέ­τειες του φα­κού του (για τις οποί­ες εί­ναι και ίσως γνω­στό­τε­ρος στο ευ­ρύ κοι­νό), όσο και ποια εί­δους αι­σθα­ντι­κό­τη­τα κι εγρή­γορ­ση εί­ναι ίσως υπεύ­θυ­νη για την άπαξ γοη­τεία των πλού­σιων απο­τυ­πώ­σε­ών του.

«Τίποτα πίσω από μια φωτογραφία»


Υπάρ­χει ένα μυ­στή­ριο στο τρά­βηγ­μα που ασκεί μια ει­κό­να του Στά­βε­ρη, μία σύγ­χι­ση σχε­δόν όσον αφο­ρά τη γε­ω­με­τρία και την έκ­φρα­ση του αν­θρώ­πι­νού της συ­νή­θως θέ­μα­τος, ένα ελ­κυ­στι­κό μπέρ­δε­μα που επι­ση­μαί­νε­ται κά­θε φο­ρά σχε­δόν που προ­σπα­θού­με να μι­λή­σου­με για τις φω­το­γρα­φί­ες του. Το βι­βλίο αυ­τό, και ο ατο­μι­κός του λό­γος και εξο­μο­λό­γη­ση που το γε­μί­ζουν, δί­νουν ίσως ακό­μη ένα έρει­σμα ν’ ανα­ρω­τη­θού­με τι συμ­βαί­νει εντός αυ­τών των κά­δρων και ορί­ων που μας συ­γκι­νεί με τέ­τοιον τρό­πο.
Μια συ­ναι­σθη­μα­τι­κή πλη­ρό­τη­τα, μα­ζί βέ­βαια με την υπο­χρε­ω­τι­κή της “πε­νία” και δί­ψα, εί­ναι σί­γου­ρα εμ­φα­νής στις βόλ­τες και τις ανα­ζη­τή­σεις που μας πα­ρα­χω­ρεί κι απο­κα­λύ­πτει με τα κεί­με­νά του ο Σ.Σ. Το σα­φώς μη-κα­τα­φρο­νη­τι­κό του τρό­που του να βλέ­πει το πε­ρι­βάλ­λον, όποιο κι αν εί­ναι αυ­τό, η κα­τά κά­ποιον τρό­πο ανα­γεν­νη­σια­κή του, άδο­λη πε­ριέρ­γεια προς τον κό­σμο και τα πρό­σω­πά του, εί­ναι συ­στα­τι­κά που φαί­νε­ται να ερε­θί­ζουν έντο­να το κυ­νή­γι ενός θε­ά­μα­τος που πα­ρορ­μά­ται να συλ­λά­βει σε κά­θε του κί­νη­ση. Τα σώ­μα­τα και τα διά­φο­ρα, ετε­ρό­κλη­τα προ­σω­πεία τους δεν “στή­νο­νται” μπρο­στά στο βλέμ­μα του· δεν “κά­θο­νται” σε κά­ποια τυ­πι­κή, αδιά­σπα­στη γραμ­μή των συ­νη­θειών, των φι­λο­δο­ξιών και των πα­θών τους – απο­τυγ­χά­νουν, ολό­τε­λα υπέ­ρο­χα, να στα­θε­ρο­ποι­η­θούν προς ένα προσ­δό­κι­μο, εί­τε αυ­τό εί­ναι ενός θε­α­τή που κά­πο­τε μέλ­λει να τα δει, εί­τε εκεί­νο των στιγ­μιαία ανα­κλώ­με­νων εαυ­τών τους.
Αυ­τό εί­ναι και το διαρ­κώς άπια­στο όλων αυ­τών των φω­το­γρα­φιών. Δεν μπο­ρού­με να εί­μα­στε πο­τέ σί­γου­ροι αν τα πρό­σω­πα – αγνοη­μέ­νες μορ­φές, στε­ρε­ό­τυ­πα, κα­θη­μαγ­μέ­νοι και κα­ρι­κα­τού­ρες, μο­ντέ­λα και πε­ριώ­νυ­μοι – δύ­να­νται να δια­τη­ρή­σουν την οποια­δή­πο­τε ξε­κά­θα­ρη προς τον φα­κό πρό­θε­ση. Φαί­νε­ται να ‘χουν πια­στεί πά­νω σε μια αβέ­βαιη, πλην όμως ανα­γκαία, σχοι­νο­βα­σία με­τα­ξύ της σο­βα­ρό­τη­τας και γεί­ω­σης της πραγ­μα­τι­κής ζω­ής και των ακα­τα­πό­νη­των ερε­θι­σμών του εν­θου­σια­σμού τους για μία πρό­σκαι­ρη και πα­ρά­λο­γη δρά­ση. Χω­ρίς να μα­θαί­νου­με πο­τέ αν εί­ναι πραγ­μα­τι­κά κα­κό­βου­λα, υπο­κρι­τι­κά, βαρ­γιε­στη­μέ­να, αθώα ή αλη­θι­νά ερω­τευ­μέ­να, τα προ­σω­πεία στα τα­χύ­καυ­στα φορ­μά του Σ.Σ. δεν μπο­ρούν πο­τέ να στα­μα­τή­σουν να μας προ­σκα­λούν μέ­σα στη στιγ­μή, την απο­ρία, τον βρα­σμό και την ει­κό­να που φω­τί­ζουν ακα­ριαία.

Στο διά­βα λοι­πόν αυ­τού του βι­βλί­ου, έχου­με τη δυ­να­τό­τη­τα να βου­τή­ξου­με μέ­σα σε γρί­φους που και ο ίδιος ο φω­το­γρά­φος ίσως αγνο­εί· στις πα­ρορ­μή­σεις, τις εμ­μο­νές και τις κα­θι­ζή­σεις της μνή­μης που ση­μά­δε­ψαν έναν αστα­μά­τη­το πε­ρί­πα­το μέ­σα στην πό­λη, και που εμείς έτυ­χε να γνω­ρί­σου­με ως την πό­λη την ίδια, την τρέ­λα, την ψυ­χή και την όψη της, πα­ρά μάλ­λον ως μια ζω­τι­κή διά­βα­ση του κα­θε­νός εντός της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: