«Ο ηθοποιός και ξέρει πως παίζει και θέλει να ξεχάσει ότι παίζει»

«Ο ηθοποιός και ξέρει πως παίζει και θέλει να ξεχάσει ότι παίζει»

Μια παλιά συζήτηση της ηθοποιού Μάγιας Λυμπεροπούλου με τον ψυχίατρο-ψυχαναλυτή Πέτρο Χαρτοκόλλη με αφετηρία τις «Οδηγίες προς τους Ηθοποιούς» από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ


————
Φω­το­γρ. από το Αρ­χείο της ΕΡΤ (ντο­κι­μα­ντέρ Τα­ξί­δια στη μνή­μη του Χά­ρη Πα­πα­δό­που­λου)
————


in memoriam
Μά­γιας Λυ­μπε­ρο­πού­λου (1940-2021)
και Πέ­τρου Χαρ­το­κόλ­λη (1922-2013)

Στη δε­κα­ε­τία του 1980, υπήρ­χε μια σπου­δαία κα­θη­με­ρι­νή εκ­πο­μπή λό­γου στο Γ’ Πρό­γραμ­μα της Ελ­λη­νι­κής Ρα­διο­φω­νί­ας (επί διευ­θύν­σε­ως Κυ­ριά­κου Σφέ­τσα). Λε­γό­ταν: «Πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­σκό­πιο», με υπό­τι­τλο: Κα­τα­γρα­φή εκ­δη­λώ­σε­ων της πνευ­μα­τι­κής μας ζω­ής – Ανά­λυ­ση, πα­ρου­σί­α­ση θε­μά­των επι­στη­μο­νι­κής σκέ­ψης και σύγ­χρο­νου προ­βλη­μα­τι­σμού. Υπεύ­θυ­νη της εκ­πο­μπής η Μα­ρία Μαυ­ρου­δή. Σε αυ­τή την εκ­πο­μπή ο Βί­κτωρ Αρ­δίτ­της πα­ρου­σί­α­σε το 1984 έναν κύ­κλο 10 εκ­πο­μπών, σε δύο εβδο­μά­δες, με τον γε­νι­κό τί­τλο  «Το σκάν­δα­λο του Θε­ά­τρου», όπου με αφε­τη­ρία σπου­δαία κεί­με­να για το θέ­α­τρο άν­θρω­ποι του θε­ά­τρου και επι­στή­μο­νες συ­ζη­τού­σαν για «την πα­ρά­δο­ξη, σκαν­δα­λώ­δη, ασύλ­λη­πτη και ου­το­πι­στι­κή πλευ­ρά του θε­α­τρι­κού γε­γο­νό­τος».
Πα­ρου­σιά­στη­καν, ακού­στη­καν και συ­ζη­τή­θη­καν πέ­ντε κεί­με­να αιχ­μής για το θέ­α­τρο, από δια­φο­ρε­τι­κές επο­χές της ιστο­ρί­ας του: οι «Οδη­γί­ες προς τους Ηθο­ποιούς» από τον Άμ­λετ του Σαίξ­πηρ, οι Μα­ριο­νέ­τες του Κλάιστ, η «Ομι­λία του Θε­α­τρώ­νη» από τον Φά­ουστ του Γκαί­τε, η Πα­ρά­ξε­νη λέ­ξη… του Ζε­νέ, Το Θέ­α­τρο και το Εί­δω­λο του του Αρ­τώ. Τα φαι­νο­με­νι­κά ετε­ρό­κλη­τα αυ­τά κεί­με­να πρώ­τος συ­σχέ­τι­σε ο κο­ρυ­φαί­ος γάλ­λος θε­α­τρο­λό­γος Μπερ­νάρ Ντορτ, ο δά­σκα­λος μας :

«Σπάνια είναι τα κείμενα που μιλάνε για το θέατρο. Ακόμη σπανιότερα εκείνα που μας βάζουν μονομιάς μπροστά σε αυτό που στο θέατρο είναι σκανδαλώδες, ανήκουστο, είτε μάλιστα αδύνατο.»[1]


Για τις «Οδη­γί­ες προς τους ηθο­ποιούς» από τον Άμ­λετ του Σαίξ­πηρ συ­ζή­τη­σαν η (ακό­μη τό­τε μό­νο) ηθο­ποιός Mά­για Λυ­μπε­ρο­πού­λου[2] και ο ψυ­χα­να­λυ­τής, κα­θη­γη­τής Ψυ­χια­τρι­κής στο Πα­νε­πι­στή­μιο Πα­τρών, Πέ­τρος Χαρ­το­κόλ­λης.[3] Η με­τά­φρα­ση των στί­χων από τον Άμ­λετ (που στην εκ­πο­μπή διά­βα­σε εξαι­ρε­τι­κά η ίδια η Μά­για Λυ­μπε­ρο­πού­λου) εί­ναι της Τε­ρέ­ζας Μά­ρου.[4]
Η συ­νά­ντη­ση της διά­ση­μης ηθο­ποιού με τον κο­ρυ­φαίο ψυ­χα­να­λυ­τή εί­ναι αρ­κε­τά απροσ­δό­κη­τη. Οι δύο συ­νο­μι­λη­τές δεν εί­χαν συ­να­ντη­θεί πριν από την ηχο­γρά­φη­ση, ού­τε καν γνω­ρί­ζο­νταν προ­σω­πι­κά. Εί­χαν προ­φα­νώς με­λε­τή­σει και οι δύο τον Άμ­λετ, και εί­χαν ενη­με­ρω­θεί από τον συ­ντο­νι­στή για τα ζη­τού­με­να της συ­ζή­τη­σης, αλ­λά δεν εί­χαν μπρο­στά τους έναν ‘κα­τά­λο­γο’ ερω­τη­μά­των. Οι εκ­πο­μπές ηχο­γρα­φού­νται, αλ­λά το μο­ντάζ ελά­χι­στα επεμ­βαί­νει στη ροή της συ­ζή­τη­σης. Η συ­ζή­τη­ση έχει προ­φα­νώς αυ­το­σχέ­διο χα­ρα­κτή­ρα με προ­φο­ρι­κές πα­ρα­δρο­μές, μι­κρο-λά­θη, επα­να­λή­ψεις και σο­λοι­κι­σμούς. Αλ­λά εί­ναι ει­λι­κρι­νής και ελεύ­θε­ρη θυ­μί­ζο­ντας ένα ήθος δια­λό­γου που δεν υπάρ­χει πλέ­ον. Οι δύο σπου­δαί­οι συ­νο­μι­λη­τές δεν ντρέ­πο­νται να δια­φω­νή­σουν, δεν δι­στά­ζουν να πουν «δεν ξέ­ρω» ή «δεν κα­τά­λα­βα». Μι­λά­νε με ευ­γέ­νεια, επι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα, δί­χως κα­μιά απο­φα­τι­κό­τη­τα στις δια­τυ­πώ­σεις. Ο ένας δί­νει πά­σες στον άλ­λον, απευ­θύ­νει ερω­τή­σεις, συ­χνά δια­φω­νούν ανοι­χτά. Ο συ­ντο­νι­στής της συ­ζή­τη­σης, αντί­θε­τα με αυ­τό που συμ­βαί­νει σή­με­ρα στις εκ­πο­μπές λό­γου του Τρί­του, επι­λέ­γει εδώ να εί­ναι ολι­γό­λο­γος, και αρ­κεί­ται με κά­ποιες ερω­τή­σεις να δώ­σει το έναυ­σμα της συ­ζή­τη­σης αφή­νο­ντας την να εξε­λι­χθεί. Η με­τα­γρα­φή δια­τη­ρεί τον προ­φο­ρι­κό αυ­το­σχέ­διο χα­ρα­κτή­ρα της συ­ζή­τη­σης.

Η συ­ζή­τη­ση αυ­τή συμ­βαί­νει λί­γα χρό­νια πριν από την «Αθή­να 1985 – Πο­λι­τι­στι­κή Πρω­τεύ­ου­σα της Ευ­ρώ­πης», πριν από τις με­τα­κλή­σεις και τα Φε­στι­βάλ της Ένω­σης Θε­ά­τρων της Ευ­ρώ­πης στο Κρα­τι­κό Θέ­α­τρο Βο­ρεί­ου Ελ­λά­δος, διορ­γα­νώ­σεις που έφε­ραν τους Έλ­λη­νες θε­α­τές σε ρα­γδαία επα­φή με το ευ­ρω­παϊ­κό θέ­α­τρο και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του με­τά από χρό­νια απο­μό­νω­σης. Αλ­λά ίσως εδώ, με το ιδιό­λε­κτο της επο­χής, τί­θε­νται με σα­φή­νεια κά­ποια εν­δια­φέ­ρο­ντα ερω­τή­μα­τα: η πρό­σλη­ψη της πα­ρά­στα­σης, ο ρό­λος του θε­α­τή, η λει­τουρ­γία και η ιδιό­τη­τα του ηθο­ποιού, η αμ­φι­βο­λία για τη δύ­να­μη του θε­ά­τρου...
Κι αν εί­ναι δείγ­μα πε­ρα­σμέ­νων χρό­νων έχει ίσως εν­δια­φέ­ρον να δια­βα­στεί και σή­με­ρα.

Οι δύο εκ­πο­μπές με αφε­τη­ρία τις «Οδη­γί­ες…» από τον Άμ­λετ με­τα­δό­θη­καν τη Δευ­τέ­ρα και την Τρί­τη, 29 και 30 Οκτω­βρί­ου του 1984, στις 5 το από­γευ­μα από το Γ’ Πρό­γραμ­μα της ΕΡΑ.

Β. Α.


Μάγια Λυμπεροπούλου, Πέτρος Χαρτοκόλλης
Μάγια Λυμπεροπούλου, Πέτρος Χαρτοκόλλης

Σαίξπηρ, Άμλετ «Οδηγίες προς τους Ηθοποιούς»


Στο πα­λά­τι της Ελ­σι­νό­ρης φτά­νει ένας θί­α­σος, για να δια­σκε­δά­σει ίσως τον με­λαγ­χο­λι­κό πρί­γκι­πα. Οι θε­α­τρί­νοι εί­ναι πα­λιοί γνώ­ρι­μοι του Άμ­λετ. Τους βά­ζει να παί­ξουν ένα από­σπα­σμα από μια τρα­γω­δία. Ο Άμ­λετ μπρος στον ηθο­ποιό συ­ντα­ράσ­σε­ται, απο­ρεί, μέ­νει άναυ­δος.

Είναι ανήκουστο! Ένα όνειρο πάθους,
κάτι πλασματικό, έκανε τούτο τον ηθοποιό
στη φαντασία να υποτάξει την ψυχή του τόσο,
που μόνο από τη δύναμη της σκέψης χλώμιασε η όψη του,
τα μάτια δάκρυσαν, η μορφή του αλλοιώθηκε,
ράγισε η φωνή, και κάθε του έκφραση ταίριασε
με όσα γέννησε ο νους του. Όλα για ένα τίποτα!
Για την Εκάβη!
Και τι του είναι αυτουνού η Εκάβη; Τι την έχει αυτός
για να την κλαίει; Τι θα 'κανε άραγε
αν είχε του δικού μου πάθους τις αιτίες,
τον δικό μου ρόλο;


ΠΡΑ­ΞΗ Β’, σκη­νή 2

Ο Άμ­λετ συλ­λαμ­βά­νει ένα σχέ­διο: θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τους ηθο­ποιούς για να απο­κα­λύ­ψει το έγκλη­μα, για να τσα­κώ­σει τη συ­νεί­δη­ση του βα­σι­λιά, σαν σε μια πο­ντι­κο­πα­γί­δα.

ΑΜ­ΛΕΤ: Τα λό­για σας, πα­ρα­κα­λώ, να τα προ­φέ­ρε­τε όπως σας τα ΄πα εγώ: να ρέ­ει η γλώσ­σα˙ αν εί­ναι όμως ν’ απαγ­γεί­λε­τε με στόμ­φο, όπως πολ­λοί ηθο­ποιοί μας, κα­λύ­τε­ρα να πει τους στί­χους μου ο ντε­λά­λης του χω­ριού. Και μην ορ­γώ­νε­τε έτσι τον αέ­ρα με το χέ­ρι˙ το κα­θε­τί με τρό­πο˙ για­τί, μέ­σα στον χεί­μαρ­ρο, στην τρι­κυ­μία, στη δί­νη, θα ‘λε­γα, του πά­θους, πρέ­πει να βρεί­τε εντός σας τον έλεγ­χο που το με­τριά­ζει, και να τον κρα­τή­σε­τε. Α! θλί­βο­μαι κα­τά­καρ­δα όταν ακούω κα­νέ­ναν άχα­ρο πε­ρι­κου­φο­ρε­μέ­νο να κομ­μα­τιά­ζει έτσι το πά­θος, να το κα­τα­κου­ρε­λιά­ζει, να ξε­κου­φαί­νει τους θε­α­τές της γα­λα­ρί­ας που, οι πιο πολ­λοί, δεν εί­ναι άξιοι για τί­πο­τα, μό­νο για σα­μα­τά και ανό­η­τες πα­ντο­μί­μες. Θα τους μα­στί­γω­να ευ­χα­ρί­στως κά­τι τέ­τοιους που κά­νουν τα τέ­ρα­τα πιο πο­λύ από τέ­ρα­τα, η πα­ρι­στά­νουν τους ηρω­δι­κό­τε­ρους του Ηρώ­δη. Πα­ρα­κα­λώ να τ’ απο­φύ­γε­τε.

Α’ ΗΘΟ­ΠΟΙΟΣ: Σας δια­βε­βαιώ, υψη­λό­τα­τε.

ΑΜ­ΛΕΤ: Ύστε­ρα, μην παί­ζε­τε υπο­το­νι­κά. Αφή­στε να σας οδη­γεί το έν­στι­κτο σας. Η δρά­ση πρέ­πει να ται­ριά­ζει με τα λό­για, τα λό­για με τη δρά­ση. Αλ­λά προ­σέξ­τε: μην ξε­περ­νά­τε τις σω­στές ανα­λο­γί­ες της φύ­σης˙ η υπερ­βο­λή ξε­φεύ­γει απ’ τον σκο­πό της υπο­κρι­τι­κής, που τε­λι­κή της επι­δί­ω­ξη, και πριν και τώ­ρα, ήταν να κρα­τά­ει, θα λέ­γα­με έναν κα­θρέ­φτη εμπρός στην φύ­ση: να δεί­χνει ποιο εί­ναι το πρό­σω­πο της αρε­τής, ποιο το εί­δω­λο της πε­ρι­φρό­νη­σης, ν’ απο­τυ­πώ­νει στη μορ­φή της το σώ­μα και την ηλι­κία της επο­χής. Αν όλα τού­τα υπερ­το­νι­στούν ή ξε­θυ­μά­νουν, ίσως γε­λά­σουν οι ανί­δε­οι – όμως, μοι­ραία, θα δυ­σα­ρε­στη­θούν οι γνω­στι­κοί: κι ένας μο­νά­χα γνω­στι­κός, που ζυ­γιά­ζει ώς πού έχε­τε το δι­καί­ω­μα να φτά­σε­τε, θα πρέ­πει να με­τρά­ει πα­ρα­πά­νω από ΄να θέ­α­τρο γε­μά­το ανί­δε­ους. Α!, βέ­βαια, έχω δει ηθο­ποιούς να παί­ζουν –και κά­ποιους άκου­σα να τους υμνούν στον υπερ­θε­τι­κό– αλ­λά, θου κύ­ριε φυ­λα­κήν τω στό­μα­τί μου: δεν ήταν η μι­λιά τους χρι­στια­νού μι­λιά, ού­τε ει­δω­λο­λά­τρη θύ­μι­ζε το βά­δι­σμά τους, ού­τε χρι­στια­νό, ού­τε τί­πο­τα· και βλέ­πο­ντας τους να βε­λά­ζουν κορ­δω­μέ­νοι, εί­πα πως κά­ποιος ατζα­μής της Φύ­σης δο­κί­μα­σε να φτιά­ξει αν­θρώ­πους, μα δεν τους πέ­τυ­χε, και τα έρ­γα του πα­ρά­σται­ναν φρι­χτά το αν­θρώ­πι­νο.

Α’ ΗΘΟ­ΠΟΙΟΣ: Αφέ­ντη, ελ­πί­ζω να τα έχου­με διορ­θώ­σει κά­πως.

ΑΜ­ΛΕΤ: Να τα διορ­θώ­σε­τε εντε­λώς! Κι αυ­τοί που κά­νουν τους γε­λω­το­ποιούς σας, να μη λέ­νε τί­πο­τα πα­ρε­κτός τα λό­για τους· για­τί πολ­λοί για να γε­λά­σουν οι άξε­στοι θε­α­τές, χα­σκο­γε­λά­νε μο­να­χοί τους, την ώρα που προ­πά­ντων όφει­λαν να ‘χουν στραμ­μέ­νο τον νου τους σε κα­τι­τί σπου­δαίο μέ­σα στο έρ­γο. Εί­ναι ένα αί­σχος, που απο­δει­κνύ­ει, απλώς, την άθλια φι­λο­δο­ξία όποιου τζου­τζέ το κά­νει. Άντε, πη­γαί­νε­τε να ετοι­μα­στεί­τε!

ΠΡΑ­ΞΗ Γ’, σκη­νή 2
Με­τά­φρα­ση: Τε­ρέ­ζα Μά­ρου

Φαί­νε­ται πως το σχέ­διο του Άμ­λετ πε­τυ­χαί­νει. Ο θεί­ος του Κλαύ­διος, που σφε­τε­ρί­στη­κε τον θρό­νο σκο­τώ­νο­ντας τον πα­τέ­ρα του Άμ­λετ, τα­ρά­ζε­ται βλέ­πο­ντας στη σκη­νή ένα έγκλη­μα πα­ρό­μοιο με εκεί­νο που διέ­πρα­ξε ο ίδιος. Και η πα­ρά­στα­ση δια­κό­πτε­ται.


«Ο ηθοποιός και ξέρει πως παίζει και θέλει να ξεχάσει ότι παίζει»
1/ 29 Οκτωβρίου 1984

Βί­κτωρ Αρ­δίτ­της Ας ξε­κι­νή­σου­με τη συ­ζή­τη­ση με ένα πρώ­το απλοϊ­κό ερώ­τη­μα: αυ­τός ο ηθο­ποιός που τό­σο εντυ­πω­σιά­ζει τον Άμ­λετ δεν έχει τί­πο­τα με την Εκά­βη, κι όμως το παί­ξι­μο του γεν­νά­ει στον Άμ­λετ μια με­γά­λη συ­γκί­νη­ση. Ο ηθο­ποιός δου­λεύ­ει με το βί­ω­μα του;

Πέ­τρος Χαρ­το­κόλ­λης Βε­βαί­ως, κα­τά τη γνώ­μη μου, ο ηθο­ποιός δου­λεύ­ει με το βί­ω­μα του, και όχι μό­νο με το δι­κό του βί­ω­μα, αλ­λά και με το βί­ω­μα του θε­α­τή. Ο Άμ­λετ έχει κά­θε λό­γο να συ­γκι­νεί­ται με την πε­ρί­πτω­ση της Εκά­βης. Εδώ που τα λέ­με δεν εί­μαι τό­σο βέ­βαιος πως ο ηθο­ποιός που έπαι­ξε την Εκά­βη πράγ­μα­τι θα συ­ντά­ρασ­σε κά­θε άλ­λον θε­α­τή το ίδιο με τον Άμ­λετ. Ο Άμ­λετ έχει τα δι­κά του βιώ­μα­τα μέ­σα από τα οποία αντι­κρί­ζει ή ακού­ει τα λό­για του ηθο­ποιού. Το βί­ω­μα αυ­τό μπο­ρεί να μην εί­ναι ισο­δύ­να­μο ή ταυ­τό­ση­μο με το βί­ω­μα που υπο­δύ­ε­ται ο ρό­λος, αλ­λά συ­ναι­σθη­μα­τι­κά υπάρ­χει ο ίδιος προ­βλη­μα­τι­σμός.

Μά­για Λυ­μπε­ρο­πού­λου Κι εγώ αυ­τό θα ήθε­λα να προ­σθέ­σω. Η εντύ­πω­ση που προ­κα­λεί ο ηθο­ποιός στον Άμ­λετ δεν εί­ναι ανε­ξάρ­τη­τη από τον ίδιο τον Άμ­λετ, αλ­λά και κά­θε ηθο­ποιού η εντύ­πω­ση που προ­κα­λεί δεν εί­ναι ανε­ξάρ­τη­τη από τον θε­α­τή που τον βλέ­πει. Το απο­τέ­λε­σμα της δου­λειάς δεν μπο­ρεί να κρι­θεί απο­μο­νω­μέ­να –μό­νο ο ρό­λος, ο ηθο­ποιός και η δου­λειά του– εξαρ­τά­ται και από αυ­τόν που το προ­σλαμ­βά­νει. Ξέ­ρου­με πως ο ηθο­ποιός εί­ναι ο ίδιος και το κεί­με­νο εί­ναι το ίδιο κά­θε βρά­δυ σε μια πα­ρά­στα­ση, αλ­λά αυ­τή η πα­ρά­στα­ση δεν μέ­νει αναλ­λοί­ω­τη (πα­ρό­λο που υπάρ­χουν κά­ποια πλαί­σια), αλ­λοιώ­νε­ται με το κοι­νό που αλ­λά­ζει κά­θε βρά­δυ. Ο Άμ­λετ εί­ναι έτοι­μος, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, να τα­ρα­χτεί βλέ­πο­ντας τον ηθο­ποιό με την Εκά­βη. Τώ­ρα ως προς το βί­ω­μα, μι­λά­με γε­νι­κά και λέ­με πως ο ηθο­ποιός δου­λεύ­ει με τα βιώ­μα­τα, αλ­λά λέ­με και με τις ευαι­σθη­σί­ες του, με τις εμπει­ρί­ες του, με τις μνή­μες του, με τη «συ­γκι­νη­σια­κή μνή­μη», που λέ­ει και ο Στα­νι­σλάβ­σκι, και διά­φο­ρα άλ­λα, αλ­λά μην ξε­χνά­με πως υπήρ­ξαν επο­χές που η ιδιό­τη­τα του ηθο­ποιού δεν βα­σι­ζό­ταν τό­σο πο­λύ, όπως σή­με­ρα, σε αυ­τό που λέ­με βί­ω­μα˙ υπήρ­ξαν επο­χές όπου βά­ραι­νε πά­ρα πο­λύ μια πλευ­ρά όχι εσω­τε­ρι­κή του ηθο­ποιού (ού­τε θα τη λέ­γα­με κι εξω­τε­ρι­κή για­τί αυ­τό θε­ω­ρεί­ται μειο­νέ­κτη­μα ή μομ­φή σή­με­ρα), βά­ραι­νε πά­ρα πο­λύ το αθλη­τι­κό επί­τευγ­μα: το σώ­μα μι­μό­ταν, αλ­λά για να γί­νει αυ­τή τη μί­μη­ση απο­τε­λε­σμα­τι­κή το σώ­μα χρεια­ζό­ταν άσκη­ση και μπο­ρού­σε κα­θό­λου να μη θί­ξει ζη­τή­μα­τα εσω­τε­ρι­κό­τη­τας. Η εσω­τε­ρι­κό­τη­τα δεν εί­ναι κά­τι που υπήρ­χε πά­ντα ως αί­τη­μα για τον κα­λό ηθο­ποιό (αυ­τό το αί­τη­μα εί­ναι και ιστο­ρι­κά πο­λύ πιο πρό­σφα­το).

Β.Α. Η δου­λειά του ηθο­ποιού δη­λα­δή εμπε­ριέ­χει κά­ποιο στοι­χείο χρή­σης κω­δί­κων και ερ­γα­λεί­ων, πέ­ρα από το βί­ω­μα.

Μ.Λ. Ναι, και άσκη­σης – φο­βε­ρής άσκη­σης και επα­νά­λη­ψης. Μη ξε­χνά­με πως υπήρ­ξαν επο­χές που ο ηθο­ποιός θε­ω­ριό­ταν μά­στο­ρας που έκα­νε κά­τι με το σώ­μα του, μια «χει­ρω­να­κτι­κή» –εντός ει­σα­γω­γι­κών θα έλε­γα– πλευ­ρά της δου­λειάς του ηθο­ποιού. Ο ηθο­ποιός της Κο­μέ­ντια ντελ Άρ­τε δεν νο­μί­ζω πως δού­λευε με ευαι­σθη­σί­ες ή με ταυ­τί­σεις ή με βιώ­μα­τα τό­σο πο­λύ, όσο στο να ανα-πα­ρα­στή­σει, να ανα-πλά­σει με το σώ­μα του με­ρι­κές ση­μα­ντι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές. Ξέ­ρου­με πως πολ­λές φο­ρές στον θε­α­τρί­νο της Κο­μέ­ντια ντελ Άρ­τε υπάρ­χει ένα σχή­μα που δεν έχει σχέ­ση με τη δου­λειά που κά­νει σή­με­ρα ο ηθο­ποιός σε ένα άλ­λου εί­δους θέ­α­τρο.

Π.Χ. Εγώ θα δια­φω­νού­σα με αυ­τή την άπο­ψη και θα έλε­γα πως έστω μό­νο με το σώ­μα του και χω­ρίς λό­για, ο ηθο­ποιός εκ­φρά­ζει συ­ναι­σθή­μα­τα, όπως και ο χο­ρευ­τής στο μπα­λέ­το που δεν μι­λά­ει πο­τέ, ή ο ηθο­ποιός που φο­ρά­ει μά­σκα και εί­ναι απρό­σω­πος, ή ακό­μη κι ένας κο­μπάρ­σος, εκ­φρά­ζει πά­ντο­τε κά­τι που υπάρ­χει μέ­σα στον ρό­λο, αν υπάρ­χει ρό­λος.

Μ.Λ. Με την έν­νοια ότι εκ­φρά­ζει κα­τα­στά­σεις, δεν λέω πως αφαι­ρεί­ται κά­θε εί­δους ευαι­σθη­σία, για όνο­μα του θε­ού, αλ­λά εν­νοώ πως το βά­ρος που δι­νό­ταν στην ευαι­σθη­σία ποι­κίλ­λει ανά­λο­γα με τις επο­χές και με τα έρ­γα, τους συγ­γρα­φείς…

Π.Χ. Μμμ, ναι. Μά­λι­στα…

Μ.Λ. Βε­βαί­ως υπάρ­χει ευαι­σθη­σία, υπάρ­χει μια κα­τά­στα­ση και στον Αρ­λε­κί­νο. Όταν θυ­μώ­νει ο Αρ­λε­κί­νος μπο­ρεί να θυ­μώ­νει με έναν ορι­σμέ­νο τρό­πο και να εκ­φρά­ζει τον θυ­μό με έναν ορι­σμέ­νο τρό­πο. Μια κα­τά­στα­ση… Αλ­λά ο ηθο­ποιός που έπαι­ζε τό­τε τον Αρ­λε­κί­νο δεν δί­νει τό­σο βά­ρος όσο σή­με­ρα (αν αυ­τό το πού­με εξέ­λι­ξη της υπο­κρι­τι­κής) στο θέ­μα βί­ω­μα ή στο θέ­μα ταύ­τι­ση. Λέ­με σή­με­ρα: ο ηθο­ποιός πρέ­πει να ταυ­τι­στεί με μια κα­τά­στα­ση. Δεν νο­μί­ζω πως χρεια­ζό­ταν ο Αρ­λε­κί­νος να ταυ­τι­στεί με την κα­τά­στα­ση του θυ­μού. Εί­χε τον κώ­δι­κα των χει­ρο­νο­μιών και της σω­μα­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς που δί­νει στον θε­α­τή την εντύ­πω­ση ή την αί­σθη­ση (δια­λέ­γου­με και παίρ­νου­με) του θυ­μού.

Π.Χ. Σω­στά, εξαρ­τά­ται από τον ορι­σμό του ηθο­ποιού, αλ­λά ο ηθο­ποιός που εί­ναι δη­μιουρ­γι­κός, θα έλε­γα, κι εφό­σον το έρ­γο το οποί­ον παί­ζει έχει κά­ποιο πε­ριε­χό­με­νο, κά­ποιο βά­θος, ο ηθο­ποιός θα πρέ­πει… ο κα­λός ηθο­ποιός, διό­τι όπως και ο Άμ­λετ το λέ­ει: υπάρ­χει ηθο­ποιός και ηθο­ποιός. Εκεί­νο το οποίο το­νί­ζει ο Άμ­λετ, και το το­νί­ζε­τε κι εσείς σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι η ανά­γκη του ελέγ­χου, του αυ­το-ελέγ­χου. Δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι χω­ρίς τον αυ­το­έ­λεγ­χο ο ηθο­ποιός δεν μπο­ρεί και να ελέγ­ξει το ακρο­α­τή­ριο, όπως εί­ναι και ό σκο­πός του, όπως εί­ναι και ο ανο­μο­λό­γη­τος προ­ο­ρι­σμός του ίσως, θα ξα­νάρ­θου­με σε αυ­τό το θέ­μα αρ­γό­τε­ρα. Ο έλεγ­χος εί­ναι αυ­τό που κά­νει να δια­φέ­ρει ένα έρ­γο Τέ­χνης από ένα έρ­γο Φύ­σης. Εγώ δεν συμ­φω­νώ με τον Άμ­λετ που λέ­ει πως το θέ­α­τρο πρέ­πει να εί­ναι ο κα­θρέ­φτης της φύ­σης: αν ήταν ο κα­θρέ­φτης της φύ­σης θα βλέ­πα­με τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα επά­νω στη σκη­νή – και υπερ­βο­λές, για­τί η φύ­ση πολ­λές φο­ρές, το ξέ­ρου­με αυ­τό από τη δι­κή μου την ει­δι­κό­τη­τα: η ψυ­χο­πα­θο­λο­γία εί­ναι μια υπερ­βο­λή του ομα­λού, έτσι δεν εί­ναι;

Μ.Λ. Μμμ…

Π.Χ. Λοι­πόν, αυ­τός ο έλεγ­χος, τον οποίο το­νί­ζε­τε και εσείς σε ορι­σμέ­νες μορ­φές της θε­α­τρι­κής τέ­χνης, εί­ναι νο­μί­ζω απα­ραί­τη­τος σε όλες τις κα­τα­στά­σεις που κα­λεί­ται ένας ηθο­ποιός να επε­ξερ­γα­στεί. Το ότι δια­φέ­ρουν οι επο­χές και οι ηθο­ποιοί το πα­ρα­δέ­χο­μαι. Αλ­λά πάρ­τε την αρ­χαία επο­χή, τον και­ρό του Σο­φο­κλή: επει­δή φο­ρού­σαν μά­σκες και επει­δή φο­ρού­σαν κο­θόρ­νους ίσως, και επει­δή, τέ­λος πά­ντων, με­τα­χει­ρι­ζό­ντου­σαν μια ποι­η­τι­κή γλώσ­σα που ίσως να μην ήταν κα­θό­λου μέ­σα στη φύ­ση, ση­μαί­νει πως αυ­τοί οι άν­θρω­ποι δεν αι­σθά­νο­νταν το Οι­δι­πό­δειο πρό­βλη­μα, με τον τρό­πο ασφα­λώς που το αι­σθα­νό­ταν και το ακρο­α­τή­ριο;

Μ.Λ. Γι’ αυ­τό δεν εί­μαι πά­ρα πο­λύ σί­γου­ρη. Εκεί­νο που ξε­χά­σα­με να πού­με εί­ναι πως συ­ζη­τά­με με αφορ­μή τον Άμ­λετ και τους ηθο­ποιούς της επο­χής του, αλ­λά ο ηθο­ποιός δεν εί­ναι ένας, εί­ναι πολ­λοί –ο κα­λός ηθο­ποιός, ας το πού­με– ανά­λο­γα με τις επο­χές και ανά­λο­γα με τις ανά­γκες κά­θε επο­χής, και ανά­λο­γα με τα έρ­γα. Νο­μί­ζω πως την επο­χή που θί­ξα­τε, του ηθο­ποιού με τη μά­σκα και τους κο­θόρ­νους, ήταν τέ­τοια τα κεί­με­να που δεν εί­χαν να κά­νουν έναν ρό­λο με την έν­νοια ενός προ­σώ­που με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του, τις αντι­δρά­σεις του, τον χα­ρα­κτή­ρα του, με ανεκ­δο­το­λο­γι­κά βιο­γρα­φι­κά. Οι ηθο­ποιοί έπαι­ζαν Μορ­φές, που βρί­σκο­νταν εί­τε σε διά­λο­γο εί­τε σε σύ­γκρου­ση με τον Κό­σμο ή την Μοί­ρα. Οι ρό­λοι στην αρ­χαία τρα­γω­δία –αυ­τό που σή­με­ρα λέ­με ρό­λο– δεν εί­ναι χα­ρα­κτή­ρες ή πρό­σω­πα όπως τα αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε στο ση­με­ρι­νό θέ­α­τρο, όπου θα πού­με η Έντα Γκά­μπλερ εί­ναι αυ­τό κι εκεί­νο, έτσι έχει ζή­σει, το βιο­γρα­φι­κό της, τι έκα­νε πριν τη δού­με στη σκη­νή…

Π.Χ. Εγώ θα δια­φω­νού­σα με αυ­τό. Του­λά­χι­στον στον Σο­φο­κλή και τον Ευ­ρι­πί­δη, οι ρό­λοι –οι κύ­ριοι ρό­λοι– αντα­πο­κρί­νο­νται σε βιώ­μα­τα, σε έναν προ­σω­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Και όταν μι­λά­με για τη Μοί­ρα, μι­λά­με για την ταυ­τό­τη­τα του αν­θρώ­που και τον τρό­πο με τον οποίο αντι­με­τω­πί­ζει αυ­τός κά­τι που εμ­φα­νί­ζε­ται σαν γρα­φτό…

Μ.Λ. Ίσως δεν εκ­φρά­στη­κα κα­λά. Θέ­λω να το δια­τυ­πώ­σω με άλ­λο τρό­πο. Στον Σο­φο­κλή και το κεί­με­νο και οι ρό­λοι, για μέ­να, δεν εί­ναι κα­θη­με­ρι­νοί, έχουν κά­τι το ‘ανοί­κειο’, δεν εί­ναι οι­κεί­οι. Ένας ρό­λος σή­με­ρα, από τον Ίψεν ή τον Τσέ­χοφ, ας πού­με, εί­ναι πο­λύ πιο οι­κεί­ος, πιο προ­σι­τός στο κοι­νό και στον ίδιο τον ηθο­ποιό. Τα νο­ή­μα­τα, οι κα­τα­στά­σεις μιας Κλυ­ται­μνή­στρας εί­ναι σε τέ­τοια με­γά­λα με­γέ­θη και επί­πε­δα που κα­λεί­ται να αρ­θεί ο ηθο­ποιός… Δια­φέ­ρει τε­λεί­ως από την προ­σέγ­γι­ση που μπο­ρού­με να κά­νου­με σε έναν ρό­λο σαν τη Νό­ρα από το Κου­κλό­σπι­το ή και από το θέ­α­τρο το πιο σύγ­χρο­νο.

Β.Α. Δεν θέ­λω να συμ­βι­βά­σω τα αντί­θε­τα, αλ­λά νο­μί­ζω πως στη δου­λειά του ηθο­ποιού συ­νυ­πάρ­χουν και τα δύο: και το βί­ω­μα και η κουλ­τού­ρα. Υπάρ­χει δη­λα­δή μια κι­νη­το­ποί­η­ση ψυ­χι­κών απο­θε­μά­των και με­τα­σχη­μα­τι­σμός εμπει­ριών, αλ­λά υπάρ­χει ταυ­τό­χρο­να και η χρή­ση κω­δί­κων, η χρή­ση ανα­πα­ρα­στά­σε­ων των βιω­μά­των. Στη δου­λειά του ηθο­ποιού συ­νυ­πάρ­χουν και τα δύο. Αυ­τό όμως που νο­μί­ζω πως πρέ­πει να ανα­ρω­τη­θού­με, εί­ναι αν η ίδια η λει­τουρ­γία της υπό­κρι­σης, του να παί­ζεις μπρο­στά στους άλ­λους, κά­θε βρά­δυ για τους άλ­λους, κά­ποιο ρό­λο, ‘να παίρ­νεις χί­λια πρό­σω­πα, να παί­ζεις χί­λιους ρό­λου­ς’ δεν εί­ναι μια ιδιό­μορ­φη, μια πε­ρί­ερ­γη λει­τουρ­γία; Και από ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κή άπο­ψη και από κοι­νω­νι­κή, ο ηθο­ποιός δεν εί­ναι ένα πε­ρί­ερ­γο ον που κα­τά κά­ποιο τρό­πο ζει σε ένα εί­δος πε­ρι­θω­ρί­ου;

Μ.Λ. Από ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κή θα μας το πει ο κ. Χαρ­το­κόλ­λης. Εμέ­να η λέ­ξη που μου έρ­χε­ται να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω εί­ναι ‘αλ­λιώ­τι­κο­ς’. Ο ηθο­ποιός και από την πρα­κτι­κή της δου­λειάς του, του­λά­χι­στον στους τε­λευ­ταί­ους αιώ­νες, κά­νει κά­τι, η δου­λειά του η ίδια το επι­βάλ­λει, που δεν εντάσ­σε­ται στη ροή του κοι­νω­νι­κού συ­νό­λου. Μι­λάω πο­λύ πρα­κτι­κά και απλοϊ­κά: ο ηθο­ποιός πά­ει και ερ­γά­ζε­ται την ώρα που όλοι έχουν τε­λειώ­σει τη δου­λειά τους, ο ηθο­ποιός κοι­μά­ται όταν οι άλ­λοι ξυ­πνούν, ο ηθο­ποιός ξυ­πνά όταν οι άλ­λοι κοι­μού­νται, δου­λεύ­ει νύ­χτα… Ο ηθο­ποιός, από την ίδια την πρα­κτι­κή της δου­λειάς του, έτσι όπως έχει εξε­λι­χθεί σαν επάγ­γελ­μα τους τε­λευ­ταί­ους αιώ­νες, εί­ναι αλ­λιώ­τι­κος. Το επάγ­γελ­μα του εί­ναι αλ­λιώ­τι­κο από τα άλ­λα επαγ­γέλ­μα­τα, αν πρέ­πει σή­με­ρα να μι­λά­με για επάγ­γελ­μα.

Π.Χ. Κα­λά, τό­τε πως τον ξε­χω­ρί­ζε­τε από τους άλ­λους ερ­γά­τες του θε­ά­τρου, αυ­τόν που αλ­λά­ζει τα φώ­τα ή τον υπο­βο­λέα; Όλοι αυ­τοί εί­ναι επί­σης άν­θρω­ποι της νύ­χτας. Ση­μαί­νει αυ­τό πως έχουν όλοι την ίδια ψυ­χο­λο­γία, τα ίδια προ­βλή­μα­τα με τον ηθο­ποιό; προ­φα­νώς ναι.

Μ.Λ. Το θέ­μα εί­ναι πως εγώ αι­σθά­νο­μαι αρ­κε­τή δια­φο­ρά ανά­με­σα στον τε­χνι­κό του θε­ά­τρου και τον ηθο­ποιό. Βε­βαί­ως, ο τε­χνι­κός του θε­ά­τρου ερ­γά­ζε­ται και αυ­τός νύ­χτα, ή ο μα­γνη­το­φω­νί­στας, αλ­λά ο ηθο­ποιός στο εί­δος της ερ­γα­σί­ας του –όταν στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι δη­μιουρ­γι­κή– δεν εκτε­λεί απλώς, δεν έχει μια τε­χνι­κής φύ­σε­ως ερ­γα­σία, όπως το να πα­τή­σεις κου­μπιά ή να δώ­σεις τις ατά­κες στο μα­γνη­τό­φω­νο. Πολ­λές φο­ρές έχω ακού­σει συ­να­δέλ­φους μου να λέ­νε: μα αν μας έβλε­πε κα­νείς θα μας έλε­γε τρε­λούς, χρη­σι­μο­ποιώ μια λέ­ξη που θα δώ­σει ερέ­θι­σμα στον κ. Χαρ­το­κόλ­λη, όλος ο κό­σμος τώ­ρα βγαί­νει έξω, εμείς κα­θό­μα­στε εδώ πέ­ρα κλει­σμέ­νοι σε ένα κε­λί σχε­δόν, βά­φου­με τα μού­τρα μας κο­τζα­μάν άν­θρω­ποι, για να βγού­με να πού­με λό­για άλ­λου, κά­θε βρά­δυ, μπρο­στά σε κό­σμο, με φώ­τα, να κα­μω­θού­με, πως θυ­μώ­νου­με, πως ερω­τευό­μα­στε, πως σκο­τώ­νου­με, πως σκο­τω­νό­μα­στε… Αυ­τή την ‘αλ­λιω­τι­κό­τη­τα’ αι­σθά­νε­ται πολ­λές φο­ρές ο ηθο­ποιός… Άλ­λοι ηθο­ποιοί την βιώ­νουν σαν κά­τι κα­μιά φο­ρά κα­τα­να­γκα­στι­κό, όταν με την πά­ρο­δο των ετών γί­νε­ται ρου­τί­να, άλ­λοι την βιώ­νουν σαν από­λαυ­ση, ακρι­βώς αυ­τή την ίδια ‘αλ­λιω­τι­κό­τη­τα’.

Π.Χ. Εγώ νο­μί­ζω πως αυ­τή η ‘αλ­λιω­τι­κό­τη­τα’ δεν οφεί­λε­ται στην ώρα της ημέ­ρας ή…

Μ.Λ. Αυ­τό εί­ναι το πρα­κτι­κό μέ­ρος…

Π.Χ. Οφεί­λε­ται στο γε­γο­νός ότι ο ηθο­ποιός ξέ­ρει ότι παί­ζει, όταν λέ­με παί­ζει, παί­ζει έναν ρό­λο (σε όλες τις γλώσ­σες εί­ναι η ίδια λέ­ξη), αμέ­σως θυ­μό­μα­στε ένα παι­δί, τα παι­διά παί­ζουν. Αυ­τός ο άν­θρω­πος, όπως εί­πα­τε, μα­κι­γιά­ρε­ται, μα­σκα­ρεύ­ε­ται, δη­λα­δή προ­σποιεί­ται και όχι απλώς υπο­κρί­νε­ται με κά­ποια σκο­πι­μό­τη­τα–όπως στον Άμ­λετ όπου όλοι κά­τι υπο­κρί­νο­νται διό­τι έχουν κά­ποιο προ­σω­πι­κό συμ­φέ­ρον– και ο ηθο­ποιός έχει το συμ­φέ­ρον του: θέ­λει να ζή­σει ή να ανα­δει­χτεί στο επάγ­γελ­μα του, του αρέ­σει το επάγ­γελ­μα του, αλ­λά εκεί­νο το οποίο τον πει­ρά­ζει… πώς το ονο­μά­σα­τε;

Μ.Λ. Το αλ­λιώ­τι­κο.

Π.Χ. Εκεί­νο το οποίο τον πει­ρά­ζει εί­ναι πως αυ­τός ο άν­θρω­πος παί­ζει σαν ένα παι­δί.

Β.Α. Λέ­τε πως υπάρ­χει ένα στοι­χείο υπό­κρι­σης στη ψυ­χι­κή δο­μή όλων των αν­θρώ­πων;

Π.Χ. Υπό­κρι­ση την οποία γνω­ρί­ζει ο ίδιος και όλος ο κό­σμος.

Μ.Λ. Όλοι την έχουν σαν παι­διά άλ­λω­στε…

Π.Χ. Όταν λέ­με παί­ζει, δεν του συγ­χω­ρεί­ται εύ­κο­λα –και ο ίδιος δεν το συγ­χω­ρεί εύ­κο­λα από τον ίδιο του τον εαυ­τό– όπως και σε ένα παι­δί. Εί­ναι δη­λα­δή, λί­γο-πο­λύ, σαν να λέ­ει ψέ­μα­τα. Κι όταν ακό­μη μας πεί­θει, ξέ­ρου­με πως αυ­τός ο άν­θρω­πος παί­ζει, πως λέ­ει ψέ­μα­τα, ακό­μη κι όταν αυ­τός βά­ζει όλο τον εαυ­τό του. Αρ­χί­ζου­με τό­τε και ανα­ρω­τιό­μα­στε: παί­ζει ή όχι; Ανα­ρω­τιέ­ται και ο ίδιος ο ηθο­ποιός. Και εδώ θα ήθε­λα να σας ρω­τή­σω εσάς, ως ηθο­ποιό: εί­ναι αλή­θεια πως αν ξε­χά­σε­τε ότι παί­ζε­τε και πα­ρα­συρ­θεί­τε από τον ρό­λο σας, παύ­ε­τε να εί­στε κα­λή ηθο­ποιός, πα­θαί­νε­τε τρακ, στα­μα­τά­τε την πα­ρά­στα­ση, όπως έχω ακού­σει;

Μ.Λ. Κοι­τάξ­τε, το έχω ακού­σει πολ­λές φο­ρές αυ­τό ως ερώ­τη­μα. Ο ηθο­ποιός ασκεί μια γοη­τεία και υπάρ­χει και ένας μύ­θος γύ­ρω από τον ηθο­ποιό: το πό­σο ζει όταν παί­ζει, δη­λα­δή το πό­σο εί­ναι ο ρό­λος, και το κα­τά πό­σο αυ­τό τον επη­ρε­ά­ζει. Τα ερω­τή­μα­τα που μας κά­νουν, όταν παί­ζου­με έναν ρό­λο ζο­φε­ρό, κο­λα­σμέ­νο, εί­ναι πώς το αντέ­χεις κά­θε βρά­δυ; πώς μπο­ρείς; Κα­τά την υπο­κει­με­νι­κή μου πά­ντα αντί­λη­ψη, αυ­τές οι μυ­θι­κές στιγ­μές του πα­ντε­λούς ξε­χά­σμα­τος εί­ναι ελά­χι­στες, αστρα­πές, δευ­τε­ρό­λε­πτα χρο­νι­κά, που μπο­ρούν να συμ­βούν κυ­ρί­ως στην πρό­βα. Αυ­τό που λέ­με και νο­μί­ζου­με ‘ξέ­χα­σμα’ όταν συμ­βαί­νει να το νο­μί­ζει και ο θε­α­τής, εί­ναι απλώς για μέ­να κα­λή ηθο­ποι­ία. Δεν πι­στεύω ότι ο ηθο­ποιός χά­νει πο­τέ τη διαύ­γεια του στον ρό­λο, ή πως αυ­τό ακρι­βώς επι­διώ­κει: να χα­θεί μέ­σα στον ρό­λο και να ξε­χά­σει πως εί­ναι ο τά­δε, αλ­λά εί­ναι ο ρό­λος. Νο­μί­ζω πως εί­ναι ένας μύ­θος γύ­ρω από τον ηθο­ποιό, που βέ­βαια τον έχουν δη­μιουρ­γή­σει οι πο­λύ κα­λοί ηθο­ποιοί, όπου το κοι­νό έχει αμέ­σως αυ­τό το ερώ­τη­μα: μα παί­ζει ή ζει;

Π.Χ. Το δι­κό μου το ερώ­τη­μα ήταν λί­γο δια­φο­ρε­τι­κό.

Μ.Λ. Ίσως δεν το κα­τά­λα­βα…

Β.Α. Αν τη στιγ­μή που θα ξε­χά­σε­τε ότι παί­ζε­τε –

Π.Χ. – το κα­τα­λά­βε­τε;

Μ.Λ. Αν ένας ηθο­ποιός ξε­χά­σει ότι παί­ζει, μπο­ρεί να χά­σει τα λό­για του, μπο­ρεί να πά­θει τρακ, αυ­τό που λέ­με στην αρ­γκό της δου­λειάς μας, αν βρε­θεί ‘εκτός ρό­λου’ και ‘εκτός πα­ρά­στα­ση­ς’, εί­ναι θέ­μα συ­γκέ­ντρω­σης.

Π.Χ. Αν αφο­μοιω­θεί με τον ρό­λο;

Μ.Λ. Αν αφο­μοιω­θεί με τον ρό­λο; δεν ξέ­ρω πώς να σας το πω... Εξαρ­τά­ται τι εν­νο­εί­τε με αφο­μοί­ω­ση με τον ρό­λο;

Π.Χ. Σε ση­μείο που να ξε­χνά­ει ότι παί­ζει.

Β.Α. Και να νο­μί­ζει ότι εί­ναι ο ρό­λος.

Π.Χ. Να νο­μί­ζει ότι εί­ναι ο ρό­λος: να φω­νά­ζει επει­δή έχει πα­ρα­συρ­θεί από τα συ­ναι­σθή­μα­τα του…

Μ.Λ. Να πα­ρα­σύ­ρε­ται από το έντο­νο της κα­τά­στα­σης! Μπο­ρεί να συμ­βεί σε με­ρι­κές πρό­βες, όπου μά­λι­στα επι­διώ­κει να το κά­νει, αλ­λά όχι για να το πα­ρα­δώ­σει έτσι στο κοι­νό. Επι­διώ­κει να το κά­νει για να εκ­μαιεύ­σει από εκεί πράγ­μα­τα για να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει…

Π.Χ. Συμ­φω­νώ μα­ζί σας. Ρω­τάω, συμ­βαί­νει;

Μ.Λ. Στις πρό­βες, ναι. Πο­λύ σπα­νιό­τε­ρα, νο­μί­ζω, στην πα­ρά­στα­ση. Για­τί στην πα­ρά­στα­ση πια φτά­νει το τε­τε­λε­σμέ­νο γε­γο­νός, στο ψά­ξι­μο ίσως… ίσως…

Β.Α. Νο­μί­ζω πως εί­ναι πά­ντα πο­λύ δύ­σκο­λο να μι­λή­σου­με για τη λει­τουρ­γία του ηθο­ποιού… Κι αυ­τό εί­ναι ήδη πο­λύ εν­δια­φέ­ρον.

Μ.Λ. Κι οι ηθο­ποιοί ακό­μη πιο δύ­σκο­λα μι­λά­νε οι ίδιοι για τη δου­λειά τους. Για τα σου­σού­μια της δου­λειάς ναι, πιο εύ­κο­λα.

Β.Α. Νο­μί­ζω πως υπάρ­χουν δύο αντι­θε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις στη δου­λειά του ηθο­ποιού: αυ­τή που λέ­ει πως ο ηθο­ποιός ζει (ή πρέ­πει να ζει) τον ρό­λο του και η άλ­λη –την εξέ­φρα­σε πρώ­τος ο Ντι­ντε­ρό– που λέ­ει πως ο ηθο­ποιός εί­ναι ένα τέ­ρας ψυ­χραι­μί­ας και πλή­ρους έλ­λει­ψης ευαι­σθη­σί­ας και πως χά­ρις σε αυ­τήν την έλ­λει­ψη ευαι­σθη­σί­ας μπο­ρεί να με­τα­μορ­φώ­νε­ται, να παί­ζει τους ρό­λους. Πως εί­ναι ένα ον δί­χως πρό­σω­πο και γι’ αυ­τό μπο­ρεί να παίρ­νει χί­λια πρό­σω­πα. Νο­μί­ζω πως αυ­τά τα δύο άκρα υπάρ­χουν…

Μ.Λ. Νο­μί­ζω πως το ον που δεν έχει πρό­σω­πο, με το θέ­μα της ψυ­χραι­μί­ας και της έλ­λει­ψης ευαι­σθη­σί­ας εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό. Τη δι­κή μου αντί­λη­ψη για τον ηθο­ποιό –και γε­νι­κά για τον καλ­λι­τέ­χνη– την εκ­φρά­ζει κα­λύ­τε­ρα ο Μπρε­χτ, που λέ­ει ότι με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης εί­ναι αυ­τός που του τυ­χαί­νει την ώρα της δου­λειάς του να συ­μπί­πτει η με­γα­λύ­τε­ρη στιγ­μή διαύ­γειας με τη με­γα­λύ­τε­ρη στιγ­μή πά­θους. Νο­μί­ζω ότι η ίδια η λει­τουρ­γία του ηθο­ποιού εί­ναι αντι­φα­τι­κή – και πά­ντα έτσι την ορί­ζου­με. Λέ­με: σώ­μα/ψυ­χή, μυα­λό/αυ­θόρ­μη­το-έν­στι­κτο. Πά­ντα σε αυ­τή την κό­ψη του ξυ­ρα­φιού, αυ­τά τα δυό προ­σπα­θεί να πα­ντρέ­ψει ο ηθο­ποιός: και ξέ­ρει πως παί­ζει και θέ­λει να ξε­χά­σει ότι παί­ζει, και δεί­χνει τον ρό­λο και θέ­λει να εί­ναι ο ρό­λος, και δου­λεύ­ει με το έν­στι­κτο και αφή­νε­ται, αλ­λά και το μυα­λό επε­ξερ­γά­ζε­ται – και πρά­ξη και γνώ­ση μα­ζί. Νο­μί­ζω πως υπάρ­χει αυ­τή η βα­σι­κή αντί­φα­ση στη δου­λειά του ηθο­ποιού, που ποι­κίλ­λει ανά­λο­γα με τις επο­χές.

Π.Χ. Μπρά­βο, έτσι θα πε­ριέ­γρα­φα εγώ και τον ψυ­χί­α­τρο. Κά­τι τέ­τοιο θα πρέ­πει να κά­νει και ο ψυ­χί­α­τρος για να μπο­ρέ­σει να βοη­θή­σει τον ασθε­νή, χω­ρίς να πα­ρα­συρ­θεί από τα συ­ναι­σθή­μα­τα του, έτσι και ο ηθο­ποιός δεν πρέ­πει να φα­ντα­στεί ότι έχει ο ίδιος το ίδιο πρό­βλη­μα με τον ρό­λο, μό­λον που τον κα­τα­λα­βαί­νει. Κι εγώ δια­φω­νώ απο­λύ­τως με αυ­τό που λέ­ει ο Ντι­ντε­ρό, μό­λον που έχει πε­ρά­σει και στην ψυ­χια­τρι­κή αυ­τό˙ πως ο ηθο­ποιός –όπως και ο ψυ­χί­α­τρος– πρέ­πει να εί­ναι ένας άν­θρω­πος δί­χως δι­κή του ταυ­τό­τη­τα που ταυ­τί­ζε­ται με οποιον­δή­πο­τε άλ­λο ρό­λο του δί­νε­ται. Εγώ δεν νο­μί­ζω, ότι αυ­τό εί­ναι σω­στό…

[ Τέ­λος 1ης εκ­πο­μπής ]

«Ο ηθοποιός και ξέρει πως παίζει και θέλει να ξεχάσει ότι παίζει»
2/ 30 Οκτωβρίου 1984


Βί­κτωρ Αρ­δίτ­της Επι­στρέ­φου­με στον Άμ­λετ, ένα κεί­με­νο όπου συ­μπυ­κνώ­νο­νται, όπως εί­πα­με, όλα τα ερω­τή­μα­τα της θε­α­τρι­κής τέ­χνης. Ο πρί­γκι­πας ορ­γά­νω­σε μια πα­ρά­στα­ση για να τσα­κώ­σει τη συ­νεί­δη­ση του βα­σι­λιά, για να απο­κα­λύ­ψει τον ένο­χο. Φαί­νε­ται πως το σχέ­διο του πέ­τυ­χε. Ο σφε­τε­ρι­στής Κλαύ­διος βλέ­πο­ντας την πα­ρά­στα­ση τα­ρά­χτη­κε και τη διέ­κο­ψε. Τί­θε­ται το ερώ­τη­μα: το θέ­α­τρο έχει τό­ση δύ­να­μη; έχει τη δύ­να­μη να συ­ντα­ρά­ξει τον θε­α­τή μέ­χρι του ση­μεί­ου να απο­κα­λύ­ψει τη δι­κή του ενο­χή;

Πέ­τρος Χαρ­το­κόλ­λης Βε­βαί­ως και έχει. Εί­ναι γνω­στό από την αρ­χαιό­τη­τα και το τό­νι­σε –δεν θέ­λω να γί­νω συ­ντε­χνια­κός– πο­λύ σω­στά και ο Φρό­υντ. Ανέ­πτυ­ξε τη θε­ω­ρία του οι­δι­πο­δεί­ου συ­μπλέγ­μα­τος, λέ­γο­ντας ότι το έρ­γο Οι­δί­πους Τύ­ραν­νος, εί­χε και έχει αυ­τή την επί­δρα­ση στον θε­α­τή επει­δή μπαί­νει μέ­σα σε ένα πα­ναν­θρώ­πι­νο πρό­βλη­μα, επει­δή επι­κοι­νω­νεί με ένα, στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή, έγκλη­μα, που δεν το έχουν δια­πρά­ξει μεν οι άν­θρω­ποι που απο­τε­λούν το ακρο­α­τή­ριο, αλ­λά υπάρ­χει μέ­σα τους από τη παι­δι­κή τους ηλι­κία, ως προ­βλη­μα­τι­σμός, ως φα­ντα­σία, την οποία ξα­να­ζω­ντα­νεύ­ει επί σκη­νής ο Σο­φο­κλής στον Οι­δί­πο­δα Τύ­ραν­νο. Την επα­να­λαμ­βά­νει εξάλ­λου και ο Σαίξ­πηρ στον Άμ­λετ, όπου επί­σης, του­λά­χι­στον κα­τά τους ψυ­χα­να­λυ­τές, παί­ζε­ται το οι­δι­πό­δειο σύ­μπλεγ­μα.

Β.Α. Εί­ναι αυ­τό μέ­ρος της ου­σί­ας του θε­ά­τρου; Το θέ­α­τρο έχει πά­ντα αυ­τή τη δύ­να­μη; Ή ίσως να συμ­βαί­νει σε εξαι­ρε­τι­κές μό­νο πε­ρι­πτώ­σεις, σε ακραί­ες πε­ρι­πτώ­σεις, σπά­νια πο­λύ σπά­νια. Έχου­με όλοι τό­σο βα­ρε­θεί, τό­σο κο­ρε­σθεί, από την επι­πο­λαιό­τη­τα, από την κο­σμι­κό­τη­τα, από τη ρη­χό­τη­τα του θε­ά­τρου γύ­ρω μας…

Μά­για Λυ­μπε­ρο­πού­λου Εξαρ­τά­ται από τη θέ­ση που έχει το θέ­α­τρο στην κοι­νω­νία, από τις επο­χές πά­λι… Εγώ θέ­λω να μας διευ­κρι­νί­σεις, όταν λες: «να απο­κα­λύ­ψει τον ένο­χο» σε ποιο βαθ­μό το εν­νο­είς; στην πραγ­μα­τι­κή απο­κά­λυ­ψη ενός ενό­χου, να βγει και να ομο­λο­γή­σει δη­μό­σια, ή στον βαθ­μό που να τον τα­ρά­ξει εσω­τε­ρι­κά τον θε­α­τή; Αν, δη­λα­δή, μια πα­ρά­στα­ση θε­α­τρι­κή κά­νει πράγ­μα­τα να σα­λέ­ψουν μέ­σα του. Αυ­τό ναι, το πι­στεύω, άμα εί­ναι μια κα­λή πα­ρά­στα­ση... Τώ­ρα για να απο­κα­λυ­φθεί ένας ένο­χος και να ομο­λο­γή­σει δη­μό­σια, δεν το ξέ­ρω. Αυ­τό που ξέ­ρω εί­ναι ότι σε διά­φο­ρες επο­χές, η αλή­θεια του θε­ά­τρου – οι αλή­θειες που μπο­ρούν να λέ­γο­νται από σκη­νής κρί­θη­καν τό­σο επι­κίν­δυ­νες που να κλει­στούν θέ­α­τρα. Ήταν μια κοι­νω­νι­κή εκ­δή­λω­ση που θε­ω­ρεί­ται άκρως επι­κίν­δυ­νη…

Β.Α. Κι εγώ ανα­ρω­τιέ­μαι αν το θέ­α­τρο έχει πραγ­μα­τι­κά με­γά­λη δύ­να­μη, αν η σχέ­ση του θε­α­τή με το θέ­α­μα εί­ναι τό­σο δυ­να­τή, τό­σο δρα­στι­κή, ή αν αυ­τό εί­ναι μια με­γά­λη και γό­νι­μη ου­το­πία. Πραγ­μα­τι­κά ανα­ρω­τιέ­μαι…

Μ.Λ. Μην ξε­χνά­με κι έναν προ­βλη­μα­τι­σμό πο­λύ πιο πρό­σφα­το, αν το θέ­α­τρο μπο­ρεί να αλ­λά­ξει την κοι­νω­νία, αν ο θε­α­τής μέ­σα από μια ιδα­νι­κή πα­ρά­στα­ση βγαί­νει αλ­λιώ­τι­κος. Κι ήταν ένα με­γά­λο ερώ­τη­μα ως προς το επα­να­στα­τι­κό θέ­α­τρο, αν το θέ­α­τρο μπο­ρεί να επι­φέ­ρει μια κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή. Δεν έχει συμ­βεί ώς σή­με­ρα.

Β.Α. Κι η αρι­στο­τε­λι­κή κά­θαρ­ση εί­ναι ένα ερώ­τη­μα αν ανα­φέ­ρε­ται στον θε­α­τή; Του οποί­ου θε­α­τή η από­λαυ­ση από το θέ­α­μα εί­ναι να δει το πά­θη­μα των άλ­λων, να μά­θει από το πά­θη­μα των άλ­λων, και όχι να οδη­γη­θεί ο ίδιος σε μια τέ­τοια εσω­τε­ρι­κή τα­ρα­χή που συ­νή­θως συν­δυά­ζου­με με την έν­νοια της κά­θαρ­σης. Ανα­ρω­τιέ­μαι…

Μ.Λ. Αυ­τό εξαρ­τά­ται και από τα άτο­μα. Υπάρ­χουν άτο­μα που θε­ω­ρούν κά­ποιες πα­ρα­στά­σεις ση­μα­δια­κές για τη ζωή τους, τις θυ­μού­νται και τις ανα­φέ­ρουν – μια πα­ρά­στα­ση όπου «άλ­λα­ξε εντός τους ο ρυθ­μός του κό­σμου». Πολ­λοί από το κοι­νό μου ανα­φέ­ρουν ως ση­μα­ντι­κό στοι­χείο γοη­τεί­ας και εσω­τε­ρι­κής ανα­στά­τω­σης από μια πα­ρά­στα­ση το ότι εί­δαν στη σκη­νή μέ­ρος του εαυ­τού τους.

Π.Χ. Θέ­λω να πι­στεύω πως όταν μι­λά­με για το θέ­α­τρο ανα­φε­ρό­μα­στε, ανα­γκα­στι­κά θα έλε­γα, στο θε­α­τρι­κό έρ­γο. Δεν μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για το θέ­α­τρο χω­ρίς ένα έρ­γο με νό­η­μα. Αν το έρ­γο εί­ναι εντε­λώς επι­φα­νεια­κό, εντε­λώς επι­πό­λαιο, και ο ακρο­α­τής –κά­ποιος από τους ακρο­α­τές– συ­γκι­νη­θεί θα πρέ­πει να έχει εντε­λώς ιδιαί­τε­ρους λό­γους, και ίσως πα­θο­λο­γι­κούς

Μ.Λ. Εν­νο­εί­τε όταν το θέ­α­μα, εί­ναι εντε­λώς ‘ανώ­δυ­νο’, όπως θα λέ­γα­με. Ελα­φρό…

Π.Χ. Χω­ρίς βά­θος, ας πού­με, χω­ρίς κά­ποιο νό­η­μα για το θε­α­τή. Και υπάρ­χουν πολ­λών ει­δών νο­ή­μα­τα, και κοι­νω­νι­κά νο­ή­μα­τα και ψυ­χο­λο­γι­κά νο­ή­μα­τα. Θα έλε­γα πως τα ψυ­χο­λο­γι­κά νο­ή­μα­τα (αλ­λά και τα κοι­νω­νι­κά) εί­ναι λί­γο πο­λύ πα­ναν­θρώ­πι­να: μπο­ρούν να προ­σεγ­γί­σουν, εί­τε να συ­γκι­νή­σουν, οποιον­δή­πο­τε θε­α­τή – εφό­σον ο θε­α­τής δώ­σει την προ­σο­χή του στο έρ­γο, και αυ­τό θα εξαρ­τη­θεί φυ­σι­κά από τον ηθο­ποιό του οποί­ου ο ρό­λος πέ­ρα από την υπό­δυ­ση του ρό­λου που του έχει δο­θεί, εί­ναι να προ­κα­λέ­σει την προ­σο­χή του θε­α­τή.

Μ.Λ. Εγώ θα ήθε­λα εδώ να διευ­κρι­νί­σω κά­τι. Συ­νή­θως μι­λά­με για μια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση, για ένα θε­α­τρι­κό γε­γο­νός, ανα­φε­ρό­με­νοι συ­νή­θως στο έρ­γο, τον συγ­γρα­φέα, τον σκη­νο­θέ­τη και τον ηθο­ποιό, προ­σπα­θώ­ντας να διευ­κρι­νί­σου­με τις ιδιό­τη­τες τους ή τις απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τες τους, και δεν το­νί­ζου­με ότι αυ­τοί υπάρ­χουν μα­ζί με το κοι­νό. Η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα μιας πα­ρά­στα­σης, δη­λα­δή, αυ­τό που θα λέ­γα­με μια κα­λή πα­ρά­στα­ση ή μια δυ­να­τή πα­ρά­στα­ση, δεν υπάρ­χει ανε­ξάρ­τη­τα του κοι­νού της. Μια κα­λή πα­ρά­στα­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει και κα­λούς θε­α­τές. Αν υπο­τε­θεί πως ο ηθο­ποιός με τη σκη­νο­θε­σία, με τον συγ­γρα­φέα, όλο αυ­τό που κά­νει, εί­ναι ένας πο­μπός, αυ­τό που θα κρί­νου­με ως θε­α­τρι­κό γε­γο­νός, εξαρ­τά­ται και από τον δέ­κτη. Μια πα­ρά­στα­ση δεν υπάρ­χει έτσι από μό­νη της, αμε­τα­κί­νη­τη, δεν μπο­ρού­με να πού­με πως έχει αυ­τές τις ιδιό­τη­τες ή τις απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τες ανε­ξάρ­τη­τα από τους δέ­κτες, από το κοι­νό. Αυ­τό πρέ­πει πά­ντα να μην το ξε­χνά­με. Ακό­μη κι ένας κα­λός ηθο­ποιός δεν εί­ναι πο­τέ έτσι ανε­ξάρ­τη­τα και με­μο­νω­μέ­να ‘κα­λό­ς’ ηθο­ποιός (ακό­μη κι αν έτσι λέ­με συ­χνά στην τρέ­χου­σα γλώσ­σα της δου­λειάς μας). Εξαρ­τά­ται από το ‘κα­λό’ κοι­νό. Αυ­τό που λέ­ει ή που εκ­φρά­ζει ο ηθο­ποιός εξαρ­τά­ται και από το πώς το δέ­χε­ται το κοι­νό και το εκ­πέ­μπει ξα­νά πί­σω στον ηθο­ποιό. Η σχέ­ση ηθο­ποιού-κοι­νού εί­ναι ένα ρεύ­μα που κυ­κλο­φο­ρεί. Δεν εί­ναι μια πα­θη­τι­κή σχέ­ση, όσο και αν εί­ναι πα­θη­τι­κή η θέ­ση των θε­α­τών από τη φύ­ση τους. Υπάρ­χει ένα ρεύ­μα που το νιώ­θει ο ηθο­ποιός, που ή τον ανε­βά­ζει ή τον κα­τε­βά­ζει. Αυ­τό που λέ­με απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα μιας πα­ρά­στα­σης, αν η πα­ρά­στα­ση εί­ναι κα­λή, αν εί­ναι κα­λός ο ηθο­ποιός, έτσι πρα­κτι­κά, εξαρ­τά­ται και από τον αν εί­ναι κα­λός και ο θε­α­τής. Μη ζη­τά­με σή­με­ρα τα­λέ­ντο, μό­νο από τον συγ­γρα­φέα, τον σκη­νο­θέ­τη και τον ηθο­ποιό, για το θε­α­τρι­κό γε­γο­νός πρέ­πει να ζη­τά­με τα­λέ­ντο και από τους θε­α­τές. Υπάρ­χει κα­λός ή κα­κός θε­α­τής.

Β.Α. Μια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση μπο­ρεί, λοι­πόν, να γί­νει «σκάν­δα­λο» (στα αρ­χαία η λέ­ξη σή­μαι­νε πα­γί­δα, νο­μί­ζω), πα­γί­δα για τον θε­α­τή, όπως στον Άμ­λετ;

Μ.Λ. Σε αυ­τό απά­ντη­σα πιο πριν, τον βαθ­μό της δρα­στι­κό­τη­τας δεν τον ξέ­ρω ού­τε έχω ακού­σει, αλ­λά όσον αφο­ρά τον βαθ­μό μιας ανα­στά­τω­σης, των έντο­νων κα­τα­στά­σε­ων ή σκέ­ψε­ων, που μπο­ρούν να γεν­νη­θούν στον θε­α­τή, όταν η πα­ρά­στα­ση εί­ναι κα­λή, όταν εί­ναι με­γά­λος ο συγ­γρα­φέ­ας, αυ­τό ναι! το πι­στεύω και εί­ναι αυ­τό που επι­διώ­κου­με όλοι, να πλη­θαί­νουν αυ­τές οι πε­ρι­πτώ­σεις.

Β.Α. Συ­νη­θί­ζου­με να βλέ­που­με την θε­α­τρι­κή πρά­ξη μο­νά­χα τη στιγ­μή τη στιγ­μή της πα­ρά­στα­σης, τη στιγ­μή δη­λα­δή που συ­να­ντιέ­ται η δου­λειά του ηθο­ποιού με το κοι­νό. Το κεί­με­νο του Άμ­λετ, μας βοη­θά­ει να δού­με ορι­σμέ­να ζη­τή­μα­τα προ­γε­νέ­στε­ρα της πα­ρά­στα­σης που ανα­φέ­ρο­νται στην προ­ε­τοι­μα­σία του ρό­λου, του ηθο­ποιού: στο πέ­ρα­σμα δη­λα­δή από το γρα­πτό κεί­με­νο στη σκη­νή. Η δια­δι­κα­σία αυ­τή δεν εί­ναι διό­λου προ­φα­νής και διαυ­γής, δεν μπο­ρεί αυ­τό­μα­τα να συμ­βεί, η δρά­ση απλώς να ει­κο­νο­γρα­φεί το κεί­με­νο. Στις «Οδη­γί­ες» υπάρ­χει μια φρά­ση που θα ήθε­λα να συ­ζη­τή­σου­με: «Η δρά­ση πρέ­πει να ται­ριά­ζει με τα λό­για, τα λό­για με τη δρά­ση».

Μ.Λ. Νο­μί­ζω, έτσι συ­νο­πτι­κά, όλο το πρό­βλη­μα του θε­ά­τρου –τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές για­τί υπήρ­ξαν και επο­χές του θε­ά­τρου όπου δεν υπήρ­χε κεί­με­νο– εί­ναι πως ο ηθο­ποιός πα­ρα­λαμ­βά­νει στα χέ­ρια του ένα κεί­με­νο γραμ­μέ­νο από κά­ποιον άλ­λον και κα­λεί­ται, όπως λέ­με απλά-απλά, να το ζω­ντα­νέ­ψει. Το γρα­πτό κεί­με­νο πρέ­πει να γί­νει προ­φο­ρι­κό. Υπο­τί­θε­ται ότι το θε­α­τρι­κό κεί­με­νο προ­ο­ρί­ζε­ται για να μι­λη­θεί και όχι να δια­βα­στεί. Βε­βαί­ως υπάρ­χουν πά­ρα πολ­λές ορο­λο­γί­ες και πά­ρα πολ­λές δια­μά­χες γύ­ρω από αυ­τό που λέ­γε­ται ‘δια­βά­ζω’ έναν ρό­λο, ‘παί­ζω’ έναν ρό­λο, ‘μι­λά­ω’ έναν ρό­λο, ‘ερ­μη­νεύ­ω’ έναν ρό­λο, ‘υπο­κρί­νο­μαι’ έναν ρό­λο, ‘κα­τα­δει­κνύ­ω’ έναν ρό­λο, εξαρ­τά­ται από τις διά­φο­ρες σχο­λές υπο­κρι­τι­κής και δεν μας αφο­ρά εδώ πέ­ρα. Η προ­ε­τοι­μα­σία μπο­ρού­με να πού­με πως εί­ναι το στά­διο της πα­ρα­γω­γής ενός θε­ά­μα­τος, για­τί οι πα­ρα­στά­σεις εί­ναι το στά­διο της ανα­πα­ρα­γω­γής. Προ­σω­πι­κά για μέ­να εί­ναι κι η πιο ση­μα­ντι­κή στιγ­μή της λει­τουρ­γί­ας ενός ηθο­ποιού, υπάρ­χουν ηθο­ποιοί, συ­νή­θως δεν το ομο­λο­γούν, που τους εν­δια­φέ­ρει μό­νο το στά­διο της πα­ρα­γω­γής και ελά­χι­στα το στά­διο της ανα­πα­ρα­γω­γής.

Β.Α. Ο Άμ­λετ επι­μέ­νει: «Τα λό­για σας να τα προ­φέ­ρε­τε όπως σας τα ‘πα εγώ»

Μ.Λ. Ναι, εδώ θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, έτσι λί­γο αυ­θαί­ρε­τα, μην κά­νο­ντας κα­μία δρα­μα­τουρ­γι­κή ή σκη­νο­θε­τι­κή ερ­μη­νεία του έρ­γου του Σαίξ­πηρ, υπάρ­χει μια πλευ­ρά υπο­λαν­θά­νου­σα ίσως, μην μπω σε ορο­λο­γί­ες του κ. Χαρ­το­κόλ­λη, σκη­νο­θέ­τη στον Άμ­λετ. Σαν ένας με­σο­λα­βη­τής ανά­με­σα στο κεί­με­νο και τον ηθο­ποιό, που εί­ναι κά­πως ο σκη­νο­θέ­της.

Π.Χ. Έχει ένα δί­κιο ο Άμ­λετ και ανα­φέ­ρε­ται στη δυ­να­τό­τη­τα του ηθο­ποιού να επι­κοι­νω­νή­σει με το ακρο­α­τή­ριο. Βε­βαί­ως η προ­ε­τοι­μα­σία εί­ναι απα­ραί­τη­τη, αλ­λά εκεί­νο που έχει με­γά­λη ση­μα­σία εί­ναι η αντα­πό­κρι­ση του ακρο­α­τή και, στην απου­σία του ακρο­α­τή, του σκη­νο­θέ­τη. Όπως συμ­βαί­νει στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, όπου δεν υπάρ­χει ακρο­α­τής, και ο ηθο­ποιός εξαρ­τά­ται σχε­δόν απο­κλει­στι­κά από τον σκη­νο­θέ­τη, λέω σχε­δόν για­τί εξαρ­τά­ται επί­σης και από τους άλ­λους ηθο­ποιούς αν υπάρ­χουν μέ­σα στη σκη­νή. Με άλ­λα λό­για –

Μ.Λ. Κι όμως υπάρ­χει πά­ντα θε­α­τής για τον ηθο­ποιό. Και μό­νος του ο ηθο­ποιός όταν εί­ναι σε ένα δω­μά­τιο, πά­ντα υπάρ­χει ένας ιδε­α­τός θε­α­τής, νο­μί­ζω. Για κά­ποιον παί­ζει… Μπο­ρεί να εί­ναι ο ίδιος ο εαυ­τός του αυ­τός ο κά­ποιος. Μπο­ρεί να μην υπάρ­χει σω­μα­τι­κά ο θε­α­τής – στην πρό­βα ή όταν εί­ναι μό­νος του σε ένα δω­μά­τιο και με­λε­τά­ει στο σπί­τι του, αλ­λά η αί­σθη­ση… Ακό­μη και στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, οι τε­χνι­κοί που εί­ναι γύ­ρω, οποιοσ­δή­πο­τε βρί­σκε­ται στο πλα­τώ εκεί­νη την ώρα, μπο­ρεί αυ­το­μά­τως, όχι πο­λύ συ­νει­δη­τά, παίρ­νουν τη θέ­ση, μια αί­σθη­ση, θε­α­τή.

Β.Α. Στην ψυ­χι­κή λει­τουρ­γία της υπό­κρι­σης δεν υπάρ­χει πά­ντα και η κα­τα­σκευή ενός θε­α­τή;

Μ.Λ. Θα με εν­διέ­φε­ρε να ακού­σω την άπο­ψη σας.

Π.Χ. Θα έλε­γα ότι αν ο ηθο­ποιός πε­ριο­ρι­στεί στη δι­κή του ταυ­τό­τη­τα ως ακρο­α­τή, θα απο­τύ­χει. Πρέ­πει να υπάρ­ξει αυ­τή η φα­ντα­σία ενός ακρο­α­τή, έστω και αν δεν εί­ναι τό­σο συ­νει­δη­τή στον ηθο­ποιό. Όπως νο­μί­ζω ότι υπάρ­χει και σε κά­θε συγ­γρα­φέα.

Μ.Λ. Ο ιδε­α­τός ανα­γνώ­στης, ναι…

Π.Χ. Μό­λο που μπο­ρεί να λέ­ει ότι δεν τον εν­δια­φέ­ρει ο ακρο­α­τής, έχει πά­ντο­τε υπό­ψιν του ότι αυ­τά που γρά­φει, αυ­τά που θα πει, θα ακου­στούν, θα πε­ρά­σουν στον ακρο­α­τή.

Μ.Λ. Εδώ υπάρ­χει και μια αντί­φα­ση. Μι­λάω από την εμπει­ρία μου, με συ­να­δέλ­φους… Από τη μια λέ­με, και το πα­ρα­δε­χό­μα­στε όλοι, πως ηθο­ποιός χω­ρίς κοι­νό δεν υπάρ­χει, πως ό,τι φτιά­χνει και ό,τι κά­νει εί­ναι για το κοι­νό, για να το δεί­ξει κά­που, να το κά­νει μπρο­στά σε άλ­λους. Και το πα­ρα­δέ­χο­νται όλοι… Από την άλ­λη όμως υπάρ­χει ένα τρο­μα­κτι­κό εν­δια­φέ­ρον και από­λαυ­ση στον ηθο­ποιό τον και­ρό της προ­ε­τοι­μα­σί­ας της δου­λειάς, που μά­λι­στα κα­μιά φο­ρά μπο­ρεί να τραι­νά­ρει και­ρό, χω­ρίς να έχει επι­τα­κτι­κή την ανά­γκη: αχ! πό­τε θα φτά­σει η μέ­ρα να το δεί­ξω… Εί­ναι μια αντί­φα­ση, που εμέ­να μου έχει συμ­βεί πά­ρα πολ­λές φο­ρές. Θα ήθε­λα πά­ρα πολ­λές φο­ρές να μεί­νω πα­ρα­πά­νω και­ρό στην ανα­ζή­τη­ση, στην πα­ρα­γω­γή δη­λα­δή, στο ψά­ξι­μο ενός ρό­λου μιας πα­ρά­στα­σης, χω­ρίς να μου εί­ναι επι­τα­κτι­κή, επεί­γου­σα η ανά­γκη της μέ­ρας που θα το δεί­ξω. Αυ­τό με το πέ­ρα­σμα του χρό­νου επι­τεί­νε­ται, δεν ξέ­ρω για­τί, το θέ­τω σαν ερώ­τη­μα και σαν μια αντί­φα­ση της ιδιό­τη­τας του ηθο­ποιού.

Π.Χ. Εγώ δεν θα το έβλε­πα ως αντί­φα­ση, θα το έβλε­πα ως τη μι­σή ιστο­ρία, η μι­σή ει­κό­να της ιστο­ρί­ας εί­ναι, ασφα­λώς, η επί­δει­ξη – και ας μην το πά­ρου­με από την πα­θο­λο­γι­κή άπο­ψη της επι­δει­ξιο­μα­νί­ας. Ακό­μη κι αν δεν πα­ρου­σιά­ζε­ται με το όνο­μα του, ο άν­θρω­πος αυ­τός επι­δει­κνύ­ει τις ικα­νό­τη­τες του, και όσο προ­ε­τοι­μά­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα τό­σο πε­ρι­μέ­νει ότι θα εί­ναι επι­τυ­χής. Αλ­λά η επι­τυ­χία δεν έγκει­ται μό­νο σε αυ­τή τη ναρ­κισ­σι­στι­κή ικα­νο­ποί­η­ση της επί­δει­ξης. Ξα­να­γυ­ρί­ζω σε αυ­τό που ο Άμ­λετ υπο­γράμ­μι­σε, όπως και εσείς κ. Λυ­μπε­ρο­πού­λου, στον σκο­πό, στον στό­χο που έχει ο ηθο­ποιός να κυ­ριαρ­χή­σει επά­νω στον ακρο­α­τή, δη­λα­δή να του επι­βλη­θεί, να τον υπο­βά­λει στον έλεγ­χο του, να τον κά­νει να συ­γκι­νη­θεί, να τον κά­νει να αι­σθαν­θεί όπως ο ίδιος εκ­φρά­ζε­ται – που εί­ναι μια από­δει­ξη με­γά­λης δύ­να­μης για τον ηθο­ποιό.

Μ.Λ. Μό­νο μην ξε­χνά­με κά­τι, σή­με­ρα πια κ. Χαρ­το­κόλ­λη. Ο ηθο­ποιός να κυ­ριαρ­χή­σει στον θε­α­τή, ναι, να του επι­βλη­θεί όπως εκ­φρά­ζε­ται εκεί­νος... Για μέ­να, σε χο­ντρές γραμ­μές, υπάρ­χουν δύο εί­δη ηθο­ποιών: ο ηθο­ποιός που θέ­λει να επι­βλη­θεί στον θε­α­τή, να πα­ρα­σύ­ρει το κοι­νό του ή να το γοη­τεύ­σει με τους δι­κούς του όρους και ο ηθο­ποιός που το κά­νει με τους όρους του κοι­νού. Οπό­τε η σχέ­ση αλ­λά­ζει πά­ρα πο­λύ.

Β.Α. Εγώ ανα­ρω­τιέ­μαι αν αυ­τό εί­ναι δύ­να­μη του ηθο­ποιού ή διέ­ξο­δος μιας ψυ­χι­κής ανά­γκης;

Μ.Λ. Το ερώ­τη­μα: εί­ναι επάγ­γελ­μα το ‘ηθο­ποι­ι­λί­κι’ ή εί­ναι τρό­πος ζω­ής;

Π.Χ. Εάν δεν υπήρ­χε η ανά­γκη δεν θα υπήρ­χε και η προ­σπά­θεια να απο­δεί­ξει τη δύ­να­μη του. Δεν εί­ναι δύ­να­μη˙ η προ­σπά­θεια να απο­δεί­ξει πως εί­ναι δυ­να­τός, τον κά­νει δυ­να­τό, τον κά­νει κα­λό ηθο­ποιό. Εί­ναι ασφα­λώς δύ­να­μη το να έχεις ένα τα­λέ­ντο, το να έχεις προ­ε­τοι­μα­στεί κα­λά…

Μ.Λ. Ναι αυ­τό το πι­στεύω από­λυ­τα: η προ­σπά­θεια τον κά­νει ήδη δυ­να­τό.

Π.Χ. Τον κά­νει, αλ­λά τον κά­νει και η ανά­γκη να πα­ρου­σια­στεί ως δυ­να­τός όταν αι­σθά­νε­ται αδύ­να­τος. Τώ­ρα θα μου πεί­τε ηθο­ποιοί σαν τη Σά­ρα Μπερ­νάρ ή τον Λό­ρενς Ολι­βιέ ήσαν αδύ­να­τοι άν­θρω­ποι; Κα­νέ­νας δεν ξέ­ρει πως αι­σθά­νε­ται από μέ­σα του κά­ποιος άν­θρω­πος και όλοι μας ΄έχου­με τις αδυ­να­μί­ες μας…

Μ.Λ. Νο­μί­ζω πά­ντως πως αυ­τό που λέ­τε εσείς από­δο­ση ή δύ­να­μη του ηθο­ποιού, αυ­τό που ορί­ζει τον κα­λό ηθο­ποιό, οπωσ­δή­πο­τε για εμέ­να, σε αυ­τό εί­μαι μάλ­λον από­λυ­τη, ορί­ζε­ται από τον βαθ­μό ανά­γκης του ατό­μου να εί­ναι ηθο­ποιός. Για το άτο­μο που δια­λέ­γει να γί­νει ηθο­ποιός η από­δο­ση του εξαρ­τά­ται από τον βαθ­μό ανά­γκης. Για­τί μην ξε­χνά­με σή­με­ρα ότι αυ­τό το επάγ­γελ­μα πια δια­λέ­γε­ται όχι πά­ντα από ανά­γκες ου­σια­στι­κές, του ‘εί­ναι’ του ηθο­ποιού, δια­λέ­γε­ται σχε­δόν κα­μιά φο­ρά και τυ­χαία θα ‘λε­γα. Ή για λό­γους εντε­λώς ωφε­λι­μι­στι­κούς, ή εντε­λώς κα­ριε­ρί­στι­κους, για­τί θε­ω­ρεί­ται πως εί­ναι ένα επάγ­γελ­μα που απο­φέ­ρει πολ­λά με λί­γο κό­πο, για­τί απο­φέ­ρει μια διά­κρι­ση – στό­χος εί­ναι η διά­κρι­ση, η προ­βο­λή ενός Εγώ. Μην ξε­χνά­με πως υπήρ­ξαν επο­χές όπου ο στό­χος του ηθο­ποιού ήταν το χά­σι­μο του Εγώ μέ­σα από τον ρό­λο και όχι η προ­βο­λή του Εγώ. Επο­χές που άν­θι­σαν θε­α­τρι­κά και υπήρ­ξε ανω­νυ­μία των ηθο­ποιών.

Π.Χ. Θα μου επι­τρέ­ψε­τε να ομο­λο­γή­σω ότι αυ­τό συμ­βαί­νει και με τον για­τρό και με πολ­λά άλ­λα επαγ­γέλ­μα­τα. Και με τον πο­λι­τι­κό… Υπάρ­χει και ο κα­λός πο­λι­τι­κός και ο κα­κός για­τρός… Ένα πο­λύ ση­μα­ντι­κό στοι­χείο στην επι­λο­γή ενός επαγ­γέλ­μα­τος, όπως του για­τρού, όπως του πο­λι­τι­κού, εί­ναι η ανά­γκη να επι­βλη­θεί επά­νω στους συ­ναν­θρώ­πους του. Και φυ­σι­κό ο για­τρός επι­βάλ­λε­ται απλώς και μό­νο από το γε­γο­νός πως εί­ναι για­τρός. Και αυ­τό έχει με­γά­λη ση­μα­σία για τη θε­ρα­πευ­τι­κή ικα­νό­τη­τα του για­τρού. Ο πο­λι­τι­κός το ίδιο. Και υπάρ­χει βέ­βαια ο κα­λός πο­λι­τι­κός και ο κα­κός πο­λι­τι­κός, κα­κός με την έν­νοια την ιδα­νι­κή, δη­λα­δή εκεί­νος ο οποί­ος προ­σπα­θεί να προ­σφέ­ρει στον ακρο­α­τή εκεί­νο που θέ­λει κι εκεί­νος που προ­σφέ­ρει εκεί­νο που χρειά­ζε­ται.

Μ.Λ. Πα­ρα­τη­ρώ ότι ο κ. Χαρ­το­κόλ­λης συ­νέ­χεια λέ­ει την έν­νοια ‘ακρο­α­τή­ς’, που για μέ­να εί­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μα­ντι­κή, για­τί νο­μί­ζω πως το θέ­α­τρο σή­με­ρα έχει χά­σει την ιδιό­τη­τα ότι εί­ναι και ακρό­α­μα, και εί­ναι μό­νο θέ­α­μα. Και κα­μιά φο­ρά ο ηθο­ποιός έχει προ­βλή­μα­τα πά­νω σε αυ­τό όταν συ­να­ντά­ει με­γά­λα κεί­με­να.

Π.Χ. Ίσως με πα­ρα­σύ­ρει ότι στη δι­κή μας την πε­ρί­πτω­ση έχου­με μό­νο ακρο­α­τές.

Β.Α. Θέ­λω να επι­στρέ­ψου­με σε ένα ση­μείο που έθι­ξε πριν η κ. Λυ­μπε­ρο­πού­λου: για την ανω­νυ­μία των ηθο­ποιών, σε ορι­σμέ­νες πε­ριό­δους της ιστο­ρί­ας του θε­ά­τρου.

Μ.Λ. Ίσως εί­ναι κι οι πιο με­γά­λες…

Β.Α. Υπάρ­χει στον ίδιο τον Άμ­λετ, με­ρι­κούς στί­χους πιο πά­νω, ένας ορι­σμός για τον ηθο­ποιό, τον δί­νει ο Πο­λώ­νιος, όταν δια­τάσ­σει να πε­ρι­ποι­η­θούν αυ­τούς τους θε­α­τρί­νους που έφτα­σαν στο πα­λά­τι. Λέ­ει πως εί­ναι: «τα αφαι­ρε­τι­κά/αφη­ρη­μέ­να και συ­νο­πτι­κά χρο­νι­κά των και­ρών»[5], σαν να μην εί­χαν οι ίδιοι πρό­σω­πο…

Μ.Λ. Ναι κι εμέ­να μου έχει κά­νει εντύ­πω­ση˙ δια­τρέ­χο­ντας έτσι συ­νο­πτι­κά την ιστο­ρία του ηθο­ποιού στις διά­φο­ρες επο­χές (χω­ρίς να λέω πως κα­τα­γί­νο­μαι συ­στη­μα­τι­κά με αυ­τό), δια­κρί­νω δύο χο­ντρές-χο­ντρές πε­ριό­δους. Σε αυ­τές τις με­γά­λες επο­χές, όπως εί­ναι η Αρ­χαία επο­χή, η Ανα­γέν­νη­ση και κυ­ρί­ως ο Με­σαί­ω­νας – στην Ανα­γέν­νη­ση αρ­χί­ζει να γί­νε­ται μια δια­φο­ρο­ποί­η­ση, ο ηθο­ποιός ‘χά­νε­ται’, θα έλε­γα αυ­τήν την έκ­φρα­ση, μέ­σα από τη λει­τουρ­γία αυ­τού που κά­νει, μέ­σα από τους ρό­λους του. Υπάρ­χει μια ανω­νυ­μία. Σή­με­ρα υπάρ­χει μια επι­δί­ω­ξη επω­νυ­μί­ας και ο ηθο­ποιός δεν υφί­στα­ται σχε­δόν για πολ­λούς, επει­δή εί­ναι έτσι η κοι­νω­νι­κή μας δο­μή πια, χω­ρίς την επω­νυ­μία. Δη­λα­δή σή­με­ρα μι­λά­με για την Έντα Γκά­μπλερ του τά­δε ηθο­ποιού, την Έντα Γκά­μπλερ της τά­δε και της τά­δε και της τά­δε. Σή­με­ρα υπάρ­χει μια επι­δί­ω­ξη ο ρό­λος να ανα­δεί­ξει το Εγώ του ηθο­ποιού. Δια­κρί­νω αυ­τή τη δια­φο­ρά, ο ηθο­ποιός, το Εγώ, χα­νό­ταν μες στον ρό­λο. Κα­τα­λα­βαί­νω τις αλ­λα­γές που έχουν συμ­βεί και κοι­νω­νι­κά οδη­γούν σε αυ­τό, αλ­λά εί­ναι κά­τι που δεν θα έπρε­πε να το ξε­χνά­με και σή­με­ρα, τι εί­ναι η επω­νυ­μία ενός ηθο­ποιού.

Π.Χ. Εγώ δεν νο­μί­ζω ότι η επω­νυ­μία κά­νει με­γά­λη δια­φο­ρά. Βε­βαί­ως ώς ένα ση­μείο. Πάρ­τε τους ψευ­δώ­νυ­μους συγ­γρα­φείς, οι οποί­οι πο­τέ δεν απο­κα­λύ­φθη­καν με το πραγ­μα­τι­κό τους όνο­μα. Δεν υπήρ­χε και εκεί μια ανά­γκη να ενι­σχυ­θεί το Εγώ τους; Νο­μί­ζω και πο­λύ μά­λι­στα. Αλ­λά για να ξα­να­γυ­ρί­σου­με στον ηθο­ποιό –

Μ.Λ. Εν­νο­ού­σα με την έν­νοια του φαί­νε­σθαι…

Β.Α. Το ψευ­δώ­νυ­μο δεν αλ­λά­ζει και πολ­λά πράγ­μα­τα, για­τί εί­ναι πά­λι η επι­βε­βαί­ω­ση του ονό­μα­τος, του ψευ­δω­νύ­μου…

Π.Χ. Πι­θα­νόν.

Β.Α. Εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει, το ερώ­τη­μα που τί­θε­ται εί­ναι ο ηθο­ποιός έχει δι­κό του έρ­γο όπως ο συγ­γρα­φέ­ας ή όπως ο συν­θέ­της;

Μ.Λ. Νο­μί­ζω ότι το έρ­γο ενός συγ­γρα­φέα ή ενός συν­θέ­τη, εί­τε εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μο εί­τε επώ­νυ­μο, εί­ναι αυ­τό­νο­μο – εί­ναι αυ­τός και το βι­βλίο του. Ο ηθο­ποιός έχει έναν ρό­λο, θέ­λου­με ή δεν θέ­λου­με, με­σο­λα­βη­τή˙ τα λό­για και κα­μιά φο­ρά και οι κι­νή­σεις (οι δια­δρο­μές πά­νω στη σκη­νή) εί­ναι κα­θο­ρι­σμέ­να από άλ­λους. Δεν μπο­ρεί να υπο­γρά­ψει κα­τά τον τρό­πο που υπο­γρά­φει ένας συγ­γρα­φέ­ας ένα έρ­γο, για­τί στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση το συ­νυ­πο­γρά­φει με πολ­λούς άλ­λους. Εκεί­νο που εν­νο­ού­σα επω­νυ­μία θέ­λω να το διευ­κρι­νί­σω με ένα φαι­νό­με­νο ση­με­ρι­νό: η δου­λειά του ηθο­ποιού εί­ναι να με­ταμ­φιέ­ζε­ται, να παί­ζει έναν ρό­λο. Σή­με­ρα δια­δί­δου­με, μέ­σα από τα Μέ­σα Μα­ζι­κής Ενη­μέ­ρω­σης, τον εαυ­τό μας ως έχει, όχι τον εαυ­τό μας μέ­σα στον ρό­λο. Μας ζη­τούν φω­το­γρα­φί­ες, αλ­λά δεν ζη­τούν μια φω­το­γρα­φία από την Κλυ­ται­μνή­στρα, τον Οι­δί­πο­δα, τον Μάκ­βεθ, λέ­νε: δώ­στε μας μια ‘δι­κιά σα­ς’ φω­το­γρα­φία. Αυ­τό δια­δί­δουν, τον ηθο­ποιό στην ιδιω­τι­κή του ζωή, ως έχει, και όχι τον ηθο­ποιό πά­νω στη δου­λειά του, μέ­σα από τον ρό­λο. Αυ­τό πια έχει σή­με­ρα σχε­δόν κα­ταρ­γη­θεί. Εί­ναι σπά­νιες οι φο­ρές που δη­μο­σιεύ­ο­νται φω­το­γρα­φί­ες ηθο­ποιών σε ρό­λο. Δί­νου­με δη­μο­σιό­τη­τα στην ιδιω­τι­κή ζωή του ηθο­ποιού και δεν εί­ναι αυ­τό προ­ϊ­όν της δου­λειάς του, προ­ϊ­όν της δου­λειάς του εί­ναι ο ρό­λος. Αυ­τή εί­ναι η αντι­στρο­φή που λέω ότι έχει συμ­βεί σή­με­ρα σε σχέ­ση με άλ­λες επο­χές – και αυ­τό ήθε­λα να πω με επω­νυ­μία. Τι εί­ναι πιο ου­σια­στι­κό (αν εί­χα άλ­λους συ­να­δέλ­φους θα τους ρω­τού­σα): να πού­νε η Στρίγ­γλα σε αυ­τή την πα­ρά­στα­ση ήταν εκ­πλη­κτι­κή, ή αυ­τή με το πρά­σι­νο φό­ρε­μα που τη σκο­τώ­νει εκεί­νος μου άρε­σε πο­λύ, ή να πού­νε η Λυ­μπε­ρο­πού­λου; Τι εί­ναι πιο ου­σια­στι­κό, για τον θε­α­τή, για τον ηθο­ποιό τον ίδιο, για τον κό­σμο;

Π.Χ. Κι όμως η Σά­ρα Μπερ­νάρ έμει­νε στην ιστο­ρία και στη μνή­μη του κό­σμου όχι για τους ρό­λους που έπαι­ξε, νο­μί­ζω, αλ­λά για την ηθο­ποι­ία της-

Μ.Λ. Για το πώς τους έπαι­ξε…

Π.Χ. Για το πώς τους έπαι­ξε, αλ­λά αμ­φι­βάλ­λω αν κα­νέ­νας θυ­μά­ται τι ρό­λους έπαι­ξε και μά­λι­στα λέ­με ότι μπο­ρού­σε να πα­ρου­σιά­σει οτι­δή­πο­τε στη σκη­νή και να συ­γκι­νή­σει τον κό­σμο –και αυ­τό αντι­φά­σκει με ορι­σμέ­να από αυ­τά που εί­πα εγώ προη­γου­μέ­νως– ανε­ξάρ­τη­τα από το μή­νυ­μα που έδι­νε. Ίσως όμως να μην αντι­φά­σκει τό­σο για­τί ήξε­ρε να δια­βά­σει τις συ­ναι­σθη­μα­τι­κές ανά­γκες του θε­α­τή. Έβα­ζε κά­τι από εκεί­νο που διά­βα­ζε ή διαι­σθα­νό­ταν πως εί­χε ανά­γκη να ακού­σει ο θε­α­τής, πράγ­μα­τα που τον συ­ντά­ρασ­σαν ή που τον συ­γκι­νού­σαν γε­νι­κά. Ας ξα­να­γυ­ρί­σου­με όμως στο ερώ­τη­μα αν ο ηθο­ποιός εί­ναι δη­μιουρ­γός. Εί­ναι ο διευ­θυ­ντής της ορ­χή­στρας; Εί­ναι ο σκη­νο­θέ­της; Αν εκεί­νοι εί­ναι δη­μιουρ­γοί, για­τί δί­νουν ασφα­λώς μια δι­κή τους ερ­μη­νεία του έρ­γου, για­τί να μην εί­ναι και ο ηθο­ποιός;

Μ.Λ. Εί­ναι ερ­μη­νευ­τές…

Π.Χ. Και ο ηθο­ποιός δεν εί­ναι;

Μ.Λ. Ναι εί­ναι ο ηθο­ποιός, αλ­λά το έρ­γο του, το προ­ϊ­όν του, δεν έχει μια αυ­το­νο­μία˙ από την ίδια του τη φύ­ση του το έρ­γο του δεν υπάρ­χει –άσχε­το αν σή­με­ρα κα­τα­γρά­φε­ται από βί­ντεο– το προ­ϊ­όν του χά­νε­ται κά­θε βρά­δυ. Το έρ­γο του ηθο­ποιού εντάσ­σε­ται μέ­σα σε ορι­σμέ­να πλαί­σια, υπάρ­χει κεί­με­νο, υπάρ­χει σκη­νο­θέ­της.

Π.Χ. Ασφα­λώς, αυ­τό έλε­γα προη­γου­μέ­νως, αυ­τό επι­σή­μα­να όταν μι­λού­σα­τε για το θέ­α­τρο, έλε­γα πως θέ­α­τρο δεν υπάρ­χει χω­ρίς θε­α­τρι­κό έρ­γο.

Β.Α. Νο­μί­ζω ότι η συ­ζή­τη­ση με αφε­τη­ρία αυ­τό το σύ­ντο­μο από­σπα­σμα από τον Άμ­λετ του Σαίξ­πηρ δεν έχει τε­λειω­μό. Σε ένα κεί­με­νο που δεν ξε­περ­νά­ει τη 1 σε­λί­δα, μπαί­νουν όλα τα ου­σιώ­δη ερω­τή­μα­τα για τη θε­α­τρι­κής πρά­ξης, για το θέ­α­τρο και τη δύ­να­μη του, για την τέ­χνη του ηθο­ποιού. Για σή­με­ρα ας μεί­νου­με εδώ και τα ερω­τη­μα­τι­κά ας μεί­νουν ως έχουν.

[ Τέ­λος 2ης εκ­πο­μπής ]