Το «Διχασμένο κορμί» του Μπράιαν Ντε Πάλμα

Το «Διχασμένο κορμί» του Μπράιαν Ντε Πάλμα


Ο Jake Scully, ένας φέ­ρελ­πις ηθο­ποιός που προ­σπα­θεί να πιά­σει την κα­λή στο Χό­λι­γουντ αλ­λά δεν βρί­σκει δου­λειά πα­ρά σε χα­μη­λής ποιό­τη­τας b-movies, βρί­σκει στο κρε­βά­τι την κο­πέ­λα του μ’ έναν άλ­λο άντρα, οπό­τε ανα­γκά­ζε­ται να ψά­ξει για ένα νέο μέ­ρος να μεί­νει. Σ΄ ένα ερ­γα­στή­ριο υπο­κρι­τι­κής που πα­ρα­κο­λου­θεί, συ­να­ντά­ει τον Sam Bouchard, έναν συ­νά­δελ­φο ηθο­ποιό που χρειά­ζε­ται κά­ποιον να μέ­νει στο σπί­τι του για ένα διά­στη­μα προ­κει­μέ­νου να το προ­σέ­χει, όσο εκεί­νος θα λεί­πει στο εξω­τε­ρι­κό. Και οι δύο εί­ναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι μ’ αυ­τή τη ρύθ­μι­ση ενώ ο Jake θα έχει κι άλ­λο ένα προ­νό­μιο όσο θα μέ­νει εκεί: ο Sam τού πα­ρου­σιά­ζει, μέ­σα από ένα τη­λε­σκό­πιο εγκα­τε­στη­μέ­νο στο πο­λυ­τε­λές δια­μέ­ρι­σμα, μια πα­νέ­μορ­φη γυ­ναί­κα που γδύ­νε­ται με τις κουρ­τί­νες ανοι­χτές κά­θε βρά­δυ.
Σε ό,τι αφο­ρά τους μη­χα­νι­σμούς της επι­θυ­μί­ας, τον υπαρ­ξια­κό πυ­ρή­να της φα­ντα­σί­ω­σης και τη σχέ­ση τους με το θέ­α­μα (απα­ρέ­γκλι­τα ηδο­νο­βλε­πτι­κή αυ­τή), ο «Σιω­πη­λός μάρ­τυ­ρας» έχει το όνο­μα και το «Δι­χα­σμέ­νο κορ­μί» τη χά­ρη∙ και προ­φα­νώς δεν εν­νοώ μ’ αυ­τό ότι το αρι­στούρ­γη­μα του Χί­τσκοκ εί­ναι υπο­δε­έ­στε­ρο της θαυ­μά­σιας ται­νί­ας του Ντε Πάλ­μα, απλώς ότι η πε­ριε­κτι­κό­τη­τα του «Δι­χα­σμέ­νου κορ­μιού» σε ψυ­χα­να­λυ­τι­κή ση­μειο­λο­γία, εί­ναι πι­θα­νό­τα­τα με­γα­λύ­τε­ρη απ’ αυ­τήν του «Σιω­πη­λού μάρ­τυ­ρα» και όχι μό­νο: παίρ­νο­ντας ως δε­δο­μέ­νο ότι και οι δύο ται­νί­ες σχο­λιά­ζουν τον τρό­πο σχε­τι­σμού του θε­α­τή με την Ει­κό­να, τις λι­μπι­ντι­κές δια­δρο­μές μέ­σω των οποί­ων επι­τυγ­χά­νε­ται η ταύ­τι­ση και εκλύ­ε­ται η από­λαυ­ση, το «Δι­χα­σμέ­νο κορ­μί» (ακρι­βώς επει­δή εί­ναι ένα πο­λύ πιο «βρό­μι­κο» φιλμ, πο­λύ πιο κο­ντά στο Πραγ­μα­τι­κό ―με τη λα­κα­νι­κή έν­νοια― της βί­ας και του σεξ), κα­τα­φέρ­νει να φτά­σει σε με­γα­λύ­τε­ρα βά­θη. Ο «Σιω­πη­λός μάρ­τυ­ρας», ανα­γκα­σμέ­νος εκ των πραγ­μά­των κα­θώς ήταν, λό­γω επο­χής, να το­πο­θε­τεί­ται σε σχέ­ση μ’ αυ­τά τα ζη­τή­μα­τα, μέ­σα από με­τα­φο­ρές, συμ­βο­λι­σμούς και με­τω­νυ­μί­ες, μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με όνει­ρο στη λει­τουρ­γία του ― εί­ναι, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, υπο­χρε­ω­μέ­νος να βρει ευ­φά­ντα­στους τρό­πους να ξε­γε­λά­σει τους μη­χα­νι­σμούς λο­γο­κρι­σί­ας για να πε­ρά­σει το μή­νυ­μά του, όπως κά­νει και το όνει­ρο. Εν αντι­θέ­σει, το «Δι­χα­σμέ­νο κορ­μί» (προ­ϊ­όν μιας μα­κράν πιο ελευ­θε­ρια­κής κοι­νω­νί­ας), μι­λά­ει μια πο­λύ πιο «χυ­δαία» γλώσ­σα, αυ­τήν της Φα­ντα­σί­ω­σης, χω­ρίς να ση­μαί­νει αυ­τό ότι τα σύμ­βο­λα απου­σιά­ζουν απ’ τη δο­μή του. Ο «Σιω­πη­λός μάρ­τυ­ρας» εί­ναι νευ­ρω­τι­κός∙ το «Δι­χα­σμέ­νο κορ­μί» εί­ναι δια­στρο­φι­κό. Ο Χί­τσκοκ μι­λά­ει για την ―πα­ρε­μπο­δι­σμέ­νη, κα­θη­λω­μέ­νη· Επι­θυ­μία∙ ο Ντε Πάλ­μα για την ―κα­τα­πιε­σμέ­νη και φα­ντα­σιω­τι­κά απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη― Από­λαυ­ση.

Ωστό­σο τα πράγ­μα­τα εί­ναι αρ­κε­τά πιο σύν­θε­τα απ’ όσο δεί­χνουν με πιο πρώ­τη μα­τιά. Και οι δύο ται­νί­ες αφο­ρούν το ηδο­νο­βλε­πτι­κό στοι­χείο που ενυ­πάρ­χει στην πα­ρα­κο­λού­θη­ση μιας ται­νί­ας, υπο­νο­ούν ότι ο θε­α­τής εί­ναι ένας ερω­τι­κά ακό­ρε­στος «μα­τά­κιας», ότι το ―κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό εν προ­κει­μέ­νω― θέ­α­μα κα­λύ­πτει μια επί της ου­σί­ας σε­ξουα­λι­κή του ανά­γκη. Όμως η αλ­λη­γο­ρία του Χί­τσκοκ αφο­ρά την «πεί­να» του βλέμ­μα­τος με μια φαι­νο­με­νο­λο­γι­κή, σαρ­τρι­κή έν­νοια, ενώ ο Ντε Πάλ­μα βά­ζει στο στό­χα­στρο την ίδια την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή βιο­μη­χα­νία (χω­ρίς να χά­νει τον και­ρό του με συμ­βο­λι­σμούς ― ήρω­άς του εί­ναι ένας άτυ­χος ηθο­ποιός που προ­σπα­θεί να στα­διο­δρο­μή­σει στο Χό­λι­γουντ), μα­ζί με τα λι­γό­τε­ρο επι­φα­νή πα­ρα­κλά­δια της: τις exploitation ται­νί­ες τρό­μου, τα b-movies του Φα­ντα­στι­κού και τις τσό­ντες. Αυ­τά τα «μαύ­ρα πρό­βα­τα» της κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής οι­κο­γέ­νειας εί­ναι πιο κα­τάλ­λη­λα να εκ­θέ­σουν τους μη­χα­νι­σμούς του θε­ά­μα­τος, ακρι­βώς επει­δή δεν κρύ­βουν την εκ­με­ταλ­λευ­τι­κή τους λο­γι­κή, αντι­θέ­τως την εκ­θέ­τουν με την πλέ­ον «αναί­σχυ­ντη» γλα­φυ­ρό­τη­τα. Το θέ­μα τους εί­ναι πά­ντα ο πό­νος και η από­λαυ­ση, η σάρ­κα που εκ­στα­σιά­ζε­ται εί­τε από οδύ­νη εί­τε από ηδο­νή. Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή Ει­κό­να, μας λέ­ει ο Ντε Πάλ­μα, πιά­νει τον θε­α­τή στα δί­χτυα της, εκ­με­ταλ­λευό­με­νη τις κα­τα­πιε­σμέ­νες σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κές επι­θυ­μί­ες του, τον πό­θο του να δια­σχί­σει τα όρια, να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αυ­τή την «πα­ρά­βα­ση» στην οποία ανα­φέ­ρε­ται ο Μπα­τάιγ, πα­ρά­βα­ση την οποία εξου­σιο­δο­τεί έναν άλ­λο να φέ­ρει σε πέ­ρας: τον κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό ήρωα. Ο κε­ντρι­κός ήρω­ας του «Δι­χα­σμέ­νου κορ­μιού», ωστό­σο, σπρώ­χνει την φα­ντα­σί­ω­ση του θε­α­τή στα άκρα (κι ίσως αυ­τός να εί­ναι ένας απ’ τους υπο­συ­νεί­δη­τους λό­γους που η ται­νία του Ντε Πάλ­μα εί­ναι τό­σο απο­λαυ­στι­κή), αφού δεν αρ­κεί­ται στην πα­ρα­κο­λού­θη­ση, στην ηδο­νή του βλέμ­μα­τος, αλ­λά περ­νά­ει στην πρά­ξη, εμπλέ­κε­ται, βιώ­νει τη φα­ντα­σί­ω­ση στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι έτσι (νο­μί­ζει πως) την κα­ταρ­γεί. Από θε­α­τής του δρά­μα­τος γί­νε­ται ήρω­ας του δρά­μα­τος ― να η πιο έντο­νη κι ανο­μο­λό­γη­τη επι­θυ­μία κά­θε θε­α­τή. Η σκο­τει­νή ίντρι­γκα στην οποία πα­γι­δεύ­ε­ται ο Jake, του χα­ρί­ζει την από­λυ­τη έκ­στα­ση: την έκ­στα­ση της συμ­με­το­χής.



Ο Ντε Πάλ­μα, βέ­βαια, εί­ναι μέ­γας εί­ρων κι έτσι φρο­ντί­ζει να μας υπεν­θυ­μί­ζει, ευ­και­ρί­ας δο­θεί­σης, ότι τα πά­ντα εξε­λίσ­σο­νται στην πε­ριο­χή της φα­ντα­σί­ω­σης, της ψευ­δαί­σθη­σης, του ψέ­μα­τος (όχι μό­νο στο πρώ­το επί­πε­δο της πλο­κής, εξαι­τί­ας της πλε­κτά­νης που έχει «σκη­νο­θε­τή­σει» κά­ποιος άλ­λος για να πα­γι­δεύ­σει τον Jake, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος την επι­θυ­μία του να κοι­τά­ζει)∙ ο Jake δεν εξέρ­χε­ται πο­τέ απ’ την φα­ντα­σί­ω­ση κι η κα­τά­βα­σή του στον «υπό­γειο» κό­σμο του πορ­νό (ό,τι σχε­τί­ζε­ται στε­νό­τε­ρα με την απω­θη­μέ­νη αν­θρώ­πι­νη αλή­θεια, έρ­χε­ται «από κά­τω» ), η γνω­ρι­μία του με την όμορ­φη πορ­νο­στάρ, επι­σφρα­γί­ζει αυ­τόν τον εγκλω­βι­σμό στην Ει­κό­να, αντί να υπο­νο­εί την αναί­ρε­σή του. Ως γνω­στόν, αυ­τό που απου­σιά­ζει πραγ­μα­τι­κά στις τσό­ντες εί­ναι το ίδιο το σεξ, η πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νη από­λαυ­ση, η αλή­θεια της ηδο­νής∙ υπάρ­χουν τα ση­μεία του σεξ, τα σύμ­βο­λά του, το σώ­μα ως φε­τίχ και αντι­κεί­με­νο (που έτσι βρί­σκει πλέ­ον τη θέ­ση του σε όλη την επι­κρά­τεια της κοι­νω­νί­ας του θε­ά­μα­τος), όχι όμως η σε­ξουα­λι­κό­τη­τα, ο αυ­θε­ντι­κός ερω­τι­σμός, που κα­ταρ­γεί­ται για να πα­ρα­χω­ρή­σει τη θέ­ση του σε μια σει­ρά τυ­πο­ποι­η­μέ­νων κι­νή­σε­ων, στη σκιά της από­λαυ­σης, τη σκη­νο­θε­σία, τη φα­ντα­σί­ω­ση.

Το σπου­δαίο «Δι­χα­σμέ­νο κορ­μί», πα­ρου­σιά­ζει τον, κά­πο­τε εκ­πλη­κτι­κό, Μπράιαν Ντε Πάλ­μα σε απλη­σί­α­στη φόρ­μα, τό­σο σε επί­πε­δο σκη­νο­θε­τι­κής βιρ­τουο­ζι­τέ (η σκη­νή της δο­λο­φο­νί­ας της Γκλό­ρια εί­ναι μια φο­βε­ρά εντυ­πω­σια­κή επί­δει­ξη ικα­νό­τη­τας δη­μιουρ­γί­ας σα­σπένς που αγ­γί­ζει τα όρια της επι­δει­ξιο­μα­νί­ας ― πό­σο ται­ρια­στό με τη συ­νο­λι­κή αί­σθη­ση του έρ­γου) όσο και σε επί­πε­δο ιδε­ών. Και μα­ζί με το ―επί­σης υπέ­ρο­χο― «Obsession» του 1976, απο­τε­λεί τον κο­ρυ­φαίο του φό­ρο τι­μής στο σκη­νο­θε­τι­κό του εί­δω­λο, τον μέ­γι­στο Άλ­φρεντ Χί­τσκοκ, που για πο­λύ λί­γο δεν πρό­λα­βε να δει την ται­νία (ο Χί­τσκοκ πέ­θα­νε το 1980). Κά­τι μού λέ­ει πως θα την εί­χε απο­λαύ­σει ιδιαί­τε­ρα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: