Στην ερημιά των κόκκινων βράχων, 1

Στην ερημιά των κόκκινων βράχων, 1

——— 100 χρό­νια από τη γέν­νη­ση της Milein Cosman———


Πριν από με­ρι­κούς μή­νες, με­τα­ξύ άλ­λων, έπρε­πε να κοι­τά­ξω εκα­το­ντά­δες άγνω­στα σκί­τσα του Χ. Μπού­ρα, που βρέ­θη­καν διά­σπαρ­τα ανά­με­σα σε χι­λιά­δες σε­λί­δες απο­θη­κευ­μέ­νων εγ­γρά­φων, σκα­ρω­μέ­να προ­σε­κτι­κά κα­τά τη διάρ­κεια συ­νε­δριά­σε­ων στα πε­ρι­θώ­ρια των σε­λί­δων με την Ημε­ρή­σια Διά­τα­ξη, ή στην τυ­χόν κε­νή πί­σω όψη, ή απλώς σε λευ­κές σε­λί­δες. Κά­ποια βρέ­θη­καν χω­ρι­στά σε φά­κε­λο, στον οποίο ο Χ. Μπού­ρας εί­χε δώ­σει ένα όνο­μα, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της με­τριο­φρο­σύ­νης του: σκί­τσα σχό­λης.
Η εμπλο­κή μου σε αυ­τή την συ­ναρ­πα­στι­κή εξε­ρεύ­νη­ση δεν ήταν τυ­χαία. Οι δια­χει­ρι­στές των κα­τα­λοί­πων Μπού­ρα (επί το πλεί­στον στο ει­δι­κό αρ­χείο του Μου­σεί­ου Μπε­νά­κη) και οι Εκ­δό­σεις Μέ­λισ­σα προ­χω­ρού­σαν στην ετοι­μα­σία ενός βι­βλί­ου με τα άγνω­στα σκί­τσα του, στο οποίο θα έπρε­πε και εγώ να συ­μπρά­ξω, αρ­χί­ζο­ντας από τα αντί­γρα­φα που τέ­θη­καν στη διά­θε­σή μου.
Αν και γνώ­ρι­ζα το σπά­νιο σχε­δια­στι­κό τα­λέ­ντο του Χ. Μπού­ρα και μα­ζί την συ­νή­θειά του να αυ­το­σχε­διά­ζει στα πε­ρι­θώ­ρια της έντυ­πης ημε­ρή­σιας διά­τα­ξης κά­ποιων συ­νε­δριά­σε­ων —χω­ρίς ωστό­σο να χά­νει λέ­ξη από τα λε­γό­με­να—, η ενα­σχό­λη­σή μου με αυ­τά επε­φύ­λασ­σε εκ­πλή­ξεις και ουκ ολί­γες στιγ­μές αμη­χα­νί­ας, όταν αδυ­να­τού­σα να ανα­γνω­ρί­σω το πε­ριε­χό­με­νο ή να κα­τα­λή­ξω στην ορ­θό­τε­ρη θε­μα­τι­κή κα­τά­τα­ξη.
Η τα­ξι­νό­μη­ση κα­τά εί­δος, θέ­μα και χρο­νο­λό­γη­ση σε σχε­δια­στι­κά πά­ρερ­γα, έρ­γα ελεύ­θε­ρου καλ­λι­τε­χνι­κού αυ­το­σχε­δια­σμού, ή σπα­νιό­τε­ρα, σε προ­ϊ­ό­ντα αυ­τό­μα­της γρα­φής, δεν ήταν πά­ντο­τε εύ­λο­γη. Ωστό­σο οι προ­θε­σμί­ες έπρε­πε να τη­ρη­θούν. Έτσι, το βι­βλίο θα κυ­κλο­φο­ρή­σει τις επό­με­νες ημέ­ρες και τό­τε εύ­χο­μαι άλ­λοι αρ­μο­διό­τε­ροι επί των θε­μά­των κά­ποιων σκί­τσων να διορ­θώ­σουν τις αβλε­ψί­ες μου.
Ένα από τα σκί­τσα, που εύ­κο­λα τα­ξι­νο­μεί­ται στην θε­μα­τι­κή ομά­δα «Βρα­χώ­δες ύψω­μα» (η δέ­κα­τη πέμ­πτη από συ­νο­λι­κά εί­κο­σι ομά­δες), εί­ναι άξιο ιδιαί­τε­ρης προ­σο­χής, επει­δή στο κά­τω μέ­ρος του υπάρ­χει ένα επί­γραμ­μα, χω­ρίς να δη­λώ­νε­ται η προ­έ­λευ­σή του.
Στα σκί­τσα (συ­νο­λι­κά οκτώ με το βρά­χο ως μό­νο θέ­μα και άλ­λα τέσ­σε­ρα όπου ο βρά­χος εμ­φα­νί­ζε­ται κά­που στο βά­θος) ο γνώ­ρι­μος στη βυ­ζα­ντι­νή τέ­χνη τρό­πος αφαι­ρε­τι­κής-σχη­μα­τι­κής πα­ρά­στα­σης βρά­χων και ορέ­ων, αξιο­ποιεί­ται από τον Χ. Μπού­ρα με προ­σθή­κη αν­θρω­πο­γε­νών στοι­χεί­ων που συ­νή­θως απα­ντούν σε αρ­χαία λα­το­μεία και πρα­νή μα­λα­κών πε­τρω­μά­των: τα­φι­κές θή­κες, υπό­σκα­φοι τα­φι­κοί θά­λα­μοι προ­σπε­λά­σι­μοι μέ­σω κλί­μα­κας, αρ­κο­σό­λια και άλ­λα πα­ρό­μοια. Λι­γό­τε­ρο ίσως ται­ρια­στό στοι­χείο εί­ναι το φρε­σκο­σκαμ­μέ­νο επί­μη­κες όρυγ­μα τα­φής, ή ο άρ­τι σκε­πα­σμέ­νος με χώ­μα τά­φος με πρό­χει­ρα πα­κτω­μέ­νο ξύ­λι­νο σταυ­ρό.
Το σκί­τσο με το επί­γραμ­μα, όπως προ­δί­δει το εί­δος της δια­γραμ­μι­σμέ­νης σε­λί­δας, έγι­νε από τον Μπού­ρα κα­τά την επι­τή­ρη­ση μιας γρα­πτής εξέ­τα­σης στο Πο­λυ­τε­χνείο. Εκεί όπου η δια­γράμ­μι­ση ενο­χλεί πε­ρισ­σό­τε­ρο, ένα μέ­ρος της κα­λύ­πτε­ται με blanco.
Χά­ρις στον άψο­γο γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα του Μπού­ρα το επί­γραμ­μα δια­βά­ζε­ται εύ­κο­λα :

The red rock wilderness
Should be my dwelling place

Πρό­κει­ται για τους δύο πρώ­τους στί­χους του ποι­ή­μα­τος «Τhe Wilderness» του Βρε­τα­νού ποι­η­τή Sidney Keyes (27/5/1922 – 29/4/1943).
Ολό­κλη­ρο το ποί­η­μα, με μια πρώ­τη από­πει­ρα ελ­λη­νι­κής με­τά­φρα­σης, έχει ως εξής:

The red rock wilderness
Shall be my dwelling-place.

Where the Wind saws at the bluffs
And the pebble falls like thunder
I shall watch the clawed sun
Tear the rocks asunder.


My seven-branched cactus
will never sweat wine:
My own bleeding feet
Shall furnish the sign.
The rock says “Endure.”
The wind says “Pursue.”
The sun says “I will suck your bones
And afterwards bury you.”

Η ερημιά των κόκκινων βράχων
θα είναι η (τελευταία) κατοικία μου.

Εκεί που ο άνεμος ροκανίζει τους γκρεμούς
και το βότσαλο πέφτει σαν κεραυνός
θα βλέπω τον ήλιο με τα νύχια του
να κομματιάζει τους βράχους.

Ο επτάκλωνος κάκτος μου
δεν θα στάξει ποτέ κρασί:
τα ματωμένα πόδια μου
θα το δείξουν.
Ο βράχος λέει «έχε υπομονή».
Ο άνεμος λέει «επιδίωξε».
Ο ήλιος λέει «Θα σου ρουφήξω το μεδούλι
και μετά θα σε θάψω».

Ιαν. 1942


— Ο όρος «Red rock wilderness», ερη­μιά των κόκ­κι­νων βρά­χων (πλη­θυ­ντι­κός κα­τά συ­νεκ­δο­χή), έχει ως γνω­στό­τε­ρο αντι­κεί­με­νό του μια πε­ριο­χή χι­λί­ων εν­νια­κο­σί­ων τετρ. χι­λιο­μέ­τρων στην Αρι­ζό­να, όπου βρο­χή και άνε­μος με­τα­τρέ­πουν τα κόκ­κι­να πε­τρώ­μα­τα σε γι­γά­ντια βα­θιά σκαμ­μέ­να το­πία. Όταν ο Keyes συ­νέ­τασ­σε το έξο­χο αυ­τό ποί­η­μα, το μέ­ρος ήταν ήδη αρ­κε­τά γνω­στό με αυ­τή την ονο­μα­σία.
— Η έκ­φρα­ση my dwelling-place όπως απα­ντά στη Βί­βλο, Ψαλ­μός 91, εν­νο­εί με­τα­φο­ρι­κά την πνευ­μα­τι­κή εγκα­τοί­κη­ση στον Θεό. Στην πα­ρού­σα πε­ρί­πτω­ση εν­νο­εί­ται μάλ­λον η με­τά θά­να­τον κα­τοι­κία.
— Το 1957 o πρώ­τος στί­χος έγι­νε τί­τλος ενός βι­βλί­ου της πο­λυ­γρα­φό­τα­της Elspeth Huxley (εξ αγ­χι­στεί­ας συγ­γε­νής του Aldous Huxley)

Η επι­λο­γή των δύο στί­χων από τον Χ. Μπού­ρα δεν ήταν τυ­χαία: συν­δυά­ζει κα­τά τον κα­λύ­τε­ρο και πλέ­ον συ­γκι­νη­τι­κό τρό­πο τα θέ­μα­τα των σκί­τσων του (βρά­χος και τά­φος) με εκεί­να του ποι­ή­μα­τος και του βί­ου του ποι­η­τή.


Tον Απρί­λιο του 1942 o μό­λις δε­κα­εν­νέα ετών Sidney Keyes, έχο­ντας βιώ­σει μια έντο­νη ερω­τι­κή απο­γο­ή­τευ­ση, άφη­σε τις σπου­δές του στην Οξ­φόρ­δη για να κα­τα­τα­γεί στον μα­χό­με­νο κα­τά του Χί­τλερ βρε­τα­νι­κό στρα­τό, με απο­τέ­λε­σμα να φο­νευ­θεί την 29η Απρι­λί­ου του 1943, με­τά από σκλη­ρή στρα­τιω­τι­κή εκ­παί­δευ­ση και μια σύ­ντο­μη αλ­λά πο­λύ έντο­νη πο­λε­μι­κή δο­κι­μα­σία.
Μη γνω­ρί­ζο­ντας αν το πε­ριε­χό­με­νο των επό­με­νων γραμ­μών εί­ναι ήδη γνω­στό, [1] νο­μί­ζω ότι κλει­δί για την κα­τα­νό­η­ση του ποι­ή­μα­τος εί­ναι ο 7ος και ο 8ος στί­χος :

Ο κά­κτος συμ­βο­λί­ζει εκεί­νη που δεν αντα­πο­κρί­θη­κε στα αι­σθή­μα­τα του ποι­η­τή. Ό,τι όμως την προσ­διο­ρί­ζει εί­ναι το «επτά­κλω­νος», χα­ρα­κτη­ρι­σμός που ενώ πα­ρα­πέ­μπει στον γνώ­ρι­μό μας κιο­νοει­δή ή δεν­δροει­δή saguaro cactus (carnegia gigantia), στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι κα­θα­ρά με­τα­φο­ρι­κός: δε­δο­μέ­νου ότι εκεί­νη που τό­σο δυ­να­τά συ­γκί­νη­σε τον Keyes, η Milein Cosman, εί­χε εβραϊ­κές ρί­ζες, το σύμ­βο­λό της έπρε­πε να μοιά­ζει με την επτά­φω­το λυ­χνία. Επο­μέ­νως, το αφε­τη­ρια­κό αί­τιο του ποι­ή­μα­τος, δη­λα­δή εκεί­νη που δεν αντα­πο­κρί­νε­ται ερω­τι­κά, ει­κο­νί­ζε­ται ως κά­κτος που δεν στα­λά­ζει οί­νον (για να ευ­φρά­νει εκεί­νον που την επι­θυ­μεί). Τού­το με­τα­φέ­ρει ψυ­χι­κά τον ποι­η­τή στον τό­πο του κά­κτου, την έρη­μο, όπου ως συ­νή­θως κόκ­κι­νοι βρά­χοι μα­στι­γώ­νο­νται ανε­λέ­η­τα από τον άνε­μο και κομ­μα­τιά­ζο­νται από τον καυ­τό ήλιο (το γνω­στό φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο). Με αυ­τά μό­νο συ­γκρί­νει ο ποι­η­τής την ψυ­χι­κή του κα­τά­στα­ση και σε αυ­τά βλέ­πει το τέ­λος του.

Aυ­το­προ­σω­πο­γρα­φι­κό σκί­τσο της Milein Cosman


Κά­πως με­γα­λύ­τε­ρή του Sidney Keyes (κα­τά σχε­δόν δε­κα­τρείς μή­νες),[2] μι­κρό­σω­μη, πο­λύ χα­ρι­τω­μέ­νη και χα­ρι­σμα­τι­κή, η Milein Cosman, Γερ­μα­νί­δα με εβραϊ­κές ρί­ζες, με­τά από δυο χρό­νια Μέ­σης Εκ­παί­δευ­σης στη Γε­νεύη, εί­χε φθά­σει στην Αγ­γλία το 1939, όπου σπού­δα­ζε Σχέ­διο και Χα­ρα­κτι­κή στη Σχο­λή Slade (του UCL), που εκεί­νο τον και­ρό ήταν στην Οξ­φόρ­δη.
Την επό­με­νη χρο­νιά έφθα­σε στην Οξ­φόρ­δη και ο Keyes με υπο­τρο­φία για σπου­δές Ιστο­ρί­ας στο διά­ση­μο πα­νε­πι­στή­μιο. Εκεί εξα­κο­λού­θη­σε πα­ράλ­λη­λα εκεί­νο που τον ξε­χώ­ρι­ζε ήδη από τα γυ­μνα­σια­κά του χρό­νια, μια σπά­νιας ποιό­τη­τας ποί­η­ση. Ό,τι ακο­λού­θη­σε εί­ναι κα­λά γνω­στό: o Sidney εντά­χθη­κε γορ­γά στους λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους, προ­χώ­ρη­σε στην έκ­δο­ση πε­ριο­δι­κού, επι­με­λή­θη­κε μια έκ­δο­ση με έρ­γα οκτώ νέ­ων ποι­η­τών (ο ίδιος ήταν ο όγδο­ος), συ­νέ­βα­λε στην πραγ­μα­το­ποί­η­ση θε­α­τρι­κών πα­ρα­στά­σε­ων και φι­λο­λο­γι­κών - καλ­λι­τε­χνι­κών συ­νά­ξε­ων.

Η συ­νά­ντη­σή του με τη Milein ήταν σχε­δόν ανα­πό­φευ­κτη και σύ­ντο­μα, από το Μάιο 1941, η γοη­τευ­τι­κή νέα που ακό­μη μά­θαι­νε τη γλώσ­σα, ήταν η μού­σα του. Η ίδια θαύ­μα­ζε την πο­λύ σπά­νια σκέ­ψη του και την ανα­ντίρ­ρη­τη ει­δι­κό­τη­τά του στο ρο­μα­ντι­σμό, ιδί­ως των με­γά­λων Γερ­μα­νών ποι­η­τών. Σε αυ­τά δεν ήταν η μό­νη. Πε­ρί­που όλοι εκεί­νης της γε­νιάς στην Οξ­φόρ­δη έτσι έβλε­παν τον Keyes. Ωστό­σο ο έρω­τας του ποι­η­τή για τη μού­σα του δεν εί­χε αντα­πό­κρι­ση και αυ­τό του προ­κα­λού­σε έντο­να αι­σθή­μα­τα δυ­στυ­χί­ας, για τα οποία ατυ­χώς υπήρ­χε μέ­σα του πο­λύ έδα­φος. Ο γνω­στός σε όλους πε­σι­μι­σμός του δεν ήταν μό­νον απόρ­ροια της καλ­λι­τε­χνι­κής θη­τεί­ας του στον ρο­μα­ντι­σμό και τα πει­σι­θα­νά­τια θέ­μα­τα του Rilke. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να ευ­θύ­νο­νταν κά­ποια ψυ­χι­κά τραύ­μα­τα και βά­σα­να, αρ­χί­ζο­ντας από το θά­να­το της μη­τέ­ρας του, δύο μή­νες με­τά τη γέν­νη­σή του και συ­νε­χί­ζο­ντας με κά­ποια δύ­σκο­λα παι­δι­κά χρό­νια και την κα­κή υγεία του πα­τέ­ρα του.

Μπρο­στά σε αυ­τά τα όντως τρα­γι­κά δε­δο­μέ­να ο Keyes δεν κρα­τού­σε απα­ραι­τή­τως πα­θη­τι­κή στά­ση. Εν­δεί­ξεις για το αντί­θε­το υπάρ­χουν επί­σης στις διά­φο­ρες εκ­δη­λώ­σεις του αγά­πης για τη ζωή, το φυ­σι­κό το­πίο, τον πε­ρί­πα­το, τις συ­να­να­στρο­φές. Αλ­λά ακό­μη και έτσι, ό,τι τε­λι­κά επι­κρα­τού­σε ήταν μια εγ­γε­νής αδυ­να­μία του ιδί­ου για σύ­να­ψη όντως βα­θύ­τε­ρων σχέ­σε­ων. Σε αυ­τό, εκτός των προ­φα­νών ψυ­χι­κών τραυ­μά­των, έφται­γε και η αυ­στη­ρό­τη­τα του πνεύ­μα­τός του. Λό­γω της συ­στη­μα­τι­κό­τη­τας τής σκέ­ψης του, της γλωσ­σι­κής ιδιο­φυί­ας του και της ευαι­σθη­σί­ας του, ήταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να αι­σθά­νε­ται εντο­νό­τε­ρα τις συ­νή­θως δυσ­διά­κρι­τες ή κρυ­πτό­με­νες ατέ­λειες των χα­ρα­κτή­ρων. Ατέ­λειες (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και εκεί­νων της Milein) στην εσω­τε­ρι­κή συ­νο­χή των πε­ποι­θή­σε­ων, στην εξ αυ­τών ανα­κο­λου­θία λό­γων και πρά­ξε­ων, ατέ­λειες στην κα­τα­νό­η­ση των φαι­νο­μέ­νων και άλ­λες πα­ρό­μοιες με ανα­πό­φευ­κτο απο­τέ­λε­σμα την ύπαρ­ξη της πα­ρερ­μη­νεί­ας, της αυ­τα­πά­της και της ασυ­νέ­πειας, έστω και της πιο άδο­λης.

Όμως, όπως δεί­χνουν οι Χα­ρα­κτή­ρες του Θε­ό­φρα­στου, αυ­τά υπήρ­χαν ανέ­κα­θεν και επο­μέ­νως η συ­νύ­παρ­ξη πε­ριεί­χε πά­ντο­τε όχι μό­νο όρους σύ­γκρου­σης αλ­λά και απο­δο­χής. Η αμοι­βαία ενό­χλη­ση αλ­λή­λων, εντεί­νε­ται με την αύ­ξου­σα ικα­νό­τη­τα πα­ρα­τή­ρη­σης και ξε­σκε­πά­σμα­τος των ατε­λειών, αμ­βλύ­νε­ται όμως με την αύ­ξου­σα ικα­νό­τη­τα πα­ρα­γω­γής αι­σθη­μά­των αγά­πης.
Αλ­λά, όπως βα­θύ­τε­ρα συμ­βαί­νει με ίσως τους πε­ρισ­σό­τε­ρους, ο Keyes εί­χε ανε­παρ­κώς ανε­πτυγ­μέ­νη την ικα­νό­τη­τα για αγά­πη. Ωστό­σο προ­σπα­θού­σε, όσο κα­λύ­τε­ρα μπο­ρού­σε. Όμως, ό,τι τε­λι­κά επι­κρα­τού­σε, όπως σα­φώς φαί­νε­ται στις προ­σω­πι­κές ση­μειώ­σεις του, ήταν ένα αί­σθη­μα πι­κρί­ας, όχι τό­σο από τη Milein, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον εαυ­τό του. Σε αυ­τή την φά­ση ανή­κει ένα ποί­η­μα, που ακό­μη και μό­νος ο τί­τλος λέ­ει πολ­λά: "Not Chosen" (όπου με­τα­ξύ άλ­λων δη­λώ­νει ότι η αγά­πη του θα της φέ­ρει μό­νο βά­σα­να).

Αλ­λά ήδη, όπως συ­χνά συμ­βαί­νει σε τέ­τοιες κα­τα­στά­σεις, η πα­ρα­τει­νό­με­νη αντί­στα­ση του κά­κτου με­τά την πα­ρέ­λευ­ση πολ­λών μη­νών, συ­νέ­βα­λε σε μια δι­πλή αλ­λα­γή πλεύ­σης: πρώ­τον, ο ποι­η­τής αφή­νο­ντας πί­σω του την Οξ­φόρ­δη, κα­τα­τά­χθη­κε στο στρα­τό με σκο­πό να εκ­παι­δευ­τεί για τον ήδη μαι­νό­με­νο κα­τά του Άξο­να πό­λε­μο, δεύ­τε­ρον, μα­κριά από την Οξ­φόρ­δη, άρ­χι­σε εκτός από τη Milein, να σκέ­φτε­ται και μια άλ­λη, που άλ­λω­στε του ήταν το ίδιο γνω­στή: την Renée-Jane Scott, συ­νά­δελ­φο της Milein στο ίδιο ερ­γα­στή­ριο. Σε αυ­τή τη φά­ση πρέ­πει να ανή­κει το ποί­η­μα "For M C Written in the Train". Στις σύ­ντο­μες άδειες απου­σί­ας από το κέ­ντρο στρα­τιω­τι­κής εκ­παί­δευ­σης, ο Keyes, επέ­στρε­φε στην Οξ­φόρ­δη για να συ­να­ντά­ει τον με­γά­λο του έρω­τα, αλ­λά και τον νέο, ενώ τον πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό, στο στρα­τό­πε­δο, εκ­με­ταλ­λευό­ταν κά­θε ελεύ­θε­ρη στιγ­μή για να με­τα­φέ­ρει στο χαρ­τί τους στί­χους που συ­νε­χώς δού­λευε στο μυα­λό του. Τα θέ­μα­τά ήταν πλέ­ον γε­νι­κό­τε­ρα με υλι­κό από την φύ­ση, την τέ­χνη, την ιστο­ρία, την κοι­νω­νία, τη στρα­τιω­τι­κή ζωή, τον πό­λε­μο και την αυ­το­θυ­σία. Τον Μάιο, όμως, έγρα­ψε το ποί­η­μα “The Promised Landscape”, με πε­ριε­χό­με­νο σα­φώς απευ­θυ­νό­με­νο στην Renée-Jane.[3] Με­τά από δύο μή­νες, έλη­ξε και «επι­σή­μως» η σχέ­ση με τη Milein.

Εξή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα η πά­ντο­τε αει­θα­λής ζω­γρά­φος, συ­νέ­θε­σε ένα κεί­με­νο για τον αδι­κο­χα­μέ­νο φί­λο της, στο οποίο με­τα­ξύ άλ­λων ανα­φέ­ρε­ται και σε εκεί­νες τις στιγ­μές που ο Sidney θα περ­νού­σε από την Οξ­φόρ­δη, με την τε­λευ­ταία του στρα­τιω­τι­κή άδεια, πριν κι­νή­σει για το μέ­τω­πο. Αγ­χω­μέ­νη από όλα αυ­τά η Milein εί­χε ήδη χρεια­στεί ια­τρι­κή σχε­δόν φρο­ντί­δα και μό­λις κα­τά­φε­ρε να φθά­σει στο ερ­γα­στή­ριο της, όπου θα συ­να­ντού­σε τον φί­λο της. Εκεί ο Sidney της ανα­κοί­νω­σε, ότι πια ήταν ερω­τευ­μέ­νος με τη Renée. Ακού­γο­ντας η Milein αυ­τά τα νέα τον αγκά­λια­σε —και αυ­τό συ­νέ­βαι­νε για πρώ­τη φο­ρά—, αλ­λά μό­νο από χα­ρά και ανα­κού­φι­ση για την απε­λευ­θέ­ρω­σή του(ς) από τον άκαρ­πο για την ίδια έρω­τά του. Αμέ­σως με­τά, όμως (όπως και πο­λύ συ­χνά έκτο­τε), η ίδια λυ­πό­ταν για την απε­ρί­σκε­πτη επί­δει­ξη αυ­τής της ανα­κού­φι­σης. Μια μέ­ρα αρ­γό­τε­ρα εί­χε βρει στις σκά­λες ένα ση­μεί­ω­μα από τον Sidney: «Τα λέ­με την Άνοι­ξη ή στη Βαλ­χά­λα».[4]

Έκτο­τε, η δρά­ση του Keyes εί­χε ως βά­ση της και ως πλαί­σιό τον στρα­τό και τα αιώ­νια ερω­τή­μα­τα της ύπαρ­ξης σε έναν κό­σμο σύ­γκρου­σης και φθο­ράς.
Η έμ­φυ­τη και πα­λαιό­θεν καλ­λιερ­γη­μέ­νη φύ­ση και ρο­μα­ντι­κή τά­ση του προς κά­θε τι γύ­ρω από τον φυ­σι­κό θά­να­το, βρή­κε σε αυ­τό το νέο πλαί­σιο ό,τι πε­ρισ­σό­τε­ρο της ταί­ρια­ζε. Τα επί το πλεί­στον σύ­ντο­μα ποι­ή­μα­τά του, πλέ­ον των εκα­τό, εκτός από εκεί­να των τε­λευ­ταί­ων μη­νών στο μέ­τω­πο, βρή­καν το δρό­μο τους: δύο έξο­χες συλ­λο­γές, εκ των οποί­ων η δεύ­τε­ρη δη­μο­σιεύ­τη­κε με­τά θά­να­τον, εξα­σφα­λί­ζο­ντας το λο­γο­τε­χνι­κό βρα­βείο Hawthornden, διά­κρι­ση πο­λύ ση­μα­ντι­κή, αν σκε­φθεί κα­νείς ότι έως τό­τε την εί­χαν απο­λαύ­σει τε­χνί­τες όπως o David Garnett, η Vita Sackville-West, o James Hilton, o Robert Graves ή o Graham Green.


Σχέδιο του M.K.
Σχέδιο του M.K.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: