Πολύ Haute Couture

Πολύ Haute Couture

Ο Άγ­γλος Πί­τερ Στρί­κλαντ (Peter Strickland, γενν. 1973) εί­ναι, μα­κράν, ένας απ’ τους πιο εν­δια­φέ­ρο­ντες καλ­λι­τέ­χνες του μο­ντέρ­νου κι­νη­μα­το­γρά­φου. 

Οι ται­νί­ες του: Katalin Varga (2009), Berberian Sound Studio (2012), The Duke of Burgundy (2014) εί­ναι φε­τι­χι­στι­κά όνει­ρα, και το κα­τα­πλη­κτι­κό In Fabric (2018) δεν απο­τε­λεί εξαί­ρε­ση. Εί­ναι, όμως, η πρώ­τη φο­ρά που ο Στρί­κλαντ, πέ­ρα απ’ το να εκ­θέ­τει τη λα­τρεία του για το στιλ, με την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια («style over substance» θα πουν, για άλ­λη μία φο­ρά, οι πραγ­μα­τι­κά ρη­χοί), φτιά­χνο­ντας μια ται­νία για ένα στοι­χειω­μέ­νο φό­ρε­μα ξε­κα­θα­ρί­ζει τους λό­γους που τον μα­γνη­τί­ζει τό­σο πο­λύ η επι­φά­νεια: επει­δή το όνει­ρο και το φε­τίχ –αυ­τοί οι δύο θρί­αμ­βοι της επι­φά­νειας, της Ει­κό­νας, ένα­ντι του πε­ριε­χο­μέ­νου και της όποιας ου­σί­ας– απο­τε­λούν κομ­βι­κές συ­νι­στώ­σες της αντί­λη­ψής μας για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, επί κα­πι­τα­λι­στι­κού εδά­φους. Το Οι­κο­νο­μι­κό, προ­φα­νώς, δεν αφή­νει ανέ­πα­φο το Πο­λι­τι­στι­κό. Ο σκη­νο­θέ­της, που «εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται» το φα­ντα­σια­κό μας για να δη­μιουρ­γή­σει μια αι­σθη­τι­κή συ­γκί­νη­ση, για να δε­σμεύ­σει την ψυ­χή μας, δεν δια­φέ­ρει ιδιαί­τε­ρα απ’ τον κα­πι­τα­λι­στή που κά­νει το ίδιο πράγ­μα, αλ­λά με σκο­πό το κέρ­δος. Επί της ου­σί­ας, έχου­με να κά­νου­με με μα­γεία, με υπο­βο­λή, και το In Fabric εί­ναι ο τρό­πος που διά­λε­ξε ο Στρί­κλαντ για να σχο­λιά­σει τη μα­γι­κή λει­τουρ­γία της φε­τι­χο­ποί­η­σης στις κα­τα­να­λω­τι­κές μας κοι­νω­νί­ες, ασκώ­ντας πα­ράλ­λη­λα τη δι­κή του κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή μαγ­γα­νεία, μέ­σω των –δο­νού­με­νων από μυ­στι­κι­στι­κή έντα­ση– ει­κό­νων. Η ει­δε­χθής σα­γή­νη του κα­πι­τα­λι­σμού έγκει­ται στον τρό­πο με τον οποίο διο­γκώ­νει το φα­ντα­σια­κό, με την αλό­γι­στη χρή­ση του ονεί­ρου και του φε­τίχ (ο Μαρξ έχει δεί­ξει ότι η φε­τι­χο­ποί­η­ση του εμπο­ρεύ­μα­τος μέ­σω της πραγ­μο­ποί­η­σης του ερ­γά­τη δη­μιουρ­γεί με τη σει­ρά της φε­τι­χι­στι­κές αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις που συ­ντη­ρούν και ανα­πα­ρά­γουν τη δο­μή του συ­στή­μα­τος). Δεν παί­ζει τυ­χαία ο Στρί­κλαντ, λοι­πόν, με την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια του «εν­δύ­μα­τος». Η υπο­τα­γή στη μό­δα εξη­γεί­ται βά­σει ψυ­χο­λο­γι­κών αντα­να­κλα­στι­κών που αφο­ρούν τον συ­νο­λι­κό τρό­πο ύπαρ­ξης εντός της κα­πι­τα­λι­στι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας: επι­θυ­μεί κα­νείς να ντύ­νει το σώ­μα του με συ­γκε­κρι­μέ­να ρού­χα, για­τί η σκέ­ψη του κα­λύ­πτε­ται ήδη από το ύφα­σμα της Ιδε­ο­λο­γί­ας (o Αλ­του­σέρ έλε­γε ότι εί­ναι αδύ­να­τον, άπαξ και ει­σέλ­θου­με μέ­σα της, να βρε­θού­με «έξω» απ’ την Ιδε­ο­λο­γία, όπως εί­ναι αδύ­να­τον να «βγού­με» απ’ τη Γλώσ­σα: η ιδε­ο­λο­γία προη­γεί­ται των πά­ντων και δια­μορ­φώ­νει την αντί­λη­ψη – δεν πρό­κει­ται πο­τέ να δού­με τον πραγ­μα­τι­κό σκύ­λο˙ θα βλέ­που­με πά­ντα την «ιδέα» του σκύ­λου). Η Ιδε­ο­λο­γία, λοι­πόν, εί­ναι το «φό­ρε­μα» της σκέ­ψης μας, και στην κα­τα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νία όλα, μα όλα, εί­ναι Ιδε­ο­λο­γία. Πα­ρα­τη­ρή­στε τον ασυ­νάρ­τη­το, ψευ­δο­ποι­η­τι­κό βερ­μπα­λι­σμό της μά­γισ­σας-πω­λή­τριας που προ­σπα­θεί να πεί­σει την πε­λά­τισ­σα ν’ αγο­ρά­σει, σε κά­ποιες απ’ τις πιο αστεί­ες σκη­νές της ται­νί­ας: δεν κά­νει τί­πο­τ’ άλ­λο απ’ το να ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιεί το ρού­χο, να τo με­τα­τρέ­πει σε θαυ­μα­τουρ­γό αντι­κεί­με­νο που, ως διά μα­γεί­ας, θα με­τα­μορ­φώ­σει τη γυ­ναί­κα που το φο­ρά­ει σε πα­ρα­μυ­θέ­νιο πλά­σμα. Μέ­σω αυ­τών των σκη­νών ο Στρί­κλαντ σαρ­κά­ζει την υπερ­βο­λι­κή εμπι­στο­σύ­νη της κα­πι­τα­λι­στι­κής με­τα­φυ­σι­κής στη δύ­να­μη των λέ­ξε­ων που γεν­νούν την αρ­χε­τυ­πι­κή φα­ντα­σί­ω­ση της με­τάλ­λα­ξης (κα­νείς δεν θέ­λει να εί­ναι απλώς ο εαυ­τός του στην κα­τα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νία, κα­θέ­νας θέ­λει να γί­νει ο Άλ­λος). Και ξέ­ρου­με πο­λύ κα­λά ότι η φα­ντα­σί­ω­ση και το όνει­ρο εί­ναι οι κι­νη­τή­ριες δυ­νά­μεις της κα­τα­νά­λω­σης. Η –κυ­ριο­λε­κτι­κά πια– μα­γε­μέ­νη πε­ριο­χή της κα­τα­να­λω­τι­κής υστε­ρί­ας, ένα κα­τά­στη­μα ρού­χων, γί­νε­ται στο In Fabric αλη­θι­νό άντρο μα­γισ­σών.
Το φό­ρε­μα στην ται­νία του Στρί­κλαντ δεν μπο­ρεί, συ­νε­πώς, πα­ρά να εί­ναι στοι­χειω­μέ­νο, να έχει δι­κή του ζωή. Από κει και πέ­ρα, αφού έχει χα­θεί η ικα­νό­τη­τα διά­κρι­σης του πραγ­μα­τι­κού απ’ το φα­ντα­στι­κό, εύ­κο­λα δια­νύ­ε­ται η από­στα­ση που οδη­γεί στο μύ­θο, στην από­λυ­τη αλ­λοί­ω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, στον εφιάλ­τη, στα «φα­ντά­σμα­τα». Ο Στρί­κλαντ μι­λά­ει για το –άλ­λο­τε ηδο­νι­κό κι άλ­λο­τε τρο­μα­κτι­κό–   όνει­ρο που εί­ναι η ζωή μας εντός του κα­πι­τα­λι­σμού˙ για τα «εν­δύ­μα­τα» μέ­σα στα οποία τυ­λί­γου­με το πνεύ­μα μας μέ­χρι να μην μπο­ρεί να πει με βε­βαιό­τη­τα τι εί­ναι αλη­θι­νό και τι ψεύ­τι­κο. Τί­πο­τα δεν εί­ναι πιο φε­τι­χι­στι­κό από τη σχέ­ση μας με το κα­θη­με­ρι­νό, το «ρε­α­λι­στι­κό», το –υπο­τί­θε­ται– απο­μυ­θο­ποι­η­μέ­νο. Και βέ­βαια, για όποιον δεν θέ­λει ν’ ασχο­λεί­ται μ’ αυ­τά τα «βα­ριά» θε­ω­ρη­τι­κά, το In Fabric πα­ρα­μέ­νει ένα απο­λαυ­στι­κό με­τα-giallo κομ­ψο­τέ­χνη­μα (ο μα­κά­βριος, μπα­ρόκ εξ­πρε­σιο­νι­σμός των Αρ­τζέ­ντο και Μπά­βα συ­νο­μι­λεί με τον υπερ­ρε­α­λι­στι­κό μο­ντερ­νι­σμό του Ντέι­βιντ Λιντς), επι­βλη­τι­κής ατμο­σφαι­ρι­κό­τη­τας, με­γά­λης φορ­μα­λι­στι­κής δε­ξιο­τε­χνί­ας και ανα­τρι­χια­στι­κού ει­κα­στι­κού ύφους. Ένα haute couture έρ­γο, κα­τα­δι­κα­σμέ­νο, εξαι­τί­ας της λε­πτο­φυούς κα­τα­σκευ­ής και της ατα­ξι­νό­μη­της πα­ρα­ξε­νιάς του, να μη «φο­ρε­θεί» πο­λύ απ’ το ευ­ρύ κοι­νό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: