Σαν χιόνι




Πέφτει πη­χτό και άναρ­χο. Σαν κά­τι να το έχει εξα­γριώ­σει. Στα­μα­τά, ξα­ναρ­χί­ζει. Και τώ­ρα σα νε­κρο­σέ­ντο­νο έχει κου­κου­λώ­σει το πυ­κνό δά­σος. Τύ­λι­ξε και μέ­να, όπως οι σκιές τυ­λί­γουν τη νύ­χτα. Αυ­τό το σιω­πη­λό λευ­κό μού θο­λώ­νει το νου.
Ψά­χνω το δρό­μο για το σπί­τι. Περ­νώ και ξα­να­περ­νώ από το ίδιο μέ­ρος. Νιώ­θω να με έχει κα­τα­πιεί αυ­τός ο άφω­νος τό­πος. Ού­τε σύρ­σι­μο φύλ­λου δεν ακού­γε­ται. Κα­τα­ρα­μέ­νο άσπρο! Τα πό­δια μου βα­ριά, κου­ρα­σμέ­να. Μπρο­στά μου μό­νο μια μο­νό­το­νη ερη­μιά που ζα­λί­ζει τα μά­τια. Τρέ­μω. Κοι­τά­ζω πί­σω μου, γύ­ρω μου. Ανα­ζη­τώ κά­τι γνώ­ρι­μο. Κοι­τάω ψη­λά, τα αστέ­ρια σβη­σμέ­να. Ακό­μη και τα νυ­χτο­πού­λια βου­βά­θη­καν. Μυα­λό μου μη σα­λέ­ψεις! Αυ­τό το δά­σος το γνω­ρί­ζεις από παι­δί. Εί­ναι το σπί­τι σου. Εί­ναι το δι­κό σου δά­σος.
Τι ήταν αυ­τό; Κά­τι σαν σκιά πέ­ρα­σε πλάι μου. Μέ­νω ακί­νη­τη και ας καλ­πά­ζει η καρ­διά μου. Στρέ­φω το βλέμ­μα στα αβέ­βαια όρια του θο­λού ου­ρα­νού. Δεν υπάρ­χει κά­τι να δω. Ίσως ήταν η φα­ντα­σία μου; Πα­λεύ­ει πει­σμα­τι­κά μο­νά­χη της μέ­σα σε αυ­τήν την εξου­θε­νω­τι­κή σιω­πή. Μην αφε­θείς σε αυ­τό το άσπρο που τυ­φλώ­νει!
Η ανα­πνοή μου γρή­γο­ρη και κο­φτή, εί­ναι και η μό­νη πα­ρέα στα αυ­τιά μου. Προ­χω­ρώ στα τυ­φλά. Με συ­νο­δεύ­ει ασφυ­κτι­κά ο φό­βος. Ανα­ζη­τώ τα ση­μά­δια μου, το μο­νο­πά­τι, την κα­λύ­βα. Πα­λεύω με το πά­γω­μα της μνή­μης μου. Η σιω­πή σκόρ­πια στον αέ­ρα, αντα­γω­νί­ζε­ται τους χτύ­πους της καρ­διάς μου. Εξα­κο­λου­θώ να μην ανα­γνω­ρί­ζω πού βρί­σκο­μαι. Κά­που εδώ θα πρέ­πει να εί­ναι το πέ­τρι­νο κα­τη­φο­ρι­κό δρο­μά­κι που οδη­γεί στην πη­γή και το στά­βλο με τη χα­λα­σμέ­νη πόρ­τα. Και πιο κά­τω, τα σπί­τια των ξυ­λο­κό­πων. Από κει εί­ναι εύ­κο­λο να βρω το δρό­μο για το σπί­τι. Αν βρω τη συ­στά­δα βρά­χων που πα­τά τις ρί­ζες μι­κρών δέ­ντρων, εκεί με πε­ρι­μέ­νει το δι­κό μου μο­νο­πά­τι με τη χα­μη­λή βλά­στη­ση. Θα το δια­σχί­σω σκυ­φτή σχε­δόν ως την πόρ­τα μου.
Άδι­κος κό­πος. Λες και αυ­τό το λευ­κό πέ­πλο κα­τά­φε­ρε να κα­τα­φά­ει τα πά­ντα. Πρώ­τα όλα εί­χαν ζωή, τώ­ρα έμει­ναν άψυ­χα. Δεν έχω την αμυ­δρή ελ­πί­δα να γυ­ρί­σω στο σπί­τι. Μια αί­σθη­ση ναυ­τί­ας μου έρ­χε­ται, μια ελα­φριά απώ­λεια αι­σθή­σε­ων, τα πά­ντα δο­νού­νται γύ­ρω μου. Έπια­σε να χιο­νί­ζει πά­λι, ξαφ­νι­κά και ανα­πά­ντε­χα, τα μά­τια τσού­ζουν, η ανα­πνοή μου τρέ­χει να σω­θεί, το πα­γω­μέ­νο δά­σος ξυ­πνά.

Ένα παι­δι­κό χέ­ρι πή­ρε από το κο­μο­δί­νο τη δια­κο­σμη­τι­κή μπά­λα, την ξα­να­τί­να­ξε γρή­γο­ρα δε­ξιά αρι­στε­ρά. Το χιό­νι θέ­ριε­ψε ξα­νά γρή­γο­ρα μέ­σα στο γυά­λι­νο θό­λο και το μο­να­χι­κό κο­ρί­τσι άρ­χι­σε να πε­ρι­φέ­ρε­ται σα χα­μέ­νο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: