Απραγματοποίητα σενάρια / Αντρέι Ταρκόφσκι

Τον Οκτώ­βριο του 1987 κυ­κλο­φό­ρη­σε το τεύ­χος 400 του πε­ριο­δι­κού Cahiers du Cinema. Η συ­ντα­κτι­κή επι­τρο­πή του πε­ριο­δι­κού ανέ­θε­σε, τι­μής ένε­κεν, την αρ­χι­συ­ντα­ξία του τεύ­χους στον σκη­νο­θέ­τη Βιμ Βέ­ντερς που εκεί­νη την επο­χή εί­χε αρ­χί­σει να προ­βάλ­λε­ται η ται­νία του Τα φτε­ρά του έρω­τα. Ο Βέ­ντερς δέ­χτη­κε την πρό­σκλη­ση και ζή­τη­σε από διά­φο­ρους σκη­νο­θέ­τες ή από εκ­προ­σώ­πους τους σχέ­δια σε­να­ρί­ων που όμως δεν έγι­ναν  πο­τέ ται­νί­ες.

Απραγματοποίητα σενάρια / Αντρέι Ταρκόφσκι

Ένα απραγματοποίητο σενάριο του Ταρκόφσκι

Ο Αντρέι Ταρ­κόφ­σκι υπήρ­ξε ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος, ίσως, σκη­νο­θέ­της που ανέ­δει­ξε το σο­βιε­τι­κό σι­νε­μά, με­τά τον Σερ­γκέι Αϊ­ζεν­στάιν. Γεν­νή­θη­κε στις 4 Απρι­λί­ου 1932 στην πό­λη Ζα­βρά­γιε της Ρω­σί­ας και ήταν γιος του ση­μα­ντι­κού ποι­η­τή Αρ­σέ­νι Ταρ­κόφ­σκι. Σπού­δα­σε μου­σι­κή, ζω­γρα­φι­κή, γλυ­πτι­κή και αρα­βι­κά, ενώ για ένα διά­στη­μα ερ­γά­στη­κε ως γε­ω­λό­γος στη Σι­βη­ρία. Το 1956 ει­σέρ­χε­ται στην πε­ρί­φη­μη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή σχο­λή της Μό­σχας VGIK και πα­ρα­κο­λου­θεί μα­θή­μα­τα, με δά­σκα­λο τον σπου­δαίο σκη­νο­θέ­τη Μι­χα­ήλ Ρομ (Αλη­θι­νός φα­σι­σμός). Συμ­μα­θη­τής του ήταν ένας άλ­λος με­γά­λος της 7ης τέ­χνης, ο Γε­ωρ­για­νός Σερ­γκέι Πα­ρα­τζά­νωφ (Σα­γιάτ Νό­βα). Το 1960 απο­φοι­τά, υπο­βάλ­λο­ντας ως πτυ­χια­κή ερ­γα­σία τη διάρ­κειας 46 λε­πτών ται­νία O βιο­λι­στής και ο οδο­στρω­τή­ρας, που ου­σια­στι­κά απο­τε­λεί την πρώ­τη του κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή δου­λειά. Η διε­θνής ανα­γνώ­ρι­ση για το Ταρ­κόφ­σκι έρ­χε­ται πο­λύ γρή­γο­ρα, από την πρώ­τη κιό­λας με­γά­λου μή­κους ται­νία Τα παι­δι­κά χρό­νια του Ιβάν, η οποία κερ­δί­ζει τον Χρυ­σό Λέ­ο­ντα στο Φε­στι­βάλ της Βε­νε­τί­ας (1962). Επτά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα προ­κα­λεί και πά­λι το εν­δια­φέ­ρον των κι­νη­μα­το­γρα­φό­φι­λων, με την ται­νία του Αντρέι Ρου­μπλιόφ που, λό­γω του χρι­στια­νι­κού της θέ­μα­τος, αντι­με­τω­πί­ζε­ται με εχθρό­τη­τα από το σο­βιε­τι­κό κα­θε­στώς και απα­γο­ρεύ­ε­ται για δύο χρό­νια. Ο Ταρ­κόφ­σκι δεν υπήρ­ξε πο­τέ ανοι­κτά «δια­φω­νών». Το κυ­ριό­τε­ρο πα­ρά­πο­νο από τις σο­βιε­τι­κές αρ­χές ήταν ότι δεν του επέ­τρε­ψαν να με­τα­φέ­ρει στη με­γά­λη οθό­νη όλα του τα σχέ­δια και τις ιδέ­ες. Πά­ντως, λό­γω της προ­σω­πι­κής του γρα­φής, θα ήταν πο­λύ δύ­σκο­λο να τύ­χει με­γα­λύ­τε­ρης γεν­ναιο­δω­ρί­ας στη Δύ­ση. «Εί­μαι χα­μέ­νος. Δεν μπο­ρώ να ζή­σω στη Ρω­σία, αλ­λά ού­τε μα­κριά από αυ­τήν», έγρα­φε το 1983 στο ημε­ρο­λό­γιό του. Για τις ανά­γκες της ται­νί­ας του Νο­σταλ­γία εγκα­θί­στα­ται στη Ιτα­λία και στη συ­νέ­χεια στη Γαλ­λία. Η τε­λευ­ταία του ται­νία Η Θυ­σία γυ­ρί­στη­κε στη Σου­η­δία το 1986 και κερ­δί­ζει τρία βρα­βεία στις Κάν­νες. Πέ­θα­νε στις 29 Δε­κεμ­βρί­ου 1986 στο Πα­ρί­σι, χτυ­πη­μέ­νος από την επά­ρα­τη νό­σο.
Το έρ­γο του Ταρ­κόφ­σκι χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από τα χρι­στια­νι­κά και με­τα­φυ­σι­κά θέ­μα­τα, τους αρ­γούς ρυθ­μούς, τα εξαι­ρε­τι­κής αι­σθη­τι­κής και μα­κράς διάρ­κειας μα­κρι­νά πλά­να. Επα­να­λαμ­βα­νό­με­να μο­τί­βα στα έρ­γα του εί­ναι τα όνει­ρα, η μνή­μη, η παι­δι­κή ηλι­κία, το τρε­χού­με­νο νε­ρό, η φω­τιά, η βρο­χή, οι ανα­μνή­σεις. Στα­δια­κά, ανέ­πτυ­ξε μια προ­σω­πι­κή θε­ω­ρία γύ­ρω από τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, την οποία ονό­μα­σε «γλυ­πτι­κή του χρό­νου». Πί­στευε ότι το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του κι­νη­μα­το­γρά­φου εί­ναι ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας του χρό­νου. Το αμο­ντά­ρι­στο υλι­κό, έλε­γε, κα­τα­γρά­φει τον πραγ­μα­τι­κό χρό­νο. Γι' αυ­τό χρη­σι­μο­ποιού­σε το αρ­γό ρυθ­μό και τα με­γά­λα πλά­να, για να δώ­σει στον θε­α­τή την αί­σθη­ση του χρό­νου που περ­νά και χά­νε­ται, αλ­λά και να ανα­δεί­ξει την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της κά­θε στιγ­μής. Τη θε­ω­ρία του για τη «γλυ­πτι­κή του χρό­νου» ανέ­πτυ­ξε στις ται­νί­ες του Ο κα­θρέ­πτης (1975) και Στάλ­κερ (1979). Ο Ταρ­κόφ­σκι δεν ήταν ο σκη­νο­θέ­της που δη­μιουρ­γού­σε αλ­λη­γο­ρί­ες ή σύμ­βο­λα. Μι­λού­σε με τις ει­κό­νες. Στο ημε­ρο­λό­γιό του ανα­φέ­ρει ότι ο συμ­βο­λι­σμός εί­ναι ένα δείγ­μα φθο­ράς, υπο­στη­ρί­ζο­ντας την ανά­γκη χρή­σης ισχυ­ρών ει­κό­νων στην τέ­χνη. «Η ει­κό­να εί­ναι σαν ένας σβώ­λος ζω­ής» έγρα­φε.

Ται­νί­ες

Οι Δο­λο­φό­νοι (Ubiitsy, 19', 1958), η πρώ­τη φοι­τη­τι­κή ται­νία του, βα­σι­σμέ­νη στο ομώ­νυ­μο δι­ή­γη­μα του Έρ­νεστ Χέ­μιν­γου­εϊ.
Δεν υπάρ­χει ανα­χώ­ρη­ση σή­με­ρα (Segodnya uvolneniya ne budet, 45', 1959), δεύ­τε­ρη φοι­τη­τι­κή ται­νία.
Ο οδο­στρω­τή­ρας και το βιο­λί (Katok i skripka, 46', 1960), η πτυ­χια­κή ται­νία του.
Τα παι­δι­κά χρό­νια του Ιβάν (Ivanovo detstvo, 95', 1962), πο­λε­μι­κό δρά­μα, βρα­βευ­μέ­νο στη Βε­νε­τία.
Αντρέι Ρου­μπλιόφ (Andrei Rublyov, 205', 1969), βιο­γρα­φι­κή ται­νία για τον πιο διά­ση­μο ρώ­σο αγιο­γρά­φο, που έζη­σε τον 15ο αιώ­να.
Σο­λά­ρις (Solyaris, 165', 1972), βα­σι­σμέ­νη στο ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας του Στα­νι­σλάβ Λεμ.
Κα­θρέ­πτης (Zerkalo, 108', 1975), ται­νία με πολ­λά αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία.
Στάλ­κερ (Stalker, 163', 1979), επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας, εμπνευ­σμέ­νη από τη νου­βέ­λα των αδελ­φών Στρου­γκά­τσκι «Πικ Νικ στο κρά­σπε­δο του δρό­μου».
Τα­ξί­δι στο χρό­νο (Tempo di viaggio, 62', 1983), τη­λε­ο­πτι­κό ντο­κι­μα­ντέρ για την ιτα­λι­κή τη­λε­ό­ρα­ση.
Νο­σταλ­γία (Nostalghia, 125', 1983), ένας ρώ­σος πα­νε­πι­στη­μια­κός ανα­ζη­τά στην Ιτα­λία τα ίχνη ενός συ­μπα­τριώ­τη του συν­θέ­τη του 18ου αιώ­να.
Θυ­σία (Offret, 149', 1986), ο άν­θρω­πος μπρο­στά στην προ­ο­πτι­κή ενός πυ­ρη­νι­κού ολο­καυ­τώ­μα­τος.

Απραγματοποίητα σενάρια / Αντρέι Ταρκόφσκι

Αντρέι Ταρκόφσκι: «Χοφμανιάνα»

σε­νά­ριο του Αντρέι Ταρ­κόφ­σκι βα­σι­σμέ­νο σε βι­βλίο του Ε. Τ. Χόφ­μαν


Χόφ­μαν

Το σκιό­φως συσ­σω­ρεύ­ε­ται στο αψι­δω­τό, ασβε­στω­μέ­νο τα­βά­νι της τα­βέρ­νας. Ο πά­γκος από σκου­ρο­κά­στα­νη βε­λα­νι­διά, γυα­λι­σμέ­νος από τους αγκώ­νες των θα­μώ­νων, εί­ναι θαρ­ρείς λα­κα­ρι­σμέ­νος απ’ τις πα­λιές στά­μπες του ποντς, όπου κα­θρε­φτί­ζε­ται το χλω­μό φως μιας βρο­χε­ρής μέ­ρας.
Κρί­νο­ντας από τις με­τρη­μέ­νες φω­νές, οι πε­λά­τες εί­ναι λί­γοι. Στο τρα­πέ­ζι μπρο­στά στο πα­ρά­θυ­ρο, κα­τά­κο­ποι άν­θρω­ποι κά­θο­νται και τρώ­νε, σι­γα­νά σαν να κι­νού­νται με σουρ­ντί­να.
Δεν έχει άλ­λες δυ­νά­μεις. Με τη μύ­τη κολ­λη­μέ­νη στο χυ­μέ­νο κρα­σί πά­νω στο τρα­πέ­ζι, προ­σπα­θεί να συ­γκρο­τή­σει τους μα­κρι­νούς τό­νους ενός με­λαγ­χο­λι­κού κρα­σο­τρά­γου­δου, φω­νές απο­μο­νω­μέ­νες, δί­χως τό­πο, φω­νές που κά­νουν παύ­σεις ανά­με­σα στις φρά­σεις, χά­σκο­ντας σαν χαί­νου­σες πλη­γές.
Κά­ποιος τον με­τα­φέ­ρει σε μια άμα­ξα. Πά­ει πέ­ρα-δώ­θε μ’ ένα γλυ­κό λί­κνι­σμα, σα να έχει ζα­λά­δα. Χέ­ρια τού κρα­τά­νε τους ώμους. Η κε­τσε­δέ­νια άμα­ξα κα­τα­λή­γει σε μια με­γά­λη πόρ­τα, ανε­βαί­νει –πά­ντα η ίδια σιω­πή, κα­πνός σ’ ένα τζά­κι– και εί­ναι ξα­νά χω­ρίς δυ­νά­μεις, κα­θι­σμέ­νος σ’ ένα νο­τι­σμέ­νο τρα­πέ­ζι, ανά­με­σα σε θαυ­μα­στές βυ­θι­σμέ­νους στο σκο­τά­δι, με ξε­πλυ­μέ­να πρό­σω­πα, που τον χαι­ρε­τούν με ομι­λί­ες δί­χως λό­για. Τα κε­ριά για­τί μέ­νουν σβη­στά;

Περ­πα­τά­ει τώ­ρα στο κα­θά­ριο σού­ρου­πο των προ­α­στί­ων, ανά­με­σα σε δέ­ντρα και πέ­τρι­να τεί­χη, δια­κρί­νο­ντας μέ­σα απ’ τις χα­ρα­μα­τιές τους τη γύ­μνια των κά­μπων και στο βά­θος μα­κριά κά­τι δα­σω­μέ­να βου­νά. Βλέ­πει όσα τον πε­ρι­βάλ­λουν άλ­λο­τε πο­λύ κο­ντά, «σχε­δόν μπρο­στά στη μύ­τη του», άλ­λο­τε μέ­χρι κει που φτά­νει το μά­τι, σ’ αυ­τούς τους άδειους χώ­ρους που τους σκά­βει η νύ­χτα κα­θώς πέ­φτει.
Πο­λύ κο­ντά, μέ­χρι κει που φτά­νει το μά­τι... Ένας συ­νε­χές σκα­μπα­νέ­βα­σμα σαν φά­ρος που ανα­βο­σβή­νει μες στο κε­φά­λι του, με­τα­μορ­φώ­νο­ντάς τον πό­τε σε νά­νο, πό­τε σε γί­γα­ντα.
Μα­κριά αντι­λαμ­βά­νε­ται οχλο­βοή, σαν το θό­ρυ­βο ενός θε­ά­τρου προ­τού ανε­βεί η αυ­λαία, πνι­χτές φω­νές, πα­πού­τσια στο χα­λί, όρ­γα­να που τα κουρ­δί­ζουν... Υπο­ψί­ες μου­σι­κής που φτά­νουν στ’ αυ­τιά του σαν ανε­μο­δαρ­μέ­νες, πο­λύ κο­ντά ή πο­λύ μα­κριά, κύ­μα­τα, θα ’λε­γες, που σκά­νε στην αμ­μου­διά κα­θώς τα σπρώ­χνει ο άνε­μος, κα­θώς τα τρα­βο­λο­γά­ει ώσπου να μην αφή­σει τί­πο­τα, το κρώ­ξι­μο ενός γλά­ρου, ίσως, τον μα­κρι­νό ήχο ενός φα­γκό­του.
Αχ, Θεέ μου, πό­σο τον πο­νά­ει η πλά­τη του! Πό­νος οι­κεί­ος, πει­σμα­τι­κός, που τον ρου­φά­ει ολό­κλη­ρο, μέ­χρι το με­δού­λι!
Θα ’θε­λες να στα­μα­τή­σεις και να δι­πλω­θείς στα δύο, για να σε σφά­ξει αυ­τή η κλί­ση του σώ­μα­τος που σε δια­περ­νά κά­νο­ντας σε να μορ­φά­σεις και που δεν ξέ­ρεις καν πώς να την κά­νεις –μα κι ού­τε σου περ­νά­ει απ’ το μυα­λό να την κά­νεις–, αν εί­σαι κα­λά στην υγεία σου.
Στα­μα­τά­ει έξω απ’ τα τεί­χη, σε μια αλά­να πνιγ­μέ­νη στις κου­φο­ξυ­λιές.
Οι ανοι­χτο­πρά­σι­νες ανταύ­γειες τρε­μου­λιά­ζουν μες στο σκο­τά­δι, ανα­δί­νο­ντας μια υπο­ψία απο­πνι­χτι­κού, δη­λη­τη­ριώ­δους αρώ­μα­τος. Ξα­πλώ­νει κά­τω σαν βα­ρί­δι. Φέρ­νει τα γό­να­τα στο στή­θος. Ο για­κάς και τα μα­νι­κέ­τια του, άσπρα σαν το λευ­κό κρα­σί, ξε­χω­ρί­ζουν στο σκού­ρο χορ­τά­ρι.
Όχι μα­κριά από κει, μες στις σκιε­ρές λόχ­μες που οι κορ­φές τους ανα­τα­ρά­ζο­νται σιω­πη­λά, κά­ποιος στα­μά­τη­σε. Η γυα­λι­σμέ­νη κο­ρυ­φή του κα­πέ­λου του λα­μπυ­ρί­ζει μες στη νύ­χτα.
Πρό­σω­πο κο­κα­λιά­ρι­κο, μά­τια μαύ­ρα, δια­πε­ρα­στι­κά.
Το ξέ­ρει αυ­τό το πρό­σω­πο. Ποιος εί­ναι;
Ο Χόφ­μαν ση­κώ­νε­ται.
Κα­τευ­θύ­νε­ται μες στη νύ­χτα προς τις λόχ­μες, όπου τον πε­ρι­μέ­νει αυ­τός ο άγνω­στος τον οποίο γνω­ρί­ζει κα­λά.
Αλ­λά δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας.

Μό­τσαρτ

Ένα δια­πε­ρα­στι­κό κου­δού­νι­σμα, μια βρο­ντε­ρή φω­νή τον αλα­φιά­ζουν: «Το θέ­α­μα αρ­χί­ζει». Φαί­νε­ται θα μι­σο­κοι­μό­ταν.
Τα κο­ντρα­μπά­σα μουρ­μου­ρί­ζουν κρό­τος κυμ­βά­λων, τα χάλ­κι­να πιά­νουν να ουρ­λιά­ζουν, το όμποε, fortissimo, κρα­τά­ει το λα του... Έφο­δος των βιο­λιών... Μα πού εί­ναι;
Α!, μά­λι­στα! Κοι­μή­θη­κε στο δω­μά­τιο του ξε­νο­δο­χεί­ου όπου σύρ­θη­κε ξέ­πνο­ος, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος απ’ την αρ­ρώ­στια.
Σκού­ρα τα­πε­τσα­ρία με χρυ­σα­φιές στά­μπες τζά­κι όπου φυ­το­ζω­ούν κάρ­βου­να μι­σο­χω­μέ­να στη στά­χτη.
Ο Χόφ­μαν ση­κώ­νε­ται –εί­χε ξα­πλώ­σει με τα ρού­χα του, πά­νω στα σκε­πά­σμα­τα–, παίρ­νει τη βα­ριά κα­νά­τα, γε­μί­ζει τη λε­κά­νη, βυ­θί­ζει το κε­φά­λι του στο νε­ρό.
Σκου­πί­ζει τα μαλ­λιά του και χτυ­πά­ει το κου­δού­νι.
Ένας υπη­ρέ­της εμ­φα­νί­ζε­ται.
– Για τ’ όνο­μα του Θε­ού, τι εί­ναι όλος αυ­τός ο σα­μα­τάς;
– Η εξο­χό­τη­τά σας αγνο­εί ασφα­λώς ότι το ξε­νο­δο­χείο μας εί­ναι με­σο­τοι­χία μ’ ένα θέ­α­τρο. Πί­σω από την πόρ­τα που βλέ­πε­τε, ένα μι­κρό πέ­ρα­σμα σας επι­τρέ­πει να φτά­σε­τε κα­τευ­θεί­αν στο εί­κο­σι τρία, το θε­ω­ρείο των τα­ξι­διω­τών.
– Το θε­ω­ρείο;
– Μα ναι, το θε­ω­ρείο των τα­ξι­διω­τών, ένα μι­κρό, δι­θέ­σιο, για τους πιο δια­κε­κρι­μέ­νους πε­λά­τες μας, ακρι­βώς μπρο­στά στη σκη­νή. Αν η εξο­χό­τη­τά σας το επι­θυ­μεί, σή­με­ρα παί­ζουν τον Δον Ζουάν του πε­ρί­φη­μου Μό­τσαρτ, του Βιεν­νέ­ζου. Η θέ­ση θα σας έρ­θει ένα τά­λη­ρο και οχτώ πε­ντά­ρες, που θα τα προ­σθέ­σου­με στο λο­γα­ρια­σμό σας.
Ο Χόφ­μαν αδειά­ζει στην κού­πα του μια σα­μπά­νια που επι­πλέ­ει σ’ έναν κά­δο όπου έχει λιώ­σει ο πά­γος. Με μια χα­ρά που δεν απέ­χει πο­λύ από ανα­γού­λα, τη ρου­φά­ει μέ­χρι την τε­λευ­ταία γου­λιά.
Ο υπη­ρέ­της τον κοι­τά­ζει τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος.
– Φέρ­τε μου ποντς!
– Εδώ;
– Όχι, στο θε­ω­ρείο.
Το θέ­α­τρο εί­ναι αρ­κε­τά με­γά­λο, δια­κο­σμη­μέ­νο με γού­στο, και λά­μπει κα­τά­φω­το. Απλώ­νε­ται θό­ρυ­βος και οχλα­γω­γία. τα θε­ω­ρεία και η πλα­τεία εί­ναι φί­σκα. Η ου­βερ­τού­ρα προ­α­ναγ­γέλ­λει μια πρώ­της τά­ξε­ως ορ­χή­στρα.
Το andante σε κά­νει να φρίτ­τεις μπρο­στά στο τρο­μα­χτι­κό βα­σί­λειο των δα­κρύ­ων...
Στο έβδο­μο μέ­τρο του allegro, η μπά­ντα αγαλ­λιά, δια­τυ­μπα­νί­ζο­ντας το θρί­αμ­βο του κα­κού.
Η ου­βερ­τού­ρα εί­ναι η πά­λη του αν­θρώ­που ενά­ντια στις άγνω­στες, πο­νη­ρές δυ­νά­μεις που τον πε­ρι­βάλ­λουν και κα­τερ­γά­ζο­νται την απώ­λειά του...
Επι­τέ­λους, η κα­ται­γί­δα καλ­μά­ρει. Η αυ­λαία ση­κώ­νε­ται.
Ο Χόφ­μαν ζε­σταί­νει τα χέ­ρια του στο κρυ­στάλ­λι­νο πο­τή­ρι.

(Με­τά­φρα­ση από τα γαλ­λι­κά Κι­κή Κα­ψα­μπέ­λη)

*

Ο Ερνστ Τέ­ο­ντορ Βί­λελμ Χόφ­μαν (1776-1822) νο­μι­κός, συγ­γρα­φέ­ας, ερα­στής της Μου­σι­κής, άλ­λα­ξε το Βί­λελμ του ονο­μά­τος του σε Αμα­ντέ­ους προς τι­μήν του Μό­τσαρτ. Ση­μα­ντι­κό του έρ­γο: Βί­ος και πο­λι­τεία του Γά­του Μουρ (ελλ. μτ­φρ. Μα­ρί­ας Αγ­γε­λί­δου, εκδ. Ερα­τώ 2014).