Η ζωή και το πάθος του Ντοντέν Μπουφάν

Η ζωή και το πάθος του Ντοντέν Μπουφάν

«O άν­θρω­πος χρειά­ζε­ται ποί­η­ση, τρυ­φε­ρό­τη­τα και πράγ­μα­τα κα­λο­φτιαγ­μέ­να». Αυ­τή εί­ναι μό­νο μία από τις φρά­σεις του Πιερ Γκα­νιέρ, του δια­κε­κρι­μέ­νου Γάλ­λου σεφ, που συ­νο­ψί­ζει την προ­σέγ­γι­ση του στη μα­γει­ρι­κή και θα πε­ριέ­γρα­φε πε­ρί­φη­μα την αχνι­στή ατμό­σφαι­ρα της κου­ζί­νας της Εζε­νί Σα­τέ­νι (Ζι­λιέτ Μπι­νός) και του Ντο­ντέν Μπου­φάν (Μπε­νουά Μα­ζι­μέλ), των πρω­τα­γω­νι­στών της ται­νί­ας Στη φω­τιά, που ση­μα­το­δο­τεί την επι­στρο­φή του σκη­νο­θέ­τη Τραν Αν Χουνγκ στη με­γά­λη οθό­νη. Oι δυο τους μοι­ρά­ζο­νται χρό­νια τώ­ρα τη ζωή τους μέ­σα από το πά­θος τους για τη μα­γει­ρι­κή και την τέ­χνη της κου­ζί­νας. H σχέ­ση τους ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από την τρυ­φε­ρή εξάρ­τη­ση που έχουν ο ένας για τον άλ­λο όταν ανα­λώ­νο­νται στη συ­ζή­τη­ση και επί­λυ­ση γευ­στι­κών εξι­σώ­σε­ων, δια­τη­ρώ­ντας πι­στά τους ισό­τι­μους, συ­μπλη­ρω­μα­τι­κούς τους ρό­λους. Αυ­τή ως η βα­σι­κή μα­γεί­ρισ­σα στην κου­ζί­να, κα­τέ­χει την τέ­χνη της μέ­σα από την κα­θη­με­ρι­νή αφο­σί­ω­ση σε αυ­τό που αγα­πά, κερ­δί­ζο­ντας τον σε­βα­σμό, τον θαυ­μα­σμό αλ­λά και τα ιδιαί­τε­ρα συ­ναι­σθή­μα­τα του Ντο­ντέν προς αυ­τήν. Αυ­τός, ως o γκουρ­μέ γα­στρο­νό­μος, πα­σί­γνω­στος στην πε­ριο­χή ως ο Να­πο­λέ­ων της γεύ­σης, προ­σφέ­ρει τα γεύ­μα­τα τους σε μια πο­λύ μι­κρή και επι­λεγ­μέ­νη για τις γα­στρο­νο­μι­κές της ικα­νό­τη­τες πα­ρέα. Οι ρό­λοι όμως θα αλ­λά­ξουν όταν η Εζε­νί θα πρέ­πει να πε­ριο­ρι­στεί εκτός κου­ζί­νας λό­γω μιας ανε­ξή­γη­της ασθέ­νειας. Όταν όλα έχουν χι­λιοει­πω­θεί ή πα­λεύ­ουν να βρουν τον χώ­ρο και τον τρό­πο να επα­να­κα­θο­ρι­στούν, το γεύ­μα θα πά­ρει φι­λά­ρε­σκα τη θέ­ση του στο τρα­πέ­ζι και στη με­γά­λη οθό­νη, ξέ­ρο­ντας ότι η ανά­γκη που εξυ­πη­ρε­τεί εί­ναι τα­πει­νή αλ­λά τό­σο ζω­τι­κή όσο και η ύπαρ­ξη μας. Αυ­τό που απο­μέ­νει εί­ναι να εξευ­γε­νί­σου­με αυ­τήν τη δια­δι­κα­σία και σε τού­τη την ανα­ζή­τη­ση έχει αφιε­ρώ­σει όλη του τη ζωή ο Ντο­ντέν Μπου­φάν.

Εμπνευ­σμέ­νος από το βι­βλίο του Μαρ­σέλ Ρουφ, Η ζωή και το πά­θος του Ντο­ντέν Μπου­φάν, γκουρ­μέ (La vie et la passion de Dodin Bouffant, gourmet) o Τραν Αν Χουνγκ σκη­νο­θε­τεί με τη βο­ή­θεια του Πιερ Γκα­νιέρ κλα­σι­κά πιά­τα της γαλ­λι­κής κου­ζί­νας που όσο κι αν προ­σπα­θή­σου­με να τα σνο­μπά­ρου­με χρω­στού­νε τη γευ­στι­κή τους σα­γή­νη στον τρυ­φε­ρό και απέ­ρα­ντα προ­σε­κτι­κό χει­ρι­σμό τους. Ο σκη­νο­θέ­της δή­λω­σε πως αυ­τή του η ται­νία θέ­λη­σε να εί­ναι μια ωδή στη γαλ­λι­κή κου­ζί­να. Σε μια επί­σκε­ψη του στο εστια­τό­ριο του Πιερ Γκα­νιέρ, ζη­τά να του μι­λή­σει στο τέ­λος του γεύ­μα­τος. Τον συγ­χαί­ρει και μοι­ρά­ζε­ται μα­ζί του την επι­θυ­μία του να γυ­ρί­σει μια ται­νία βα­σι­σμέ­νη στο εμ­βλη­μα­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα της γαλ­λι­κής γα­στρο­νο­μί­ας· στη συ­νέ­χεια, του ζη­τά να τον βοη­θή­σει. O σεφ ιντρι­κά­ρε­ται από την ιδέα αυ­τή και απο­δέ­χε­ται την πρό­τα­σή του. Για να σκη­νο­θε­τή­σουν τις σκη­νές της κου­ζί­νας ο σεφ μα­γει­ρεύ­ει στο στού­ντιο χω­ρίς πε­ριο­ρι­σμό για τρία συ­νε­χό­με­να πρω­ι­νά, ο Τραν κα­τα­γρά­φει με τη κά­με­ρα, συ­ζη­τά, πα­ρα­κο­λου­θεί, γεύ­ε­ται και μα­γεύ­ε­ται. Ο Μπε­νουά Μα­ζι­μέλ και η Ζι­λιέτ Μπι­νός, πρώ­ην ζευ­γά­ρι στη ζωή και λά­τρεις και οι δύο της γαλ­λι­κής κου­ζί­νας, μα­γει­ρεύ­ουν επί­σης μπρο­στά στον σεφ. Αυ­τός τους κα­θο­δη­γεί, τους μυ­εί στους τρό­πους που χει­ρι­ζό­μα­στε μα­γει­ρι­κά κά­θε υλι­κό, στη μου­σι­κό­τη­τα της μα­γει­ρι­κής προ­ε­τοι­μα­σί­ας, στην αι­σθη­τι­κή και στον κό­πο της γευ­στι­κής αρ­μο­νί­ας. Το απο­τέ­λε­σμα αυ­τής της παι­δεί­ας το αι­σθα­νό­μα­στε από το πρώ­το μι­σά­ω­ρο της ται­νί­ας, όταν από νω­ρίς βυ­θι­ζό­μα­στε σε αυ­τό που το ζευ­γά­ρι έχει με­τα­τρέ­ψει, στην ιε­ρο­τε­λε­στία της κου­ζί­νας. Πολ­λα­πλές χο­ρο­γρα­φί­ες με τα πα­σα­λειμ­μέ­να χέ­ρια να κι­νού­νται με προ­σο­χή ανά­με­σα σε κου­ζι­νι­κά σκεύη που συλ­λέ­γουν υπο­λείμ­μα­τα γεύ­σε­ων από τη μία μα­γει­ρι­κή σε­κάνς στην επό­με­νη, κα­θώς κρέ­α­τα, ψά­ρια, λα­χα­νι­κά και μυ­ρω­δι­κά με­τα­τρέ­πο­νται με αρ­γά κο­ψί­μα­τα και ακρι­βή κα­ψί­μα­τα, σε ισορ­ρο­πη­μέ­νους γευ­στι­κούς συν­δυα­σμούς, στο ζε­μα­τι­στό νε­ρό, στον ατμό, στη φω­τιά και στον φούρ­νο, μέ­χρι το σύ­νο­λο αυ­τών να κα­τα­λή­ξουν στο πιά­το, εξα­πο­λύ­ο­ντας μέ­σα από μια πο­λυ­ε­πί­πε­δη γεύ­ση τα μυ­στι­κά των υλι­κών τους αλ­λά και των δη­μιουρ­γών τους.

Ο Τραν Αν Χουνγκ ανα­συν­θέ­τει ελεύ­θε­ρα τα στοι­χεία της αυ­θε­ντι­κής ιστο­ρί­ας του βι­βλί­ου, δη­μιουρ­γώ­ντας μια ται­νία που ανε­ξαρ­το­ποιεί­ται καλ­λι­τε­χνι­κά από το μυ­θι­στό­ρη­μα και την πι­στή με­τα­φο­ρά της υπό­θε­σης του. Το δι­κό του σε­νά­ριο εστιά­ζει στη σχέ­ση του Ντο­ντέν Μπου­φάν με την πρώ­τη του μα­γεί­ρισ­σα, την Εζε­νί Σα­τέ­νι, ενώ στο βι­βλίο αυ­τή η σχέ­ση απο­τε­λεί μό­νο την ει­σα­γω­γή στην με­τέ­πει­τα ιστο­ρία που ακο­λου­θεί. Με κομ­ψά φι­νι­ρί­σμα­τα γεν­ναιό­δω­ρου κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού χρό­νου αλ­λά και μια στι­βα­ρή αυ­το­πε­ποί­θη­ση στο στή­σι­μο των σκη­νών και της φω­το­γρα­φί­ας, που οφεί­λει ως ένα με­γά­λο βαθ­μό και στη δι­κή του σύ­ντρο­φο την Κε Τραν Νου Γεν, δη­μιουρ­γεί το δι­κό του καλ­λι­τε­χνι­κό έρ­γο, μας σερ­βί­ρει όμως με­λε­τη­μέ­να θραύ­σμα­τα από ιδέ­ες, φρά­σεις και σκέ­ψεις του βι­βλί­ου. Τη σχέ­ση της γαλ­λι­κής κου­ζί­νας (και της κά­θε εθνι­κής κου­ζί­νας) με τη γη που πα­ρά­γει τις πρώ­τες ύλες που θα τα­ΐ­σουν τον λαό της, το με­ρά­κι που εμ­φυ­σού­με σε κά­θε μα­γει­ρι­κή πα­ρα­σκευή, την αρ­μο­νία και το μέ­τρο, τον ακού­σιο ρυθ­μό των πραγ­μά­των και των επο­χών τους, αλ­λά και την ανά­δει­ξη της μα­γεί­ρισ­σας ως μιας ισά­ξιας με τον αφέ­ντη μα­στό­ρισ­σας στο κά­θε σπι­τι­κό. Όλα αυ­τά σε μια ατμό­σφαι­ρα που πο­τέ δεν κο­χλά­ζει αλ­λά σι­γο­βρά­ζει επί ώρες όπως ένα pot au feu (γαλ­λι­κή κρε­α­τό­σου­πα) και σε αυ­τό οφεί­λει τη γλυ­κιά και με­τρη­μέ­νη γεύ­ση της.

Κά­θε ται­νία που επι­κα­λεί­ται ως έμπνευ­ση αλ­λά και βά­ση ένα προ­ϋ­πάρ­χον λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο έχει πά­ντα ένα δι­χα­σμέ­νο κοι­νό. Αυ­τούς που μπο­ρούν να δουν την ται­νία χω­ρίς να τη συ­γκρί­νουν με το πρω­τό­τυ­πο, αφού δεν το έχουν δια­βά­σει, και σε αυ­τούς που έχουν πρω­τύ­τε­ρα βυ­θι­στεί στο λο­γο­τε­χνι­κό δω­μά­τιο του έρ­γου, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νοι από τα συ­ναι­σθή­μα­τα που αυ­τό τους έχει δη­μιουρ­γή­σει. Και οι δύο θέ­σεις μας προ­τεί­νουν δια­φο­ρε­τι­κές και νό­μι­μες απο­λαύ­σεις: το πρω­τό­τυ­πο εμπνέ­ει εκ νέ­ου τη δη­μιουρ­γία, το και­νού­ριο προ­τεί­νει με τη συγ­χρο­νι­κό­τη­τά του, την ανα­κά­λυ­ψη ενός κρυμ­μέ­νου θη­σαυ­ρού. Όλοι έχου­με βρε­θεί και στις δύο θέ­σεις, άλ­λο­τε στην αγνή όχθη της άγνοιας που προσ­δί­δει ίσως μια αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα στη μα­τιά μας, κι άλ­λο­τε στην αλα­ζο­νι­κή θέ­ση του επι­κρι­τι­κού αλ­λά συ­χνά δί­καιου γνώ­στη. Και αυ­τή η πα­λιν­δρό­μη­ση με­τα­ξύ των δύο καλ­λι­τε­χνι­κών έρ­γων, για όσους έχουν την όρε­ξη να την απορ­ρο­φή­σουν έστω και επι­δερ­μι­κά, αφή­νει υπέ­ρο­χες γεύ­σεις όσο η ται­νία και το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο ξε­θω­ριά­ζουν στο θυ­μι­κό μας.

Το ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ελ­βε­τού Μαρ­σέλ Ρουφ πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1920, μό­λις δύο χρό­νια με­τά το τέ­λος του Α' Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, ενώ επα­νεκ­δί­δε­ται ευ­ρέ­ως σε μια πιο κα­νο­νι­κή έκ­δο­ση το 1924. Εί­ναι η ιστο­ρία ενός γκουρ­μέ συ­ντα­ξιού­χου δι­κα­στή, που χά­νο­ντας την επί χρό­νια έμπι­στη μα­γεί­ρισ­σά του Εζε­νί Σα­τέ­νι θα ανα­ζη­τή­σει να την αντι­κα­τα­στή­σει βρί­σκο­ντας με­τά από πολ­λές προ­σπά­θειες την επό­με­νη ιδα­νι­κή μα­γεί­ρισ­σα στο πρό­σω­πο της Aντελ Πι­ντού, η οποία θα συ­νε­χί­σει να με­του­σιώ­νει το πά­θος του σε γευ­στι­κή παν­δαι­σία. Μα­ζί της στην κου­ζί­να θα σκαν­δα­λί­σουν τον πρί­γκη­πα της Ευ­ρα­σί­ας με την απρό­σμε­να απλή επι­λο­γή του πα­σί­γνω­στου pot au feu (ως το κυ­ρί­ως πιά­το), σε ένα λι­τό­τα­το με­νού που θα εντυ­πω­σί­α­ζε με την άψο­γη εκτέ­λε­ση του αλ­λά κυ­ρί­ως με τη γευ­στι­κή του πλη­ρό­τη­τα και αρ­μο­νία. Ο Ρουφ γρά­φει αναγ­γέλ­λο­ντας στο τρα­πέ­ζι την άφι­ξη του πιά­του αυ­τού: «Φθά­νει επι­τέ­λους αυ­τό το τρο­με­ρό pot au feu, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νο, ύβρις και προ­σβο­λή για τον πρί­γκη­πα και τη γα­στρο­νο­μία, το pot au feu του Ντο­ντέν Μπου­φάν, εκ­πλη­κτι­κά επι­βλη­τι­κό». Λέ­γε­ται ότι το βι­βλίο αυ­τό επα­να­το­πο­θέ­τη­σε τη γνω­στή γαλ­λι­κή κρε­α­τό­σου­πα στο πάν­θεο των γαλ­λι­κών συ­ντα­γών. Το πιά­το των αγρο­τών, λι­τό και υπο­τι­μη­μέ­νο για την απλό­τη­τα του, γι’ αυ­τό και ικα­νό να ει­σχω­ρή­σει σε κά­θε γαλ­λι­κό νοι­κο­κυ­ριό, ήταν μια τολ­μη­ρή επι­λο­γή η οποία ωστό­σο εκτε­λε­σμέ­νη από τα χέ­ρια μιας ικα­νής μα­γεί­ρισ­σας θα αντά­μει­βε τον ου­ρα­νί­σκο του πρί­γκη­πα και θα του έδι­νε δια­κρι­τι­κά ένα μά­θη­μα στις πραγ­μα­τι­κές αξί­ες της γαλ­λι­κής γα­στρο­νο­μί­ας. Μια συμ­βο­λι­κή επι­λο­γή που θα απο­τε­λού­σε ηχη­ρή αντί­θε­ση σε σχέ­ση με το πο­μπώ­δες, φλύ­α­ρο και ασυ­νάρ­τη­το με­νού που εί­χε προ­σφέ­ρει προη­γου­μέ­νως ο πρί­γκη­πας. Ο Ντο­ντέν θα νυμ­φευ­τεί τε­λι­κά τη δεύ­τε­ρη μα­γεί­ρισ­σά του σε μια εν­δια­φέ­ρου­σα κα­μπή της ιστο­ρί­ας, όταν ο πρί­γκη­πας εντυ­πω­σια­σμέ­νος με τις μα­γει­ρι­κές της ικα­νό­τη­τες θα επι­χει­ρή­σει να του την κλέ­ψει. Με­τά από κά­ποιες ανη­συ­χη­τι­κές κρί­σεις στην υγεία του ζευ­γα­ριού, ο για­τρός τους θα τους συμ­βου­λεύ­σει να κά­νουν ένα τα­ξί­δι στις πε­ρί­φη­μες ια­μα­τι­κές πη­γές του Μπά­ντεν Μπά­ντεν, το οποίο βρί­σκε­ται σε γερ­μα­νι­κό έδα­φος. Αυ­τό το τα­ξί­δι απο­τε­λεί ακό­μα μια αφη­γη­μα­τι­κή αφορ­μή για να ξε­δι­πλώ­σει ο συγ­γρα­φέ­ας το με­γα­λείο, κα­τ’ εκεί­νον, της γαλ­λι­κής κου­ζί­νας, από­λυ­τα συ­νυ­φα­σμέ­νο φυ­σι­κά με την αγά­πη του για τη Γαλ­λία.

Ένα αιώ­να πριν τον Τραν, ο Μαρ­σέλ Ρουφ, με ένα ιδιαί­τε­ρα εκ­φρα­στι­κό γρά­ψι­μο και μια πε­ρι­γρα­φι­κό­τα­τη αρ ντε­κό γλώσ­σα, επι­χει­ρού­σε λοι­πόν τη δι­κή του ωδή στη γαλ­λι­κή γα­στρο­νο­μία, εγκαι­νιά­ζο­ντας αυ­τό που θα λέ­γα­με σή­με­ρα γα­στρο­νο­μι­κή λο­γο­τε­χνία. Το να προ­σεγ­γί­σει κα­νείς τη θε­μα­το­λο­γία της κου­ζί­νας με ύφος λο­γο­τε­χνι­κό, εί­ναι από μό­νο του ένα δύ­σκο­λο εγ­χεί­ρη­μα. Το να προ­τεί­νει ένα τέ­τοιο μυ­θι­στό­ρη­μα σε μια με­τα­πο­λε­μι­κή Γαλ­λία που πα­λεύ­ει να βρει τα πό­δια της με­τά τον Α’ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο, εί­ναι μια επι­χεί­ρη­ση που θα μπο­ρού­σε να χρειά­ζε­ται αι­τιο­λό­γη­ση. Έτσι του­λά­χι­στον φαί­νε­ται να αι­σθάν­θη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας, που τι­τλο­φο­ρεί τη δι­κή του ει­σα­γω­γή στο βι­βλίο ως justification (αι­τιο­λό­γη­ση) και ξε­κι­νά με την εξής φρά­ση: «Δί­στα­σα για πο­λύ και­ρό να ολο­κλη­ρώ­σω αλ­λά και να δη­μο­σιεύ­σω με­τά τον πό­λε­μο αυ­τό το βι­βλίο που ξε­κί­νη­σα να γρά­φω την πα­ρα­μο­νή της κα­τα­στρο­φής». Για τον Μαρ­σέλ Ρουφ, η μα­γει­ρι­κή εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο από οτι­δή­πο­τε άλ­λο μια εθνι­κή υπό­θε­ση που έχει τις ρί­ζες της κυ­ριο­λε­κτι­κά στη γη που τη γεν­νά­ει και στον λαό που την καλ­λιερ­γεί και τη μορ­φώ­νει για να θρέ­ψει το σώ­μα του, καλ­λιερ­γώ­ντας όμως το πνεύ­μα του, τα­πει­νά αλ­λά πο­τέ αξε­χώ­ρι­στα. Σε ένα από τα συ­γκι­νη­τι­κά χω­ρία της ει­σα­γω­γής του γρά­φει: «Η γαλ­λι­κή κου­ζί­να ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από τη γαλ­λο-λα­τι­νι­κή γη, εί­ναι το χα­μό­γε­λο της γό­νι­μης υπαί­θρου της. Η Γαλ­λία θα έπαυε να εί­ναι η Γαλ­λία τη μέ­ρα εκεί­νη όπου θα τρώ­γα­με όπως στο Σι­κά­γο ή τη Λει­ψία, όπου θα πί­να­με όπως στο Λον­δί­νο ή στο Βε­ρο­λί­νο. Θα θυ­μά­μαι όλη μου τη ζωή ότι το 1916 τα­ξι­δεύ­ο­ντας στα σύ­νο­ρα της Σα­μπά­νιας, στη βομ­βαρ­δι­ζό­με­νη Ρενς, στο απει­λού­με­νο Φιμς, στο μι­σο­κα­τα­στρεμ­μέ­νο Σουα­σόν, μου σέρ­βι­ραν με από­λυ­τη ηρε­μία πλού­σια γεύ­μα­τα, τέ­τοια όπως δεν έχω πο­τέ φά­ει ού­τε στη Νέα Υόρ­κη, ού­τε στη Βιέν­νη ού­τε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη». Σε αυ­τές τις πέ­ντε σε­λί­δες της ει­σα­γω­γής του, ο Ρουφ συ­μπυ­κνώ­νει το ζου­μί όλων των ιδε­ών του για την αξία των τε­χνών, μέ­σα στις οποί­ες συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και τη γα­στρο­νο­μία, ως την τέ­χνη που επι­κα­λεί­ται και τις πέ­ντε αι­σθή­σεις μας για να με­του­σιω­θεί σε μια ευ­γε­νή τέρ­ψη του σώ­μα­τος και του πνεύ­μα­τος. Οι τέ­χνες το­πο­θε­τού­νται κα­τ’ εκεί­νον στο κέ­ντρο της ταυ­τό­τη­τας της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, ακό­μα και κά­τω από τις πιο δυ­σμε­νείς συν­θή­κες. Όχι μό­νο απορ­ρί­πτει, έτσι, σε­μνά τις από­ψεις πε­ρί της μα­ταιό­τη­τάς τους, αλ­λά τις πα­ρου­σιά­ζει ως το κα­μά­ρι της κά­θε εθνι­κής οντό­τη­τας και τη βά­ση για το κτί­σι­μο του αύ­ριο της τό­τε λα­βω­μέ­νης με­τα­πο­λε­μι­κής Γαλ­λί­ας.

Αυ­τό εί­ναι το φό­ντο πά­νω στο οποίο στή­νε­ται το πορ­τρέ­το του Ντο­ντέν Μπου­φάν, ενός λο­γο­τε­χνι­κού χα­ρα­κτή­ρα που έμελ­λε να ξε­πε­ρά­σει σε φή­μη ακό­μα και τον δη­μιουρ­γό του. O Ντο­ντέν Μπου­φάν εί­ναι γκουρ­μέ, όπως ο Κλοντ Λο­ρέν εί­ναι ζω­γρά­φος, όπως ο Μπερ­λί­οζ εί­ναι μου­σι­κός, μας λέ­ει ο Ρουφ και συ­νε­χί­ζει· έχει αφιε­ρώ­σει τη ζωή του και έχει δώ­σει όλη του την αγά­πη σε μια από τις πιο πα­λιές πα­ρα­δό­σεις της πα­τρί­δας του, τη γα­στρο­νο­μία. Εί­ναι μέ­τριου ανα­στή­μα­τος και δυ­να­τής σω­μα­τι­κής διά­πλα­σης, εί­ναι γεν­ναιό­δω­ρα κα­μω­μέ­νος, με ευ­πρέ­πεια και κα­λαι­σθη­σία. Μι­λά­ει χω­ρίς να βιά­ζε­ται, κλεί­νει τα μά­τια για πε­ρι­συλ­λο­γή, πε­τά­ει αφο­ρι­σμούς χω­ρίς την πε­ρη­φά­νια που τους συ­νο­δεύ­ει, αγα­πά τις πο­νη­ριές, και δεν φο­βά­ται τα πει­ράγ­μα­τα και τις τσαχ­πι­νιές. Στο επι­δόρ­πιο, του αρέ­σει να δι­η­γεί­ται στους επί­λε­κτους φί­λους του τις ανα­μνή­σεις της νε­α­νι­κής του ηλι­κί­ας, και αυ­τές εί­ναι ο μό­νος λό­γος για τον οποίο προ­τι­μά τα κρα­σιά της Βουρ­γουν­δί­ας από τα κρα­σιά του Μπορ­ντό. Εί­ναι ένας σο­φός, που ζει στο οι­κο­γε­νεια­κό του κτή­μα, ένας Γάλ­λος του πα­λιού και­ρού, γα­λου­χη­μέ­νος με τα αγα­θά της πα­τρί­δας του και απέ­ρα­ντα πε­ρή­φα­νος για αυ­τά. Η γαλ­λι­κή κου­ζί­να δεν κα­θο­ρί­ζει μό­νο το ποιος εί­ναι και τι κά­νει, αλ­λά και με ποιους θα συ­να­να­στρα­φεί και ποιους θα αγα­πή­σει. Εί­ναι ο δι­κός του φα­κός επα­φής, το δι­κό του εγ­χει­ρί­διο για να ερ­μη­νεύ­σει και να δια­σχί­σει τον κό­σμο.

Ο Τραν Αν Χουνγκ κρα­τά μπρο­στά στην κά­με­ρα του τον ίδιο αυ­τό φα­κό. Η φω­το­γρα­φία, ο φω­τι­σμός, η σκη­νι­κή από­δο­ση, επι­κε­ντρώ­νο­νται στο να ανα­δεί­ξουν οτι­δή­πο­τε ανά­γει σε τέ­χνη τη μα­γει­ρι­κή και την πρά­ξη του τρώ­γειν. Εντυ­πω­σια­κή εί­ναι η ακρί­βεια στον σχε­δια­σμό του ήχου που κα­τα­φέρ­νει να με­τα­δώ­σει τους πιο δια­κρι­τι­κούς μι­κρο-ήχους που προ­κύ­πτουν από την προ­ε­τοι­μα­σία και την από­λαυ­ση ενός γεύ­μα­τος. Δει­νός γνώ­στης των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών του μέ­σων, τολ­μά να κρα­τή­σει ορι­σμέ­να στοι­χεία σχε­δόν ελ­λειμ­μα­τι­κά. Η δι­ή­γη­ση, η ερω­τι­κή ιστο­ρία, η ανά­πτυ­ξη των χα­ρα­κτή­ρων, πα­ρα­μέ­νουν αφαι­ρε­τι­κά, απο­τε­λούν δο­μι­κές επεν­δύ­σεις, για να μπο­ρέ­σει να στή­σει την κά­με­ρα του μπρο­στά στον βα­σι­κό πρω­τα­γω­νι­στή, που εί­ναι το φα­γη­τό και η τέ­χνη γύ­ρω από αυ­τό. Εί­ναι ένα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό ρί­σκο που μπο­ρεί να αφή­σει κά­ποιους ανι­κα­νο­ποί­η­τους· η οι­κο­νο­μία αυ­τή ωστό­σο κρύ­βει τη δι­κή του συ­νέ­πεια ως προς το βι­βλίο. Εκεί όμως που δια­φο­ρο­ποιεί­ται σε σχέ­ση με το βι­βλίο εί­ναι στην ανά­πτυ­ξη του χα­ρα­κτή­ρα της Εζε­νί, για την οποία λί­γα πράγ­μα­τα θα μας πει ο Μαρ­σέλ Ρουφ. Στο πρό­σω­πο της Εζε­νί σκια­γρα­φεί ένα νέο σύγ­χρο­νο χα­ρα­κτή­ρα γυ­ναί­κας, στον οποίο προσ­δί­δει μια ωρι­μό­τη­τα και γι’ αυ­τό δια­κρι­τι­κό­τη­τα αλ­λά και μια φρε­σκά­δα, όλα αυ­τά χω­ρίς να θυ­σιά­ζει σκη­νο­γρα­φι­κά την κλα­σι­κι­στι­κή αύ­ρα της επο­χής, στην οποία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η ται­νία.

Ο Τραν στέ­κε­ται στον χα­ρα­κτή­ρα της Εζε­νί, εμ­βα­θύ­νει στην ψυ­χο­σύν­θε­ση της, την επεν­δύ­ει με την ηρε­μία μιας γυ­ναί­κας που νιώ­θει πλη­ρό­τη­τα διό­τι έχει βρει τη θέ­ση της στην κοι­νω­νία, και αυ­τή ταυ­τί­ζε­ται με τις βα­θύ­τε­ρες επι­θυ­μί­ες της για το ποια θέ­λει να εί­ναι σε αυ­τό τον κό­σμο. Εί­ναι ένας κι­νη­μα­το­γρα­φι­κός χει­ρι­σμός κομ­ψός που εκ­συγ­χρο­νί­ζει την αφή­γη­ση, κά­νο­ντας όπως έχει πει η ίδια η ηθο­ποιός, ένα πο­λύ δια­κρι­τι­κό φε­μι­νι­στι­κό σχό­λιο. Η Ζι­λιέτ Μπι­νός παίρ­νει πά­νω της και όχι άδι­κα αυ­τό το εγ­χεί­ρη­μα, απλώ­νει διά­πλα­τα τον συ­ναι­σθη­μα­τι­κό κό­σμο αυ­τής της γυ­ναί­κας, την ίδια στιγ­μή που όλα τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά μέ­σα επι­στρα­τεύ­ο­νται στο να ανα­δεί­ξουν την τέ­χνη της μα­γει­ρι­κής. Aυ­τό που προ­τεί­νει ο Τραν και το πε­τυ­χαί­νει από­λυ­τα η Μπι­νός, εί­ναι να δώ­σει υπό­στα­ση και συ­ναι­σθη­μα­τι­κό υπό­βα­θρο σε μια γυ­ναί­κα που αν­θί­ζει βρί­σκο­ντας τον προ­ο­ρι­σμό της. Αφιε­ρώ­νο­ντας τον εαυ­τό της στην τέ­χνη της κου­ζί­νας, βρί­σκει φυ­σι­κά τη θέ­ση της, σε μια συμ­με­τρία με την αν­δρι­κή ύπαρ­ξη, που την πα­ρα­κα­λεί να υπο­κύ­ψει και να γί­νει δι­κή του. Ο Ντο­ντέν κι­νεί­ται στο τε­ρά­στιο κτή­μα του και φω­νά­ζει τα­κτι­κά, που εί­ναι η Εζε­νί; Με αυ­τή του την ανά­σα στο δέρ­μα της νιώ­θει ελεύ­θε­ρη, ευ­τυ­χι­σμέ­νη, ολο­κλη­ρω­μέ­νη, δεν πε­ρι­μέ­νει τον γά­μο για να νο­μι­μο­ποι­ή­σει την ύπαρ­ξή της, νιώ­θει κα­λά στο πε­τσί της. Ο Τραν επι­μέ­νει στο εκ­φρα­στι­κό ρα­φι­νά­ρι­σμα, ζη­τά επί­μο­να από την Μπι­νός να μην ξε­χνά να χα­μο­γε­λά. Ακό­μα και όταν η αρ­ρώ­στια την εξα­ντλεί στα­δια­κά, η ευ­τυ­χία που αυ­τή η πλη­ρό­τη­τα της δί­νει, χα­λα­ρώ­νει αμυ­δρά τους μυς του προ­σώ­που της και εγκα­θι­στά ένα γλυ­κό χα­μό­γε­λο. Και η αλή­θεια εί­ναι ότι αυ­τή η εκ­φρα­στι­κή ικα­νό­τη­τα της Ζι­λιέτ Μπι­νός εί­ναι η ρα­χο­κο­κα­λιά πά­νω στην οποία κι­νεί­ται συ­ναι­σθη­μα­τι­κά η ται­νία.

Η ση­μα­σία της κου­ζί­νας στη ζωή του Tραν Αν Χουνγκ ξε­κι­νά­ει όπως σε πολ­λούς από εμάς, στο πρώ­το πα­τρι­κό του σπί­τι, στο Βιετ­νάμ, σ’ ένα τα­πει­νό σπί­τι με υγρό μου­σκε­μέ­νο πά­τω­μα και ξε­φτι­σμέ­νους τοί­χους, όπως μας λέ­ει. Η ομορ­φιά προ­ερ­χό­ταν απο­κλει­στι­κά από όλα όσα γί­νο­νταν μέ­σα στην κου­ζί­να όταν η μη­τέ­ρα του έμπαι­νε εκεί γυρ­νώ­ντας από την αγο­ρά, απλώ­νο­ντας τα ψά­ρια, τα λα­χα­νι­κά και τα φρού­τα στον χώ­ρο ερ­γα­σί­ας της κου­ζί­νας, όταν σκόρ­πι­ζε τα μυ­ρω­δι­κά στη ζε­στή σού­πα που μο­σχο­μύ­ρι­ζε σε ολό­κλη­ρο το σπί­τι. Η μα­γει­ρι­κή στην καρ­διά μας εί­ναι πριν από οτι­δή­πο­τε άλ­λο μια πρά­ξη τρυ­φε­ρό­τη­τας και αγά­πης, μια μπα­νάλ δια­δι­κα­σία συ­ντή­ρη­σης, την οποία όλοι λί­γο πο­λύ κά­πο­τε έχου­με χρω­μα­τί­σει με φρο­ντί­δα και συ­ναί­σθη­μα. Αυ­τός που θα μπει στην κου­ζί­να για να ετοι­μά­σει ένα γεύ­μα συ­νή­θως νοιά­ζε­ται και έχει την αγω­νία να ικα­νο­ποι­ή­σει. Αυ­τή η απλή κα­θη­με­ρι­νή πρά­ξη θυ­μί­ζει, σε αυ­τόν στον οποίο σερ­βί­ρου­με, αυ­τή μας την έγνοια προς αυ­τόν, κα­θώς προ­σπα­θού­με να κα­λύ­ψου­με ταυ­τό­χρο­να την πιο εν­στι­κτώ­δη ανά­γκη μας για τρο­φή, και την πιο μύ­χια ανα­ζή­τη­ση μας για την τέρ­ψη του ου­ρα­νί­σκου μας αλ­λά και της ψυ­χής μας.